Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΔΟΚΙΑ Η ΑΠΟ ΣΑΜΑΡΕΙΤΩΝ (1 ΜΑΡΤΙΟΥ)



«Η οσία Ευδοκία ήταν από την Ηλιούπολη της επαρχίας Λιβανησίας της Φοινίκης, κατά τους καιρούς της βασιλείας του Τραϊανού, που έζησε πρώτα ακόλαστη ζωή, παρασύροντας πολλούς εραστές με την ομορφιά της και μαζεύοντας πολύ πλούτο. Ύστερα όμως προσήλθε στον Χριστό, όταν άκουσε κάποιο μοναχό Γερμανό στο όνομα, ο οποίος κήρυσσε λόγους  ευσεβείας και μετανοίας. Βαπτίζεται λοιπόν από τον επίσκοπο Θεόδοτο, καθώς πείστηκε σε θείες αποκαλύψεις. Διότι της φάνηκε ότι ανήλθε στους ουρανούς, σαν να είχε βγει από τον εαυτό της και καθοδηγείτο από άγγελο, και ότι οι άγγελοι τη συνέχαιραν για την επιστροφή της, όπως και ότι κάποιος μαύρος και φοβερός στην όψη βρυχιόταν και κραύγαζε ότι τάχα αδικείται, αν του την έπαιρναν.
Η Ευδοκία λοιπόν μοίρασε τον πλούτο της, τον έδωσε σε πτωχούς και πήγε σε μοναστήρι. Εκεί ζούσε τον δρόμο της ασκήσεως θεάρεστα, έως ότου οι πρώην εραστές της την κατήγγειλαν και την οδήγησαν στον Αυρηλιανό, που είχε τότε ανέβει στον βασιλικό θρόνο. Όταν όμως θαυματούργησε και ανέστησε τον υιό του βασιλιά που είχε πεθάνει, οδήγησε και τον βασιλιά στην πίστη του Χριστού. Μετά από αρκετά χρόνια δικάζεται από τον Διογένη τον ηγεμόνα της Ηλιούπολης, αλλά καθώς θαυματούργησε και πάλι, ελευθερώνεται. Τέλος ο Βικέντιος, που διαδέχτηκε τον Διογένη, έδωσε διαταγή και την έκοψαν το κεφάλι».

Η αγία Ευδοκία αποτελεί τύπο και σύμβολο της δύναμης της μετανοίας, όπως και άλλες μεγάλες άγιες της Εκκλησίας μας, σαν την οσία Μαρία την Αιγυπτία για παράδειγμα. Και θα ‘λεγε κανείς ότι όπως η Εκκλησία μας προβάλλει στο τέλος της Σαρακοστής την οσία Μαρία, για να δώσει θάρρος στους ραθύμους, ώστε, έστω και την τελευταία στιγμή, να μετανοήσουν – ο Κύριος έχει πει δέχεται τον εργάτη της τελευταίας ώρας όπως τον εργάτη της πρώτης, αρκεί να μην υπάρχει πονηρία μετάθεσης της ώρας της μετάνοιας – έτσι και τώρα, ήδη στην αρχή της Σαρακοστής, δίνει ισχυρή ώθηση μετανοίας, με την ευκαιρία της μνήμης της συγκεκριμένης οσίας. Διότι και αυτή, σαν την πόρνη του Ευαγγελίου που ο Κύριος συγχώρησε λόγω της μετανοίας της, σαν την οσία Μαρία την Αιγυπτία που είπαμε, ενώ η ζωή της ήταν βουτηγμένη στην ασωτία, ευθύς ως άκουσε λόγο πίστεως και μετανοίας, πίστεψε κι άλλαξε τρόπο ζωής τόσο, ώστε να γίνει καλόγρια, να κάνει θαύματα, να δώσει και την ίδια τη ζωή της προς χάρη του Κυρίου της.

