Κυριακή 30 Απριλίου 2023

ΑΝΟΙΞΗ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

 



Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

«Ο άγιος Ιάκωβος ήταν υιός του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννου του Θεολόγου. Μετά από την κλήση του Ανδρέου και του Πέτρου, προσκλήθηκε από τον ίδιο τον Σωτήρα μαζί με τον αδελφό του να μαθητεύσουν σ᾽ Εκείνον.  Αυτοί αμέσως και τον πατέρα και το πλοίο, και μ᾽ έναν λόγο τα πάντα άφησαν και ακολούθησαν τον Κύριο. Και τόσο πολύ αγάπησε αυτούς ο Κύριος, ώστε στον μεν ένα να χαρίσει την ανάκληση πάνω στο στήθος Του (την ώρα του Μυστικού Δείπνου), στον δε άλλον να πιει το ποτήριο που ο Ίδιος ήπιε. Ο άγιοι Ιάκωβος και Ιωάννης επέδειξαν τέτοιον ζήλο υπέρ του Χριστού, ώστε να θελήσουν να κατεβάσουν φωτιά από τον Ουρανό και να καταστρέψουν τους απίστους. Κι ίσως και θα το έκαναν, αν δεν τους εμπόδιζε η αγαθότητα Εκείνου. Γι᾽ αυτό λοιπόν ο Κύριος έπαιρνε αυτούς και τον Κορυφαίο Πέτρο πάντοτε στις προσευχές Του και στις άλλες οικονομίες Του, μυσταγωγώντας τους στα υψηλότερα και μυστικότερα από τα δόγματα. Αυτόν τον μακάριο Ιάκωβο, μετά από το Πάθος και την Ανάληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, επειδή δεν άντεχε ο Ηρώδης να μιλάει με θάρρος και να εξαγγέλλει το σωτήριο κήρυγμα, τον συνέλαβε και τον φόνευσε με μαχαίρι, δεύτερον αυτόν μετά τον Στέφανο τον μάρτυρα, στέλνοντάς τον έτσι στον Δεσπότη Χριστό».

Υψηλοτάτη η ποίηση του μεγάλου υμνογράφου της Εκκλησίας μας αγίου Θεοφάνους για τον «άρχοντα όλης της γης», όπως τον χαρακτηρίζει, άγιο Ιάκωβο, τον πρόκριτο μεταξύ των αποστόλων μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη τον Θεολόγο και τον άγιο Πέτρο, ανεψιό μάλιστα του Κυρίου μας Ιησού, ως υιό της Σαλώμης, κόρης του Ιωσήφ του μνήστορος της Υπεραγίου Θεοτόκου. Και τον χαρακτηρίζει άρχοντα,  και διότι υπήρξε μαθητής του Κυρίου, αλλά και για τον θερμότατο ζήλο του υπέρ Αυτού, τόσο που πρώτος αυτός από τους δώδεκα έδωσε τη ζωή του για Εκείνον. «Καταστάθηκες, ένδοξε, άρχοντας τώρα σε όλη τη γη, όπως γράφτηκε για σένα, γιατί έγινες μαθητής Αυτού που δημιούργησε τα πάντα. Και λόγω του θερμότατου ζήλου σου υπέμεινες τον φόνο με μαχαίρι από ανόμους, πάνσοφε, φεύγοντας από τη ζωή αυτή πρώτος εσύ από τη σεπτή ομήγυρη των δώδεκα συμμαθητών σου, μακάριε»  (στιχηρό εσπερινού και ωδή η´).

Ο άγιος Θεοφάνης εμμένει με τους ύμνους του στον θερμό πόθο του αγίου Ιακώβου για τον Κύριο: «Ω, τι θερμός είναι ο πόθος σου προς τον Δεσπότη Χριστό!» (ωδή δ´). Πόθος τέτοιος μάλιστα που έβαινε διαρκώς και αυξανόμενος: «Προσλάμβανες ατελείωτο πόθο πάνω στον πόθο, γι᾽αυτό και απέκτησες την έσχατη μακαριότητα των επιθυμητών πραγμάτων, την ίδια την αρχή της αγαθότητας, τον Θεό» (ωδή δ´). Γεγονός που σημαίνει: αν δεν ανταποκριθεί με αγάπη ο άνθρωπος στην αγάπη του Δημιουργού – «ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτον ηγάπησεν ημάς» - δύσκολα, αν όχι καθόλου δεν  μπορεί να προχωρήσει σε ζωντανή σχέση μαζί Του· και: όσο ανοίγεται κανείς με αγάπη στον Κύριο, τόσο και νιώθει την αγάπη του αυτή να φουντώνει. «Πρόσφερες ολόκληρο τον εαυτό σου στην κλήση του Δεσπότη, θεοδίδακτε μύστη, γι᾽αυτό και έφτασες εμφανώς προς την υψηλότατη και θεία πράγματι κορυφή των αρετών» (ωδή δ´).

Γι᾽αυτό και ο άγιος υμνογράφος θεωρεί ότι η κλήση του αγίου Ιακώβου να γίνει απόστολος του Κυρίου ξεκίνησε στην πραγματικότητα πολύ πριν από την εξωτερική κλήση του. Ο Θεός δηλαδή ως προγνώστης, βλέποντας εκ των προτέρων την ευγένεια της ψυχής του, αλλά και τη δύναμη και την παλληκαριά της διάνοιάς του τον κάλεσε ως διακεκριμένο απόστολό Του να κηρύσσει στα έθνη Εκείνον (ωδή α´). Και: «Φάνηκες, Ιάκωβε, άξιος πρόσληψης από τον Κύριο και μύστης της οικονομίας Του, ακόμη και πριν από την κλήση σου, γιατί είδε σε σένα την ιλαρότητα της αγνής ψυχής σου» (ωδή γ´). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι χαρακτηρίζει ο Θεοφάνης «τη γέννηση του Ιακώβου ιερή και φωτοφόρα, που έλαμψε ακόμη περισσότερο λόγω της συγγενείας που είχε με τον ίδιο τον Κύριο» (ωδή γ´).

Το θάμβος που νιώθει ο άγιος Θεοφάνης μπροστά στην τεράστια και λαμπερή προσωπικότητα του αγίου Ιακώβου - αποτέλεσμα όχι μόνο της κλήσεώς του από τον Κύριο και της αγιασμένης βιοτής του, αλλά και από τη φλόγα του Παρακλήτου Πνεύματος που έλαβε την ημέρα της Πεντηκοστής (ωδή γ´) – τον κάνει σε ένα τροπάριό του να φτάσει σε επίπεδα υπερβολής, καθώς αποπειράται να δικαιολογήσει με καλό λογισμό το πρωτείο που ζήτησε αυτός με τον αδελφό του και τη μητέρα τους από τον Κύριο. Θυμόμαστε όλοι ότι η μητέρα τους και οι ίδιοι ζήτησαν από τον Χριστό, λίγο πριν από τα πάθη Του, παρεξηγώντας προφανώς την πνευματική βασιλεία του Κυρίου και εκλαμβάνοντάς την γήινα,  να σταθούν δίπλα Του πρωτόθρονοι. Και ο Κύριος απήντησε ότι ναι μεν «δεν ξέρουν τι ζητούν», αλλά «το ποιος θα σταθεί πρώτος δίπλα Του είναι κάτι που δεν το δίνει ο Ίδιος, αλλά ο Πατέρας Του, ανάλογα με την αγάπη που τρέφει ο άνθρωπος προς Εκείνον μέχρι σημείου θυσίας». Ο υμνογράφος μας λοιπόν ερμηνεύει ως εξής το αίτημά του: «Ανέβηκες στα φτερά της μεγαλύτερης αρετής με την αγάπη, και πόθησες, ένδοξε, να έχεις τα πρωτεία των πρώτων θρόνων του Δεσπότη. Όχι γιατί αγαπούσες τη μάταιη δόξα, αλλά για να βλέπεις με άμεσο τρόπο Αυτόν που αγάπησες» (ωδή ε´). Καταλαβαίνει όμως ο άγιος Θεοφάνης την υπερβολή, γι᾽αυτό και στην επόμενη ωδή «διορθώνει»: «Ζήτησες από τον Χριστό, σαν να είναι γήινος Βασιλιάς, να σου δώσει την επίγεια δόξα, και πέτυχες, μακάριε Ιάκωβε, τη βασιλεία όχι την κάτω και φθαρτή, αλλά την αθάνατη, που την έλαβες όμως με την άθλησή σου» (ωδή ς´).

Μπροστά λοιπόν στον μαθητή του Κυρίου, μπροστά στον πρώτο που έδωσε από τους δώδεκα τη ζωή του για Εκείνον, μπροστά στη φλογισμένη από αγάπη Χριστού καρδιά του αποστόλου και τον ζήλο του που τον έκανε να είναι «ένας νέος Ηλίας» (ωδή ε´), «όλη η Εκκλησία στήνει χορό, γιατί γιορτάζει την παναγία μνήμη του, κατά την οποία  τον δοξολογούμε» (κάθισμα όρθρου).

Σάββατο 29 Απριλίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

«Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τόν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις» (Πρ. ᾽Απ. 6, 3)

 Μία θεωρούμενη παράδοξη ἀπάντηση, ἰδίως γιά τά σημερινά δεδομένα, εἶναι ἡ ἀπάντηση τῶν ἀποστόλων μπροστά στό κοινωνικό πρόβλημα πού παρουσιάστηκε στήν πρώτη κοινότητα τῶν ῾Ιεροσολύμων: μπροστά στόν γογγυσμό τῶν ἑλληνοφώνων πιστῶν κατά τῶν ἑβραιοφώνων ὅτι παραθεωροῦνταν στήν διανομή τῶν τροφίμων οἱ ἑλληνόφωνες χῆρες, οἱ ἀπόστολοι ἀρνοῦνται νά ἀσχοληθοῦν οἱ ἴδιοι μέ τό πρόβλημα. «Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τόν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις» (Δέν εἶναι σωστό ἐμεῖς νά ἀφήσουμε τό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί νά ἀσχολούμαστε μέ διανομές τροφίμων). Παραπέμπουν γιά τήν λύση του στόν ἴδιο τόν λαό, λέγοντας νά ἐκλέξει ὁ λαός αὐτός ἄνδρες μέ Πνεῦμα Θεοῦ καί σοφία, ὥστε αὐτοί νά ἀναλάβουν τήν συγκεκριμένη διακονία τῆς διανομῆς. Καί πράγματι, ὁ λαός συμφωνώντας μέ τήν πρόταση ἐκλέγει ἑπτά ἄνδρες, τούς ἑπτά διακόνους τῆς πρώτης ᾽Εκκλησίας μέ πρῶτον τόν ἅγιο Στέφανο, τούς ὁποίους χειροτονοῦν οἱ ἀπόστολοι γιά τόν σκοπό αὐτόν. Τό πρόβλημα ἐπιλύεται καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ συνεχίζει νά διαδίδεται, μέ ἀποτέλεσμα τήν διαρκή αὔξηση τῶν πιστῶν τῆς ᾽Εκκλησίας.

 1. ῾Η φαινομενική ἄρνηση τῶν ἀποστόλων νά ἀσχοληθοῦν οἱ ἴδιοι μέ τήν προκειμένη ἐνώπιόν τους ἀδικία στήν διανομή τῶν τροφίμων δέν εἶναι στήν οὐσία ἄρνηση. Οἱ ἀπόστολοι μόλις μαθαίνουν γιά τό πρόβλημα πού εἶχε παρουσιαστεῖ, ἀμέσως ἀνταποκρίνονται: κινητοποιοῦνται γιά νά δώσουν λύση. Διότι αὐτοί εἶναι οἱ ὑπεύθυνοι τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας: οἱ ποιμένες πού κατεστάθησαν ἀπό τόν Κύριο γιά νά ὁδηγοῦν τό ποίμνιο ῾εἰς νομάς σωτηρίους᾽, συνεπῶς κάθε τι πού ἀπασχολεῖ τό ποίμνιο ἔχει ἀντίκτυπο σέ ἐκείνους. Γι᾽ αὐτό καί ἡ λύση πού προτείνουν ἔχει ἀπολύτως ἐκκλησιαστικά κριτήρια.

