Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Α΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ)


«Πας όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. 10, 32)

α. Υπάρχει, κατά τους αγίους μας, μία αιτιώδης σχέση μεταξύ της προηγουμένης Κυριακής, της Πεντηκοστής, και της σημερινής, των Αγίων Πάντων: η πρώτη φανερώνει την παρουσία του αγίου Πνεύματος στον κόσμο, η δεύτερη τους καρπούς της παρουσίας αυτής. Διότι οι άγιοι αυτό τελικώς είναι: οι καρποί της επενέργειας του αγίου Πνεύματος. Ό,τι πέτυχαν, ό,τι έγιναν, δεν το απέκτησαν μόνοι τους με τις δυνάμεις τους. Η χάρη του Πνεύματος του Θεού βρήκε πρόσφορο έδαφος μέσα τους: την καλή τους διάθεση, και ενήργησε έτσι στην καλοπροαίρετη καρδιά τους. Στο πρόσωπό τους λοιπόν ψαύουμε κυριολεκτικά τα πολυποίκιλα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος: την προφητεία στους προφήτες, την ιεραποστολική διάθεση στους αποστόλους, το αγωνιστικό φρόνημα στους μάρτυρες, το θυσιαστικό πνεύμα στους ασκητές. Στους αγίους μάλιστα βλέπουμε την εκπλήρωση των λόγων του Κυρίου: «Πας όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς. Όστις δε αρνήσηταί μοι… αρνήσομαι καγώ…».

β. 1. Ο λόγος του Χριστού, ο οποίος φανερώνει και τι συμβαίνει με τους αγίους, αποτελεί πρόκληση για τη λογοκρατούμενη και ταραγμένη εποχή μας. Μας ανοίγει τα μάτια για να νοήσουμε ότι ο λόγος μας και η ζωή μας δεν εξαντλούνται σε ό,τι επισημαίνουν μόνον οι αισθήσεις μας. Διότι μας λέει ότι αυτό που ζούμε – με το λόγο, με τη σκέψη, με όλη μας τη συμπεριφορά – έχει βάθος που απλώνεται και στον πνευματικό κόσμο του Θεού και στην αιωνιότητα. «Όποιος ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους ότι ανήκει σ’εμένα, θα τον αναγνωρίσω κι εγώ για δικόν μου μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου. Όποιος όμως με απαρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα τον απαρνηθώ κι εγώ μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου». Έτσι η ζωή μας ως σχέση με τον Χριστό, είτε θετική είτε αρνητική, κινεί ταυτοχρόνως και τη σχέση του Χριστού έναντι ημών. Η δράση μας προκαλεί θα λέγαμε και την αντίδραση Εκείνου. Ό,τι με άλλα λόγια προσφέρουμε στον Χριστό αυτό φαίνεται ότι και εισπράττουμε.

2. Τι σημαίνει όμως να μας αναγνωρίζει ο Χριστός ως δικούς Του; Σημαίνει ότι μας θεωρεί, όπως απεκάλυψε στους μαθητές Του, όχι δούλους αλλά φίλους Του, κι ακόμη περισσότερο: ότι είμαστε ένα μ’ Εκείνον, σε κατάσταση αληθινής ταύτισης μαζί Του, κατά τη χάρη που ήδη μας έχει δώσει: «εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα». Κατά συνέπεια ο Χριστός μάς αναγνωρίζει ως δικούς Του στον βαθμό που Εκείνος ζει μέσα σε εμάς και εμείς μέσα σ’ Εκείνον, λοιπόν ταυτοχρόνως υφίσταται και η αναγνώρισή μας από τον Θεό Πατέρα: ό,τι είναι του Χριστού είναι και του Πατέρα, κι αυτό με την ενέργεια του αγίου Πνεύματος. Κι επειδή η ζωή του Τριαδικού Θεού, όπως και η ζωή του Χριστού στον κόσμο αυτόν, ήταν και είναι η αγάπη, γι’ αυτό και ο Θεός αναγνωρίζει ως δικούς Του μόνον τους ζώντας εν αγάπη. «Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστέ, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις». Ότι η χαρισματική αυτή κατάσταση είναι η κατάσταση του Παραδείσου ήδη από τη ζωή αυτή είναι βεβαίως περιττό και να πούμε.  
Υπό το παραπάνω πνεύμα είναι ευνόητο τι σημαίνει από την άλλη άρνηση αναγνώρισής μας από τον Κύριο: ο Κύριος δεν ζει μέσα μας, η αποστροφή του προσώπου Του απέναντί μας είναι δεδομένη, όχι διότι Εκείνος δεν μας θέλει, αλλά διότι εμείς έχουμε διαμορφώσει έτσι τη ζωή μας, ώστε να μην υπάρχει χώρος για Εκείνον μέσα μας. Όταν η στροφή του νου και της καρδιάς μας είναι προς τον κόσμο τούτο, όταν η ικανοποίηση των παθών μας συνιστά την προτεραιότητά μας, από κει και πέρα η «απαίτηση» να έχουμε και τον Θεό μαζί μας θεωρείται αδιανόητη διότι είναι αδύνατη. «Ος αν θέλη φίλος είναι του κόσμου εχθρός του Θεού καθίσταται». «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Κουρελιασμένη λοιπόν η ψυχή μας από τα πάθη μας και τον ενεργούντα δι’ αυτών διάβολο ζει από τώρα την κόλασή της. Ο Θεός για την ψυχή αυτή παραμένει ο μεγάλος ξένος και άγνωστος. 