Ο υμνογράφος μάλιστα Ιωάννης ο μοναχός, στο Δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού της ακολουθίας της, κινούμενος στα χνάρια της ποιητικής έμπνευσης της αγίας υμνογράφου Κασσιανής, χρησιμοποιώντας μάλιστα και ίδιες εκφράσεις, μας φέρνει ενώπιον του μεγαλείου της καρδιακής συντριβής της: «Άφησε τα ωραία και ποικίλα του βίου η οσία και μάρτυς, σήκωσε τον σταυρό στους ώμους της και προσήλθε να σε νυμφευθεί, Χριστέ. Και με θρηνητικά δάκρυα φώναζε: Μη με απορρίψεις την πόρνη, συ που καθαρίζεις τους ασώτους. Μη περιφρονήσεις τα δάκρυα που χύνω για τις φοβερές αμαρτίες μου. Αλλά δέξου με, όπως την πόρνη εκείνη που σου πρόσφερε το μύρο, και να ακούσω κι εγώ: η πίστη σου σε έσωσε, πήγαινε στον δρόμο της ειρήνης» («Καταλιπούσα τα τερπνά και ποικίλα του βίου η οσία και μάρτυς, και τον σταυρόν αραμένη επ’ ώμων, προσήλθε του νυμφευθήναί σοι, Χριστέ, και σηυν οιμωγαίς δακρύων εβόα∙ Μη με την πόρνης απορρίψης, ο ασώτους καθαίρων∙ μη μου τα δάκρυα παρίδης των δεινών οφλημάτων∙ αλλά δέξαι με, ώσπερ την πόρνην εκείνην, την το μύρον σοι προσενέγκασαν, και ακούσω καγώ∙ η πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εις ειρήνην»). Ο υμνογράφος πράγματι μας κατανύσσει περιγράφοντας τον εσωτερικό αγώνα της οσίας Ευδοκίας και μας ανάγει στην πνευματική ατμόσφαιρα της Μεγάλης Εβδομάδας, τότε που το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης, αιρόμενοι στα φτερά της ποίησης της αγίας Κασσιανής, γινόμαστε μέτοχοι και εμείς της συντριβής της γυναίκας εκείνης του Ευαγγελίου, που έλουσε με τα δάκρυα της αγάπης της τα πόδια του Κυρίου. Είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό στον Ιωάννη τον μοναχό, τον άγιο υμνογράφο.

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας βέβαια μας τονίζουν και άλλες όψεις της αγιασμένης ζωής της οσιομάρτυρος. Κι αξίζει κανείς πρώτον να σταθεί στο πώς η οσία μπόρεσε να ξεπεράσει την παθολογική στροφή της στα αμαρτωλά πάθη της. Μας λέει λοιπόν ότι μόνο η δύναμη της αγάπης του Χριστού ήταν εκείνη που της έδωσε τη δύναμη. Με άλλα λόγια, κανείς δεν μπορεί να ξεπεράσει τα πάθη του και τη γοητεία που ασκεί ο αμαρτωλός κόσμος πάνω σ’ αυτά, αν δεν υπάρξει η μεγαλύτερη δύναμη ελευθερίας στον κόσμο, η δύναμη και η αγάπη του Χριστού. «Προτίμησες, Ευδοκία, τον σεμνό Νυμφίο Χριστό, αντί της αγάπης των εραστών που φθείρουν την ψυχή, και απόθεσες τον εαυτό σου στον άφθαρτο έρωτά Του» («Αγάπης εραστών των φθαρτικών σεμνόν προτιμήσασα Νυμφίον, τω έρωτι, Ευδοκία, τω αφθάρτω επανέθου σαυτήν») (ωδή ς΄). Και δεύτερον, ο υμνογράφος μας παραλληλίζει την οσία, λόγω της καταγωγής της από τη Σαμάρεια, με τη Σαμαρείτιδα του Ευαγγελίου του αγίου Ιωάννου, τη μετέπειτα αγία μεγαλομάρτυρα Φωτεινή. Για να πει: «η Σαμαρείτις Ευδοκία δεν σου πρόσφερε, Σωτήρα Κύριε, νερό, σαν εκείνην του Ευαγγελίου παρά το φρέαρ του Ιακώβ, αλλά το αίμα της που έρρευσε από τον τράχηλό της, όταν αποκόπηκε για χάρη Σου η αγία κεφαλή της» («Η Σαμαρείτις ουχ ύδωρ Ευδοκία, αλλ’ αίμα, Σώτερ, εκ τραχήλου σοι φέρει») (στίχοι κοντακίου). Πράγματι: δεν υπάρχει ανώτερο δώρο προς τον Χριστό από την προσφορά του ίδιου μας του εαυτού. Διότι στην πραγματικότητα πρόκειται περί αντιδώρου, αφού Εκείνος πρώτος μας πρόσφερε ως δώρο το δικό Του αίμα. Όταν Εκείνος μας τα έχει δώσει όλα, δεν μπορούμε εμείς να κινηθούμε σε μικρότερη κλίμακα. Απλώς το γνωρίζουμε: η προσφορά η δική μας γίνεται με τη χάρη και πάλι Εκείνου και κατανοείται ως συμμετοχή στη δική Του θυσία.  

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, ΣΥΝΑΣΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ (28 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)



«Ο όσιος Βασίλειος έζησε επί της βασιλείας Λέοντος του εικονομάχου. Άφησε τον κόσμο και τα εν τω κόσμω κι έγινε μοναχός. Κι αφού ασκήθηκε πρώτα με τρόπο θεάρεστο, ύστερα, όταν άρχισε η μάχη κατά των αγίων εικόνων, αντιστάθηκε δυνατά στους εικονομάχους. Αποτέλεσμα ήταν να συλληφθεί και να υποστεί πολλές τιμωρίες, αλλά δεν υποχώρησε. Αντιθέτως, κήρυσσε την αλήθεια μέχρι θανάτου, έχοντας ως σύμμαχο και τον θείο Προκόπιο τον Δεκαπολίτη. Γι’ αυτόν τον λόγο και ξέσχισαν με σιδερένια νύχια όλο το σώμα του και τον τράχηλό του και τον έριξαν στη φυλακή. Έτυχε όμως και πέθανε ο τύραννος, οπότε ο όσιος ελευθερώθηκε. Κι από τη φυλακή βγαίνοντας, συνέχισε τον ίδιο τρόπο ζωής. Προετοίμαζε και καθοδηγούσε πολλούς στον δρόμο της αρετής και επανέφερε τους πλανηθέντες στην ορθόδοξη πίστη, μέχρις ότου με χαρά και με ευχαριστία εκδήμησε προς τον Θεό, τον Οποίο ποθούσε από βρέφους».  