2. ῎Ισως ὁρισμένοι σημερινοί χριστιανοί νά σπεύδουν νά τούς κρίνουν ἀρνητικά, ὅτι τάχα δηλαδή δέν ἀσχολήθηκαν οἱ ἴδιοι, ἀλλά ἡ κρίση τους αὐτή ὀφείλεται στά ἐλαττωματικά τους πνευματικά αἰσθητήρια. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι στήν ἐποχή μας, τήν πλήρη κρίσεων καί όχι μόνο οἰκονομική, πολλοί θεωροῦν ὅτι ἡ διακονία τῶν τραπεζῶν, ἡ κοινωνική προσφορά δηλαδή,  εἶναι αὐτή πού ἔχει τήν προτεραιότητα. ᾽Αλλά τοῦτο εἶναι λανθασμένο. Οἱ ἀπόστολοι μᾶς καθοδηγοῦν. Κινοῦνται εἴπαμε μέ ἐκκλησιαστικά κριτήρια, κατά τά ὁποῖα ἀφενός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχοσωματικό ὄν μέ αἰώνια προοπτική, ῾δι᾽ ὅν Χριστός ἀπέθανε᾽, ἀφετέρου ἡ ᾽Εκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ καθένας δέ εἶναι ἀλλήλων μέλος. Συνεπῶς ἡ λύση πού δίνουν στό πρόβλημα φανερώνει τήν ἱεράρχηση πού πρέπει νά γίνεται πάντοτε: βεβαίως μᾶς ἐνδιαφέρει ὁ συνάνθρωπος ὡς εἰκόνα Θεοῦ καί κρυμμένη παρουσία Χριστοῦ καί δική μας, ὁ συνάνθρωπος ὅμως αὐτός δέν ἔχει μόνο ὑλικές ἀνάγκες, ἀλλά πρωτίστως πνευματικές. ῾Οὐκ ἐπ᾽ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλά ἐπί παντί ρήματι ἐκπορευομένῳ διά στόματος Θεοῦ᾽. Καί ὁ καθένας ἀπό τήν ἄλλη πρέπει νά λειτουργεῖ μέ βάση τήν διακονία πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τοῦ καθόρισε χάριν αὐτοῦ τοῦ συνανθρώπου.

3. Οἱ ἀπόστολοι λοιπόν κλήθηκαν ἀπό τόν Κύριο νά εἶναι οἱ μάρτυρες τῆς ζωῆς καί τῆς ᾽Αναστάσεώς Του, συνεπῶς ἱεραρχώντας τά πράγματα ἀφενός οἱ ἴδιοι δίνονται στό ἔργο αὐτό: ῾ἡμεῖς δέ τῇ προσευχῇ καί τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν᾽,  ἀφετέρου ἀναθέτουν σέ ἄλλα μέλη τήν διακονία τῶν τραπεζῶν. Δέν εἶναι ὅλοι γιά ὅλα, ἀλλά ῾ἕκαστος ἐφ᾽ ᾧ ἐτάχθη ἐκεῖ μενέτω᾽. Τυχόν ἐνασχόληση τῶν ἀποστόλων καί μέ τό κήρυγμα καί μέ τήν διακονία τῶν τραπεζῶν θά ἀπεκάλυπτε ἕναν μεγάλο ἐγωϊσμό αὐτῶν καί μία ἀλαζονική στάση τους, ἀφοῦ θά ἔδειχνε ὅτι μόνον αὐτοί εἶναι ἱκανοί γιά ὅλα. ῾Η ταπείνωσή τους ὅμως εἶναι προφανής: ἐμπιστεύονται σέ ἄλλους τό σπουδαῖο καί ἀναγκαῖο ἔργο τῆς κοινωνικῆς προσφορᾶς, γιά νά μείνουν οἱ ἴδιοι σταθεροί στήν κλήση τους ἀπό τόν Κύριο. ῾Η ἱεράρχηση τῶν πραγμάτων συνιστᾶ αὐτό πού σφραγίζει τό ἔργο τῆς ᾽Εκκλησίας. ῞Ο,τι ὁ Κύριος πρότεινε: ῾ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα (ὅλα τά ἀνθρώπινα δηλαδή) προστεθήσεται ὑμῖν᾽, αὐτό συνεχίζει ἀδιάκοπα νά κάνει καί ἡ ᾽Εκκλησία Του ὡς συνέχεια Αὐτοῦ.

4. ῾Η προτεραιότητα τῶν ἀποστόλων γιά τό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ πρέπει νά ἐξηγηθεῖ περισσότερο. ῾Ο λόγος τοῦ Θεοῦ εἴτε ὡς προσφορά τῆς Θείας Κοινωνίας (προσευχή) εἴτε ὡς ἐξαγγελία στόν λαό τοῦ Θεοῦ (κήρυγμα) συνιστᾶ προσφορά τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Χριστός εἶναι τό ἔλλειμμα στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων. Αὐτός, ὅπου μαρτυρεῖται καί γίνεται ἀποδεκτός, δίνει τήν ἀληθινή ζωή πού τρέφει τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Χωρίς Χριστό ἡ ματαιότητα ἀποτελεῖ τό γνώρισμα τῶν ἀνθρώπων, εἴτε αὐτοί ἀποτελοῦν τούς ῾κερδισμένους᾽ τῆς ζωῆς μέ τήν δόξα τους καί τά χρήματά τους καί τίς ἀπολαύσεις τους, εἴτε τούς ῾χαμένους᾽ μέ τήν καταφρόνια τους, τήν φτώχεια τους, τίς στερήσεις τους. ᾽Αποδοχή λοιπόν τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ σημαίνει ἀποδοχή τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ῾Οποῖος καθοδηγεῖ ἔτσι τά βήματα τῶν ἀνθρώπων μέσα στό μυστικό σῶμα Του, τήν ᾽Εκκλησία, γιά νά ὑπάρξει ἡ πλήρης συσσωμάτωσή τους μέ Αὐτόν καί ἡ δυνατότητα συνεπῶς ὑπέρβασης τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου. Οἱ ἀπόστολοι λοιπόν διακονοῦσαν αὐτό τό ἔργο τῆς ἑνώσεως μέ τόν Σωτήρα Χριστό καί ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἔκαναν ὅ,τι πιό σημαντικό ὑπῆρχε ἐπί γῆς.

Τό κήρυγμα λοιπόν τῶν ἀποστόλων ὡς μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ εἶχε τήν προτεραιότητα γι᾽ αὐτούς ἀκόμη καί ἔναντι τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων, γιατί χωρίς νά ὑποβαθμίζονται αὐτά ὀξύτερα ἦταν (καί εἶναι) τά πνευματικά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου – σέ ὅ,τι κυρίως ἀναφέρεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Μέ τόν λόγο αὐτόν τῶν ἀποστόλων ὁ ἄνθρωπος καλεῖτο σέ μετάνοια, συνεπῶς σέ εὕρεση τοῦ Θεοῦ, δι᾽ Αὐτοῦ δέ σέ εὕρεση τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του καί τοῦ γύρω του φυσικοῦ περιβάλλοντος. Κατά συνέπεια φωτιζόταν αὐτός καί ἀπεγκλωβίζετο ἀπό τήν ἀνισορροπία τῆς ζωῆς του, ἀπό ὅ,τι δηλαδή τόν εἶχε ρίξει ὁ πονηρός καί ὁ πεσμένος στήν ἁμαρτία κόσμος μέ τήν γοητεία πού ἀσκεῖ πάντοτε μέσω τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν. Μέ ῾λυμένο᾽ ἔτσι τό βασικό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου, πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό  του, δέν δημιουργοῦνται συνθῆκες ὑπέρβασης καί τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων του; ῎Ανθρωπος πού τά ἔχει βρεῖ μέ τόν ἑαυτό του, καθώς λέμε, ὅπου καί ὅπως κι ἄν ζεῖ, μέ κάποιον τρόπο θά ἐπιβιώσει καί θά ἀντέξει. ῾Η ἐμπειρία αὐτό μᾶς διδάσκει: ἄνθρωποι πού δέν ἔχουν τίποτε, ἐπειδή ὅμως ἔχουν βρεῖ τόν Θεό καί ἔχουν εἰρηνεύσει μέ τόν ἑαυτό τους, χαίρονται καί εἶναι μακάριοι ἀκόμη καί μέσα στήν ἀπόλυτη ἔνδειά τους.

 ῎Αν οἱ ἀπόστολοι ἱεράρχησαν σωστά τά πράγματα καί μᾶς δίδαξαν παρομοίως νά κινούμαστε κι ἐμεῖς, ἦταν γιατί ἦσαν ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό. ῾Η διάκριση πού εἶχαν ἦταν καρπός τῆς φωτισμένης ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ καρδιᾶς τους. Κι ἔτσι γίνονται οἱ καθοδηγητές μας. Σέ κάθε πρόβλημα πού ἀναφύεται στήν ζωή μας δέν πρέπει νά λησμονοῦμε τό πρώτιστο: τήν σχέση μας μέ τόν Χριστό καί τήν προσπάθειά μας νά βρισκόμαστε πάνω στόν λόγο Του. Ἡ προτεραιότητα αὐτή θά βλέπουμε ἄμεσα ὅτι θά μᾶς φωτίζει καί γιά τήν λύση τοῦ ὅποιου προβλήματος. ῎Ισως τελικά νά μήν ὑπάρχουν ἄλλα οὐσιαστικά προβλήματα πέρα ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας καί τήν ζωντανή ἤ μή πίστη μας.  

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Μάρκ. 15,43 – 16,8)

        Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ. Καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. Ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται. Καί διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. Καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. Ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. Ἀλλ ̓ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

        Ἐκεῖνο τόν καιρό, ὁ Ἰωσήφ, ἕνα ἀξιοσέβαστο μέλος τοῦ συνεδρίου, πού καταγόταν ἀπό τήν Ἀριμαθαία, καί περίμενε κι αὐτός τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόλμησε νά πάει στόν Πιλᾶτο καί νά τοῦ ζητήσει τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Πιλᾶτος ἀπόρησε πού ὁ Ἰησοῦς εἶχε κιόλας πεθάνει. Κάλεσε τόν ἑκατόνταρχο καί τόν ρώτησε ἄν εἶχε πεθάνει ἀπό ὥρα. Ὅταν πῆρε τήν ἀπάντηση ἀπό τόν ἑκατόνταρχο, χάρισε τό σῶμα στόν Ἰωσήφ. Ἐκεῖνος ἀγόρασε ἕνα σεντόνι, κατέβασε τόν Ἰησοῦ, τόν τύλιξε μ’ αὐτό καί τόν τοποθέτησε σ’ ἕνα μνῆμα πού ἦταν λαξεμένο σέ βράχο· μετά κύλησε ἕνα λιθάρι κι ἔκλεισε τήν εἴσοδο τοῦ μνήματος. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰωσῆ παρακολουθοῦσαν ποῦ τόν ἔβαλαν. Ὅταν πέρασε τό Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου, καί ἡ Σαλώμη, ἀγόρασαν ἀρώματα, γιά νά πᾶνε ν’ ἀλείψουν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ἦρθαν στό μνῆμα πολύ πρωί τήν ἑπομένη τοῦ Σαββάτου, μόλις ἀνέτειλε ὁ ἥλιος. Κι ἔλεγαν μεταξύ τους: «Ποιός θά μᾶς κυλήσει τήν πέτρα ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνήματος;» Γιατί ἦταν πάρα πολύ μεγάλη. Μόλις ὅμως κοίταξαν πρός τά ’κεῖ, παρατήρησαν ὅτι ἡ πέτρα εἶχε κυλήσει ἀπό τόν τόπο της. Μόλις μπῆκαν στό μνῆμα, εἶδαν ἕνα νεαρό μέ λευκή στολή νά κάθεται στά δεξιά, καί τρόμαξαν. Αὐτός ὅμως τούς εἶπε: «Μήν τρομάζετε. Ψάχνετε γιά τόν Ἰησοῦ ἀπό τή Ναζαρέτ, τό σταυρωμένο. Ἀναστήθηκε. Δέν εἶναι ἐδῶ. Νά καί τό μέρος ὅπου τόν εἶχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα καί πεῖτε στούς μαθητές του καί στόν Πέτρο: “πηγαίνει πρίν ἀπό σᾶς στήν Γαλιλαία καί σᾶς περιμένει· ἐκεῖ θά τόν δεῖτε, ὅπως σᾶς τό εἶπε”». Οἱ γυναῖκες βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπό τό μνῆμα γεμάτες τρόμο καί δέος· δέν εἶπαν ὅμως τίποτα σέ κανέναν, γιατί ἦταν φοβισμένες.

