Δεν ανήκε στην ενορία μας. Ερχόταν όμως τακτικά, ιδίως τα
τελευταία χρόνια, γιατί είχε συνδεθεί ιδιαιτέρως με κάποιες συγκεκριμένες
κυρίες, οι οποίες όταν τη γνώρισαν αντιλήφθηκαν αμέσως το μεγαλείο της ψυχής της.
Η κυρία Σοφία, η Σοφία μας για τους πολλούς που την ήξεραν, η «Σόφια» ή «Τσόφα»
και με ποντιακή εκφορά. Μας το έλεγε και το χαιρόταν αφάνταστα η ίδια, γιατί
ενώ δεν είχε κάποια ποντιακή οικογενειακή ρίζα – Κωνσταντινουπολίτισσα ήταν – όμως
αγαπούσε υπερβαλλόντως τον Πόντο και τους Ποντίους, τόσο που αρκετό καιρό είχε
αναλάβει τον αγώνα να μάθει καλά και την ποντιακή διάλεκτο.
Καθηγήτρια Αγγλικής - κάτι που εξηγεί και το χάρισμά της να
κινείται με άνεση στο θέμα των ξένων γλωσσών - βρέθηκε στην Αγγλία όπου και
παντρεύτηκε Άγγλο καθηγητή Πανεπιστημίου, με τον οποίο έζησε πολύ καλά για
αρκετά χρόνια χωρίς να αποκτήσει όμως παιδιά, παρ’ όλη τη βαθιά επιθυμία της για
κάτι τέτοιο. Κι όταν εκείνος έφυγε από τη ζωή αυτή, εκείνη γύρισε πίσω, στην
αγαπημένη της Ελλάδα και στους λιγοστούς συγγενείς της.
Δεν πτοήθηκε που δεν έκανε δικά της παιδιά. Γιατί
απέκτησε πλήθος παιδιών, μικρών και μεγάλων, λόγω ακριβώς της εργασίας της. Δεν
ήταν απλώς μία καθηγήτρια Αγγλικών. Ήταν η Δασκάλα, με Δέλτα κεφαλαίο, με εύρος
και βάθος και της ελληνικής, αλλά και της αγγλικής βεβαίως γλώσσας, που σπάνια
συναντάς σ’ αυτό το «επάγγελμα». Γιατί δινόταν ολόκληρη στους μαθητές της, οι
οποίοι την αγαπούσαν τόσο πολύ που οι εκδηλώσεις απέναντί της ξεπερνούσαν θα
έλεγε κανείς μερικές φορές και τις εκδηλώσεις απέναντι στους ίδιους τους γονείς!
Και δεν είναι υπερβολή!
Κι έπαιζε ρόλο σ’ αυτό και η εμφάνισή της. Θα μπορούσε
κανείς να πει όταν την έβλεπε, ότι ήταν ο ορισμός της αρχοντιάς. Αρχοντική
γυναίκα με τα φροντισμένα ξανθά κοντά μαλλιά της, με το διακριτικότατο ελαφρό
βάψιμό της, με τα μεγάλα της μάτια, με την καταπληκτικά φροντισμένη, όχι όμως εξεζητημένη,
ενδυμασία της. Να βλέπεις μία μεγάλη και ώριμη κυρία που απέπνεε το άρωμα της σεμνότητας
και της σοβαρότητας από μακριά, μέσα όμως από μία φροντισμένη όπως είπαμε ενδυμασία
σε λευκές ή γαλάζιες αποχρώσεις, δεν είναι κάτι συνηθισμένο. Γι’ αυτό και έλκυε
τα βλέμματα με σεβασμό χωρίς ποτέ να προκαλεί.
Θα σκεφτεί κανείς πως μία τέτοια γυναίκα θα ήταν το
επίκεντρο των γυναικών που την περιστοίχιζαν – με τους άνδρες, πέραν των πολύ
γνωστών της, δεν είχε καμία επαφή. Κι όμως! Στεκόταν έτσι σαν να ήταν το μαθητούδι
που επιζητεί την αναγνώριση των μεγάλων. Το ενδιαφέρον της ήταν στραμμένο στις φίλες της και τα προβλήματά τους. Κι όταν
άκουγε κάτι στενάχωρο δεν άντεχε – ένα δάκρυ ύγραινε τα μάτια της, τα κρυμμένα
πίσω από τα σοβαρά μαύρα γυαλιά της. Ο δε σεβασμός προς τους ιερείς υπέρμετρος –
ντρεπόταν και να τους κοιτάξει!
Κι αρρώστησε η αγαπητή Σοφία και μάλιστα σοβαρά. Ο καρκίνος
άρχιζε ύπουλα να της τρώει τα σωθικά, όταν μάλιστα εκδηλώθηκε τη δύσκολη
περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού. Οπότε απομονώθηκε στο νοσοκομείο, χωρίς να
μπορεί κανείς να την επισκεφτεί – μόνο το τηλέφωνο ήταν ο δρόμος επικοινωνίας της.
