«Ὁ ὅσιος Ἐφραίμ ἦταν
ἀπό τήν Ἀνατολή, Σύρος στήν καταγωγή. Διδάχτηκε τήν εὐσέβεια καί τήν κατά
Χριστόν πίστη ἀπό τούς προγόνους του κι ἔζησε στούς χρόνους τοῦ Θεοδοσίου τοῦ
Μεγάλου. Ἀσπάστηκε ἀπό τά παιδικά του χρόνια τόν μοναχικό βίο, καί λέγεται ὅτι ἐκχύθηκε
χάρη ἀπό τόν Θεό πάνω του, διά τῆς ὁποίας, ἀφοῦ ἔγραψε πάρα πολλά κατανυκτικά
συγγράμματα, καθοδήγησε πολλούς πρός τήν ἀρετή κι ἔγινε παράδειγμα ἀσκητικῆς ἀρετῆς
στίς ἑπόμενες γενιές. Τελεῖται δέ ἡ σύναξή του στό Μαρτύριο τῆς ἁγίας Ἀκυλίνας,
στόν τόπο τοῦ Φιλόξενου, πλησίον τοῦ φόρου».
Ὁ ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος
εἶναι ἀπό τούς γνωστότερους ὁσίους καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, μέ τήν ἔννοια
ὅτι τόν γνωρίζουν καί ἐκεῖνοι πού δέν τόν γνωρίζουν. Τί θέλουμε νά ποῦμε; Μπορεῖ
κανείς νά μήν ἔχει ὑπ’ ὄψιν του ὅτι ἡ κατεξοχήν προσευχή τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς,
τό «Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου», εἶναι δική του προσευχή, σίγουρα ὅμως
τήν ἔχει ἀκούσει, τήν ἔχει καί αὐτός ψιθυρίσει, μπορεῖ νά τήν ἔχει ἐντάξει καί
στίς δικές του προσευχές. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἔχει προκληθεῖ καί προκαλεῖται
κάθε φορά μέ τήν προσευχή αὐτή νά ζήσει τή μετάνοια, ὡς ἀγώνα ἀποφυγῆς τῶν κακῶν
παθῶν: τῆς ἀργίας, τῆς περιεργείας, τῆς φιλαρχίας, τῆς ἀργολογίας, καί ἀποκτήσεως
τῶν ἀρετῶν: τῆς σωφροσύνης, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς ὑπομονῆς καί τῆς ἀγάπης,
διά τῶν ὁποίων ζεῖ κανείς τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο λοιπόν πού ὁ ὑμνογράφο
του ἅγιος Θεοφάνης ἀφενός τόν προβάλλει ὡς κήρυκα τῆς μετανοίας, ἀφετέρου ὡς «θεῖον
κρατῆρα τῆς κατανύξεως». Ὅπως τονίζει τό κοντάκιο καί ὁ οἶκος τοῦ κοντακίου
μάλιστα «ἐν τοῖς λόγοις καί ἔργοις σου ραθύμους ἐγείρεις πρός μετάνοιαν»
(μέ τά λόγια καί μέ τά ἔργα σου ξυπνᾶς ὅλους γιά νά μετανοήσουν).
Τά δάκρυα τῆς
κατανύξεως ἀποτελοῦσαν τό κύριο στοιχεῖο τῆς ζωῆς τοῦ ὁσίου, ὅπως καί δάκρυα
κατανύξεως προκαλοῦσαν καί προκαλοῦν τά συγγράμματα πού ἔγραψε. Κατά τόν ἅγιο
Θεοφάνη «ἀμέμπτως ἤνυσας τόν βίον δάκρυσι σεαυτόν ἀποπλύνας» (Πέρασες τή
ζωή σου μέ ἄμεμπτο τρόπο, ἀφοῦ ξέπλυνες τόν ἑαυτό σου μέ τά δάκρυά σου). Ἐκεῖνο
πού ἔκανε τόν ὅσιο νά ζεῖ μέ δάκρυα καί νά ἔχει τήν κατάνυξη κυριολεκτικά
σύνοικο τῆς ζωῆς του ἦταν ἡ διαρκής μνήμη τοῦ θανάτου καί τῆς κρίσεως πού τόν ἀκολουθεῖ.