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Πρ. Απ., 6, 1-7)

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις πληθυνόντων τῶν μαθητῶν ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν Ἑλληνιστῶν πρὸς τοὺς Ἑβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν. Προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπον· οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις. Ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης· ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν. Καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντὸς τοῦ πλήθους· καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος Ἁγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον Ἀντιοχέα, οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας. Καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν Ἱερουσαλὴμ σφόδρα, πολύς τε ὄχλος τῶν Ἰουδαίων ὑπήκουον τῇ πίστει.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνες τίς μέρες, καθώς μεγάλωνε ὁ ἀριθμός τῶν μαθητῶν, ἄρχισαν νά παραπονιοῦνται οἱ ἑλληνόφωνοι πιστοί ἐναντίον τῶν ἑβραιοφώνων, ὅτι
στήν καθημερινή διανομή τῶν τροφίμων δέν φρόντιζαν τίς ἑλληνόφωνες χῆρες ὅσο ἔπρεπε. Τότε οἱ δώδεκα ἀπόστολοι σύναξαν ὅλους τούς μαθητές καί τούς εἶπαν: «Δέν εἶναι σωστό ἐμεῖς ν' ἀφήσουμε τό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί νά ἀσχολούμαστε μέ διανομές τροφίμων. Φροντίστε, λοιπόν, ἀδελφοί, νά ἐκλέξετε ἀπ' ἀνάμεσά σας ἑφτά ἄντρες μέ καλή φήμη, γεμάτους ἀπό τή σοφία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θά ὁρίσουμε αὐτούς νά κάνουν αὐτό τό ἔργο, κι ἐμεῖς θά ἀφιερωθοῦμε ἀποκλειστικά στήν προσευχή καί στό ἔργο τοῦ κηρύγματος». Μ' αὐτά τά λόγια συμφώνησε ὅλη ἡ κοινότητα. Ἔτσι διάλεξαν τό Στέφανο, ἄνθρωπο γεμάτον πίστη καί Ἅγιο Πνεῦμα· ἐπίσης τό Φίλιππο, τόν Πρόχορο, τό Νικάνορα, τόν Τίμωνα, τόν Παρμενᾶ καί τό Νικόλαο ἀπό τήν Ἀντιόχεια, ὁ ὁποῖος προηγουμένως εἶχε προσχωρήσει στόν Ἰουδαϊσμό. Ἡ κοινότητα τούς ἔφερε μπροστά στούς ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι προσευχήθηκαν κι ἔβαλαν τά χέρια πάνω στά κεφάλια αὐτῶν τῶν ἑφτά. Στό μεταξύ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶχε μεγάλη διάδοση. Ὁ ἀριθμός τῶν μαθητῶν στήν Ἱερουσαλήμ μεγάλωνε πολύ καί πάρα πολλοί Ἰουδαῖοι ἀποδέχονταν τήν πίστη.

ΠΤΩΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΗ: Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ

«Ὁσάκις ἄν πέσῃς, ἔγειραι καί σωθήσῃ» (λειτουργικό λόγιο)

(Όσες φορές κι αν πέσεις, σήκω και θα σωθείς)

Πρόκειται για μία από τις γνωστότερες εκκλησιαστικές φράσεις, η οποία όμως δεν απαντάται αυτολεξεί στην Καινή Διαθήκη. Μπορεί ως περιεχόμενο να αποδίδει τον λόγο του Κυρίου και το κήρυγμα των Αποστόλων, όμως με τον αποφθεγματικό αυτόν τρόπο ευρίσκεται σε ευχή του ιερού ευχελαίου. Και μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι εκεί η φράση αποδίδεται στον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό: «Συ Κύριε είπες ότι όσες φορές…», γεγονός που οδηγεί τη σκέψη πολλών ότι ίσως είναι από λόγια του Κυρίου τα οποία δεν διασώθηκαν στα Ευαγγέλια, διασώθηκαν όμως μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της ιεράς Παραδόσεως της Εκκλησίας. Το ίδιο δεν βλέπουμε και στη γνωστή φράση που αποδίδεται στον Κύριο από τον απόστολο Παύλο, ενώ δεν υπάρχει στο Ευαγγέλιο, δηλαδή «μακάριόν ἐστι διδόναι μᾶλλον ἤ λαμβάνειν»;

Έτσι κι αλλιώς όμως, η φράση, έστω και παραλλαγμένα, εκφράζει τον αποκαλυπτικό λόγο του Κυρίου. Διότι Εκείνος ήλθε για να μας προσφέρει τη μετάνοια ως διαρκή αγώνα αναζητήσεως του Θεού. Μετάνοια σημαίνει όχι απλώς μία αλλαγή σκέψεως ως μεταμέλεια για κάτι κακό – τέτοια μεταμέλεια που δεν είχε χαρακτήρα σωτηρίας έδειξε και ο Ιούδας όταν πρόδωσε τον Κύριο -αλλά αλλαγή νοοτροπίας και τρόπου ζωής: αφήνω τον εγωιστικό αμαρτωλό τρόπο ζωής μου και επιστρέφω αδιάκοπα προς τον Κύριο («ἀναστάς πορεύσομαι πρός τον Πατέρα μου»), αγωνιζόμενος να βρίσκομαι επί τα ίχνη Του, που θα πει πάνω στις άγιες εντολές Του. Και με ποια δύναμη μπορεί τούτο να γίνει πραγματικότητα; Πώς δηλαδή η θανατηφόρα πληγή που προκαλεί στον άνθρωπο η αμαρτία μπορεί να τον ικανώσει να ξεφύγει από την ημιθανή κατάστασή του για να μετατεθεί στην οδό του Χριστού, να γίνει δηλαδή κι αυτός ένας άλλος Χριστός; Μόνο βεβαίως με τη δύναμη του ίδιου του Χριστού. Εκείνος ήλθε για να σηκώσει τις αμαρτίες μας και να μας δώσει τη δύναμη και τη δικαιοσύνη Του. Κι αυτό έγινε πάνω στον Σταυρό. Ο Σταυρός Του θεράπευσε τις πληγές μας – «τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς οἱ πάντες ἰάθημεν» - και κατάργησε την τυραννική εξουσία του Πονηρού διαβόλου πάνω μας. Οπότε, από τη στιγμή που βαπτιστήκαμε και γινήκαμε μέλη Του, Εκείνος διοχετεύει τη δύναμή Του στην ύπαρξή μας, εφόσον ασφαλώς η βούλησή μας συνεργάζεται με Αυτήν.

Πώς τότε αμαρτάνουμε και απαιτείται η διαρκής ανάστασή μας από τις πτώσεις μας; Ήταν ένα καίριο ερώτημα που ταλαιπώρησε επ’ αρκετόν την Εκκλησία, σε βαθμό που κάποιοι χριστιανοί, οι πιο αυστηροί ίσως, ισχυρίστηκαν ότι μετά το βάπτισμα εκείνοι που αμαρτάνουν δεν μπορούν πια να τύχουν συγχωρήσεως από τον Θεό. Ευτυχώς όμως η Εκκλησία συνοδικώς αποφάνθηκε διαφορετικά: και οι αμαρτίες μετά το βάπτισμα τυγχάνουν συγχωρήσεως και αφέσεως, διότι αφενός η χάρη του Θεού που πήγασε από τον Σταυρό είναι ανεξάντλητη, αφετέρου δυστυχώς οι άνθρωποι είμαστε αδύναμοι και εύκολα μπορούμε να προσκλίνουμε στο κακό μέσα στον κόσμο αυτόν τον πεσμένο στην αμαρτία. Εκείνος που κατεξοχήν αγωνίστηκε, μαζί και με άλλους Πατέρες, για τη συγκατάβαση της Εκκλησίας προς την αδυναμία των ανθρώπων ήταν ο μέγας ιερός Χρυσόστομος. Ήταν εκείνος που θεωρήθηκε και θεωρείται ο σπουδαιότερος κήρυκας της μετανοίας, ότι δηλαδή εφόσον ο άνθρωπος ειλικρινά μετανοεί για τις αμαρτίες του δέχεται εξίσου με τον «αναμάρτητο» την αγάπη του Θεού. Το παράδειγμα του ασώτου από την ομώνυμη παραβολή του Κυρίου ήταν ο απόλυτος κανόνας του αγίου Χρυσοστόμου: ο Πατέρας, ο Θεός δηλαδή, δέχθηκε τον άσωτο τόσο βαθιά, ώστε τον αποκατέστησε στην πρότερη κατάστασή του δίχως ίχνος μνήμης της ασωτίας του. Γι’ αυτό άλλωστε και η Εκκλησία μας απαρχής καθιέρωσε το μυστήριο της μετανοίας και το χαρακτήρισε ως «δεύτερο και επαναλαμβανόμενο βάπτισμα».

Αλλά υπάρχει πράγματι άνθρωπος «αναμάρτητος»; Είναι δυνατό να ζήσει κανείς έστω και μία ώρα στη ζωή αυτή και να μην αμαρτήσει; Η απάντηση της χριστιανικής πίστεως είναι αρνητική. Διότι την αμαρτία δεν την κατανοεί μόνον ως πράξη, αλλά εν λόγω επίσης και διανοία. Και μία σκέψη εμπαθής θεωρείται ενώπιον του απολύτως Αναμαρτήτου Κυρίου ως ήδη διαπραχθείσα αμαρτία, όπως ο Ίδιος άλλωστε το βεβαίωσε: «Καθένας που βλέπει μία γυναίκα (αλλά και αντιστρόφως για τη γυναίκα έναν άνδρα) με εμπαθή πονηρή επιθυμία, ήδη διέπραξε μέσα στην καρδιά του το αμάρτημα της μοιχείας». Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος ήδη τονίζει: «Αν πει κανείς ότι δεν αμαρτάνει, είναι ψεύστης». Η επιβεβαιούμενη αδιάκοπα σε όλους τους αιώνες θλιβερή αυτή πραγματικότητα, ότι δηλαδή όλοι είμαστε αμαρτωλοί και αμαρτάνουμε έστω κι αν ακόμη έχουμε τη δύναμη του Κυρίου προς αναμαρτησία λόγω χαλαρότητας στην πνευματική μας ζωή, έκανε και κάνει την Εκκλησία να τονίζει όπως είπαμε ως μόνο δρόμο σωτηρίας τη μετάνοια. Τη μετάνοια ως διαρκές βίωμα απαρχής της συνειδητής ζωής του ανθρώπου μέχρι και την ώρα του θανάτου του. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη παρηγοριά που έχουμε στον κόσμο τούτο, όπως μάλιστα το σημειώνει και ο μέγας εξίσου Ιωάννης της Κλίμακος. Θεωρώντας ως δεδομένη την αμαρτωλή μας κατάσταση προτρέπει τη συνεχή μετάνοια ως συνεχή ανάσταση του ανθρώπου. «Χαρακτηριστικό των αγγέλων – λέει – είναι να μην αμαρτάνουν καθόλου˙ χαρακτηριστικό των δαιμόνων είναι να βρίσκονται πάντοτε στην αμαρτία˙ και χαρακτηριστικό των ανθρώπων είναι να περιπίπτουν στις αμαρτίες αλλά και να σηκώνονται από αυτές διά της μετανοίας».