Κι ευρισκόμενη εκεί, λίγο καιρό πριν απέλθει κι αυτή από τον μάταιο τούτο
κόσμο, με πίστη όμως μεγάλη και μαρτυρική διάθεση, συνέβησαν δύο πράγματα,
όντως αξιομνημόνευτα.
Το πρώτο. Δέχτηκε μερικά τηλέφωνα κάποια στιγμή μαθητών της
που έμαθαν για την αρρώστια της. Ήθελαν να της συμπαρασταθούν και να την
επισκεφτούν, αλλά τούτο ήταν αδύνατο. Και μιλάμε για μαθητές όχι τυχαίους:
ανθρώπους πια μεγάλους, Έλληνες και ξένους – φοιτητές, διδακτορικούς,
μεταδιδακτορικούς, καθηγητές. Είπαμε πως ήταν σπάνιο είδος δασκάλου της Αγγλικής
αλλά και της Ελληνικής γλώσσας. Και κάποιοι την πήραν τηλέφωνο. Εξέφρασαν τη
συμπαράστασή τους, την ευγνωμοσύνη τους, τον πόθο τους να τη δουν… Και την
παρεκάλεσαν αν γίνεται να κοιτάξει έξω από το παράθυρο του νοσοκομείου. Κι
έσκυψε και είδε! Και όχι μόνο συγκινήθηκε, μα κλάματα τράνταξαν το κουρασμένο
και πονεμένο κορμί της. Γιατί τι είδε; Δεκαεννέα μαθητές της, ξένους και
Έλληνες όπως είπαμε, ο καθένας τους να κρατάει τη σημαία της πατρίδας του, να
βρίσκονται ακροβολισμένοι στο πεζοδρόμιο απέναντι του νοσοκομείου, να τη
χαιρετούν, να της στέλνουν φιλιά, να κουνάνε τη σημαία, με το τηλέφωνο να της εκδηλώνουν
την αγάπη τους! Κόντεψε να σπάσει η καρδιά της. Όσο μπορούσε ανταποκρίθηκε, τους
χαιρέτησε, κούνησε κι αυτή τα χέρια της. Μία ζεστασιά αγάπης πλημμύρισε την
ύπαρξή της, με δάκρυα αναφέρθηκε στον Χριστό
και την Παναγία της. «Ευχαριστώ, Χριστέ μου. Ευχαριστώ, Παναγία μου!»
έλεγε αδιάκοπα. Μοναδικό και αξεπέραστο γεγονός.
Και το δεύτερο. Στο διάστημα που βρισκόταν στο νοσοκομείο
άκουγε τα εκκλησιαστικά ραδιόφωνα. Μα της έλειπε – καθώς έλεγε – και η σύναξη
Μελέτης Γραφής στην ενορία μου και δικιά της ενορία τα τελευταία χρόνια. Κάθε
Δευτέρα που γινόταν ο εσπερινός, η παράκληση στην Παναγία μας, η μελέτη του
λόγου του Θεού, εκεί πρώτη βρισκόταν και η Σοφία. Κι αυτό της είχε λείψει. Και
για την ακρόαση και την προσευχή και για την κοινωνία με τους άλλους. Και τι
σκέφτηκαν οι φίλες της και η ίδια; Να συμμετέχει κάθε Δευτέρα μέσω του τηλεφώνου.
Την ώρα που ξεκινούσε ιδίως η μελέτη της Αγίας Γραφής, ένα τηλέφωνο από κάποια κυρία
τοποθετείτο ανοικτό στο τραπέζι που χρησιμοποιούσαμε για την ομιλία. Κι αυτά
που λέγονταν ακούγονταν και στη Σοφία, αλλά και όχι μόνο σ’ αυτήν. Γιατί μάθαμε
πως καλούσε και άλλους στο δωμάτιο από τους αρρώστους, κι όσοι άντεχαν και
μπορούσαν παρακολουθούσαν κι εκείνοι. Κι ήταν εξόχως συγκινητική η στιγμή, όταν
μάθαμε πως στέλνοντας την ευχή μας και σ’ εκείνους και λέγοντας στον κόσμο της ενορίας
πως παρευρίσκονται μέσω των ερτζιανών και οι συγκεκριμένοι ασθενείς, η Σοφία
και οι άλλοι δάκρυζαν και έκλαιγαν – κάποιοι συνάνθρωποί τους από το… «πουθενά»,
τους σκέπτονταν, τους θεωρούσαν παρόντες, τους μιλούσαν!
Έφυγε η Σοφία, έχοντας οσιακό τέλος – η αρρώστια της την καθάρισε στο έπακρο! Δοξολογούσε τον Κύριο και για τον καρκίνο και για ό,τι άλλο της επέτρεψε στη ζωή της, ιδίως αφότου κοινώνησε με μεγάλη συναίσθηση των αχράντων μυστηρίων. Κι άφησε ένα μεγάλο κενό, που στην πραγματικότητα είναι μεγάλο πλήρωμα. Γιατί στο διάστημα που έζησε γέμισε με Χριστό τον κόσμο της, τον κόσμο μας. Ο Θεός να την αναπαύει!