Πράγματι, ὅποιος ἐνθυμεῖται τόν θάνατό του μέ ἐπίγνωση, ὅποιος ἔχει τή μνήμη ὅτι
ἀκολουθεῖ ἡ κρίση, ἐκεῖνος εἶναι πού φτάνει σέ μεγάλα ὕψη ἁγιότητας, διότι ἔχει
διαρκή ἀφορμή στό νά μή ἁμαρτάνει. Ὅπως τό λέει καί ἡ Γραφή: «Μιμνῄσκου τά ἔσχατά
σου καί οὐ μή ἁμάρτῃς εἰς τόν αἰῶνα» (Θυμήσου τό τέλος τῆς ζωῆς σου καί δέν
θά ἁμαρτήσεις ποτέ).
Οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας
μας σ’ ἕνα πολύ μεγάλο ποσοστό ἐπικεντρώνουν ἀκριβῶς σ’ αὐτήν τή μνήμη πού
διακατεῖχε τόν ὅσιο. «Τήν τοῦ Κριτοῦ παρουσίαν ἱστορησάμενος, τοῖς τῶν
δακρύων ρείθροις τῶν ψυχῶν τάς λαμπάδας ἀνάπτειν ἐκδιδάσκεις, πᾶσι βοῶν, τοῦ
Νυμφίου τήν ἔλευσιν» (Ἐξιστόρησες τήν παρουσία τοῦ Κριτῆ καί διδάσκεις ἔτσι
νά ἀνάβουμε τίς λαμπάδες τῶν ψυχῶν μας μέ τούς ποταμούς τῶν δακρύων μας,
φωνάζοντας σέ ὅλους τήν ἔλευση τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ). Κι ἀλλοῦ, ὅπως στό
Δοξαστικό τοῦ ἑσπερινοῦ: «Προφητικῶς καταβρέχων τήν στρωμνήν τοῖς δάκρυσι
καί μελέτην βίου ποιούμενος τήν μετάνοιαν, τῆς κρίσεως τόν φόβον ἔργοις ἡμῖν καί
διά λόγων ὑπέδειξας» (Καταβρέχοντας τό στρῶμα σου μέ τά δάκρυα σάν τόν
προφήτη Δαβίδ καί κάνοντας μελέτη τῆς ζωῆς σου τή μετάνοια, μᾶς ὑπέδειξες μέ τά
ἔργα σου καί μέ τά λόγια σου τόν φόβο τῆς κρίσεως). Κι ἐπιμένει ὁ ὑμνογράφος ἀκόμη
καί στό κοντάκιο: «Τήν ὥραν ἀεί προβλέπων τῆς ἐτάσεως, ἐθρήνεις
πικρῶς, Ἐφραίμ, ὡς φιλήσυχος» (Ἔχοντας μπροστά σου πάντοτε τήν ὥρα τῆς
κρίσεως, θρηνοῦσες πικρά, Ἐφραίμ, ὡς φίλος τῆς ἡσυχίας).
Δέν πρέπει νά ὁδηγηθεῖ ὅμως
κανείς σέ λανθασμένα συμπεράσματα ὡς πρός τήν αἰτία τῶν δακρύων καί τῆς
κατανύξεώς του. Ὁ ὅσιος δέν ζοῦσε σέ μία φοβική, δηλαδή ἀρρωστημένη, ἀτμόσφαιρα.