Πέφτουμε λοιπόν και αμαρτάνουμε οι άνθρωποι. Δεν μένουμε όμως εκεί. Ό,τι συμβαίνει στον δρόμο που μπορεί να σκοντάψουμε και να πέσουμε, αλλά θα σηκωθούμε, το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και στον δρόμο της πνευματικής ζωής: σηκωνόμαστε. Και μάλιστα πάντοτε. «Όσες φορές κι αν πέσουμε, ας σηκωθούμε και θα σωθούμε». Μάνα η Εκκλησία μας με ανοιχτή την αγκαλιά της για κάθε παραστράτημά μας. Αρκεί η προτεραιότητά μας να είναι η σωτηρία μας ως σχέση με τον Θεό μας.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΙΑΣΩΝ ΚΑΙ ΣΩΣΙΠΑΤΡΟΣ

«Από τους αποστόλους αυτούς ο Ιάσων ήταν από την Ταρσό και πρώτος οδηγήθηκε από εκεί προς τη χριστιανική πίστη. Ο Σωσίπατρος  καταγόταν από την Αχαΐα και δέχτηκε την πίστη στον Χριστό μετά από αυτόν. Και οι δύο υπήρξαν μαθητές του αποστόλου Παύλου και ο μεν Ιάσων καταστάθηκε διδάσκαλος της πόλεώς του, ο δε Σωσίπατρος ανέλαβε τη διαποίμανση της Εκκλησίας των Ικονιέων.

Οι απόστολοι αυτοί αφού ποίμαναν τις Εκκλησίες τους με καλό τρόπο πήγαν Δυτικά. Έφτασαν στη νήσο των Κερκυραίων και ανήγειραν περικαλλή ναό προς τιμήν του πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Εκεί λειτουργούσαν στον Θεό και οδήγησαν έτσι πολλούς προς την πίστη του Χριστού. Κατηγορήθηκαν όμως στον βασιλιά Κερκυλλίνο και κλείστηκαν στη φυλακή, όπου ήταν ήδη κλεισμένοι και επτά λήσταρχοι, των οποίων τα ονόματα ήταν τα παρακάτω: ο Σατορνίνος, ο Ιακίσχολος, ο Φαυστιανός, ο Ιανουάριος, ο Μαρσάλιος, ο Ευφράσιος και ο Μαμμίνος. Αυτούς με όσα τους είπαν και έκαναν τους μετέστρεψαν στη χριστιανική πίστη, κάνοντάς τους πρόβατα αντί λύκων. Οι άνθρωποι αυτοί μετά, ρίχτηκαν σε λέβητες γεμάτους από πίσσα και θειάφι και κηρό και έλαβαν τα στεφάνια του μαρτυρίου από τον Χριστό. Το ίδιο και ο δεσμοφύλακας, που πίστεψε κι αυτός στον Χριστό, αφού του κόψανε το δεξί χέρι και τα δύο πόδια, του κόψανε στη συνέχεια και τον αυχένα, την ώρα που επικαλείτο το όνομα του Χριστού.

Ο βασιλιάς έβγαλε από τη φυλακή τους αγίους Ιάσονα και Σωσίπατρο και τους παρέδωσε στον έπαρχο Καρπιανό, προκειμένου να τους τιμωρήσει. Ο Καρπιανός τους εξέτασε και τους έριξε και πάλι δέσμιους στη φυλακή. Όταν τους είδε έτσι δεμένους η Κερκύρα, η κόρη του βασιλιά, και έμαθε ότι πάσχουν για τον Χριστό, είπε ότι είναι και αυτή Χριστιανή, ενώ όλα τα στολίδια που φορούσε τα έδωσε στους φτωχούς. Το έμαθε ο πατέρας της κι επειδή δεν μπόρεσε να την μεταστρέψει από τον σκοπό της, την κλείνει και αυτήν στη φυλακή και την παραδίδει μάλιστα σε κάποιον Αιθίοπα άσωτο για να την διαφθείρει. Όταν όμως αυτός πλησίασε τη θύρα της φυλακής, κατασπαράχτηκε από θηρίο. Η Κερκύρα το έμαθε και τον έκανε καλά, λυτρώνοντάς τον από το θηρίο. Με τα θαύματα αυτά τον έκανε χριστιανό, οπότε ο Αιθίοπας φώναξε δυνατά: ῾Μέγας ο Θεός των χριστιανών᾽, με αποτέλεσμα να βασανισθεί φοβερά αμέσως από τον τύραννο και να φύγει από τη ζωή αυτή. Οι στρατιώτες τότε έφεραν ξύλα κοντά στη φυλακή, τα άναψαν και προσπάθησαν να κατακάψουν τη μάρτυρα. Έγινε κι αυτό αλλά η Κερκύρα παρέμεινε άφλεκτη, οπότε πολλοί βλέποντας το θαύμα οδηγήθηκαν στην πίστη του Χριστού. Για τον λόγο αυτό αναρτάται σε ξύλο και υποβάλλεται σε πνιγηρό καπνό τόσο πολύ, έως ότου παρέδωσε το πνεύμα της στον Θεό. Μετά από αυτά ο βασιλιάς ξεκίνησε διωγμό κατά των χριστιανών, κι επειδή οι άγιοι είχαν διαφύγει σε ένα παρακείμενο μικρό νησί, ο ίδιος μπήκε σε πλοίο για να πάει να τους τιμωρήσει. Ευρισκόμενος όμως στο μέσο του πελάγους, όπως παλιά ο Φαραώ, καταποντίστηκε στη θάλασσα. Και ο μεν λαός του Κυρίου πρόσφερε ευχαριστήριους ύμνους στον Θεό, ο Ιάσων δε και ο Σωσίπατρος που απολύθηκαν από τη φυλακή, δίδασκαν χωρίς εμπόδιο πια τον λόγο του Θεού.

Όταν ανέλαβε άλλος βασιλιάς την εξουσία και έμαθε τα σχετικά με τους αγίους, διέταξε να φέρουν σιδερένιο βόδι, να ρίξουν μέσα πίσσα και ρητίνη και κηρό, να το φλογίσουν πάρα πολύ και να ρίξουν τους αγίους σ᾽ αυτό. Όταν έγινε αυτό και οι άγιοι διαφυλάχτηκαν άφλεκτοι, πολλοί από τους απίστους άλλοι μεν καταφλέχτηκαν, άλλοι δε έγιναν χριστιανοί. Ο δε βασιλιάς, αφού κρέμασε στον τράχηλό του λιθάρι, θρηνούσε με τα λόγια: ῾Θεέ του Ιάσονα και του Σωσιπάτρου, ελέησέ με᾽. Ο δε μακάριος Ιάσων, παρόντος του βασιλιά,  νουθέτησε όλον τον λαό, τον δίδαξε, τον κατήχησε και τους βάπτισε όλους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, επονομάζοντας μάλιστα τον βασιλιά Σεβαστιανό. Μετά από λίγες ημέρες, ο υιός του βασιλιά αρρώστησε και πέθανε. Προσευχήθηκε όμως ο απόστολος και τον ανέστησε. Από τότε λοιπόν έκανε πολλά θαύματα και ανἠγειρε περικαλείς ναούς, και αφού τα τακτοποίησε όλα καλά και όσια και αύξησε το ποίμνιο του Χριστού, σε προχωρημένα γεράματα πήγε προς τον αγαπημένο του Χριστό».

Οι άγιοι Ιάσων και Σωσίπατρος για μία ακόμη φορά προβάλλουν αυτό που συνιστά την προτεραιότητα όλων των συνεπών χριστιανών: την αγάπη προς τον Χριστό, μπροστά στην οποία τα πάντα θεωρούνται δεύτερα και μικρά. Δεν παύει η Εκκλησία μας διά της υμνολογίας της να εξαγγέλλει την αλήθεια αυτή, δεδομένου ότι η αγάπη προς τον Χριστό  αποτελεί τη μοναδική οδό της σωτηρίας. Χωρίς την αγάπη προς Εκείνον τα πάντα γίνονται αποστεωμένα, άνευρα, ανόητα. Εκπίπτει και  η χριστιανική πίστη σε έναν ηθικισμό, που μπορεί να έχει ωραίους κανόνες ζωής, δεν έχει όμως την ίδια τη ζωή. Κι αυτήν τη ζωή την προσφέρει μόνον η θερμότητα της καρδιάς προς τον Θεό. Πρόκειται για την ίδια την εντολή του Θεού που καλεί τον άνθρωπο να Τον αγαπήσει «εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος», όπως και  για την προϋπόθεση που έθετε ο ίδιος ο Κύριος, για να μπορεί κανείς να Τον ακολουθεί και να συντονίζεται με την ενέργεια της χάρης Του: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε». Το ερμηνευτικό κλειδί λοιπόν και της ζωής των αγίων Ιάσονα και Σωσιπάτρου, αυτό που δίνει τη δυνατότητα κατανοήσεως της όλης πορείας τους είναι ακριβώς η αγάπη τους προς τον Κύριο. Εκείνον αγάπησαν υπεράνω όλων, Σ᾽ Εκείνον κόλλησαν τις ψυχές τους, τα ίχνη Εκείνου ακολούθησαν. «Όλα τα ωραία της ζωής αυτής τα αφήσατε κατά μέρος, γιατί αγαπήσατε τον Χριστό, στον Οποίο κολλήσατε τις ψυχές σας, ένδοξοι. Ακολουθήσατε λοιπόν τα ίχνη Του με πίστη, Ιάσων και Σωσίπατρε» (στιχηρό εσπερινού).

Δεν ήταν δυνατόν όμως να μην αγαπήσουν τον Χριστό και να μην ακολουθήσουν τα ίχνη της ζωής Του, όταν ξέρει κανείς ότι υπήρξαν μαθητές και ακόλουθοι εκείνου που αγάπησε με πάθος τον Κύριο και χάριν του ευαγγελίου Του γύρισε όλον τον κόσμο, δίνοντας στο τέλος και την ίδια τη ζωή του για το όνομά Του: του αποστόλου των Εθνών, του αγίου Παύλου, ο οποίος διετράνωνε πάντοτε «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω», όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να κερδίσω τον Χριστό. Όπως το σημειώνει και ο άγιος υμνογράφος: «Γίνατε φοιτητές του Παύλου, σοφοί, και τρέξατε σ᾽ όλον τον κόσμο ακολουθώντας τα ίχνη εκείνου, κηρύσσοντας τον σωτήριο λόγο» (ωδή γ´). Έτσι οι άγιοι μιμήθηκαν τον Παύλο που μιμήθηκε τον Κύριο, κατά το «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Κι αυτό σημαίνει πόση σημασία έχει για την πνευματική ζωή μας εκείνος στον οποίο προσκολληθήκαμε σαν σε δάσκαλό μας. Ανάλογα με τον δάσκαλο διαμορφώνεται και η πνευματική ζωή του μαθητή, με άλλα λόγια το φως ή ο ζόφος του δασκάλου γίνεται φως ή ζόφος και του μαθητή. «Φωτιστήκατε πλούσια από τα δόγματα του Παύλου και γίνατε φωστήρες της οικουμένης, τρισμακάριοι» (κοντάκιο).

Και βεβαίως το φως των αποστόλων Ιάσονα και Σωσίπατρου, φως του Χριστού στην πραγματικότητα, καταύγασε την Ανατολή και τη Δύση – «καταλάμψατε την Ανατολή και φτάσατε και δύσατε στη Δύση» (ωδή ζ´) - κατεξοχήν όμως τη νήσο Κέρκυρα, διότι εκεί κυρίως έδρασαν, θαυματούργησαν, έδωσαν τη ζωή τους, γι᾽αυτό και ο υμνογράφος τους Κερκυραίους πρωτίστως καλεί να χαρούν και να γεμίσουν από πνευματική ευφροσύνη. «Η πάμφωτη και θεϊκή εορτή των Αποστόλων καλεί τα πλήθη των Κερκυραίων να χαρούν. Εμπρός λοιπόν γεμίστε μέχρι κορεσμού όλοι από πνευματική ευφροσύνη» (εξαποστειλάριο). Η κλήση όμως της εορτής και της ευφροσύνης είναι και για όλους τους πιστούς, όπου γης. Οι άγιοι αποτελούν τα εντρυφήματα όλων. Κι ο λόγος είναι σαφής, κατά τον υμνογράφο: «Ολοι είμαστε ποίμνιό σας, που λυτρωθήκαμε από την πλάνη με τη χάρη του Θεού» (οίκος κοντακίου).

Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

Αθάνατη Κύπρος (Χρίστος Τσιαμούλης)

 



ΑΠΙΣΤΗΣΕ, ΨΗΛΑΦΗΣΕ, ΚΗΡΥΞΕ!

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

«Ἐψηλάφησε τήν πλευράν τοῦ Δεσπότου ἀπιστήσας ὁ Θωμᾶς καί ψηλαφήσας διπλῆν οὐσίαν ἐκήρυξε» (απόστ. αίνων όρθρου).

(Αφού απίστησε ο Θωμάς για την Ανάσταση του Κυρίου, ψηλάφησε την πλευρά Του. Κι αφού Την ψηλάφησε κήρυξε τη διπλή ουσία του Κυρίου, ότι είναι Θεός και άνθρωπος).

Η υμνογραφία της Εκκλησίας μας επιμένει πάλιν και πολλάκις να τονίζει την κατ’ οικονομία Θεού απουσία του Θωμά από τον κύκλο των Αποστόλων την πρώτη ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου, όταν ο Κύριος εμφανίστηκε σ’ αυτούς χορηγώντας τους την ειρήνη Του και το Πνεύμα Του το Άγιον – κάτι που θα ενεργοποιείτο κατά τρόπο δραστικό από την ημέρα της Πεντηκοστής και μετέπειτα. Κι αυτό γιατί η απουσία του Θωμά θα απεκάλυπτε περίτρανα την αγάπη του Θεού απέναντι και σ’ εκείνον, αλλά και σε κάθε εγκλωβισμένο στις αισθήσεις του άνθρωπο της κάθε εποχής μέχρι σήμερα και όσο θα υπάρχει κόσμος: τη συγκατάβασή Του ώστε να ερευνηθεί και να ψηλαφηθεί «χειρί» του αμφισβητούντος αποστόλου, οπότε και να «πιστωθεῖ» έτι πλέον η Ανάστασή Του. «Χαίρει ἐρευνώμενος» ο Κύριος (ωδή δ΄) τονίζει ο άγιος υμνογράφος, για να διευκρινίσει πιο έντονα παρακάτω (ωδή ε΄): «Ἀπιστίαν πίστεως γεννήτριαν ἡμῖν τήν τοῦ Θωμᾶ ἀνέδειξας∙ σύ γάρ πάντα τῇ σοφίᾳ σου προνοεῖς συμφερόντως, Χριστέ ὡς φιλάνθρωπος» (Ανέδειξες την απιστία του Θωμά γεννήτρια πίστεως για χάρη μας. Διότι Συ Χριστέ ως φιλάνθρωπος που είσαι, προνοείς με τη σοφία Σου τα πάντα κατά το συμφέρον μας).

Την πρωτοβουλία της ψηλάφησης βεβαίως είχε ο ίδιος ο Κύριος, όταν είδε το καλοπροαίρετο του μαθητή Του – έφυγε από την απομόνωσή του και ήλθε έστω και με λογισμούς στη σύναξη των μαθητών. «Ἇψαι Θωμᾶ τῆς πλευρᾶς τῇ χειρί, λέγει Χριστός, καί τούς τύπους τῶν ἥλων δεῦρο ψηλάφησον, πίστει ἐρεύνησον, καί γίνου μοι πιστός καί μή γίνου ἄπιστος» (δοξαστικό αίνων) (Ακούμπησε, Θωμᾶ, με το χέρι σου την πλευρά Μου, λέγει ο Χριστός, κι εμπρός ψηλάφησε τα σημάδια των καρφιών, ερεύνησέ τα με πίστη και γίνε μου πιστός και μη γίνεσαι άπιστος). Κι ήταν η συγκατάβαση και η οικονομία του Κυρίου τέτοια, ώστε έκτοτε ο Θωμάς να τίθεται στο ίδιο επίπεδο θεολογίας με τον απόστολο Ιωάννη: ο Ιωάννης έμαθε τη θεολογία από το στήθος του Κυρίου, όταν έγειρε πάνω Του στον Μυστικό Δείπνο∙ ο Θωμάς κατενόησε την οικονομία του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου, όταν έθεσε ακριβώς το χέρι του στις πληγές του Κυρίου (βλ. στιχ. εσπ. εορτής). Κι αυτήν την οικονομία του Θεού έκανε περιεχόμενο του κηρύγματός του ο Θωμάς, αλλά και όλοι οι απόστολοι και βεβαίως η αγία Εκκλησία του Κυρίου: ότι ο Κύριος έχει «διπλῆν τήν οὐσίαν», είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος – «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».  

Κι αξίζει να σημειώσουμε ότι η υμνογραφία της Εκκλησίας μας δεν άφησε ασχολίαστη και τη γλώσσα ακόμη του αποστόλου Θωμά. Όχι μόνο επικεντρώνει στο χέρι που τόλμησε να ψαύσει το «φλόγεον ὀστοῦν» (οίκος συναξαρίου) του Κυρίου, αλλά προβάλλει και την παμμακάριστη γλώσσα του – ό,τι έχει κάνει και στο δάκτυλο και στο χέρι του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού όταν βάπτιζε και υπεδείκνυε τον Κύριο ως τον αμνό του Θεού!  Γιατί ακριβώς ο Θωμάς κήρυξε τον Ιησού ως Θεό και Κύριο. Με τα ίδια τα λόγια του αγίου υμνογράφου (ωδή δ΄ εορτής): «Σοῦ ἡ παμμακάριστος ὑμνεῖται γλῶσσα ὦ Δίδυμε∙ πρώτη γάρ εὐσεβῶς κηρύττει τόν ζωοδότην Ἰησοῦν, Θεόν τε καί Κύριον, ἐκ τῆς ἁφῆς πλησθεῖσα τῆς χάριτος» (Η παμμακάριστη γλώσσα σου, Θωμά, είναι αντικείμενο ύμνου. Διότι πρώτη με πίστη μεγάλη κηρύττει τον ζωοδότη Ιησού ως Θεό και Κύριο, επειδή γέμισε λόγω της ψηλάφησης από τη χάρη Του). Στον Θωμά για ακόμη μία φορά  επιβεβαιώνουμε ότι η θεολογία μας έχει χαρακτήρα εμπειρικό. Δεν έχουν σημασία οι διανοητικοί στοχασμοί περί του Θεού  - ό,τι η ανθρώπινη φαντασία, έστω και θεολογική, «παράγει» περί Θεού – αλλά αυτό που αποτελεί έκφραση της ζωντανής παρουσίας του Θεού στη ζωή του ανθρώπου. Του ανθρώπου εννοείται που ζει εν Εκκλησία και σφραγίζεται από την αλήθεια της αποστολικής παραδόσεως.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΝΝΕΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΙ ΕΝ ΚΥΖΙΚΩ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝΤΕΣ

 

«Αυτοί οι θειότατοι μάρτυρες που μαζεύτηκαν από διαφόρους τόπους και έφτασαν στην Κύζικο, ντρόπιασαν τον άρχοντα με τη γενναιότητα του φρονήματός τους και αρνήθηκαν με βδελυγμία την πλάνη των ειδώλων. Υποβλήθηκαν γι᾽αυτό σε διάφορα βασανιστήρια, χωρίς βεβαίως να πειστούν να αλλάξουν. Το αντίθετο μάλιστα: πρόσφεραν στον αληθινό Θεό ζωντανή θυσία τους εαυτούς τους, οπότε φονεύτηκαν με ξίφος».

Εικονίζουν τα εννέα άυλα τάγματα των αγγέλων οι άγιοι εννέα μάρτυρες οι εν Κυζίκω αθλήσαντες. Που σημαίνει: όπως οι άγγελοι δοξολογούν  αενάως τον Τριαδικό Θεό ευρισκόμενοι πάντοτε σε ετοιμότητα υπακοής στο πανάγιο θέλημά Του, κατά τον ίδιο τρόπο και αυτοί: υπήκουσαν όσο ζούσαν στη ζωή αυτή στο θέλημα του Κυρίου, πρόσφεραν μάλιστα και την ίδια τη ζωή τους χάριν Αυτού, γι᾽αυτό και χαριτώθηκαν από τον Ίδιο να Τον δοξολογούν μαζί με τους αγγέλους αδιάκοπα στον ουρανό. Οι στίχοι του συναξαρίου των αγίων, όπως και πολλά τροπάρια από τις ωδές, αυτήν την αλήθεια προβάλλουν. «Αποτελούν εικόνα των εννέα άυλων αγγελικών ταγμάτων οι εννέα άνδρες, των οποίων έκοψαν τα κεφάλια». «Δυναμωθήκατε από το σθένος του Αγίου Πνεύματος και νικήσατε τις βουλές και τις παγίδες των ανόμων, ζώντας σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Κι αφού αγωνιστήκατε νόμιμα αποκτήσατε τη δόξα του Ουρανού» (ωδή γ´). Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος απαρχής τονίζει αυτό που η Εκκλησία μας, βασισμένη στον άγιο λόγο του Κυρίου, εξαγγέλλει διαρκώς: κανένας δεν παίρνει το στεφάνι από τον Θεό, αν δεν αγωνιστεί νόμιμα, σύμφωνα δηλαδή με το θέλημα του Θεού. «Ουδείς αθλητής στεφανούται, αν μη νομίμως αθλήση» (απ. Παύλος). Ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος, ό,τι πορεία ζωής αν θελήσει να ακολουθήσει, ποτέ δεν πρόκειται να έχει πραγματική σχέση με τον Θεό, κάνοντας πέρα τις άγιες εντολές Του. «Διά των εντολών όδευσον» είναι η μόνιμη προτροπή των αγίων Πατέρων μας και της Εκκλησίας μας, που θα πει να περιπατούμε εν τω Χριστώ. «Εν Αυτώ περιπατείτε» (απόστ. Ιωάννης).

Ο άγιος υμνογράφος, πέραν της παραπάνω αλήθειας που αποτελεί το κεφάλαιο της αγιότητας των εννέα μαρτύρων, μένει και σε κάτι που αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο της ορθής πορείας ζωής των εννέα: την ενότητά τους. Οι άγιοι, μολονότι εννιά στον αριθμό και προερχόμενοι μάλιστα από διαφορετικές περιοχές, είχαν μία ψυχή και μία καρδιά. Ό,τι σημειώνει για την πρώτη κοινότητα των Ιεροσολύμων ο ευαγγελιστής Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων, ότι δηλαδή οι χριστιανοί «είχαν τα πάντα κοινά, διότι είχαν μία καρδιά και ένα φρόνημα όλοι τους», ό,τι εύχεται η Εκκλησία μας, στοιχούσα στην εντολή του αρχηγού της Ιησού Χριστού: «ίνα πάντες εν ώσιν», αυτό ακριβώς βλέπουμε στους εννέα σήμερα ήρωες της πίστεως. Μπορεί να ήταν εννιά σώματα, μία όμως ήταν η γνώμη τους, λόγω της κοινής πίστεως και αγάπης τους προς τον Χριστό. Κι από την άποψη αυτή όπου υπάρχει διάσπαση και έχθρα και μίσος, ακόμη κι αν ομολογείται η ίδια πίστη, Χριστός εκεί δεν υφίσταται. «Έχοντας μία γνώμη στα διαφορετικά σώματά σας, πήρατε μαζί το στεφάνι του μαρτυρίου, μάρτυρες» (ωδή δ´). Κι αλλού: «Έξι νέοι, μαζί με άλλους τρεις, απέκτησαν μία γνώμη σε πολλά σώματα και κατάσβεσαν το καμίνι της πλάνης, γιατί δροσίζονταν ευσεβώς από τη δροσιά του θείου Πνεύματος» (ωδή ζ´).

