«Ο άγιος Σίλβεστρος
χειροτονείται λόγω της μεγάλης του αρετής επίσκοπος της πρεσβυτέρας Ρώμης,
διαδεχόμενος τον προηγούμενο επίσκοπο Μιλτιάδη που απέθανε. Έκανε πολλά θαύματα
και ήταν αυτός που χειραγώγησε στην πίστη του Χριστού τον μέγα βασιλιά
Κωνσταντίνο, του οποίου καθάρισε διά του αγίου Βαπτίσματος τα πάθη της ψυχής
και του σώματός του, και απέδειξε ότι ο Χριστός είναι Αυτός που προφητεύτηκε
από την Παλαιά Διαθήκη, όπως και έδωσε ζωή σε έναν ταύρο, τον οποίο φόνευσε με
μάγια ένας Εβραίος και δεν μπόρεσε βεβαίως να τον ξαναφέρει πίσω στη ζωή. Ο
άγιος έγινε αίτιος της σωτηρίας πολλών ανθρώπων και εξεδήμησε προς τον Κύριο σε
βαθύ γήρας».
Ο άγιος Σίλβεστρος
μολονότι ανήκει στους Πατέρες της Δυτικής Εκκλησίας, τιμάται από την
οικουμενική Ορθοδοξία. Διότι έζησε σε εποχή που ήταν ενωμένη η Δύση με την
Ανατολή, δηλαδή σε εποχή που το σχίσμα της Δυτικής Εκκλησίας δεν την είχε ακόμη
απομακρύνει από την αλήθεια της πίστεως. Αποτελεί δε για κάθε εποχή Πατέρα και
Διδάσκαλο της Εκκλησίας, γιατί υπερμάχησε υπέρ της ορθοδοξίας αγωνιζόμενος κατά των παρεκκλίσεων των
αιρέσεων: φανέρωσε με δύναμη τη μία φύση του Τριαδικού Θεού, αλλά σε τρεις
υποστάσεις, Μονάδα στην Τριάδα και Τριάδα στη Μονάδα. Πατέρας, Υιός και Άγιον
Πνεύμα, μία όμως θεότητα. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας τονίζουν με έμφαση τον
υπέρ της αληθούς πίστεως αγώνα του, όπως και την προσπάθειά του να δείξει ότι η
αίρεση, η διαστρέβλωση της πίστεως, συνιστά σκότος, που απομακρύνει τον άνθρωπο
από τον ίδιο τον Θεό. «Πάτερ Ιεράρχα Σίλβεστρε, με το ιερό φως της ιερωσύνης
σου φώτισες τους πιστούς με φωτοβόλα διδάγματα να σέβονται την τρισυπόστατη
ουσία της Θεότητος, ως Μονάδα κατά τη φύση Της. Και γι’ αυτό έδιωξες μακριά το
σκοτάδι των αιρέσεων» («Πάτερ Ιεράρχα Σίλβεστρε, ιερωσύνης φωτί ιερώς
φωτιζόμενος, τους πιστούς εφώτισας φωτοβόλοις διδάγμασι, Μονάδα φύσει την
τρισυπόστατον ουσίαν σέβειν∙ και απεδίωξας σκότος αιρέσεων»).
Η επισήμανση του ιερού
υμνογράφου περί της αιρέσεως ως σκότους δεν πρέπει να διαλάθει εύκολα της
προσοχής μας. Ο υμνογράφος τονίζει αυτό που σήμερα πολλοί άνθρωποι, ακόμη
δυστυχώς και θεωρούμενοι χριστιανοί, το υποβαθμίζουν. Δηλαδή ότι τα δόγματα της
πίστεως δεν είναι απλώς κάποιες θεωρητικές προτάσεις, οι οποίες έχουν σημασία
μόνον για κάποιους θεολόγους και παπάδες. Τα δόγματα συνιστούν τη φανέρωση της
αληθινής εικόνας του Τριαδικού Θεού και του Ιησού Χριστού ως του
ενανθρωπήσαντος Θεού, που σημαίνει ότι υποβάθμιση ή παρέκκλιση από αυτά οδηγεί
αυτομάτως σε οντολογική αλλοίωση του ίδιου του ανθρώπου και απώλεια της ίδιας της
σωτηρίας του ως πραγματικής σχέσεως με τον Θεό. Με άλλα λόγια το δόγμα
καθορίζει το ήθος και τη ζωή του ανθρώπου, γι’ αυτό και η Εκκλησία μας πάντοτε
αγωνίστηκε «έως θανάτου» υπέρ της αληθείας της πίστεώς της. Τέτοιος
πατέρας και διδάσκαλος λοιπόν της πίστεως ήταν και ο άγιος Σίλβεστρος κι αυτό
προβάλλει εν πρώτοις ο άγιος υμνογράφος του.
Ο ίδιος βεβαίως, ο
άγιος Ιωσήφ, δεν μένει μόνον στην προβολή του αγίου Σιλβέστρου ως διαπρυσίου
διδασκάλου της ορθοδοξίας και αντιαιρετικού αγωνιστή. Επικεντρώνει την προσοχή
του και στις προϋποθέσεις του αγίου, προκειμένου να έχει τον θείο αυτόν
φωτισμό: ο άγιος Σίλβεστρος, μολονότι επίσκοπος και μάλιστα της έχουσας τότε τα
πρεσβεία τιμής πρεσβυτέρας Ρώμης, ή μάλλον ακριβώς λόγω της θέσεώς του αυτής,
υπήρξε μέγας ασκητικός άνδρας, που αγωνιζόταν για τον προσωπικό του αγιασμό διά
της τηρήσεως των ευαγγελικών εντολών και συνεπώς της υπερβάσεως των ψεκτών
αμαρτωλών παθών. «Κυριάρχησες με υψηλό φρόνημα πάνω στα πάθη σου, σοφέ
Σίλβεστρε, και υπέταξες το σαρκικό αμαρτωλό φρόνημα με τους
ασκητικούς τρόπους ζωής στον άγιον Πνεύμα. Έγινες λοιπόν θείο κατοικητήριο της
Τριάδος, γι’ αυτό και ψάλλοντας ταπείνωσες με ένδοξο τρόπο τα πνεύματα της
πονηρίας» («Μεγαλοφρόνως παθών κατεκράτησας και σάρκα ασκητικαίς αγωγαίς
υπέταξας τω Πνεύματι, σοφέ∙ θείον καταγώγιον Τριάδος γεγονώς περιφανώς της
πονηρίας τα πνεύματα ψάλλων εταπείνωσας»). Ο υμνογράφος εξαγγέλλει το
αυτονόητο∙ κανείς δεν μπορεί να είναι αληθινός διδάσκαλος της Εκκλησίας και
μάλιστα κληρικός, αν δεν ακολουθεί ασκητική διαγωγή με τήρηση των εντολών του
Κυρίου. Διαφορετικά, συνιστά κίβδηλο διδάσκαλο, που και την όποια θεωρητική
κατάρτισή του στα θέματα της πίστεως θα την χάσει σύντομα. Ο φωτισμός του νου
δηλαδή συνυπάρχει όχι μόνον με τη μελέτη των κειμένων της Εκκλησίας μας, αλλά
και με τον ασκητικό τρόπο της ζωής.