Πάντοτε η ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας προβάλλει ως τρόπο ζωής κάτι που προκαλεί τη λογική του κοσμικού μη εν Θεώ ζώντος ανθρώπου, έστω κι αν χαρακτηρίζεται επιφανειακά χριστιανός: ότι δηλαδή η εγκράτεια ως περιορισμός των σαρκικών ηδονών αποτελεί την τρυφή του πιστού, η πτωχεία ως συνειδητή επιλογή συνιστά τον πλούτο του, η ακτημοσύνη ως άρνηση κατοχής οιωνδήποτε υλικών πραγμάτων, κυρίως δε εσωτερικής δέσμευσης σε αυτά, είναι η μεγάλη περιουσία του, η ταπείνωση είναι ο έπαινός του. Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο χριστιανός αγωνίζεται κατά του κεντρικού πάθους του ανθρώπου, της φιλαυτίας με όλα τα παρακλάδια της: της φιληδονίας, της φιλαργυρίας, της φιλοδοξίας, ώστε να τη μεταστρέψει και να την κάνει φιλοθεΐα και φιλανθρωπία. Δηλαδή κτυπά τα πάθη του με τις αντίστοιχες αρετές, ώστε μεταστρέφοντας με τη χάρη του Θεού τη φιλαυτία σε φιλοθεΐα και φιλανθρωπία, να βρει  το σημείο συντονισμού του με τη χάρη του Θεού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ζητούμενο πάντοτε είναι ο ίδιος ο Θεός και η χάρη Του στη ζωή του ανθρώπου και το μόνο σημείο που ο άνθρωπος βρίσκει όντως τον Θεό είναι η αγάπη. Από την άποψη αυτή δεν δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε ό,τι στο Γεροντικό για παράδειγμα διαβάζουμε για οσίους μας, που έλεγαν: «Πηγαίνω όπου υπάρχει κόπος και εκεί βρίσκω ανάπαυση».
Το παραπάνω σκεπτικό επισημαίνουμε και στην ασκητική ζωή του οσίου Βασιλείου. Ο υμνογράφος μας καθοδηγεί και μας λέει: «Επιθύμησες την πάνω από τον ανθρώπινο νου μακαριότητα του Θεού, γι’ αυτό και θεώρησες, θεσπέσιε, την εγκράτεια ως τρυφή σου, την πτωχεία ως πλούτο σου, την ακτημοσύνη ως μεγάλη περιουσία, την ταπείνωση ως έπαινό σου» («Της μακαριότητος της υπέρ νουν ορεγόμενος, ελογίσω, θεσπέσιε, τρυφήν την εγκράτειαν, την πτωχείαν πλούτον, την ακτημοσύνην περιουσίαν δαψιλή, και ευδοξίαν την μετριότητα») (στιχηρό εσπερινού).  Με άλλα λόγια κανείς δεν μπορεί να συναντηθεί αληθινά με τον Θεό, να νιώσει ζωντανή μέσα του τη χάρη του Πνεύματός Του, έχοντας μέσα του ενεργό το πάθος του εγωισμού με τα παρεπόμενά του. Κι από την άποψη αυτή καταλαβαίνει και την ευλογία της περιόδου της Σαρακοστής, που δίνει πάμπολλες αφορμές ελέγχου των ψεκτών παθών μας και μεταστρέψεώς τους σε ένθεα πάθη, δηλαδή σε αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο.
Ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, εκτός βεβαίως από την ασκητική διαγωγή του οσίου Βασιλείου, τονίζει σε αρκετούς ύμνους του κανόνα του και την ιδιαίτερη άθληση του οσίου στο θέμα των αγίων εικόνων. Η εποχή του οσίου Βασιλείου αυτό κυρίως αντιμετώπιζε, τη χριστολογική αίρεση των εικονομάχων με την τεράστια πολεμική που είχαν εξαπολύσει κατά των ορθοδόξων,  και εκεί αθλήθηκε ο όσιος: και με τη διδασκαλία του, αλλά και με το μαρτύριό του, από το οποίο πήρε και τον χαρακτηρισμό του ομολογητή. Ο υμνογράφος λοιπόν, συνθεωρώντας μαζί με τον όσιο Βασίλειο και τον μαθητή αυτού Προκόπιο Δεκαπολίτη (27 Φεβρουαρίου), σημειώνει κάτι πολύ ωραίο για τον αγώνα τους αυτόν υπέρ των αγίων εικόνων: σέβονταν οι όσιοι τις εικόνες, γιατί κρατούσαν όρθιο το κατ’ εικόνα Θεού της ψυχής τους. Η τιμή που απένειμαν δηλαδή στις εικόνες της Εκκλησίας μας ήταν η συνέχεια της τιμής που έδιναν στην εικόνα του Θεού μέσα στην καρδιά τους. Κι αυτό σημαίνει: αυτός που έχει ανοικτά τα μάτια της ψυχής του και βλέπει με σεβασμό τον χαρισματικό εαυτό του, τον αναγεννημένο από τη χάρη του Θεού στην Εκκλησία διά του αγίου βαπτίσματος και των λοιπών μυστηρίων, αυτός και μόνον μπορεί να στέκεται σωστά και απέναντι στις εικόνες, οι οποίες αισθητοποιούν τη ζωντανή παρουσία του Χριστού, της Παναγίας, των αγίων μέσα στην Εκκλησία μας. Συνεπώς κατά αντίστροφο τρόπο: οι πολέμιοι των εικόνων, αυτοί που ισχυρίζονται ότι πρόκειται περί «ειδωλολατρικών» πραγμάτων, είναι οι ίδιοι που πρώτα από όλα έχουν γκρεμίσει μέσα τους την εικόνα του Θεού και την αληθινή εικόνα και του ανθρώπου. «Τηρήσατε με ευσέβεια το κατ’ εικόνα της ψυχής, όσιοι, γι’ αυτό και αθληθήκατε στο μαρτύριο, σεβόμενοι την άχραντη εικόνα του Χριστού» («Τηρήσαντες ευσεβώς το κατ’ εικόνα της ψυχής, όσιοι, την του Χριστού άχραντον σέβοντες εικόνα ηθλήσατε» (ωδή γ΄).
Ο άγιος Θεοφάνης δεν φείδεται ύμνων, προκειμένου να προβάλει, όπως είπαμε, τη συνάθληση με τον όσιο Βασίλειο και του μαθητή του, οσίου Προκοπίου. Όχι ένας ή δύο, αλλά έξι ύμνοι μέσα στον κανόνα μιλούν για τον μαθητή, τον σύναθλο, τον σύμπνοο, τον ισόρροπο του οσίου Βασιλείου Προκόπιο. Για παράδειγμα: «Πέτυχες, πάτερ, τον συναθλητή και έμφρονα στρατιώτη, που πρόκοβε πάντοτε στις αρετές, μαζί με τον οποίο με χαρά αγωνίστηκες στο μαρτύριο της σταθεράς άθλησης» («Συνάθλου και στρατιώτου έμφρονος, Πάτερ, επέτυχες, ταις αρεταίς προκόπτοντος αεί μεθ’ ου χαίρων, πανόλβιε, της σταθηράς αθλήσεως διηγωνίσω το μαρτύριον») (ωδή α΄)∙ «Έχοντας την επωνυμία της ουράνιας βασιλείας, πορεύτηκες την οδό που οδηγεί σ’ αυτήν, αφού βρήκες σύμπνοο, δηλαδή ομόψυχο και ομόπιστο τον Προκόπιο» («Βασιλείας ως επώνυμος ουρανίου, την προς αυτήν απάγουσαν οδόν επορεύθης, σύμπνοον ευράμενος Προκόπιον») (ωδή δ΄). Γιατί ο ιδιαίτερος αυτός τονισμός; Χωρίς να αναφέρει επ’ αυτού κάτι ο άγιος Θεοφάνης, προφανώς έχει υπόψη του αυτό που ο λόγος του Θεού πάντοτε σημειώνει: «Αδελφός υπ’ αδελφού βοηθούμενος ως πόλις οχυρά», ο αδελφός όταν βοηθείται από αδελφό είναι σαν οχυρωμένη πόλη. Γιατί αν συμβεί οποιοδήποτε στραβοπάτημα, ο άλλος θα σπεύσει αμέσως σε βοήθεια. Γι’ αυτό «ουαί τω ενί». Αλίμονο στον ένα.