Η εν πίστει και αγάπη ενότητά τους αυτή, φανέρωση της παρουσίας του Χριστού στη ζωή τους, αποκορυφούμενη και στο κοινό τους μαρτύριο, τους έκανε, κατά τον υμνογράφο, να λειτουργούν στον κόσμο αφενός ως βροχή που αναζωογονεί τους πιστούς, αφετέρου ως δύναμη ξηρασίας για την πλάνη της αθεῒας. Με άλλα λόγια, η μεγαλύτερη προσφορά ενός πιστού, προκειμένου να βοηθήσει τους συνανθρώπους του στο να βρουν τον δρόμο της ζωντανής πίστεως και να δώσει αποφασιστικό πλήγμα κατά της δαιμονικής και διαστροφικής αθεῒας που αποξηραίνει τη ζωή, είναι να ζει ο ίδιος εν Χριστώ, έτοιμος να θυσιάσει και τη ζωή του για την πίστη του. Ο άγιος Ιωσήφ μάς καθοδηγεί και επ᾽αυτού: «Αναδειχτήκατε, σοφοί αξιοθαύμαστοι αθλητές, μυστικές νεφέλες που προσφέρουν τη βροχή με τις στάλες των αιμάτων σας στους πιστούς, και ξεραίνουν με τη χάρη του Θεού την πλάνη της αθεῒας. Γι᾽αυτό και σας μακαρίζουμε» (ωδή α´). «Με τους ποταμούς των ιερών σας αιμάτων αποξηράνατε τη θάλασσα πράγματι της ειδωλικής απάτης και καταποτίσατε την Εκκλησία του Χριστού, θεόφρονες μάρτυρες» (ωδή ς´).

Πέμπτη 27 Απριλίου 2023

"Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΠΟΥ ΜΕΤΕΧΕΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ" (ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ)

 «Ο άνθρωπος δεν είναι οι πέντε αισθήσεις του, αλλά είναι η υπεραίσθηση και η ενσυναίσθηση που πηγάζει και αντλείται από τη μετοχή του στο μυστήριο της ζωής, γι’ αυτόν τον λόγο ο Δημιουργός της ζωής μας χαρίζει τη Χάρη Του, η οποία προϋποθέτει τον αγώνα τον καλό, την πνευματική ενόραση και την καθημερινή διαδικασία πνευματικής ανασυγκρότησης δια της μετανοίας, δια της αγάπης, δια της προσφοράς.

Ένα τέτοιο πρόσωπο που μας χάρισε όλον αυτό τον πλούτο της Θεοκοινωνίας και ενότητος με τον Δημιουργό μας, είναι η Υπεραγία Θεοτόκος. Είναι το πρώτο πρόσωπο από όλη την οικουμένη που μετέχει της Αναστάσεως.

 Η Παναγία είναι δίπλα μας, αρκεί εμείς να είμαστε δεκτικοί στο θέλημα του Θεού. Να τιμούμε την Παναγία, την Ζωοδόχο Πηγή που αναβλύζει και μας χαρίζει το Ύδωρ της Ζωής, τον Χριστό, και να αξιωθούμε να φτάσουμε και εμείς σε αυτό το γεγονός της εμπειρίας της Αναστάσεως» (Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ).

Είναι γνωστή η μεγάλη αγάπη του Μητροπολίτου Πειραιώς προς το πάντιμο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, στην πραγματικότητα αντανάκλαση της αγάπης του προς το λατρευτό πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού - δεν μπορεί κανείς με ορθόδοξη πίστη να διαχωρίσει τον Ιησού Χριστό από την Παναγία Μητέρα Του. "Συνορώνται" πάντοτε εξαγγέλλοντας τη βάση όλων των ορθοδόξων δογμάτων, ότι "Θεός εφανερώθη εν σαρκί", "εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου". Και τι σημειώνει ο Επίσκοπος; Ότι η Παναγία Μητέρα είναι η μοναδική σε όλη την ανθρωπότητα διαχρονικά και παγκόσμια που ήδη μετέχει της αναστάσεως του Κυρίου, όχι μόνο πνευματικά αλλά και σωματικά. Διότι ο Υιός και Θεός Της Την μετέστησε εν σώματι, όπως τούτο φάνηκε από το άνοιγμα του τάφου της μετά τριήμερο από της Κοιμήσεώς Της και ευρέθηκε αδειανός. "Κενόν" το μνημείο του Ιησού Χριστού λόγω της Αναστάσεώς Του, "κενόν" και το μνημείο της Υπεραγίας Θεοτόκου από τη παντοδύναμη ενέργειά Του για χάρη της Μητέρας Του. 

Κι "είναι δίπλα μας", βεβαιώνει την Πατερική συμφωνία ο Σεβασμιώτατος. Διότι είναι ενωμένη με τον πανταχού παρόντα και τα πάντα πληρούντα Κύριο και Θεό της, οπότε κάθε καρδιακό αίτημά μας εισακούεται από Αυτήν για να μεταφερθεί αμέσως στα "ώτα" του Δημιουργού ως παράκληση και ικεσία δική Της. Αλλά και μας επιβλέπει γεμάτη στοργή ακόμη και μέσα στις αμαρτίες και στις πτώσεις μας, όπως τούτο μεταξύ άλλων αποκαλύφθηκε στον μεγάλο όσιο της εποχής μας Σιλουανό τον Αθωνίτη. "Βλέπω τις αμαρτίες σου και θλίβομαι" του είπε όταν ήταν νεαρός ακόμη, και η αγάπη της αυτή τον "έλιωσε" και τον οδήγησε σε συγκλονιστική  μετάνοια. Διότι "το χρηστόν του Θεού, όπως και των Αγίων, εις μετάνοιαν άγει" κατά τον απόστολο.

Υπάρχει όμως μία προϋπόθεση για να νιώσει κανείς την επέμβαση της Παναγίας στη ζωή του: "να είμαστε δεκτικοί στο θέλημα του Θεού". Δεν εννοεί ο φιλοπανάγιος επίσκοπος να είμαστε αναμάρτητοι - τούτο εκ φύσεως δεν γίνεται! Εννοεί αυτό που τονίζουν οι άγιοι Πατέρες μας, ότι δεν πρέπει να έχουμε σκληρύνει τόσο τις καρδιές μας, ώστε η χάρη του Θεού να προσκρούει σε "βράχο". Που θα πει: αν αφήνουμε λίγο χώρο μέσα μας για τον Θεό, αν μία χαραμάδα της ψυχής μας στρέφεται με ικεσία προς Εκείνον και την Παναγία μας, τότε ναι! Η χάρη του Θεού μας θα ενεργήσει και σε εμάς, το φως Του θα βρει δίοδο να φωτίσει τη σκοτεινιά του νου μας, όπως και μία μικρή αχτίδα φωτός μπορεί να φωτίσει έναν σκοτεινό χώρο. 

Οπότε με έκπληξη θα διαπιστώσουμε κι εμείς αυτό που ζουν όλοι οι άγιοί μας περίσσια: ότι δεν εξαντλείται η ζωή μας στον ασφυκτικό κλοιό των πέντε αισθήσεών μας και στο "φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν"! Υπάρχουν και άλλες αισθήσεις, οι πνευματικές αισθήσεις, "η υπεραίσθηση και η ενσυναίσθηση", με τις οποίες μπορούμε να βλέπουμε τον Θεό, να Τον ακούμε, να Τον οσφραινόμαστε, να Τον γευόμαστε, να Τον ψηλαφάμε. Πολύ λίγο, είναι αλήθεια, στην αρχή, μα πολύ περισσότερο αργότερα, ανάλογα με την εργασία που κάνουμε πάνω στο άγιο θέλημά Του. Πρόκειται για τη "μετοχή μας στο μυστήριο της ζωής" κατά τον λόγο του Μητροπολίτη. Για να συγκεκριμενοποιήσει την πνευματική εργασία που απαιτείται για την απολαβή της Χάρης του Κυρίου και την πνευματική ανασυγκρότηση: "μετάνοια, αγάπη, προσφορά". Κι όχι μόνο μία ή κάποιες στιγμές στη ζωή μας, αλλά "καθημερινά". Διότι ο πνευματικός αγώνας δεν έχει διαλείμματα και στάσεις. Είναι "καθημερινή διαδικασία", αδιάκοπη, μάχη σώμα με σώμα, αφού "ο αντίδικος υμών διάβολος περιπατεί ως λέων ωρυόμενος ζητών τίνα καταπίη". 

Το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου είναι όντως Μοναδικό και Ανεπανάληπτο. Αλλά κι εμείς είμαστε κλημένοι στην ίδια δόξα ως μέλη του ενανθρωπήσαντος Θεού μας. Η χάρη του Θεού μας και η χάρη της Ζωοδόχου Πηγής είναι τα όπλα μας και σ' αυτά ελπίζουμε για τη "Θεοκοινωνία και την Ενότητα με τον Δημιουργό μας"!

ΝΑ ΕΞΟΡΙΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΗΦΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΖΑΛΗ ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ

ΠΕΜΠΤΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

«Κατήφεια παθῶν καί λογισμῶν ἡ ζάλη, μακράν ἐξοριζέσθω καί οὕτως ἐξανθήσει τό ἔαρ τό τῆς πίστεως» (απόστ. Αίνων).

(Ας εξορισθεί μακριά από εμάς η κατήφεια και η στενοχώρια των παθών, όπως και η ζάλη των λογισμών, και έτσι θα ανθήσει η άνοιξη της πίστης).

Ο άγιος υμνογράφος εξαγγέλλει αυτό που διαλαλεί η Εκκλησία μας με την Ανάσταση του Κυρίου: τα πάντα τώρα είναι πλημμυρισμένα από το φως και τη χαρά της Αναστάσεως. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός». «Ὦ Πάσχα, λύτρον λύπης». Ό,τι ο Κύριος και οι άγιοι άγγελοί Του προέτρεπαν τους αποστόλους και τις μυροφόρες γυναίκες: «Χαίρετε», ό,τι ο απόστολος Παύλος θεωρούσε ως δεδομένο της πίστεως: «Χαίρετε, καί πάλιν ἐρῶ Χαίρετε», αλλά και καρπό της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος που προεκτείνει την αναστημένη παρουσία του Κυρίου: «ὁ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά», ό,τι ο ίδιος πάλι προέτρεπε ως συστατικό της ζωής αλλά και διαρκές αγώνισμα των πιστών: «Πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε», αυτό λοιπόν προβάλλει και ο άγιος ποιητής. Γιατί; Διότι ανέτειλε ήδη το έαρ, η άνοιξη της πίστεως. Και η άνοιξη αυτή αποτελεί τον ύμνο της χαράς. Οπότε, «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν» - χαρά και κατήφεια δεν μπορούν να συνυπάρξουν! Όταν με άλλα λόγια ο πιστός έχει ενσυνείδητα αποδεχτεί τον Χριστό στη ζωή του, τότε είναι αδιάκοπα στραμμένος προς Αυτόν και Αυτόν αναζητεί προκειμένου να Τον έχει Κύριο και Αρχηγό της ζωής του. Και Τον αναζητεί βεβαίως με τον μόνο τρόπο που ο Κύριος καθόρισε: μέσα από τις άγιες εντολές Του, οι οποίες οδηγούν στην εγκατοίκησή Του μέσα στον άνθρωπο, καθιστώντας τον κυριολεκτικά ένα με Εκείνον. «Τηρήστε τις εντολές Μου και θα Με δείτε μέσα σας». Κι έρχεται έτσι η χαρά και η ειρήνη του Χριστού μέσα στον άνθρωπο, χαρά και ειρήνη εσωτερική και βαθειά που κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να τα διαγράψει και να πάρει.

