«Ζωῆς Ἀμμωνᾶς νῆμα πληρώσας ἅπαν, ζωήν ἐφεῦρεν, οὔποτε πληρουμένην»
(στίχος συναξαρίου)
(Ο Αμμωνάς αφού ολοκλήρωσε όλο το νήμα της επίγειας ζωής του, βρήκε τη ζωή που ποτέ δεν τελειώνει).
Δεν έχουμε πολλά
ιστορικά στοιχεία και για τον μεγάλο αυτόν όσιο του Γεροντικού. Το μόνο βέβαιο,
βάσει των σωζομένων γι’ αυτόν λογίων και περιστατικών των Αποφθεγμάτων
Γερόντων, έντεκα τον αριθμό, (αναφέρονται και άλλα πνευματικά κείμενά του και
επιστολές, εκτός όμως του βιβλίου των Αποφθεγμάτων), είναι ότι έζησε την εποχή
του αγίου μεγάλου Αντωνίου (251-356), υπήρξε μαθητής του κι ίσως διάδοχός του
στη μοναχική σκήτη, έγινε δε επίσκοπος παρουσιάζοντας μία ζωή ελεύθερη κάθε εμπαθείας
και κακίας.
Θα δούμε στη συνέχεια
τα όσα αναφέρει γι’ αυτόν ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης στον Συναξαριστή του,
επιλέγοντας κι ένα μικρό κεφάλαιο του Γεροντικού στο τέλος για να το
σχολιάσουμε δι’ ολίγων. Πρέπει να πούμε εξαρχής ότι ο άγιος Νικόδημος στον
προβληματισμό αν πρόκειται για τον επίσκοπο Αμμωνά, τον σχετιζόμενο όπως είπαμε
με τον άγιο Αντώνιο, ή για τον ιερέα του Λαυσαϊκού που «είδε» άγγελο Κυρίου να
καταγράφει τους ευρισκομένους στη Θεία Λειτουργία και να διαγράφει τους
απόντες, επιλέγει σαφώς την πρώτη εκδοχή: ο συγκεκριμένος Αμμωνάς είναι ο επίσκοπος.
Τι σημειώνει λοιπόν περί αυτού;
«Ο όσιος Αμμωνάς ήταν ο
επίσκοπος για τον οποίο προφητεύοντας ο μέγας Αντώνιος είπε ότι θα προκόψει
στον φόβο του Θεού. Όταν δηλαδή του έδειξε μία πέτρα, του είπε: Βρίσε και
κτύπησέ την. Κι αυτός το έκανε. Και του λέγει
ο Αντώνιος: έτσι και συ θα φθάσεις στο μέτρο αυτό, πράγμα που έγινε.
Έφτασε σε τόση ανεξικακία και αγαθότητα ο αοίδιμος Αμμωνάς, ώστε δεν γνώριζε
εντελώς τι θα πει κακία. Γι’ αυτό όταν έγινε επίσκοπος τού έφεραν μία κόρη
παρθένο, η οποία διαφθάρηκε από κάποιον και έμεινε έγκυος∙ επίσης του έφεραν
και αυτόν που την διέφθειρε, οπότε του ζητούσαν να τιμωρήσει και τους δύο. Ο
όσιος όμως όχι μόνο δεν τους τιμώρησε, αλλά ούτε καν τους κατέκρινε. Κι ακόμη
περισσότερο, αντί να επιτιμήσει τη γυναίκα, σφράγισε δι’ ευλογίας την κοιλιά
της και της έδωσε έξι ζευγάρια σεντόνια, λέγοντας μη τυχόν και πεθάνη κατά τον καιρό της γέννας αυτή ή το
παιδί, γι’ αυτό να έχουν σεντόνια ώστε να τη σαβανώσουν.
Άλλοτε πάλι πήγε ο
όσιος αυτός σ’ έναν τόπο για να φάει ψωμί, κι εκεί ήταν κάποιος αδελφός
μοναχός, για τον οποίο υπήρχε η φήμη ότι πορνεύει με μία γυναίκα. Έτυχε δε να
είναι η γυναίκα αυτή εκεί, μέσα στο κελί του μοναχού. Όταν έμαθαν λοιπόν οι
ντόπιοι ότι έφθασε ο όσιος εκεί, πήγαν και τον παρακάλεσαν να μπει στο κελί,
ώστε μπροστά του να πιαστεί και να ρεζιλευτεί ο μοναχός, κι έτσι να μπορέσουν
να τον διώξουν από τον τόπο τους. Ο μοναχός όμως πρόφθασε και έκρυψε τη γυναίκα
σ’ ένα πυθάρι, πράγμα που κατάλαβε ο όσιος. Και τι έκανε; Μπήκε στο κελί, πήγε
και κάθισε πάνω στο στόμιο του πυθαριού και στη συνέχεια πρόσταξε να ερευνήσουν
το κελί για να βρουν τη γυναίκα. Οι κατήγοροι λοιπόν έψαξαν παντού αλλά δεν την
βρήκαν. Τότε τους είπε: ο Θεός να σας συγχωρήσει για την κατηγορία που κάνατε
κατά του μοναχού, οπότε αφού προσευχήθηκε τούς έκανε όλους να αναχωρήσουν. Έπειτα
έπιασε το χέρι του μοναχού και του είπε: Πρόσεχε τον εαυτό σου, αδελφέ. Κι αφού
το είπε, έφυγε κι αυτός.