Α΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


«Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη ειπείν τη Θεοτόκω το Χαίρε»

Είναι γνωστό σε όλους ότι το ιστορικό υπόβαθρο του Ακαθίστου Ύμνου βρίσκεται στις αρχές του 7ου αι., όταν η Κωνσταντινούπολη σώθηκε με την επέμβαση της Θεοτόκου από τις επιθέσεις των Αβάρων. Το θεολογικό υπόβαθρο όμως και μάλιστα της πρώτης στάσης των Χαιρετισμών βρίσκεται στον Ευαγγελισμό της Παναγίας: την κλήση της από τον αρχάγγελο Γαβριήλ να γίνει η μητέρα του Θεού ως ανθρώπου. Και τον Ευαγγελισμό τονίζουν όλοι οι οίκοι της πρώτης στάσης. Ο πρώτος μάλιστα οίκος δείχνει πολύ καθαρά το νόημα των Χαιρετισμών: Άγγελος πρωτοστάτης, δηλαδή ο αρχάγγελος Γαβριήλ, στάλθηκε από τον Ουρανό, από τον Τριαδικό Θεό, να πει στη Θεοτόκο το Χαίρε. Η φράση αυτή αποτελεί το κλειδί θα λέγαμε για την κατανόηση όλων των Χαιρετισμών, όπως και μας διαμορφώνει συγκεκριμένη συμπεριφορά απέναντι στον Θεό μας.