Από την άποψη αυτή ο άγιος υμνογράφος τονίζει το αυτονόητο: αν ζει ο πιστός τη χαρά της Ανάστασης, δεν μπορεί να είναι εγκλωβισμένος στην κατήφεια που φέρνουν με μαθηματική ακρίβεια τα πάθη του ανθρώπου˙ δεν μπορεί να άγεται και να φέρεται από τους λογισμούς που δημιουργούν ζάλη στον άνθρωπο, δηλαδή από τους λογισμούς της απιστίας και της διψυχίας, τους λογισμούς που θέτουν σε κρίση τον άνθρωπο, γιατί δεν μπορεί να πάρει τη σταθερή απόφαση να είναι πάντοτε με το μέρος του Χριστού, δηλαδή εκεί που τον καλούν οι εντολές και το θέλημα Εκείνου. Κι είναι η εμπειρία του καθενός μας: τι είναι εκείνο που δημιουργεί την εσωτερική θλίψη και στενοχώρια και δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε; Μόνον το άφημά μας στα ψεκτά πάθη μας: η ικανοποίηση της σαρκολατρείας μας και του αλαζονικού υπερήφανου φρονήματός μας. Δυστυχώς, έστω και θεωρούμενοι χριστιανοί, ζούμε ακόμη μέσα στον χειμώνα της αμαρτίας μας, όταν έξω, στον αληθινό κόσμο του Θεού – κι είναι αληθινός γιατί είναι ο αιώνιος κόσμος – ήδη έχει ανατείλει το έαρ και η καλοκαιρία της ζεστασιάς της αγκαλιάς του Θεού μας. Ήδη από την πρώτο ύμνο του κανόνα του αγίου Θωμά (α΄ ωδή) ο υμνογράφος επισημαίνει: «Σήμερον ἔαρ ψυχῶν˙ ὅτι Χριστός ἐκ τάφου, ὥσπερ ἥλιος ἐκλάμψας τριήμερος, τόν ζοφερόν χειμῶνα ἀπήλασε τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν» (Σήμερα είναι η άνοιξη των ψυχών. Γιατί ο Χριστός  την τρίτη ημέρα μετά τη σταύρωσή Του βγήκε από τον τάφο, όπως ακριβώς ο ήλιος που έλαμψε μετά τη νύκτα, και έκανε πέρα τον χειμώνα της αμαρτίας μας).

Ο αληθής χριστιανός, δηλαδή ο άγιος, είναι ο χαρούμενος άνθρωπος. Χαρούμενος με την έννοια την πραγματική: χαίρεται η καρδιά του, γι’ αυτό και τη χαρά αυτή σκορπίζει παντού και πάντα. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί άγιοι της Εκκλησίας μας θεωρούσαν ότι ο πασχαλινός χαιρετισμός «Χριστός Ἀνέστη» πρέπει να συνιστά τον διαρκή χαιρετισμό μας όλου του χρόνου. Αρκεί βεβαίως να μη ξεχνάμε ότι η εσωτερική αυτή χαρμόσυνη πραγματικότητα δεν προκύπτει «μαγικά» και γρήγορα. Απαιτεί καθημερινό αγώνα συσταύρωσης με τον Χριστό, οδύνη και «μάτωμα» πάνω στον αγώνα κατά των παθών, που θα πει ότι τελικώς η χαρά αυτή  λειτουργεί για τον «μέσο» χριστιανό, αν υπάρχει τέτοιος όρος, ως όραμα που πρέπει να καθορίζει την πορεία του – μερικές φορές σε βάθος δεκαετιών! Και βεβαίως να τονίσουμε και πάλι το του αποστόλου: η χαρά έρχεται ως καρπός του πνεύματος αγάπης. Όπου αγάπη εκεί και χαρά, εκεί και Ανάσταση, εκεί και Χριστός!

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΣΥΜΕΩΝ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, ΣΥΓΓΕΝΗΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Ο άγιος Συμεών ήταν υιός του μνήστορος Ιωσήφ, αδελφός του Ιακώβου. Ο ίδιος ο Χριστός και Θεός μας τον προσέλαβε και καταδέχτηκε να τον ονομάζει αδελφό Του, και τον έχρισε ιερέα για να κηρύσσει την ένδοξη παρουσία Του. Γι᾽αυτό, αφού πάλαιψε με μύριους κόπους και ιδρώτες ως ποιμένας και όχι ως μισθωτός, κατακόσμησε τον θρόνο των Ιεροσολύμων. Έκανε τον εαυτό του ναό του Αγίου Πνεύματος και κατέστρεψε τους ναούς των ειδώλων, ενώ οδήγησε προς το φως του Χριστού τους πλανεμένους. Χάριν της πίστεώς του υπέμεινε φοβερά μαρτύρια και στο τέλος τον σταύρωσαν, ενώ ήδη είχε γίνει εκατόν είκοσι ετών. Έτσι πήγε κοντά στον Σωτήρα Χριστό, τον Οποίο αγαπούσε με βαθύ πόθο. Αυτός ο μακάριος απέκτησε πλούτο διπλής κλήσεως: Καλείτο Σίμων και Συμεών, ενώ χρημάτισε αδελφός του Ιακώβου και του ίδιου του Χριστού᾽

Μολονότι ο άγιος Συμεών δεν ανήκει στους δώδεκα μαθητές του Κυρίου μας κι ούτε είναι ιδιαιτέρως γνωστός στους πολλούς, κατέχει ξεχωριστή θέση στο στερέωμα της Εκκλησίας. Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος μεταξύ άλλων εγκωμίων που προβάλλουν τη σπουδαία προσωπικότητά του αναφέρει στον οίκο του κοντακίου: ῾Ας δοξολογήσουμε σήμερα τον τρισμακάριο Συμεών, ο οποίος καταγόταν από το γένος του Αβραάμ, ήταν από τη σειρά του Δαυίδ, υπήρξε υιός του Ιωσήφ και συγγενής του Ιησού. Κι αυτό γιατί δοξάστηκε πάρα πολύ λόγω της συγγένειάς του με τον Χριστό, κόσμησε με λαμπρότητα τον θρόνο της μητέρας των Εκκλησιών, ωραιώθηκε ένδοξα με το αίμα του μαρτυρίου. Και μάλιστα αυτός, όπως ο Δεσπότης Χριστός, σταυρώθηκε και μιμήθηκε έτσι το θείο πάθος Αυτού᾽ (῾Τον εκ γένους Αβραάμ και ει σειράς της του Δαυίδ, τον υιόν του Ιωσήφ και συγγενή του Ιησού, ευφημήσωμεν σήμερον Συμεών τον τρισόλβιον· ως μεγάλως μεν τη αγχιστεία Χριστού κλεϊζόμενον, λαμπρώς δε τω θρόνω της μητρός των Εκκλησιών αγλαϊζόμενον, ευκλεώς δε τω αίματι του μαρτυρίου καλλυνόμενον· και γαρ ούτος, ως ο Δεσπότης, τω σταυρώ προσεπάγη, το θείον πάθος αυτού μιμησάμενος᾽). Η σταυρική του θυσία γίνεται βεβαίως ευκαιρία για τον άγιο υμνογράφο, κι όχι μόνο μία φορά, να τονίσει ακόμη περισσότερο την αδελφική σχέση του με τον Κύριο – αδελφική όχι κατά σάρκα ασφαλώς, αλλά γιατί μεγάλωσαν στην ίδια οικογένεια υπό την προστασία του μνήστορος Ιωσήφ. ῾Πάσχεις ίδια, Συμεών, με τον Κύριο, αφού κρεμάστηκες στο Ξύλο ως αδελφός του Κυρίου᾽(῾Αδελφά πάσχεις, Συμεών, τω Κυρίω, Ξύλω κρεμασθείς, ως αδελφός Κυρίου᾽) (στίχοι συναξαρίου).

Η μεγαλωσύνη του αγίου Συμεών – υπονοήθηκε και παραπάνω – δεν έγκειται απλώς στο γεγονός ότι είχε συγγένεια με τον Κύριο. Μία τέτοια εξωτερική σχέση με τον Χριστό δεν δικαιώνεται χριστιανικά κι ήταν κάτι που ο Κύριος αρνήθηκε. Σε παρόμοιο προβληματισμό που του έθεσαν οι Ιουδαίοι είπε τα θεωρούμενα σκληρά λόγια: ῾Ποια είναι η μάνα μου και ποια είναι τα αδέλφια μου; Μάνα μου και αδελφός μου και αδελφή μου είναι όσοι ακούνε τον λόγο του Θεού και τον τηρούν᾽. Γεγονός που σημαίνει: ακόμη και η ίδια η Παναγία, όπως και όλοι οι συγγενείς του Κυρίου, έχουν τόσο μεγάλη θέση στην Εκκλησία λόγω ακριβώς της υπακοής τους στον Κύριο και Θεό τους και όχι λόγω της συγγένειάς τους. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας πράγματι επανειλημμένως τονίζει ότι ο άγιος Συμεών ῾έγινε σαν τον Χριστό λόγω της ολοκληρωτικής στροφής της καρδιάς του προς τον Θεό και λόγω της λάμψης του μαρτυρίου του᾽ (῾Νεύσει προς Θεόν θεούμενος, όλος, Ιεράρχα, θεοειδής εχρημάτισας, μαρτυρίου περιαστράπτων λαμπηδόσιν, ιερώτατε᾽) (ωδή γ´). Και γι᾽αυτόν τον λόγο έγινε τόσο μεγάλος, τόσο τεράστιος, ώστε και τα θεωρούμενα όρη της ασέβειας και τα βουνά των δαιμονικών πειρασμών συντρίφτηκαν επάνω του. ῾Συντρίφτηκαν ενώπιόν σου, Ιεράρχα, τα όρη της ασέβειας και έλιωσαν όλα τα βουνά των δαιμόνων, καθώς σε ενδυνάμωνε ο Χριστός᾽(῾Συνετρίβη προ προσώπου σου, Ιεράρχα, της ασεβείας όρη, και βουνοί των δαιμόνων πάντες κατετάκησαν, Χριστού δυναμούντός σε᾽) (ωδή δ´).

Ο άγιος Ιωσήφ προχωράει ακόμη περισσότερο, καθοδηγώντας μας στο μυστικό και ιερό βάθος της καρδιάς του αγίου Συμεών, εκεί που το ῾θείο φίλτρο ανέφλεγε το νου του᾽(῾Θείω φίλτρω αναφλεχθείς τας φρένας᾽ (ωδή ζ´). Ο άγιος ῾υπήρξε ένα όμορφο στολίδι, και μάλιστα των αρχιερέων,  γιατί αγωνίστηκε να μισήσει τις ηδονές του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου, και με την άθλησή του αξιώθηκε την ουράνια δόξα᾽(῾Κόσμου ηδονάς εμίσησας και Αρχιερέων κόσμος τερπνός εχρημάτισας, και αθλήσας, υπερκοσμίου δόξης, Πάτερ, κατηξίωσαι᾽) (ωδή γ´). Η δύναμή του δε, δύναμη όπως είδαμε του Χριστού, ήταν η ένθερμη προσευχή του. Αυτήν χρησιμοποιούσε ως ακατανίκητο όπλο, και για να νικήσει τα είδωλα και για καθοδηγήσει τους πλανεμένους ανθρώπους προς το φως. ῾Ναούς ειδώλων κατέστρεψας μοχλώ σου των προσευχών και πλανωμένους προς το φως καθωδήγησας᾽ (ωδή ε´).  Και το φως αυτό προς το οποίο καθοδηγούσε τους ανθρώπους δεν ήταν άλλο από τον αγαπημένο αδελφό και Κύριό του. Όπως ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, έτσι και ο άγιος Συμεών, μπορούσε με ταπείνωση να ομολογεί:  ῾Εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι᾽. ῾Σαν όρθρος αυτός έλαμψε στους σκοτισμένους ανθρώπους, υποδεικνύοντάς τους τον Ήλιο της δικαιοσύνης, που ανέτειλε στους ανθρώπους από τη νεφέλη, δηλαδή την Παρθένο Κόρη᾽(῾Όρθρος τοις εν σκότει έλαμψας, της δικαιοσύνης υποδεικνύων τον Ήλιον, εκ νεφέλης Παρθένου Κόρης, τοις ανθρώποις ανατείλαντα᾽) (ωδή γ´).

