«Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι, ἵνα σου ἡ προκοπή φανερά ᾖ ἐν πᾶσι» (Α´ Τιμ. 4, 15).
α. Στον αγαπημένο του μαθητή και γνήσιο κατά την πίστη τέκνο του Τιμόθεο γράφει ο απόστολος Παύλος, προκειμένου να τον ενισχύσει στο διακονικό του έργο της διαποίμανσης των πιστών και να τον κατευθύνει σε θέματα γύρω από τους αιρετικούς και τις λατρευτικές εκδηλώσεις. Και σαν πατέρας που θέλει το παιδί του να στέκεται σωστά στη θέση που βρίσκεται αλλά και να προκόβει όλο και περισσότερο, τον προτρέπει: «αυτά που σου λέω να τα έχεις στον νου σου, μ’ αυτά να ασχολείσαι, ώστε η πρόοδός σου να είναι φανερή σε όλα».
β. 1. Μολονότι ο απόστολος Παύλος φαίνεται να υποδεικνύει
στον μαθητή του Τιμόθεο μία δραστηριότητα που στοχεύει στην αναγνώρισή της αποκλειστικά
από τους άλλους ανθρώπους και μάλιστα τους πιστούς, όμως κάτι τέτοιο δεν
φαίνεται να είναι ακριβές. Κι αυτό γιατί μία τέτοια κατανόηση της υπόδειξής του
θα οδηγούσε στην αποδοχή ότι το έργο
ενός πιστού και μάλιστα ιερωμένου – επίσκοπος ήταν ο Τιμόθεος – αποσκοπεί στο
να το δουν και να το «θαυμάσουν» οι πιστοί, σαν να είναι η αναγνώρισή τους η
τελική αναφορά. Αλλά κάτι τέτοιο καταλαβαίνουμε ότι αποτελεί ένα είδος
ειδωλολατρίας, γιατί το μόνο που υπηρετείται έτσι είναι η ανθρώπινη δόξα. Για
τον Κύριο, αλλά βεβαίως και για τους αγίους Του αποστόλους, τούτο όχι μόνο δεν
είναι σωστό, αλλά συνιστά και μεγάλη διαστροφή, αφού διαγράφει τη δυνατότητα να
μπορεί ο άνθρωπος να πιστέψει στον αληθινό Θεό και στην αποκάλυψή Του. Ο λόγος
Του είναι απόλυτος, καθώς απευθυνόταν στους Ιουδαίους που είχαν πέσει στη
συγκεκριμένη παγίδα: «Πώς μπορείτε να έχετε πίστη στον Θεό, όταν αποδέχεστε την
ανθρώπινη δόξα και δεν ζητείτε τη δόξα του Θεού;» Η ανθρώπινη δόξα και η πίστη
στον Θεό αλληλοαποκλείονται.
Η αναφορά του ανθρώπου σε ό,τι κι αν κάνει, ακόμη και το
παραμικρό στη δραστηριότητά του, είναι ο Τριαδικός Θεός και όχι ο άνθρωπος ή
οτιδήποτε επίγειο. Αν ο απόστολος Παύλος μάς υπενθυμίζει ότι «είτε τρώμε είτε πίνουμε
είτε οτιδήποτε άλλο κάνουμε, πρέπει να το κάνουμε προς δόξαν Θεού», πόσο
περισσότερο τούτο ισχύει για το έργο διακονίας μέσα στην Εκκλησία, και μάλιστα
από πλευράς των λειτουργών αυτής; Το «δος δόξαν τω Θεώ» είναι η προτροπή κάθε
αγίου, το «δόξα τω Θεώ» είναι η επωδός αυτού και κάθε ασφαλώς πιστού. Κι ο
λόγος είναι γνωστός και σαφής: Δόξα στον Θεό σημαίνει αναγνώριση όχι μόνο της
ύπαρξής Του – αυτό το κάνει και ο διάβολος – αλλά κυρίως βιωματική αποδοχή ότι
Εκείνος είναι η πηγή της Ζωής, ότι τίποτε δεν υφίσταται χωρίς Εκείνον, ότι
Εκείνος είναι ό,τι ευεργετικό και αγαθό στη ζωή του ανθρώπου, συνεπώς ο δοξάζων
τον Θεό είναι ο άνθρωπος που και ορθά πιστεύει αλλά και που έχει πλήρη επίγνωση
της θέσης του και της μηδαμινότητας της κτιστότητάς του – είναι ο ταπεινός
άνθρωπος που αφήνει χώρο μέσα του για να υπάρχει η χάρη του Θεού. «Ταπεινοῖς ὁ
Θεός δίδωσι χάριν».