Ὁ φόβος τῆς κρίσεως δέν λειτουργοῦσε γι’ αὐτόν ὡς μία πνευματική τρομοκρατία, ἡ
ὁποία ἀλλοιώνει ἀρνητικά τήν ψυχή, ἀλλά καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ φόβος αὐτός
ἦταν καρπός τῆς ἀγάπης του πρός τόν Κύριο, μή τυχόν δηλαδή ἐκπέσει ἀπό τήν ἀγκαλιά
Του, μήπως χάσει τή χάρη Του. «Τρωθείς ἀγάπῃ τοῦ Παντοκράτορος, ὅλον σαυτοῦ
τόν βίον θρηνωδῶν διετέλεσας, ἐκβοῶν μετ’ ἐκπλήξεως, ὅσιε∙ ἄνες τά κύματά σου,
Σῶτερ, τῆς χάριτος, ταύτην μοι πλουσίως συντηρῶν, ἐν τῇ μελλούσῃ ζωῇ»
(Πληγώθηκες ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Παντοκράτορος Κυρίου, γι’ αὐτό καί πέρασες ὅλη τή
ζωή σου μέ θρήνους, ὅσιε, φωνάζοντας μέ ἔκπληξη: πάρε μου πίσω, Σωτήρα, τά
κύματα τῆς χάρης Σου, κρατώντας την γιά μένα πλούσια, κατά τή μέλλουσα ζωή).
Ζητοῦσε ὁ ὅσιος νά μήν ἔχει τόσο μεγάλη χάρη στή ζωή αὐτή, μή τυχόν συμβεῖ καί
μειωθεῖ αὐτή κατά τή μέλλουσα ζωή. Τό κύριο γνώρισμα τῆς ζωῆς του δηλαδή ἦταν ὁ
βαθύς ἔρωτάς του πρός τόν Κύριο. Αὐτός ὁ ἔρωτας τόν ἔκανε νά δακρυρροεῖ διαρκῶς
καί νά ζεῖ πάντοτε μέ τήν προσμονή τῆς συναντήσεώς του μέ τόν Κύριο.
Καί δέν πρέπει νά ἀφήσουμε
κατά μέρος ἐκεῖνο πού ἔκανε τόν ὅσιο νά ζεῖ μέ καρδιακό πένθος καί μετάνοια,
προκειμένου νά εἶναι στήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου∙ τήν ἐγκράτεια. Ὁ ὅσιος ζοῦσε μέ ἀδιάκοπη
ἐγκράτεια – τήν προϋπόθεση τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τῆς χαρισματικῆς
κατανύξεως – κάτι πού ὁ ὑμνογράφος ἐπισημαίνει στόν οἶκο τοῦ κοντακίου καί
πάλι, μέ ἕνα συγκεκριμένο περιστατικό. «Ἰχνηλατεῖν βουλόμενος, πάτερ, τοῦ
Προδρόμου ταῖς τρίβοις, ἐκ τοῦ κόσμου μόνος αὐτός ἀπάρας, εἰς ἔρημον κατώκησας.
Βλέπων σε οὖν οὕτω βιοῦντα ὁ ἐχθρός τόν δίκαιον, γύναιον πάνυ ἀναιδές κατά σοῦ
διεγείρει, οἰόμενος διά τοῦ ἀρχαίου ὅπλου τήν σήν ἀνδρείαν καταβαλεῖν, καί τήν ἁγνείαν
μολύνειν σου». (Θέλοντας νά ἀκολουθεῖς τά ἴχνη τοῦ δρόμου τοῦ Ἰωάννου τοῦ
Προδρόμου, ἔφυγες ἐσύ μόνος σου ἀπό τόν κόσμο καί κατοίκησες στήν ἔρημο.
Βλέποντας λοιπόν ὁ ἐχθρός διάβολος ἐσένα τόν δίκαιο νά ζεῖς ἔτσι, ξεσήκωσε μία
πολύ ἀναιδή γυναίκα τοῦ δρόμου, νομίζοντας ὅτι θά καταβάλει τήν ἀνδρεία σου μέ
τό ἀρχαῖο ὅπλο, δηλαδή τή λαγνεία, καί θά μολύνει τήν ἁγνότητά σου). Τό
περιστατικό δηλαδή εἶναι γνωστό: ὁ ἐχθρός διάβολος ἔβαλε στή σκέψη μίας πόρνης
γυναίκας νά παρασύρει τόν ὅσιο. Πῆγε λοιπόν καί τοῦ ἔκανε ἀνήθικες προτάσεις.