Τετάρτη 26 Απριλίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΜΑΣΕΙΑΣ

«Αυτός ο ένδοξος μάρτυς του Χριστού Βασιλεύς ήταν επίσκοπος της Μητροπόλεως Αμασείας (που βρίσκεται στη Μαύρη θάλασσα), κατά τους χρόνους του Λικινίου, ο οποίος ως γαμπρός του Μ. Κωνσταντίνου από την αδελφή του Κωνσταντίνα, στάλθηκε από τον Κωνσταντίνο κατά του Μαξιμίνου που είχε επαναστατήσει και είχε κρατήσει ως τύραννος κάποια μέρη της Ανατολής. Βρέθηκε λοιπόν ο Λικίνιος στη Νικομήδεια, επειδή τελείωσε η επανάσταση, και πρόσφερε θυσίες στα είδωλα. Διέταξε μάλιστα να οδηγηθούν σ’ αυτόν ο άγιος Βασιλεύς από την Αμάσεια μαζί με μία κοπέλα που ονομαζόταν Γλαφύρα. Αυτή η Γλαφύρα ήταν υπηρέτρια της γυναίκας του Λικινίου Κωνσταντίνας και είχε καταλάβει ότι ο Λικίνιος λυσσούσε από έρωτα γι’ αυτήν, κάτι που ανέφερε στην κυρία της Κωνσταντίνα. Η Κωνσταντίνα τότε της έδωσε χρήματα και την έστειλε στην Ανατολή, μέχρις ότου από τόπου σε τόπο έφτασε στην Αμάσεια. Πληροφορήθηκε λοιπόν ο Λικίνιος πού πήγε και ότι τα χρήματα που της έδωσε η γυναίκα του δόθηκαν στον επίσκοπο της Αμασείας για να οικοδομήσει εκκλησία, οπότε διέταξε να συλληφθούν και οι δύο και να οδηγηθούν προς αυτόν. Αλλά η μεν Γλαφύρα είχε φύγει ήδη από τη ζωή αυτή, ο δε μακάριος επίσκοπος Βασιλεύς οδηγήθηκε στη Νικομήδεια προς τον βασιλιά και δέχτηκε τον διά ξίφους θάνατο, αφού ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό  και κατέπτυσε την πλάνη των νομιζομένων θεών και τη ματαιότητά τους. Του κόψανε λοιπόν τον αυχένα και από το πλοίο που τον έβαλαν τον έριξαν στη θάλασσα, ρίχνοντας από τη μια μεριά το κεφάλι του και από την άλλη το σώμα του, τα οποία όμως ενώθηκαν θαυματουργικά στη φυσική τους πριν αρμονία. Βρέθηκε λοιπόν σώος ο άγιος στον κόλπο της Σινώπης, όταν κάποιοι ψαράδες τον έπιασαν στα δίχτυα τους τραβώντας τον προς την ξηρά, γεγονός που έμαθε από άγγελο Κυρίου ένας χριστιανός, ονόματι Ελπιδοφόρος, ο οποίος ήταν και ο πρώτος που υποδέχτηκε στον σπίτι του τον άγιο στη Νικομήδεια. Ο Ελπιδοφόρος, μαζί με τους διακόνους του αγίου που τον είχαν ακολουθήσει από την Αμάσεια, τον Θεότιμο και τον Παρθένιο, ήλθαν και πήραν το άγιο λείψανο και αφού το τίμησαν με μύρα και ωδές, το έφεραν στην Αμάσεια».

Τρία είναι τα κύρια σημεία στα οποία εμμένει ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ για τον άγιο Βασιλέα: Πρώτον, η οσία βιοτή του Βασιλέως˙ δεύτερον, το μαρτυρικό τέλος του με το οποίο ο ίδιος έγινε ιερέας του εαυτού του˙ τρίτον, η βοήθεια που παρέσχε στην αγία Γλαφύρα που εξίσου εορτάζει σήμερα.

Πράγματι. Ο άγιος Ιωσήφ επανειλημμένως τονίζει ότι ο άγιος επίσκοπος Αμασείας δεν ήταν ένας τυχαίος άνθρωπος, έστω καλός χριστιανός. Ήταν από εκείνους τους θερμουργούς της πίστεως που το Πνεύμα το Άγιον είχε βρει τόπον αναπαύσεως στην ύπαρξή του λόγω της καθαρής του καρδιάς. Άλλωστε τούτο συνιστά ένα από τα κύρια στοιχεία της πίστεώς μας κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Ο άγιος επίσκοπος λοιπόν αγωνιζόταν τον πνευματικό αγώνα «εκ βρέφους» (ωδή η΄), προσβλέποντας πάντοτε σ’ αυτό που συνιστά το τέλος όλων: τη θέωσή του, την «ατέτελεστη» αυτή τελειότητα, η οποία προϋποθέτει τον από τον Κύριο φωτισμό και τον αγώνα της καθάρσεως της καρδιάς. «Θεούμενος» λοιπόν από την ένωσή του με τον Κύριο και βλέποντάς Τον ήδη εν πίστει από τη ζωή αυτή, αριθμήθηκε στην εκκλησία των πρωτοτόκων αδελφών, των αγίων δηλαδή, οπότε έκτοτε τον θεωρεί καθαρότερα, «πρόσωπον προς πρόσωπον». «Αριθμήθηκες στην ομάδα των πρωτοτόκων, καθώς θεωνόσουν από τη μέθεξη των θείων ενεργειών, βλέποντας τώρα καθαρότερα την ωραιότητα του Δεσπότου Χριστού, μάρτυς αήττητε, Βασιλέα θεόσοφε και μακάριε» (ωδή γ΄). «Έκανες τον λογισμό σου αυτοκράτορα και παρίστασαι επάξια ενώπιον του Θεού. Κι αυτό γιατί κυριάρχησες απέναντι σε όλα τα πάθη σου, μακάριε, ενισχυμένος από τον θεϊκό νόμο» (στιχ. εσπ.). Και μέσα στον πνευματικό αυτόν αγώνα αυτονόητα εντάσσεται και το έργο του ως αρχιερέα: και οι προσευχές του και το κήρυγμά του, να φανερώνει τα της πίστεως και να εξαρθρώνει κάθε τι αιρετικό και ειδωλολατρικό. «Διέλυσες τον χειμώνα των αιρέσεων με τη θέρμη των πανσόφων σου διδαγμάτων, όπως και καθάρισες την ομίχλη των ειδώλων με το φως των άθλων σου» (ωδή γ΄).

Το μαρτυρικό τέλος του αγίου Βασιλέως αποτελεί ξεχωριστό αντικείμενο προσέγγισης από τον άγιο υμνογράφο, ιδίως η ρίψη του στη θάλασσα με τη θαυμαστή ένωση και πάλι της κεφαλής του με το υπόλοιπο σώμα του – δώρο Θεού στους πιστούς (ωδή ε΄). Ιερουργεί τον εαυτό του, σημειώνει ο υμνογράφος, όντας ταυτόχρονα ιερέας και θύμα – μία συνέχεια του ίδιου του Κυρίου, ο Οποίος ως ο Μόνος και Απόλυτος Αρχιερέας θυσιάζει όχι κάτι άλλο πέρα από τον ίδιο Του τον εαυτό. «Έγινες ιερέας του εαυτού σου θυσιάζοντάς τον ως πανάμωμο αρνί, παμμακάριστε» (ωδή δ΄)˙ «έγινες ιερέας του εαυτού σου, γι’ αυτό και οδηγήθηκες ως ιερέας και σφάγιο μαζί στην αθάνατη και μυστική τράπεζα» (ωδή η΄). Για να επισημάνει μία πνευματική αλήθεια που διαφεύγει τις εξωτερικές προσεγγίσεις: «Με τις ροές των αιμάτων σου, θεία χάριτι, ξήρανες τη θάλασσα της πονηρής αθεΐας» (ωδή δ΄). «Ξήρανες τα νερά της πλάνης με τα ρεύματα των ιερών αιμάτων σου» (ωδή ς΄). Η πνευματική αυτή αλήθεια εξαγγέλλει το μυστήριο της χριστιανικής πίστεως: όσο τα όργανα του σκότους και της πλάνης στρέφονται κατά των χριστιανών με σκοπό τη βίαια εξάλειψή τους, τόσο το αίμα τους θεριεύει το δέντρο της πίστεως. Τα αίματα των αγίων μαρτύρων ως χαρισματική συνέχεια του Αίματος του Πρώτου Μάρτυρος Κυρίου Ιησού Χριστού συνιστούν τη μεγαλύτερη δύναμη εξάλειψης της πλάνης και της αθεΐας – «εξοντώνεται» ένας άγιος; Πολλαπλασιάζεται και απλώνεται η αλήθεια, ενώ καταργείται η πλάνη. Όλη η χριστιανική ιστορία αποτελεί την επιβεβαίωση της πραγματικότητας αυτής. Και πώς αλλιώς, όταν στον Σταυρό του Κυρίου που σ’ Αυτόν μετέχουν και όλοι οι άγιοι μάρτυρες και όλοι οι χριστιανοί καταργήθηκε η αμαρτία, πατήθηκε ο θάνατος, νικήθηκε ο διάβολος;

Κι ακόμη ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος παίρνει αφορμή για να εξάρει τη μεγάλη και σπουδαία προσωπικότητα της Γλαφύρας, μίας κατά κόσμο απλής γυναίκας, υπηρέτριας, που όμως το μέγεθός της ξεπερνά και τους ουρανούς! Γιατί; Διότι υπήρξε γνήσιο μέλος Χριστού και εν Αυτώ αγκαλιάζει και αυτή τα σύμπαντα. Θυμίζει η Γλαφύρα τον άγιο πάγκαλο Ιωσήφ από την Π. Διαθήκη, αυτόν που προτυπώνει τον Κύριο Ιησού Χριστό. Κι εκείνος έχοντας ενώπιόν Του τον Κύριο ξέφυγε από τις αμαρτωλές ορέξεις της κυρίας του, της γυναίκας του αξωματούχου της Αιγύπτου Πετεφρή. Προτίμησε μάλιστα να βγει στους δρόμους γυμνός παρά να υποκύψει στην πονηρία, αναδεικνυόμενος μέγιστος από τους Πατριάρχες και στον κόσμο τούτο αλλά και στη βασιλεία του Θεού. Αλλά το ίδιο δεν συμβαίνει και με τη Γλαφύρα; Δέχεται τις δαιμονικές επιθέσεις του βασιλιά Λικίνιου και όχι μόνο δεν τις «εκμεταλλεύεται» όπως πιθανόν θα έκαναν άλλες, αλλά φυγαδεύεται από την κυρία της, για να μείνει αγνή και καθαρή ενώπιον του Κυρίου της. Ο ποιητής με λυρισμό μεγάλο σημειώνει: «Η Γλαφύρα ξέφυγε από τον καταστροφικό για την ψυχή της βόθρο και βρήκε εσένα, Πατέρα Βασιλέα, ως λιμάνι της σωτηρίας. Γι’  αυτό και γενόμενη νύμφη Χριστού του Δημιουργού της χαίρεται κραυγάζοντας: Εσύ είσαι ο Θεός μας και δεν υπάρχει άγιος εκτός από Εσένα, Κύριε» (ωδή γ΄). Κι αλλού: «Πατέρα, οδήγησες τη Γλαφύρα στον Νυμφίο Χριστό ως νύμφη λαμπροφορεμένη όλη από τις αρετές και από την παρθενία, κι αφού την κόσμησες με τις διδαχές σου την έκανες άξια του νυμφώνα Του, όπου μαζί χαίρεστε στις ουράνιες σκηνές» (ωδή ζ΄).

Είθε ο μεγάλος άγιος και προορατικός και διορατικός (ωδή ε΄) Βασιλεύς να πρεσβεύει αδιάκοπα και για εμάς διοχετεύοντας τη χάρη του Κυρίου σε κάθε ψυχικό και σωματικό αρρώστημά μας (ωδή θ΄).