῾Εἰ δέ τόν χόρτον τοῦ
ἀγροῦ σήμερον ὄντα καί αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον ὁ Θεός οὕτως ἀμφιέννυσιν,
πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;᾽ (Ματθ. 6, 30)
α. ῞Εναν ὕμνο στή πρόνοια τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα
τῆς ἡμέρας. Διακηρύσσει διά στόματος ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ τό πόσο κοντά μας εἶναι ὁ
Θεός, τό πόσο νοιάζεται γιά ἐμᾶς. Παράλληλα ὅμως ἀποτελεῖ καί ἕναν αὐστηρό ἔλεγχο
τῆς ἀδυναμίας μας: τῆς τύφλωσης πού μᾶς
διακατέχει στό νά διαπιστώνουμε τά ἄλλως αὐτονόητα. Εἰδικά ἡ φράση τοῦ Κυρίου ὅτι
καί τό ἀγριόχορτο πού δέν τοῦ δίνει κανείς σημασία εἶναι ἀντικείμενο τῆς
φροντίδας τοῦ Θεοῦ, συμπυκνώνει τή διπλή αὐτή διάσταση τῶν λόγων Του.
β. 1. Ὁ Κύριος λοιπόν εἶναι τραγικά σαφής ὅσον ἀφορᾶ στήν
κατάσταση ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων: εἴμαστε ὀλιγόπιστοι.
Δέν ἔχουμε τή δυνατότητα δηλαδή νά ἀναγνωρίσουμε τήν παρουσία Του καί στή
Δημιουργία πού εἶναι δική Του καί Τοῦ ἀνήκει, πολύ περισσότερο σ᾽ ἐμᾶς τούς ἴδιους.
Διότι ὁ Κύριος διαβαθμίζει τήν παρουσία καί τήν Πρόνοιά Του: οἱ ἄνθρωποι δεχόμαστε ἀπείρως περισσότερο ἀπό
ὅσο ἡ λοιπή δημιουργία τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό βεβαίως γιατί μόνον οἱ ἄνθρωποι
πλαστήκαμε ῾κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν
Θεοῦ᾽. Αὐτό δέν δείχνει μεταξύ ἄλλων καί τό γεγονός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ
Θεοῦ; ῎Ανθρωπος ἔγινε ὁ Θεός γιά νά
σώσει τόν ἄνθρωπο καί μέσω αὐτοῦ καί ὅλη τή φύση. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, σάν τόν
ὅσιο Μάξιμο τόν ὁμολογητή γιά παράδειγμα, ἐπισημαίνουν τήν ἀλήθεια αὐτή: ὑπάρχει
ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού προνοεῖ γιά τά πάντα, καί τά ἄψυχα, ὑπάρχει περισσότερη
ἐνέργειά Του γιά τά ἔμψυχα, ἰδιαίτερη ἀκόμη γιά τούς ἀνθρώπους, κατεξοχήν δέ, ἡ
θεοποιός ἐνέργειά Του, γιά τούς πιστούς καί συνεπεῖς χριστιανούς.
2. Αἰτία κατά τόν Κύριο τῆς ὀλιγοπιστίας αὐτῆς εἶναι ἡ
ψυχική τύφλωση τοῦ ἀνθρώπου. Τό ῾ἐν ἡμῖν
φῶς᾽, ὁ νοῦς δηλαδή, εἶναι σβηστό, βρισκόμαστε στό σκοτάδι, ὁπότε ἀδυνατοῦμε
νά ἐπισημάνουμε τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος προκειμένου νά τό καταστήσει σαφές
χρησιμοποιεῖ τό παράδειγμα τῆς σωματικῆς τύφλωσης: ὅπως ὁ σωματικά τυφλός δέν
βλέπει τό φῶς τοῦ ἥλιου, κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ ὀλιγόπιστος: ὡς ψυχικά τυφλός δέν βλέπει τό πνευματικό φῶς,
τήν παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Τό ἴδιο δέν ἐπεσήμαινε καί γιά τούς Φαρισαίους
τῆς ἐποχῆς του; ᾽Επειδή Τόν ἀπέρριπταν, ἐπειδή δέν ἔβλεπαν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ
στόν ἐρχομό Του, γι᾽ αὐτό τούς χαρακτήριζε τυφλούς πού ὁδηγοῦν ἄλλους τυφλούς,
μέ ἀποτέλεσμα νά πέσουν ὅλοι μαζί σέ λάκκο!
3. ῎Ετσι ἡ ὀρθή σχέση μας μέ τή φύση, ἀλλά καί μέ τόν ἑαυτό
μας καί τόν συνάνθρωπό μας, εἶναι ἀδύνατη χωρίς τή σχέση μας μέ τόν Χριστό. Ὁ
Χριστός εἶναι ᾽Εκεῖνος πού μᾶς ἀνοίγει τά μάτια γιά νά βλέπουμε τά πάντα στίς ὀρθές
καί ἀληθινές τους διαστάσεις, γεγονός πού σημαίνει ὅτι ὁ μή χριστιανός, ὁ μή ἔχων
σχέση μέ τόν Χριστό, ἔχει κολοβωμένη καί ἐλλιπή ὅραση τῆς πραγματικότητας, κατά
συνέπεια οἱ ἐπισημάνσεις του γιά τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο, ὅσο πιθανόν σωστές
κι ἄν εἶναι, μοιάζουν μέ τήν πραγματικότητα πού ἐπισημαίνει ἕνας τυφλός ἄνθρωπος
καθώς ψαχουλεύει μέσα στό σκοτάδι:
διαπιστώνει ἀληθινά πράγματα, ἀλλά διαρκῶς τοῦ διαφεύγει τό ὅλον. ᾽Αλλά
καί ἡ ἴδια ἡ ἐπιστήμη, ὡς πείραμα, προσέγγιση καί λογική ἐπεξεργασία τῶν
δεδομένων τῆς αἰσθητῆς πραγματικότητας, χωρίς τόν φωτισμό τῆς πίστεως μᾶς ἀποκαλύπτει
μέν τήν πραγματικότητα, δέν ὑπάρχει ὅμως τό βάθος τοῦ νοήματος τῆς
πραγματικότητας αὐτῆς.