Κι ἐκεῖνος, μή πτοούμενος, μᾶλλον λυπούμενος βαθιά γιά τήν κατάντια της, τήν πῆρε
καί τήν ὁδήγησε στό μέσο μίας πλατείας, κι ἐκεῖ τήν προέτρεψε νά τοῦ πεῖ τί ἀκριβῶς
θέλει νά κάνει. Κι ἐκείνη ἐκφράζοντας τήν ἀπορία της ὅτι αὐτά δέν γίνονται στό
μέσο τοῦ δρόμου, ἄκουσε τόν λόγο του: Πῶς λοιπόν νά κάνω κάτι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ,
ὅταν ἐσύ ντρέπεσαι νά τό κάνεις μπροστά στούς ἀνθρώπους; Ἀμέσως τό μυαλό μας
πηγαίνει ἐδῶ στόν ἅγιο Ἰωσήφ τόν πάγκαλο, τόν γιό τοῦ Ἰακώβ, πού προκαλούμενος
παρομοίως ἀπό τή γυναίκα τοῦ ἀφεντικοῦ του στήν Αἴγυπτο, εἶπε τά ἴδια λόγια: «Πῶς
ποιήσω τό ρῆμα τοῦτο τό γεγονός καί ἁμαρτήσομαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μου;»
Ἀξίζει τέλος νά
τονίσουμε ἰδιαιτέρως αὐτό πού λέει στήν ἀρχή τό σύντομο συναξάρι τοῦ ὁσίου: ὅτι
«ἐκχύθηκε χάρη ἀπό τόν Θεό πάνω του, διά τῆς ὁποίας, ἀφοῦ ἔγραψε πάρα πολλά
κατανυκτικά συγγράμματα, καθοδήγησε πολλούς πρός τήν ἀρετή κι ἔγινε παράδειγμα ἀσκητικῆς
ἀρετῆς στίς ἑπόμενες γενιές». Εἶναι μία ἀλήθεια πού ἐξαγγέλλει ἀσφαλῶς ὁ ὑμνογράφος
τοῦ ὁσίου, ἀλλά ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ἀποτελεῖ ὁ μεγάλος
Πατέρας καί ἕναν ἀπό τούς Γέροντες τῆς ἐρήμου πού συμπεριλήφθηκε στό γνωστό
Γεροντικό ἤ ἄλλιῶς Ἀποφθέγματα Πατέρων. Δέν εἶναι τυχαῖο μάλιστα ὅτι πέραν τοῦ
συγκεκριμένου γεγονότος μέ τή γυναίκα πού βάλθηκα νά τόν παρασύρει στήν
πορνεία, τά δύο ἄλλα ἀπό τά σημειούμενα γι’ αὐτόν κάνουν λόγο γιά τή
συγκεκριμένη χάρη πού τόν εἶχε πλημμυρίσει ὥστε ἡ διδαχή του νά εἶναι
κυριολεκτικῶς λόγος Θεοῦ.
Ὅπως μάλιστα λέγεται: «Εἶδε
κάποιος ἀπό τούς ἁγίους, σέ ὅραμα, ἕνα τάγμα Ἀγγέλων νά κατεβαίνη ἀπό τόν οὐρανό,
μέ πρόσταγμα Θεοῦ, κρατῶντας στά χέρια κεφαλίδα, ἤγουν τόμο γραμμένο ἀπό μέσα
καί ἀπ’ ἔξω. Καί ἔλεγαν μεταξύ τους: “Ποιός πρέπει νά τό παραλάβη αὐτό;”. Καί ἄλλοι
μέν ἔλεγαν: “Αὐτός ἐδῶ”. Ἄλλοι δέ ἔλεγαν ἄλλον. Ἀποκρίθηκαν δέ καί εἶπαν:
“Ἀληθινά, ἅγιοι εἶναι καί δίκαιοι. Ἀλλά αὐτό κανείς δέν μπορεῖ νά τό παραλάβη
παρά ὁ Ἐφραίμ”. Καί βλέπει ὁ γέρων ὅτι στόν Ἐφραίμ παρέδωσαν τήν κεφαλίδα. Καί ἔχοντας
σηκωθῆ πρωί, ἄκουσε σάν νά ἀνάβρυζε πηγή ἀπό τό στόμα τοῦ Ἐφραίμ, ὀπού ἄρθρωνε
λόγια. Καί κατάλαβε ὅτι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα προέρχονταν ὅσα ἔβγαιναν ἀπό τά
χείλη τοῦ Ἐφραίμ».