1. Το Χαίρε προς την Θεοτόκο δεν το εφεύρε ανθρώπινος νους. Μπορεί τους Χαιρετισμούς να τους έγραψε ανθρώπινο χέρι (δεν έχει σημασία αν ήταν του Πατριάρχη Σεργίου, του ποιητή Γεωργίου ή άλλου), αλλά εκείνος που τους δίδαξε ήταν άγγελος Κυρίου: ο Γαβριήλ απευθύνεται στην Παναγία κατά τον Ευαγγελισμό της με τα γνωστά λόγια: «Χαίρε Κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά Σου».

2. Κι είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γαβριήλ δεν ήταν απλός άγγελος.  «Πρωτοστάτης» άγγελος, αρχάγγελος, στάλθηκε προκειμένου να μεταφέρει το μήνυμα στη Θεοτόκο, πράγμα που σημαίνει ότι λόγω της σπουδαιότητος του μηνύματος: του ερχομού του ίδιου του Θεού στον κόσμο,  έχουμε και σπουδαίο αγγελιοφόρο. Όπως συμβαίνει και με τα ανθρώπινα: όταν έχουμε σπουδαία και σημαντικά γεγονότα όχι απλός εκπρόσωπος του κράτους, αλλά ο ίδιος ο υπουργός ή ο πρωθυπουργός ή και ο Πρόεδρος ακόμη απευθύνεται με μήνυμα στον λαό, έτσι και εδώ. Η σπουδαιότητα λοιπόν του μηνύματος εξηγεί και την παρουσία του Πρωτοστάτη αγγέλου.

3. Μα τελικώς ούτε κι ο αρχάγγελος είναι ο «εφευρέτης» των Χαιρετισμών της Παναγίας. Γιατί δεν ήλθε από μόνος του ο Γαβριήλ. «Ουρανόθεν επέμφθη», που σημαίνει ότι ο ίδιος ο Θεός μας τον έστειλε να χαιρετίσει την Παναγία, συνεπώς ο χαιρετισμός σ’ Αυτήν είναι η στάση του Θεού έναντι της κόρης της Ναζαρέτ. Έτσι οι Χαιρετισμοί δεν είναι απλώς η έκφραση της αγάπης μας, ημών των πιστών, απέναντι στη Μάνα του Θεού μας, αλλά η συμμετοχή και η συστράτευσή μας στην κίνηση και την ενέργεια του Θεού και των Αγγέλων έναντι Αυτής. Με τους Χαιρετισμούς δηλαδή φανερώνουμε όχι μόνο ότι τιμούμε την Παναγία, αλλά και ότι πιστεύουμε στον Τριαδικό Θεό μας. Άνθρωπος που αρνείται το Χαίρε στην Παναγία γίνεται τελικώς θεομάχος.

4. Τι είλκυσε τον Θεό σε μία τέτοια στάση έναντι μίας μικρής κόρης; Ασφαλώς η πίστη της κι η υπακοή της σ’ Εκείνον, η αγνότητα της ζωής της, η μεγάλη της ταπείνωση. Όλη η ζωή της Παναγίας συνιστά ένα  ν α ι  στο θέλημα του Θεού. «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου». Ο ίδιος ο λόγος του Θεού ήδη από την Παλαιά Διαθήκη δεν αποκαλύπτει ότι ο Θεός επιβλέπει πάντοτε προς τον αγνό και υπάκουο στο θέλημά Του άνθρωπο; «Προς τίνα επιβλέψω αλλ’ ή επί τον ταπεινόν και ησύχιον, και ακούοντά μου τους λόγους και τρέμοντα αυτούς;» Όπου λοιπόν υπάρχει άνθρωπος που βρίσκεται σε ετοιμότητα αποδοχής του θελήματος του Θεού εν ταπεινώσει, βλέπει τον Θεό να τον σκέπει και να του προσφέρει πλούσια τη χάρη Του, κι ακόμη ο Παντοδύναμος να υπηρετεί και να χαιρετίζει το πλάσμα Του! Γιατί ο άνθρωπος αυτός Του προκαλεί την πιο μεγάλη χαρά.  Και τέτοιος άνθρωπος κατά μοναδικό τρόπο υπήρξε η πάναγνη κόρη της Ναζαρέτ, η ζωή της οποίας ήταν μία αδιάκοπη χαρά και ευαρέσκεια σ’ Εκείνον.

