Ο Ευστάθιος βρήκε αυτό που ζητούσε: είχε βγει έξω από το
μοναστήρι του και έψαχνε μέσα στο μικρό δάσος που ανοιγόταν στην πίσω πλευρά
του. Ένα κλαδί! Αυτό ήταν το αντικείμενο
της αναζήτησής του… Χαμογέλασε πικρόχολα - ήθελε περισσότερο να κλάψει. Το
κλαδί ήταν εκείνο που πίστευε ότι θα τον βοηθήσει στο πρόβλημά του, στο πάθος
του.
v
Ήταν χρόνια πολλά καλόγερος στο ευλογημένο αυτό μοναστήρι
της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ο Γέροντας και οι άλλοι μοναχοί προσέβλεπαν σε αυτόν σαν σε πρότυπο. Ήταν το…
καμάρι του μοναστηριού! Πρώτος στις ακολουθίες, πρώτος σε όλα τα διακονήματα,
πρώτος στην υπακοή. Ο λόγος του πάντοτε σεμνός και ταπεινός, «άλατι ηρτυμένος»
που λέει και ο απόστολος. Κουβέντα άσχημη ή πειρακτική δεν είχαν ποτέ ακούσει
να βγαίνει από το στόμα του. Το μόνο που τους προβλημάτιζε, και ιδίως τον
Γέροντα, ήταν τα μάτια του! Απέπνεαν μόνιμα σχεδόν μία ελαφρά μελαγχολία. Σαν
να σκιάζονταν πάντοτε από κάποια θλίψη.
«Τι σου συμβαίνει, Ευστάθιε;» ρωτούσε κατά καιρούς ο
Γέροντας. «Τι είναι εκείνο που σε βασανίζει;»
Ο Ευστάθιος αρνιόταν ότι υπήρχε πρόβλημα. Εξομολογείτο
τακτικά, καθάριζε την ψυχή του, απεκάλυπτε τους λογισμούς του, αλλά πέραν
τούτου… ουδέν.
«Μάλλον είναι ο χαρακτήρας του μελαγχολικός», κατέληξε
τελικά ο Γέροντας. Σταμάτησε να του θέτει το ερώτημα. Απλώς αύξησε την προσευχή
του για τον καλό μοναχό του. Είκοσι χρόνια τώρα τον έβλεπε στην ίδια κατάσταση.
v
Ο Ευστάθιος έσκυψε και πήρε το κλαδί. Πήγε στο κελί του.
«Θα σε κανονίσω γερά τώρα!» είπε στον εαυτό του. Γύμνωσε το στήθος και την
πλάτη του. Οι ραβδιές από το κλαδί, το ακαθάριστο, έπεφταν απανωτά και του
αυλάκωναν το κορμί. Σταγόνες από αίμα άρχισαν να ρέουν, προσπαθώντας να βρουν
τον τρόπο να ενωθούν με το αυλάκι που έτρεχε από τα μάτια του. Κάποια στιγμή
αίμα και δάκρυα έγιναν ένα…
Είχε λιώσει από τη νηστεία ο Ευστάθιος. Πετσί και κόκκαλο
που λένε. Προστέθηκε τώρα και το μαστίγωμα. Αλλά τελικά ούτε κι από αυτό είδε
αποτέλεσμα. Το πρόβλημά του παρέμενε. Το πάθος του συνεχιζόταν… αμείωτο. Έβλεπε
να οδηγείται σιγά σιγά στην απόγνωση!
v
Ποιο το πάθος του σπουδαίου αυτού μοναχού; Ποια η αιτία
της μελαγχολίας του; Δεν ήθελε να το ομολογήσει ούτε και στον εαυτό του. Δεν
μπορούσε γι’ αυτό να το ομολογήσει ούτε και στον Γέροντά του. Η ώρα της
εξομολόγησής του γινόταν ώρα κρίσης γι’ αυτόν. Σε όλα άνοιγε την καρδιά του
στον Γέροντα, αλλά στο συγκεκριμένο… τίποτε. Το πάθος της… βλασφημίας!