2. Με ποια έννοια λοιπόν προτρέπει ο απόστολος Παύλος τον
Τιμόθεο «να γίνεται φανερή η πρόοδός του σε όλα»; Μα να ζει με τέτοιο δοξολογικό
τρόπο ο Τιμόθεος, και κάθε πιστός, ώστε να έχει αδιάκοπη τη ζωντανή παρουσία
του Θεού στην ύπαρξή του∙ να φανερώνεται ο Θεός μέσα από αυτόν, ώστε οι άλλοι
άνθρωποι Εκείνον να βλέπουν στη ζωή του. Πρόκειται για την ίδια αλήθεια που ο
Κύριος απεκάλυψε στους μαθητές Του. «Εσείς είστε τό φως του κόσμου», είπε, με
την έννοια βεβαίως ότι ακολουθούν τον Ίδιο που κατ’ ουσίαν είναι το φως του
κόσμου ως ο Δημιουργός αυτού, συνεπώς οι μαθητές Του είναι κατ’ αντανάκλαση
φώτα, δεύτερα φώτα λόγω Εκείνου. Και τι λέει στη συνέχεια; «Δεν μπορεί μία πόλη
να κρυφτεί, όταν βρίσκεται κτισμένη πάνω σ’ ένα βουνό... Έτσι να λάμψει και το
φως το δικό σας μπροστά στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να
δοξολογήσουν τον ουράνιο Πατέρα σας». Η δόξα του Θεού λοιπόν είναι το τελικώς
ζητούμενο, αυτό περνάει μέσα από την καλή και άγια ζωή του πιστού, αυτό λέει
και ο απόστολος στον αγαπημένο του μαθητή.
Αλλά η λέξη «προκοπή» του αποστόλου μάς οδηγεί και σε μία
άλλη διάσταση: να φανερώνεται πράγματι ο Θεός μέσα από τον Τιμόθεο, αλλά αυτή η
φανέρωσή Του να βαίνει διαρκώς αυξανόμενη! Διότι αυτό είναι το χαρακτηριστικό
της χριστιανικής ζωής: να μη μένεις ποτέ στάσιμος, αλλά αδιάκοπα να
επεκτείνεσαι προς τον Θεό, να προοδεύεις, να προκόβεις – πρόοδος και προκοπή
σημαίνει διαρκή ανάβαση προς Εκείνον, που θα πει από πλευράς πνευματικής διαρκή
κάθοδο μέσα στην καρδιά σου: εκεί που αναπαύεται ο Θεός, όταν υπάρχει διάθεση
μετανοίας και ορμή και φορά αγάπης προς Αυτόν. Και δεν γίνεται να μην
προοδεύεις και να μην προκόβεις, δηλαδή δεν γίνεται να παραμένεις στάσιμος,
γιατί στη ζωή που έφερε ο Χριστός ή προχωράς ή οπισθοχωρείς και πέφτεις! «Ὁ μή ὤν
μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι καί ὁ μή συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει». Ὁ ἀπόστολος
Παύλος και πάλι σε άλλο σημείο θα διευκρινίσει για να πει το φοβερό, ότι η
πρόοδος αυτή του χριστιανού κατανοείται ως τρέξιμο προς τα εμπρός και όχι ως
περπάτημα «χελώνας». «Δι’ ὑπομονῆς τρέχομεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες
εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν». Και πώς εξηγεί το τρέξιμο;
Από τη μόνη κινητήρια δύναμη που σε σπρώχνει, την αγάπη προς τον Χριστό – Αυτός
είναι ο αρχηγός και ο τελειωτής. Που θα πει: Με τον Χριστό δεν μπορείς να είσαι
ψυχρός κι ούτε καν χλιαρός. Θερμαίνεσαι και γίνεσαι φωτιά σαν την αγάπη
Εκείνου. «Αυτό που ζω ως άνθρωπος με το σώμα μου τώρα είναι να πιστεύω στον Χριστό,
ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου». Οπότε: «τίς ἡμᾶς
χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;»
3. Ο απόστολος Παύλος όμως θέτει και κάποιες προϋποθέσεις
στον Τιμόθεο, για να μπορεί αυτός να βρίσκεται σ’ αυτό το υψηλό σημείο σχέσεως
με τον Χριστό. Τον Χριστό και τη διδασκαλία Του, αυτό είναι το «ταύτα» του
αποστόλου (το επισημαίνει παραπάνω στην επιστολή (στ. 10), όταν λέει για τη
μόνη ελπίδα μας που είναι ο Χριστός και για τον Οποίο πάσχουμε), να τά έχει
αέναα στον νου του, ο Χριστός να είναι η διαρκής μελέτη του, με τον Χριστό και τα
λόγια Του να ασχολείται, να μένει δηλαδή προσκολημμένος σ’ Αυτόν, οπότε έτσι
πράγματι θα προκόβει εν Χριστώ, θα αυξάνει μέσα σ’ Εκείνον και με τη χάρη Εκείνου.