Χαιρετίζουμε λοιπόν την Παναγία μας με την αγαπημένη ακολουθία των Χαιρετισμών, ομολογώντας ταυτόχρονα και την πίστη μας στην Αγία Τριάδα.  Αλλά κατανοούμε ότι δεν φτάνει μόνο η δοξολογική διάθεσή μας απέναντί της κι απέναντι στον Θεό μας. Το σημαντικότερο είναι η ευθύνη που μας προκαλεί η ζωή της. Γιατί είμαστε κλημένοι κι εμείς να ζούμε με αντίστοιχο προς τον δικό της τρόπο ζωής, που θα πει να ζούμε με τέτοια καθαρότητα, πίστη και υπακοή στον Θεό, ώστε ανά πάσα στιγμή η παρουσία μας να αποτελεί πρόκληση χαράς για Εκείνον. Αλλά να χαίρεται ο Θεός για εμάς τι άλλο θα σημαίνει κατά το πρότυπο της Παναγίας μας από τη χάρη του «μορφωθήναι Χριστόν (και) εν ημίν

 

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΤΑΡΑΣΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ (25 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)

«Ο άγιος Ταράσιος δογμάτισε την προσκύνηση των σεπτών και αγίων εικόνων και δι’ αυτού η βασιλική αρχή και ρωμαϊκή εξουσία επανήλθε προς τις σεπτές παραδόσεις των αγίων Αποστόλων και των Οικουμενικών Συνόδων και η αγία Εκκλησία ενώθηκε με τα υπόλοιπα Πατριαρχεία. Έζησε ο Ταράσιος ευσεβώς και έγινε αξιοσέβαστος στους βασιλείς, ενώ ίδρυσε και ιερό μοναστήρι πέραν του στενού, όπου συνάθροισε πλήθη μοναστών. Υπήρξε πολύ ελεήμων στους πτωχούς, διακυβέρνησε καλώς την Εκκλησία επί είκοσι δύο έτη και δύο μήνες και τελειώθηκε εν ειρήνη, οπότε και κατατέθηκε το σκήνωμά του στο μοναστήρι που κτίστηκε από τον ίδιο. Ήταν σωματικά κατά πάντα όμοιος με τον Θεολόγο Γρηγόριο, εκτός από την ηλικία και την ουλή κάτω από τον οφθαλμό. Διότι δεν ήταν εντελώς μεγάλος στα χρόνια. Η σύναξή του τελείται στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία».

Τρία είναι τα επίπεδα που προβάλλει η υμνολογία της εορτής του αγίου Ταρασίου: πρώτον η πνευματική ασκητική του διαγωγή, διά της οποίας υπερέβη τα πάθη της σαρκός και έζησε θεωρητικό αγγελικό βίο («όλο το γεώδες των παθών της σαρκός το απέβαλες με τους κόπους της εγκρατείας, Ταράσιε, και έζησες επί γης βίο ισάγγελο»: «όλον της σαρκός σου το γεώδες απέθου εγκρατείας πόνοις, Ταράσιε, και βίον ισάγγελον επί γης διήνυσας») (ωδή η΄), δεύτερον η ορθόδοξη διαποίμανση του ποιμνίου του, με το κήρυγμα των ορθοδόξων δογμάτων, κυρίως της προσκυνήσεως των αγίων εικόνων, και την καταπολέμηση των αιρέσεων («Στερέωσες, Ταράσιε, την ταραγμένη διάνοια των πιστών,  στη άσειστη πέτρα της ορθοδοξίας, και τράνταξες τα θεμέλια της πλάνης και κατέβαλες τις βάσεις των αιρέσεων»: «Ίδρυσας, Ταράσιε, ορθοδοξίας εις άσειστον πέτραν την διάνοιαν, σαλευομένην, βροτών, και εδόνησας θεμέλια της πλάνης και τας των αιρέσεων βάσεις κατέβαλες») (ωδή α΄) «τη βασιλεύουσα διαποίμανες ορθόδοξα, διώχνοντας μακριά τα θηρία των αιρέσεων, θεόπνευστε, και διατρανώνοντας την προσκύνηση των σεπτών εικόνων»: «την βασιλεύουσαν ορθοδόξως εποίμανας, απελάσας θήρας αιρέσεων, θεόπνευστε, την των σεπτών εικόνων τρανώσας προσκύνησιν») (κάθισμα όρθρου),  τρίτον η τεράστια φιλανθρωπική του δράση υπέρ των πτωχών και αναγκεμένων συνανθρώπων του, καρπός της γεμάτης έλεος και αγάπη καρδιάς του («έχοντας την προαίρεσή σου σαν ανεξάντλητο ποτάμι ελέους, ανέβλυσες τους αέναους κρουνούς της ευεργεσίας στους αναγκεμένους»: «ρείθρον την προαίρεσιν ελέους ανεξάντλητον έχων, ιεράρχα, δεομένοις, της ευποιϊας τους αενάους κρουνούς έβλυσας») (ωδή ε΄), που συνεχιζόταν και με τα διάφορα θαύματά του («σαν μέγας ήλιος φωταγείς πάντοτε το πλήρωμα της οικουμένης με τις λάμψεις των δογμάτων σου και των θαυμάτων σου»: «ώσπερ μέγας ήλιος ταις των δογμάτων και θαυμάτων λάμψεσι φωταγωγείς διαπαντός της οικουμένης το πλήρωμα») (κοντάκιον). 