Καλύτερα: οι λογισμοί βλασφημίας που τον ταλαιπωρούσαν είκοσι χρόνια τώρα. Τον
στενοχωρούσαν στην αρχή, τον έπνιγαν και τον διέλυαν στη συνέχεια. Κι έρχονταν
την ώρα ιδίως της προσευχής, των ακολουθιών, την ώρα – Θεέ μου, συγχώρησε! –
της ετοιμασίας του για τη θεία Κοινωνία. Ακόμη και την ώρα που ήταν έτοιμος να
ανοίξει το στόμα του για να πάρει μέσα του το σώμα και το αίμα του Κυρίου του…
Είχε πάρει πολλές φορές την απόφαση να το εξαγορευτεί
στον Γέροντα. Μα όταν ερχόταν η ώρα, σαν να καθηλωνόταν. «Καλόγερος εγώ, και να
πω ότι έχω λογισμούς βλασφημίας για τον ίδιο τον Κύριο, για την Παναγία Μητέρα
Του, για τους αγίους μας; Τόσο βρομερός πια δεν γίνεται… Δεν θα το αντέξει ούτε
κι ο Γέροντάς μου. Μπορεί και να τον σκοτώσει η αποκάλυψή μου αυτή. Πρέπει να
τον… προστατεύσω!»
Και χρόνια τώρα το μαρτύριό του συνεχιζόταν. Είχε αυξήσει
είναι αλήθεια τις νηστείες και τις σωματικές κακοπάθειες. Είχε σταματήσει εδώ
και χρόνια να κοιμάται στο ασκητικό του κρεβάτι – το έδαφος δεχόταν το
λιπόσαρκο κορμί του. Πίστευε ότι θα καταπολεμούσε με τον τρόπο αυτόν τη
συγκεκριμένη αυτή «ροπή»! Μα του κάκου! Από το κακό στο χειρότερο. Οι λογισμοί
σαν να θέριευαν με τον καιρό. Η απελπισία άρχισε να πλανάται σα σύννεφο βαρύ
πάνω από την καρδιά και το κεφάλι του. Μία σκέψη άρχισε να καρφώνεται μέσα του:
να φύγει από το μοναστήρι. Δεν ήταν άξιος να βρίσκεται σ’ έναν τέτοιο αγιασμένο
τόπο. «Οι βρομεροί ανήκουν στους βρομερούς» συνήθιζε πια να λέει μέσα του. Τα
βήματα της παραφροσύνης δεν θα αργούσαν μάλλον να ακουστούν κι αυτά στο
θολωμένο μυαλό του αφοσιωμένου στον Θεό!
v
Τον λυπήθηκε η Παναγία Μητέρα που έβλεπε τον χωρίς
αποτέλεσμα αγώνα του. Απευθύνθηκε στον Υιό και Θεό Της, ο Οποίος αύξανε διαρκώς
τα πνευματικά στεφάνια του εκλεκτού παιδιού του Ευσταθίου! Κι έδωσε την άδεια.
Τον φώτισε λοιπόν η Πανάχραντη Θεοτόκος και του έβαλε την ιδέα: «Δεν γράφω σε
χαρτί το πάθος αυτό; Το τι μου συμβαίνει; Να το ομολογήσω με τα χείλη δεν
μπορώ. Αλλά αν το γράψω;» Βρήκε τη λύση ιδανική. Είδε την ανακούφιση που του
έφερε. Και το έθεσε αμέσως σε εφαρμογή.