Και πρέπει να σημειώσουμε ότι οι προϋποθέσεις αυτές του αποστόλου είναι με άλλη διατύπωση τα λόγια του ίδιου του Χριστού, όπως τα καταγράφει ιδίως ο ευαγγελιστής Ιωάννης. Γιατί τι μας παρακαλεί ο Χριστός; «Μείνετε μέσα στην αγάπη μου. Αν τηρήσετε τις εντολές μου, τότε θα μείνετε μέσα στην αγάπη μου». Η τήρηση των εντολών του Χριστού σημαίνει προσκόλληση στον Χριστό, αδιάκοπη ενατένισή Του μέσα από τα λόγια Του, παραμονή στην Οδό Του. Κι αυτό τι φέρνει; Το ρεύμα της ζωής Εκείνου στην ύπαρξη του ανθρώπου: ο πιστός εκτείνεται στο «άπειρο» της ζωής του Δημιουργού του, γίνεται ένας άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο, με μία τάση συνεχούς πλατύνσεώς του, που ξεπερνάει τα όρια και της πιο «ευφάνταστης φαντασίας»! Η ζωή των Αγίων μας, Αποστόλων, Μαρτύρων, αγίων Ιεραρχών, οσίων μεγάλων Γερόντων, ακόμη και της εποχής μας, τι άλλο δείχνει παρά αυτήν τη μέχρι απειρίας διάταση του ανθρώπου, κατά τον βαθμό της ομοίωσής του με τον Κύριο! Προκόβουν και προοδεύουν οι άγιοι, και στον κόσμο τούτο, πολύ περισσότερο αργότερα στην πρόσωπο προς πρόσωπο κοινωνία τους με τον Τριαδικό Θεό. Κι αυτήν τη γεύση προκοπής, λέει ο άγιος Παύλος στον άγιο Τιμόθεο, θα την νιώσουν σίγουρα και οι πιστοί της Εκκλησίας που βρίσκεται ο Τιμόθεος, γιατί δεν γίνεται, αν έχουν κάποια αισθητήρια, να την παρίδουν.
γ. Όταν ο Χριστός και οι άγιοι απόστολοι μάς ανοίγουν τα
μάτια για τις προοπτικές ζωής που ανοίγονται στον πιστό, προοπτικές και
προκοπές απειρίας, τότε η πιθανή ένσταση: μα διαρκώς με τον Χριστό και τα λόγια
Του θα ασχολούμαστε; δεν έχει νόημα. Ανάλογα με το «όραμα» είναι και οι
προϋποθέσεις. Κι ο Κύριος το έχει ξεκαθαρίσει: «ὁ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστι». Δηλαδή,
λίγες οι απαιτήσεις για τόσο μεγάλες προσφορές. Όταν μάλιστα ξέρουμε ότι οι
απαιτήσεις αυτές, η τήρηση των λόγων του Χριστού, «δουλεύουν» ακριβώς προς την
κατεύθυνση της δικής μας εξυπηρέτησης: να αποκτήσουμε χώρο μέσα μας για να
χωρέσουμε ολόκληρο τον Θεό και τα άπειρα αγαθά Του!