«Χαῖρε, ὡς βροντή τούς ἐχθρούς καταπλήττουσα»
(Χαῖρε,
Παναγία, πού σάν βροντή χτυπᾶς καί φοβίζεις τούς ἐχθρούς)
Ὁ παραπάνω στίχος ἀπό
τούς Δ΄ Χαιρετισμούς προκαλεῖ διπλά συναισθήματα: ἱκανοποίηση σ’ ἐκείνους τούς
πιστούς πού θρησκειοποιοῦν τή χριστιανική πίστη – ζητοῦν «ἐκδίκηση» ἀπό τόν Θεό
καί τούς ἁγίους γιά τούς θεωρούμενους «ἐχθρούς» τους (σάν τούς μαθητές τοῦ
Κυρίου πού Τοῦ ζήτησαν νά ρίξει φωτιά στούς Σαμαρεῖτες ὅταν Τοῦ εἶπαν νά φύγει ἀπό
τά ὅριά τους)· ἀπορία κι ἴσως ἀντίδραση σ’ ἐκείνους πού ἀρνοῦνται κάθε ἔκφραση ὀργῆς
καί «ἐκδίκησης» ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων ἀπέναντι ἀκόμη καί στούς «ἐχθρούς»
Του, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Εἶναι ἔτσι; Πῶς πρέπει να κατανοήσουμε τόν
στίχο;
1. Καταρχάς ὁ
χαιρετισμός μᾶς τονίζει τή δύναμη πού ἔχει ἡ Παναγία μας· δύναμη βεβαίως ὄχι ἐξ
ἑαυτῆς, ἀλλά ἀπό τή σχέση της μέ τόν Υἱό καί Θεό της. Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι κάθε
τι πού ἔχει ἡ Παναγία, ἡ ὅποια χάρη, σοφία καί δύναμή της, ὀφείλεται στό
γεγονός ὅτι ἔχοντας «κολλήσει» ἐλεύθερα στό θέλημα τοῦ Κυρίου, ἔγινε ἡ
μεγαλύτερη δίοδος προκειμένου νά διέρχεται δι’ αὐτῆς ἡ παντοδύναμη ἐνέργεια Ἐκείνου,
μέ ἀπόλυτη δίοδο τήν ὥρα τῆς σάρκωσής Του στήν ἁγιασμένη γαστέρα της. Ἄν ὁ ἴδιος
ὁ προφητικός πνευματοφόρος λόγος βεβαιώνει ὅτι «ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω Σου, ἐμοῦ δέ ἀντελάβετο ἡ δεξιά Σου»,
δηλαδή κόλλησε ἡ ψυχή μου στόν Κύριο, γι’
αὐτό καί ἡ δύναμή Του ἦλθε σέ βοήθειά μου· ἄν ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐκφράζοντας
τήν ἐμπειρία ὅλων τῶν ἁγίων ἀποστόλων, λέει ὅτι «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (εἶμαι πανίσχυρος λόγω τοῦ
Χριστοῦ πού μέ δυναμώνει)· πόσο περισσότερο τοῦτο ἰσχύει γιά τήν Παναγία
Μητέρα, ἡ ὁποία ἀνθρωπίνως ὑπῆρξε ὅ,τι ἐξαίρετο καί ἐξαίσιο παρουσίασε,
παρουσιάζει καί θά παρουσιάσει ποτέ ἡ ἀνθρωπότητα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ - «ἡ ἐκλελεγμένη πασῶν τῶν γενεῶν»! Στό
πρόσωπο λοιπόν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ψαύουμε κυριολεκτικά τήν παρουσία τοῦ ἴδιου
τοῦ Θεοῦ μας, διότι ἀκριβῶς εἶναι «ὁ
Κύριος μετ’ αὐτῆς», γι’ αὐτό καί «πολύ
ἰσχύει δέησις Μητρός πρός εὐμένειαν Δεσπότου».