Μπροστά στον Γέροντα, γονατιστός, με δάκρυα στα μάτια,
στέκεται ο Ευστάθιος, περιμένοντας την… «καταδικαστική» απόφαση. Η καρδιά του
χτυπά γοργά. Δεν τολμά να ανυψώσει τους οφθαλμούς. Το ξύλινο πάτωμα γίνεται η
αγκαλιά που δέχεται με καρτερία το θλιμμένο και απελπισμένο βλέμμα του. Δεν
μπόρεσε γι’ αυτό να δει το χαμόγελο που χαράχτηκε αμέσως στα χείλη του Γέροντα,
μόλις διάβασε το χαρτί. Άπλωσε αυτός τα χέρια και σήκωσε τον εκλεκτό μοναχό
του. Τότε είδε ο Ευστάθιος το χαμογελαστό πρόσωπο του Γέροντά του, και η απορία
ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του.
«Κατάλαβε τι έγραψα;» ψέλλισε μέσα του. Αλλά ο Γέροντας
δεν άφησε περιθώρια άλλου προβληματισμού.
«Παιδί μου, Ευστάθιε. Αγαπημένο μου παιδί. Γιατί δεν το
ομολογούσες τόσα χρόνια; Ώστε αυτή ήταν η αιτία της θλίψης και της μελαγχολίας
σου! Παιδί μου, δεν ξέρεις ότι ο δαίμων της βλασφημίας υπάρχει και επιτίθεται
σε κάθε άνθρωπο του Θεού που θέλει να βαδίζει σωστά σύμφωνα με το άγιο θέλημα
Εκείνου; Δεν είσαι εσύ ο αίτιος των βλάσφημων αυτών λογισμών. Ο καρδιογνώστης
Κύριος γνωρίζει καλά ότι δεν είναι δικά μας αυτού του είδους τα λόγια και οι
σκέψεις, αλλά των εχθρών μας, των πονηρών δαιμόνων. Δεν έχεις ακούσεις και
διαβάσει ότι και τον ίδιο τον Κύριο τον πρόσβαλε αυτός ο δαίμων, για να πάρει
την απάντησή Του βεβαίως «ύπαγε οπίσω μου, σατανά»! Η μόνη στάση λοιπόν
απέναντι στο δαιμόνιο αυτό είναι η πλήρης περιφρόνηση. Να μη του δίνει κανείς
απολύτως καμία σημασία. Μόνον όποιος περιφρονεί τον δαίμονα αυτόν, μπορεί να
ελευθερωθεί από το συγκεκριμένο πάθος. Αν θελήσει να βρει τρόπους για να τον
αντιπαλέψει αλλιώς, στο τέλος πάντοτε νικιέται – σαν να θέλει να κλείσει κάπου
τους ανέμους!»
Όρθιος τώρα ο Γέροντας, όρθιος και ο Ευστάθιος. Παίρνει ο
Γέροντας το δεξί χέρι του μοναχού και το καθοδηγεί πάνω στον αυχένα του. «Βάλε
εδώ το χέρι σου, Ευστάθιε, εδώ στο σβέρκο μου». Με το χέρι του στον αυχένα του
Γέροντα ο Ευστάθιος ακούει τον λόγο εκείνο που θα του δώσει την πλήρη
ελευθερία, την απαλλαγή από τον δαίμονα.
«Ας είναι επάνω στον τράχηλό μου, αδελφέ, αυτή η αμαρτία,
όσα χρόνια την είχες ή θα την έχεις ακόμη. Μόνο εσύ να μην την υπολογίζεις
πλέον καθόλου».
Δεν πρόλαβε να βγει ο Ευστάθιος από το κελί του Γέροντα,
και το πάθος έγινε άφαντο - ο δαίμων της βλασφημίας δεν τόλμησε να τον
ξαναπλησιάσει. Τα δάκρυά του έκτοτε συνεχίστηκαν. Αλλά ως δάκρυα χαράς και
ευγνωμοσύνης προς τον Θεό. Και τα μάτια του πια φωτίστηκαν από τον ήλιο του
Θεού. Όποιος τον έβλεπε καταλάβαινε ότι ο καλόγερος αυτός πατάει στη γη, μα ζει
στους ουρανούς. Η χαρά του ουρανού ήταν
παρούσα μέσα από την δική του ευλογημένη ύπαρξη.
(Από την Κλίμακα του αγίου Ιωάννου, λόγος κγ΄)