3. Τι αποκαλύπτει εν προκειμένω λοιπόν ο Κύριος; Ότι η αναγνώρισή μας από Εκείνον ότι Του ανήκουμε, εξαρτάται από εμάς: από το τι εμείς κάνουμε γι’ Αυτόν, δηλαδή από το αν Τον ομολογούμε ενώπιον των ανθρώπων ή όχι. Και ομολογία του Χριστού σημαίνει βεβαίως πρώτον ομολογία με το λόγο μας: να έχουμε το θάρρος και τη διάθεση να βεβαιώνουμε την πίστη μας σ’ Αυτόν· να φανερώνουμε την πίστη αυτή κάθε φορά που μας ζητείται. Κυρίως όμως δεύτερον να Τον ομολογούμε με την ίδια τη ζωή μας έστω και σιωπώντας, που θα πει ότι η καρδιά μας πρωτίστως έχει αγκυροβολήσει σε Αυτόν. Όπως το διατυπώνει έξοχα ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του: «Εάν ομολογήσης εν τω στόματί σου Κύριον Ιησούν, και πιστεύσης εν τη καρδία σου ότι ο Θεός αυτόν ήγειρεν εκ νεκρών, σωθήση». Η ομολογία οδηγεί στη σωτηρία: τη σχέση με τον Θεό, όταν το στόμα εκφράζει το περιεχόμενο της καρδιάς. Ο χριστιανός λοιπόν είναι πράγματι του Χριστού όταν η ζωή του, και όταν χρειαστεί και ο λόγος του, αποτελεί μία διαρκή παραπομπή σ’ Εκείνον. Να βλέπει κανείς τον χριστιανό και να έχει την αίσθηση ότι βλέπει τον ίδιο τον Χριστό: αυτό είναι η αληθινή ομολογία Χριστού. «Επιστολή Χριστού» που διαβάζεται και αναγνωρίζεται από όλους είναι η ζωή του αυθεντικού χριστιανού, κατά τη βεβαίωση και πάλι του μεγάλου αποστόλου Παύλου. Ο ίδιος ο Κύριος ήταν Εκείνος που έδειξε ότι η ομολογία της ζωής έχει την προτεραιότητα έναντι της ομολογίας των λόγων. «Ο ποιήσας και διδάξας μέγας κληθήσεται» βεβαίωσε. Πρώτον λοιπόν η ζωή ως εφαρμογή του θελήματος του Θεού κι έπειτα αν χρειαστεί ο λόγος. Διότι όπου υπάρχει ο λόγος χωρίς να υποστηρίζεται από τη ζωή, τότε εκεί βρισκόμαστε μπροστά στον φαρισαϊσμό, ο οποίος δέχτηκε από τον Κύριο τους σκληρότερους χαρακτηρισμούς. Στην περίπτωση αυτή η ομολογία της πίστεως αποκαλύπτει έναν βαθύτατο εγωισμό και γίνεται αφορμή βλασφημίας του ίδιου του Θεού μας. «Δι’ υμάς βλασφημείται το όνομά μου εν τοις έθνεσιν».

γ. Η ζωή μας στον κόσμο τούτο δεν είναι παιχνίδι. Το κάθε τι στη ζωή έχει αιώνιο βάθος: μας τοποθετεί εν Θεώ ή όχι. Όλοι οι άγιοι, τους οποίους εορτάζουμε σήμερα, κατενόησαν ότι η ζωή που ο Θεός τους δώρισε έχει αξία και είναι όντως ζωή, όταν βρίσκεται πάνω στο θέλημα του Θεού, όταν δηλαδή αυτοί Τον ομολογούν και Τον δοξάζουν με κάθε ανάσα και κάθε κίνησή τους. Κι είπαμε και παραπάνω: αυτό σημαίνει αδιάκοπη αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Αυτή είναι η κλήση και η πρόκληση και για εμάς.