Ο σεμνός υμνογράφος του αγίου Ταρασίου Γεώργιος μάλιστα, γνωστός υμνογράφος της Εκκλησίας μας, θέλοντας να προβάλει ζωντανά και παραστατικά το μέγεθος της αγιότητάς του στους πιστούς, τον παρουσιάζει ως ζωντανή εικόνα και στήλη  που στέκει ενώπιόν μας καλώντας μας να τον ακολουθήσουμε σε ό,τι αυτός πάλεψε να έχει στη ζωή του: την πίστη και τις αρετές. «Στέκεσαι μπροστά μας, σαν γεμάτη πνοή εικόνα και ζωντανή στήλη των αρετών και της πίστεως, Ταράσιε, φωνάζοντας αδιάκοπα με τα έργα και τα λόγια σου, σοφέ, και προτρέπεις όλους τους πιστούς να μιμηθούν εσένα» («Έμπνους ως εικών και στήλη, Ταράσιε, ζώσα προκείμενος αρετών και πίστεως, βοάς απαύστως έργοις και λόγοις, σοφέ, και προς οικείαν μίμησιν πάντας προτρέπεις πιστούς») (ωδή θ΄). Ο υμνογράφος με τον τρόπο αυτό διακηρύσσει την παρρησία στον Θεό του αγίου Ταρασίου. Διότι μόνον ένας που έχει γίνει χριστομίμητος, σαν τον απόστολο Παύλο, μπορεί να έχει το θάρρος να καλεί και τους άλλους να τον ακολουθήσουν στον τρόπο της ζωής του. Όπως δηλαδή ο απόστολος έλεγε «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού», κατά τον ίδιο τρόπο και ο άγιος Ταράσιος: προέτρεπε τους πιστούς να τον μιμηθούν. Σε αποστολικά ύψη λοιπόν η ζωή του, όπως μας τον παρουσιάζει η Εκκλησία μας.

Κι είναι εκπληκτικό από τη ζωή του, όπως το διαπιστώνουμε και στους μεγάλους Ιεράρχες και Πατέρες της Εκκλησίας μας, το γεγονός ότι παρ’ όλες τις απασχολήσεις του ως αρχιεπίσκοπος, έβρισκε χρόνο για τις εμβριθείς μελέτες του στην Αγία Γραφή – τι ωραία μας δίνει τη διάσταση αυτή ο ύμνος της ακολουθίας του (ωδή γ΄): «Εισέδυσες στον βυθό της θεόπνευστης Γραφής, Ταράσιε σοφέ, κι από εκεί ανείλκυσες τον πολύτιμο μαργαρίτη» («Γραφής εις βυθόν της θεοπνεύστου εισδύσας, Ταράσιε σοφέ, εντεύθεν τον πολύτιμον μαργαρίτην ανείλκυσας») – όπως και το ότι δεν σκλήρυνε την καρδιά του η θεσμική διοικητική του θέση. Η καρδιά του κρατήθηκε ανέπαφη, γεμάτη σπλάχνα οικτιρμών προς όλους τους ανθρώπους, κατεξοχήν μάλιστα προς τους πτωχούς και τους ενδεείς. Το σημειώσαμε και παραπάνω: η καρδιά και η προαίρεσή του ήταν «ανεξάντλητο ποτάμι ελέους και αγάπης». Πόσο πρέπει να τον έχουμε παράδειγμα τον άγιο όλοι οι πιστοί, και μάλιστα εκείνοι που κατέχουν  μεγάλα αξιώματα, είτε στην Εκκλησία είτε στην πολιτεία. Διότι αν τα αξιώματα δεν μας κάνουν πιο σάρκινη την καρδιά μας και δεν θεωρούνται αναβαθμός για μείζονα αγάπη, ασφαλώς δεν έχουν κανένα νόημα. Κι ίσως θεωρηθούν και η καταδίκη μας.