Έλεγε δε ο όσιος αυτός ότι όταν βρισκόταν επί δεκατέσσερα χρόνια στη σκήτη, παρακαλούσε τον Θεό νύκτα και ημέρα να του δώσει τη χάρη να νικήσει το πάθος της οργής».
Ας δούμε τώρα ένα μικρό
περιστατικό (κεφ. 4) από τα γραφόμενα του Γεροντικού:
«Διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες ότι υπήρχε ένας γέρων φιλόπονος στα Κελλία που φορούσε ψαθί. Και πήγε να επισκεφτεί τον αββά Αμμωνά. Ο Γέρων Αμμωνάς τον είδε να φοράει το ψαθί και του λέει: «Το ψαθί σε τίποτε δεν σε ωφελεί». Τον ρώτησε τότε ο γέροντας αυτός: «τρεις λογισμοί με ενοχλούν∙ ή να γυρίζω στις ερήμους ή να πάω σε ξένη χώρα όπου κανείς δεν με γνωρίζει ή να κλειστώ σε κελί και να μη συναντώ κανέναν, τρώγοντας κάθε δύο ημέρες». Του λέγει ο αββάς Αμμωνάς: «Τίποτε από τα τρία δεν σε συμφέρει να κάνεις, αλλά μάλλον να κάθεσαι στο κελί σου και να τρως λίγο κάθε ημέρα, και να έχεις πάντοτε στην καρδιά σου τον λόγο του τελώνη, και τότε μπορείς να σωθείς».
Ασκητικός στο έπακρον
λοιπόν ο γέροντας των Κελλίων, ταλαιπωρώντας το σώμα του με τη σκληρή ενδυμασία
του – ψάθα φορούσε που προφανώς τον έγδερνε – κι όμως μη αναπαυμένος: οι
λογισμοί του δεν τον αφήνουν σε ησυχία. Τον σπρώχνουν σε αύξηση της άσκησής του, γιατί νιώθει ότι
δεν κάνει αρκετά για τον «Θεό» του. Και τι σκέφτεται; Να μην έχει ούτε καν κελί
ή να ασκήσει την απόλυτη ξενιτεία σε άλλους άγνωστους τόπους ή να επιλέξει τον
απόλυτο εγκλεισμό με αύξηση της νηστείας. Δεν θα υποκλινόμασταν σε μία τέτοια
μορφή που υπέρκειται πάρα πολύ όχι μόνο των απλών μέτρων των κοσμικών χριστιανών,
αλλά και μεγάλων ακόμη ασκητών; Θα μιλάγαμε για έναν μεγάλο ίσως άγιο, του
οποίου η ευχή θα μας ήταν πολύτιμη – πολλοί από εμάς τους απλοϊκούς χριστιανούς
θα κάναμε τα πάντα προκειμένου να τον συναντήσουμε, παίρνοντας ως φυλακτό και
τη σκόνη της πατημασιάς του.
Αλλά αυτά για εμάς, όχι
όμως για τον μεγάλο όσιο Αμμωνά. Διότι ο διακριτικός όσιος, ο οποίος είχε το
χάρισμα μεταξύ άλλων προφανώς να διακρίνει τα πνεύματα – τι υπάρχει κρυμμένο
στην ψυχή του ανθρώπου ώστε να αποτελεί το κίνητρο της ζωής του -, «βλέπει» τον
κίνδυνο στον γέροντα που τον επισκέφτηκε και του εμπιστεύτηκε τους λογισμούς
του. Ποιον κίνδυνο; Της υπερβολής∙ που θα πει τον κίνδυνο της πλάνης από «τα
δεξιά» λεγόμενα όπλα του διαβόλου. Δεν λένε οι άγιοί μας ότι πάντοτε οι υπερβολές
είναι του διαβόλου; Αν κάποιον δεν μπορεί να τον ρίξει με τρόπο αρνητικό, να
τον απομακρύνει δηλαδή από τον Θεό και την κατά Θεόν άσκησή του, προσπαθεί να
τον ρίξει με την υπερβολή στο θεωρούμενο καλό! Ο όσιος Αμμωνάς λοιπόν
επισημαίνει αμέσως τον ύπουλο τρόπο δράσης του πονηρού. Και με σεμνό και απλό
τρόπο, τον τρόπο της αγάπης, δίνει την απάντηση: Οι «ακρότητες» αυτές δεν σε
ωφελούν, γέροντα! Δηλαδή δεν τις ευλογεί ο Θεός. Θα σου κάνουν κακό.