2. Ἡ παντοδυναμία της
ὅμως αὐτή, ὡς χάρη πού ἐκχωρεῖται ἀπό τόν Κύριο καί Θεό της, λειτουργεῖ κατ’ ἀντίστοιχο
τρόπο πρός Ἐκείνου τήν παντοδυναμία. Δηλαδή ὡς δύναμη ἀγάπης καί ἐλέους, ὡς
δύναμη συγχώρησης, πού «αἴρει» τήν ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων προκειμένου νά τούς
δώσει τή δική Του δικαιοσύνη. Αὐτό δέν βλέπουμε σέ ὅλη τήν ἱστορία τῆς θείας οἰκονομίας,
τήν ἰστορία δηλαδή τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου; Τί ἔκανε ὁ
Θεός ἀπέναντι στόν ἐπαναστατημένο ἄνθρωπο γιά νά τόν σώσει; Δέν ἔστειλε
κεραυνούς ἐκδίκησης, δέν ἐξέφρασε τήν ὀργή Του γιά νά δηλώσει τό ποιός ἔχει τό
πάνω χέρι καί ἔτσι νά ὑποτάξει τό πλάσμα Του – δέν θά ἦταν βλασφημία μία τέτοια
«ὑποταγή» τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ἕναν Θεό πού ἀναζητεῖ καί ἐκζητεῖ πάντοτε τήν καρδιά
τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τήν ἐλεύθερη ἀποδοχή καί ἀγάπη του; «Υἱέ μου, δός μοι σήν καρδίαν» εἶναι τό αἴτημα τοῦ Πατέρα πρός τό ἀγριεμένο
παιδί Του. Γι’ αὐτό καί ἡ παντοδυναμία Του κινεῖται μέ τόν πιό ἀπρόσμενο τρόπο
πού «λιώνει» κάθε καλοπροαίρετη καρδιά: «κλίνει
οὐρανούς» καί γίνεται ἄνθρωπος, ἀναλαμβάνοντας Αὐτός ὅ,τι πιά δέν μποροῦσε
νά κάνει ὁ τραυματισμένος καί ἡμιθανής ἄνθρωπος. Ἡ παντοδυναμία Του φανερώνεται
μέσα στήν ἀπόλυτη ἀγάπη Του – γι’ αὐτό καί πολλές φορές ἔχει τονιστεῖ ὅτι ὁ
Σταυρός τοῦ Κυρίου: ἡ θεωρούμενη ἀπόλυτη «ἀδυναμία» Του, συνιστᾶ «τήν νίκην, τήν νικήσασαν τόν κόσμον».
3. Καί ποιά ἡ ἔννοια
τότε τῆς φράσης τῆς Γραφῆς περί τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ καί περί τῆς ἔκφρασης τῆς
δικαιοσύνης Του πέραν τῆς ἀγάπης Του; Ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἑρμηνεύεται συνήθως
ἀπό τούς ἁγίους μας - ἄς θυμηθοῦμε ὄχι τίς πολλές ἐπ’ αὐτοῦ ἐκφράσεις τῶν
παλαιοτέρων Πατέρων μας, ἀλλά τοῦ συγχρόνου μας ἀγαπημένου ἁγίου Πορφυρίου τοῦ
καυσοκαλυβίτου, ὁ ὁποῖος τόνιζε μέ ἔμφαση γιά τόν Κύριο ὅτι δέν κρατάει στά
χέρια Του κεραυνούς, δέν λειτουργεῖ μέ τόν φόβο, γιατί ἀκριβῶς μᾶς ἀγαπάει μέ
τήν ἀνώτερη δυνατή ἀγάπη πού μπορεῖ κανείς νά φανταστεῖ κι ἀκόμη περισσότερο – (ἡ
ὀργή τοῦ Θεοῦ λοιπόν) συνιστᾶ τή βίωση τῆς ἀγάπης Του ἀπό ἐκείνους πού δυστυχῶς
ἀρνοῦνται τήν παροχή καί τήν ἐνέργειά Της. Ὁ Θεός δηλαδή παρέχει τήν ἀγάπη Του,
ἀλλά μεταποιεῖται αὐτή ἀνάλογα μέ τό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ
καλοπροαίρετος πού Τήν δέχεται ζεῖ ἤδη ἀπό τώρα στόν κόσμο τοῦτο τήν εὐλογία τοῦ
Θεοῦ ὡς Παράδεισο, ὁ κακοπροαίρετος πού Τήν ἀρνεῖται τήν βιώνει ὡς ὀργή Του. Ἡ ὀργή
τοῦ Θεοῦ λοιπόν εἶναι ἡ μεταποιημένη ἀπό τή διαστροφή τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου ἀγάπη
τοῦ Πατέρα (κάτι παρόμοιο δέν θά ἰσχύσει καί στήν κρίση τοῦ Θεοῦ;).