Τό ἁγιοπνευματικό
στοιχεῖο τῶν λόγων τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ μᾶς ὁδηγεῖ νά καταλάβουμε ἀφενός ὅτι ὁ
λόγος του «μένει εἰς τόν αἰῶνα», ἔχει δηλαδή αἰώνιο χαρακτήρα, διότι ἀκριβῶς
δέν ἐκφράζει δικές του ἰδέες ἤ ἀπόψεις, ἀλλά τόν ἴδιο τόν λόγο τοῦ Θεοῦ - ὅ,τι ἡ
χάρη τοῦ Θεοῦ τοῦ ἔδινε γιά νά πεῖ, ἀφετέρου ὅτι ἀκριβῶς γι’ αὐτό δέν μποροῦμε
νά τόν παρέλθουμε μέ ἐλαφριά καρδιά. Σ’ ἕναν κόσμο μάλιστα πού ἀκούγονται μύρια
ὅσα, ἀνόητα καί εὐτελῆ και σάπια καί πολλάκις δαιμονικά, τέτοιος λόγος
λειτουργεῖ προσανατολιστικά ὥστε νά μᾶς καθοδηγεῖ σ’ ἐκεῖνο πού συνιστᾶ τό
νόημα τῆς ζωῆς μας: τή σχέση μας μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Κι ἐπίσης νά
θυμηθοῦμε ὅτι ἕνας τέτοιος λόγος, καρπός τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ κατά τό ψαλμικό «Κύριε,
τά χείλη μου ἀνοίξεις καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν σου»,
χαρακτηρίζει τόν τέλειο χριστιανό, ὅσο περίεργα καί παράδοξα κι ἄν ἀκούγεται τοῦτο.
Τό σημειώνει μέ ἔμμεσο τρόπο ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος στήν ἐπιστολή του
στήν Καινή Διαθήκη: «εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ, δυνατός
χαλιναγωγῆσαι καί ὅλον τό σῶμα» (ὅποιος δέν φταίει στά λόγια αὐτός εἶναι ὁ
τέλειος ἄνθρωπος, πού παίρνει τή δύναμη νά χαλιναγωγήσει καί ὅλο τό σῶμα του) -
καί ποιός δέν φταίει στά λόγια ἐκτός ἀπό ἐκεῖνον πού παραμερίζει ὅ,τι δικό του ἐμπαθές
καί ἐγωϊστικό, προκειμένου νά ἀκουστεῖ δι’ αὐτοῦ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ; Ἀλλά τήν ἴδια
ἀλήθεια μέ ἐξαιρετικά ἔντονο τρόπο τονίζει καί ὁ ὅσιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, ἀναλύοντας
στήν πραγματικότητα τή στάση ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου Γέροντά του ὁσίου Σιλουανοῦ τοῦ
Ἄθω. Ὁ ἅγιος Σιλουανός ἦταν ἐκεῖνος πού θέτοντας τό ἐρώτημα γιά τό πῶς μιλοῦν οἱ
τέλειοι χριστιανοί καί μή παίρνοντας ἀπάντηση ἀκόμη καί ἀπό σπουδαίους καί
προχωρημένους ἀσκητές ἀπάντησε ὁ ἴδιος: «Οἱ ἅγιοι δέν μιλοῦν ἀπό τον ἑαυτό
τους, ἀλλά μέ ὅ,τι τούς ἀποκαλύπτει τό Ἅγιον Πνεῦμα».
Τέλειος λοιπόν, μέσα στό πλαίσιο τῆς «ἀτέλεστης τελειότητος» τῶν ἀνθρωπίνων, ὁ ὅσιος Ἐφραίμ καί αὐτόν σήμερα μᾶς προβάλλει ἡ Ἐκκλησία μας. «Ταῖς αὐτοῦ πρεσβείαις Κύριος ὁ Θεός ἐλεήσαι καί ἡμᾶς».