Ως γνήσιος όμως
παιδαγωγός, με γνώση της βαθειάς πνευματικής ζωής, δεν μένει μόνο στην αποτροπή
και την άρνηση. Δίνει τη διέξοδο και ανοίγει τα μάτια στον αγωνιστή, αλλά «αδιάκριτο»
ασκητή. «Συνέχισε την άσκηση που κάνεις – είναι σαν να του λέει - μ’ έναν
μετριοπαθή τρόπο: μένε στο κελί σου, (γιατί το κελί είναι αυτό που ισορροπεί
πάντοτε, λένε οι άγιοι, τον μοναχό), τρώγε λίγο κάθε ημέρα, (γιατί ο άνθρωπος
έχει και σώμα που τρέφει να του προσφέρει αυτό που είναι αναγκαίο), κυρίως όμως
να αγωνίζεσαι στον δρόμο της ταπείνωσης, (γιατί δεν υπάρχει περίπτωση σωτηρίας
του ανθρώπου έξω από αυτήν).
Και στην τελευταία
συμβουλή του οσίου Αμμωνά βρίσκεται το σημαντικότερο εξ όλων. Διότι σωτηρία
σημαίνει ζωντανή σχέση με τον Θεό εν Χριστώ, που σημαίνει ότι ο πιστός πρέπει
να αγωνίζεται, χάριτι Θεού πάντοτε άρα με εκκλησιαστικό τρόπο, να βρίσκεται στο
ρεύμα ζωής του Χριστού, στο ποτάμι που ξεκινά από Εκείνον για να πάρει στο
διάβα του και κάθε έναν που θα θελήσει να είναι μαζί Του. Κι αυτό το ρεύμα του
Χριστού έχει το χαρακτηριστικό της αγάπης βεβαίως, αλλά της θεμελιωμένης στο
φρόνημά Του που είναι το φρόνημα της ταπείνωσης. «Αυτό να φρονείτε κι εσείς,
όπως και ο Χριστός - σημειώνει ο απόστολος Παύλος - ο Οποίος αν και Θεός πήρε μορφή δούλου κι έγινε άνθρωπος.
Και τόσο πολύ ταπείνωσε έτσι τον Εαυτό Του, ώστε έγινε υπάκουος στον Θεό μέχρι
σημείου θανάτου». Κι είναι αυτό που ο Χριστός μας πάντοτε «ψιθυρίζει» στον κάθε
μαθητή Του: «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ». Εκείνο
λοιπόν που συνιστά «σημείο» ορθής πορείας που μαγνητίζει τον Θεό στην ύπαρξη
του ανθρώπου είναι πρωτίστως η ταπείνωση, η αγία ταπείνωση, κατά τον άγιο
Πορφύριο. Η τέλεια μορφή της διαφεύγει από εμάς τους ανθρώπους, γιατί μιλάμε
για το μυστήριο του Ίδιου του Τριαδικού Θεού, όμως εκείνο που απαιτείται από
εμάς είναι να στρεφόμαστε πάντοτε εκεί που υπάρχει η αγία οσμή της και σταδιακά
νά την προσεγγίζουμε.
Προφανώς, ο γέρων
ασκητής με τη ζέουσα διάθεση της σχέσης του με τον Θεό άκουσε τον όσιο αββά
Αμμωνά. Έκανε υπακοή και σώθηκε, γενόμενος κι αυτός ένας από τους πολλούς
αφανείς οσίους της ερήμου. Και πώς ξέρουμε την εξέλιξη αυτή, για την οποία δεν
λέει τίποτε το ασκητικό κείμενο; Μα πήγε να ρωτήσει τον όσιο αββά. Δηλαδή
έμπρακτα έδειξε ότι έχει ένα ποσοστό ταπείνωσης, γιατί κανείς χωρίς ταπείνωση
δεν ρωτάει τους πρεσβυτέρους και τους άλλους πνευματικούς και πιο έμπειρους.
Και δεν ρωτάει, γιατί εκείνος «όλα τα ξέρει» και δεν έχει επομένως ανάγκη από
καθοδήγηση. Ο καλός όμως γέροντας με το ψαθί είχε ταπεινή καρδιά. Κι ο μέγιστος
Αμμωνάς τού έδωσε την κατεύθυνση της πνευματικότερης οδού της χριστιανική
πίστεως: την τελωνική κραγυγή «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» ή αλλιώς «τό ἔχειν
ἑαυτόν ὑποκάτω πάσης τῆς κτίσεως». Της οδού που οδηγεί τον άνθρωπο με κάθετο
τρόπο στα ύψη του Ουρανού.