Ἀλλά καί ὡς ὀργή τοῦ Θεοῦ
(ἀναλύοντας τό ἴδιο στήν πραγματικότητα σκεπτικό) μποροῦμε νά χαρακτηρίσουμε 1)
ἐκεῖνες τίς ἐνέργειές Του πού λειτουργοῦν μ’ ἕναν πιό ἔντονο καί «προκλητικό» θά
λέγαμε τρόπο στόν ἀπομακρυσμένο ἀπό Αὐτόν ἄνθρωπο (ἐπιτρέποντας μία δοκιμασία, ἕνα
ἀτύχημα, μία ἀρρώστια κλπ.), προκειμένου νά τόν συνετίσει, νά τόν κάνει νά ἔλθει
εἰς ἑαυτόν καί νά μετανοήσει, συνεπῶς
λειτουργοῦν ὡς «παιδαγωγία» Του μέσα στό πλαίσιο τῆς φιλανθρωπίας Του· καί 2) ἀκόμη
καί τήν (προσωρινή) ἄρση τῆς χάριτός Του, ἀφήνοντας τόν ἄνθρωπο στίς δικές του ἐπιλογές
ζωῆς, οἱ ὁποῖες χαρακτηρίζονται ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν ἐγωισμό του καί τόν ὁδηγοῦν
ἤδη ἀπό τώρα σέ μία αἴσθηση κόλασης. Εἶναι εὐνόητο ὅτι τά παραπάνω σημαίνουν
πώς ἡ ἔννοια τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ λειτουργεῖ ἐντελῶς ἀνάποδα ἀπό τή συνήθη ἡμῶν
τῶν ἀνθρώπων λειτουργία, διότι ἔχει ὡς περιεχόμενό της καί πάλι τήν ἀγάπη - ἀγάπη
καί δικαιοσύνη στόν Θεό ταυτίζονται.
4. Λοιπόν, γιά νά ἐπανέλθουμε
στήν Παναγία μας, ὅταν χαιρετίζεται ἡ μεγάλη Μάνα τῶν ἀνθρώπων ὡς ἐκείνη πού
σάν βροντή χτυπάει καί φοβίζει τούς ἐχθρούς, πρέπει νά ἐννοήσουμε ὅτι ἐκφοβίζει
πρῶτα ἀπό ὅλα βεβαίως τούς ἐχθρούς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους κι ὅλου τοῦ κόσμου ἐκπεπτωκότας
ἀγγέλους, τούς δαίμονες, ὥστε νά μήν πειράζουν καί ταλαιπωροῦν τούς ἀνθρώπους, ἀλλά
καί ἐκφοβίζει μέσα στό πλαίσιο τῆς ἀγάπης της καί ὅλους ἐκείνους πού τοποθετοῦνται ἐχθρικά ἔναντι τοῦ Θεοῦ, ἔναντι τῶν ἁγίων, ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου
νά τούς ὁδηγήσει σέ συναίσθηση τῆς ἐπιλογῆς τῆς κόλασής τους, φανερώνοντας
ταυτόχρονα ὅτι διαφυλάσσει τούς πιστούς καί ὅτι ἡ ἴδια εἶναι Ἐκείνη (μέ πρῶτον
βέβαιο τόν Υἱό καί Θεό της) πού θά βροῦν μπροστά τους σέ ὅποια ἐχθρική τους κατ’ αὐτῶν ἐνέργεια. Μέ ἄλλα λόγια τό «ἀγριωπό» μερικές φορές βλέμμα
της εἶναι τό βλέμμα τῆς Μάνας πού ἡ καρδιά της σπαράζει καθώς βλέπει τό σπλάχνο
της νά ὁδεύει πρός τήν καταστροφή του. Ἡ «βροντή» της εἶναι ἡ ἀγωνιῶσα κραυγή της
πού θέλει μέ τήν ἔντασή της νά μᾶς προφυλάξει ἀπό τούς πνευματικούς κινδύνους
πού διατρέχουμε, ἀλλά καί νά κάνει πέρα, ὅπως εἴπαμε, τούς ἐχθρούς δαίμονες.
Τήν Παναγία μας, (ἑπομένως
τόν Κύριο καί Θεό μας μέ τόν τρόπο πού ἐξηγήσαμε καί παραπάνω), δέν τήν ἀφήνουμε
ποτέ. Κρατιόμαστε μέσα στήν ἀγκαλιά της, «κολλᾶμε» στό ἅγιο ὄνομά της, γιατί ἔτσι
ξέρουμε ὅτι βρισκόμαστε σάν τό πλοῖο μέσα στό λιμάνι. Ἡ ὅποια «βροντή» της τότε
ἀκούγεται στά αὐτιά μας ὡς νανούρισμα καί γλυκό τραγούδι της.