4. Τό ζητούμενο λοιπόν γιά νά ἀρχίσουμε νά βλέπουμε σωστά
καί ὑγιῶς τά πράγματα καί τόν ἑαυτό μας, νά τά βλέπουμε δηλαδή μέσα στήν
προοπτική τῆς ἀπαρχῆς δημιουργίας τους καί μέσα στό νόημά τους, εἶναι νά ἀποτινάξουμε
τήν ψυχική μας τύφλωση. Νά βροῦμε τό φῶς τοῦ Θεοῦ πού θά μᾶς διανοίξει τούς ὀφθαλμούς.
Νά πιστέψουμε δηλαδή στόν Χριστό. Ἡ πίστη σ᾽ ᾽Εκεῖνον μόνον, ὅσον καί ἄν ἀκούγεται
ἀπόλυτο, συνιστά τό φῶς τοῦ νοῦ καί τῆς συνείδησής μας, πού μᾶς δίνει τή
δυνατότητα νά δοῦμε καί τόν Θεό παντοῦ καί ὁπουδήποτε. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἱκανότητα
νά δοῦμε τόν Θεό ἔξω ἀπό ἐμᾶς: στή φύση καί στόν συνάνθρωπο, περνάει μέσα ἀπό
τήν ἀπόκτηση τῆς ἱκανότητας νά Τόν βλέπουμε μέσα μας. ῎Αν δέν ἔχουμε Θεό ἐμεῖς,
δέν μποροῦμε καί νά Τόν δοῦμε ἀλλοῦ. ῾᾽Εν
τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς᾽.
5. Καί ἡ πίστη αὐτή, τό φῶς τοῦ Χριστοῦ μέσα μας, εἶναι μέν
δωρεά ᾽Εκείνου, ἀλλά στόν ἄνθρωπο πού τό θέλει καί τό ἀναζητεῖ, γεγονός πού παραπέμπει στήν ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στήν ᾽Εκκλησία: στήν ᾽Εκκλησία,
τό ζωντανό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁδηγεῖται πάντοτε ὁ γνήσιος ἀναζητητής τοῦ Θεοῦ. Τό ῾ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ᾽
πού εἶπε ὁ Χριστός, εἶναι ἀκριβῶς ἡ προϋπόθεση τοῦ ἀνοίγματος καί τῶν ψυχικῶν ὀφθαλμῶν
μας. ῞Οσο δηλαδή ἐπιλέγουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας, ὅσο ὁ Κύριος
γίνεται ἡ προτεραιότητά μας καί ἡ τροφοδοσία μας ἀπό ᾽Εκεῖνον μέ τό σῶμα καί τό
αἷμα Του ὁ θερμός πόθος τῆς καρδιᾶς μας, τόσο καί ὑγιεῖς γινόμαστε, τόσο βρίσκουμε
ἐκεῖνο τό σημεῖο ὕπαρξης πού ἀποτελεῖ τήν ἀληθινή σφαίρα τοῦ εἶναι μας, μέ τόν
ζωντανό Θεό παρόντα στή ζωή μας. ῾Τηρεῖστε τίς ἐντολές μου καί θά σᾶς φανερωθῶ᾽
διαβεβαίωσε ὁ Κύριος.
γ. Σ᾽ ἕναν κόσμο τραγικά ἀνασφαλή καί φοβισμένο, λόγω
πρωτίστως τῆς ἀπιστίας του στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, τά λόγια τοῦ Κυρίου ἔρχονται
σάν βάλσαμο στίς ψυχές: ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ
καί μᾶς φροντίζει. Μπορεῖ οἱ αἰσθήσεις μας νά βλέπουν τήν τραγωδία, μπορεῖ οἱ εἰδήσεις
νά μᾶς βομβαρδίζουν μέ καταστροφικά σενάρια, μπορεῖ ὅλος ὁ περίγυρος νά μᾶς
δημιουργεῖ τήν αἴσθηση ὅτι πέφτουμε στό κενό, ὅμως πίσω ἀπό ὅλα στέκει ἡ καρδιά
τοῦ Πατέρα. ῾Καί οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς μας εἶναι ἀριθμημένες᾽ λέει ὁ Κύριος. Τό
κενό βρίσκεται μᾶλλον μέσα μας. Ἡ τραγωδία εἶναι τό σύμπτωμα τῆς πεσμένης στήν ἁμαρτία
ἀνθρωπότητας. Ὁ Θεός ὅμως ὑφίσταται καί μᾶς κρατάει, δημιουργώντας ἀδιάκοπα τίς
συνθῆκες προκειμένου νά Τόν βλέπουμε καί νά Τόν ζοῦμε. Καί οἱ συνθῆκες αὐτές εἶναι
τελικῶς μία: ἡ μετάνοια καί ἡ ἐπιστροφή μας στόν Κύριο.