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Η ΠΡΩΤΗ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΑ ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ (24 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)


 
«Η τίμια και σεβάσμια και στους αγγέλους κεφαλή πρώτα μεν βρέθηκε, κατ’ ευδοκία και φανέρωση του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, από δύο μοναχούς στην οικία του Ηρώδη, όταν ήλθαν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον ζωηφόρο τάφο του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Από τους μοναχούς αυτούς την έλαβε κάποιος κεραμέας και την μετέφερε στην πόλη των Εμεσηνών. Επειδή αισθανόταν χαρά κι ευτυχία  στην καρδιά του μέσω αυτής ο κεραμέας, την τιμούσε εξαιρετικά. Έπειτα επειδή επρόκειτο να πεθάνει, την άφησε στην αδελφή του, αφήνοντας την εντολή να μην την μετακινεί ούτε να την ανοίγει, παρά μόνον να την τιμά. Και μετά τον θάνατο της γυναίκας, πολλοί δέχτηκαν την κεφαλή διαδοχικά ο ένας μετά τον άλλον. Τελευταία από όλους η κεφαλή του Προδρόμου περιήλθε σε κάποιο μοναχό και πρεσβύτερο Ευστάθιο, που ανήκε στην κακοδοξία των Αρειανών. Αυτός εκδιώχτηκε από τους ορθοδόξους από το σπήλαιο στο οποίο κατοικούσε, διότι καπηλευόταν τις ιάσεις που γίνονταν διά της τιμίας κάρας, λέγοντας ότι οφείλονται στην κακόδοξη πίστη του, γι’ αυτό κατά θεία οικονομία φεύγοντας άφησε την κάρα του θείου Προδρόμου στο σπήλαιο. Ήταν λοιπόν κρυμμένη εκεί, μέχρι των χρόνων του Μαρκέλλου, που ήταν αρχιμανδρίτης, επί της βασιλείας του Ουαλεντιανού του νέου και του επισκόπου Εμέσης Ουρανίου. Τότε ακριβώς, επειδή αποκαλύφθηκαν πολλά γι’ αυτήν, βρέθηκε να είναι σε υδρία, οπότε εισήχθη στην Εκκλησία από τον επίσκοπο Ουράνιο, ενεργώντας πολλές ιάσεις και θαύματα. Τελείται δε η σύναξη για την εύρεση της κάρας στο αγιότατο Προφητείο του Προδρόμου, που βρίσκεται στην περιοχή του Φωρακίου».

Αφορμή και πάλι για την Εκκλησία μας η εύρεση της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου, προκειμένου να τονίσει τη σπουδαία θέση του μεταξύ όλων των αγίων: να θυμηθούμε οι πιστοί ότι ήταν εκείνος που «κήρυξε τη σωτήρια έλευση του Σωτήρος Χριστού, κατενόησε την πτήση του αγίου Πνεύματος που σκήνωσε σ’ εκείνον, κατά το βάπτισμα του Κυρίου, που μεσίτευσε μεταξύ της Παλαιάς και της Νέας χάριτος» (στιχηρό εσπερινού) ότι ήταν εκείνος που «όταν παρανόμησε ο Ηρώδης τον έλεγξε και γι’ αυτό ως παράφρων ο δειλός του έκοψε την κεφαλή»(κάθισμα όρθρου) ότι ήταν εκείνος που «σφράγισε την Παλαιά Διαθήκη και υπήρξε το τέλος των προφητών, ενώ ετοίμασε τον δρόμο της καινής» (ωδή δ΄) ότι τέλος υπήρξε εκείνος που «φάνηκε με τη δύναμη και το πνεύμα του προφήτη Ηλία σαν ακράδαντος πύργος» (ωδή ε΄) ενώ υμνήθηκε από τον Κύριο «ως ο μεγαλύτερος από όλους τους ανθρώπους» (ωδή ζ΄).

Πέραν όμως αυτών. Η υμνολογία της Εκκλησίας μας σήμερα έρχεται να μας εξηγήσει γιατί ο Κύριος θέλησε να τον φανερώσει από την κρυμμένη στη γη για πολλά χρόνια θέση του. Κι η εξήγηση που προσάγει είναι διπλή: αφενός να κηρύξει εκ νέου μετάνοια  στους ανθρώπους, αφετέρου να γίνει ίαμα γι’ αυτούς με τα διάφορα θαύματά του. Με άλλα λόγια η εύρεση της κεφαλής του τιμίου Προδρόμου κατανοείται μέσα στα πλαίσια της ευεργεσίας του Χριστού στον πιστό λαό του, αποτελεί δηλαδή δώρο Του στην Εκκλησία, γιατί θέλει και να τον παρηγορήσει στον κόσμο τούτο με τα ιάματα που προσφέρει δια της κάρας του Ιωάννου, και να τον βοηθήσει και πάλι να βρει τον αληθινό δρόμο της ζωής, που δεν είναι άλλος από τον δρόμο της μετανοίας και του αγιασμού. Οι πολλές αναφορές του υμνογράφου επί των παραπάνω συγκεφαλαιώνονται θα λέγαμε στους στίχους του συναξαρίου: «Από τη γη φανερώνει ο Πρόδρομος τη σεβάσμια κάρα του, προτρέποντας πάλι να κάνουμε καρπούς άξιους της μετάνοιας. Πρόδρομε, συ που βάπτισες παλιά τον λαό στις πηγές των υδάτων, συ τώρα που φάνηκες από τη γη, βάπτιζέ τον στις πηγές των θαυμάτων» («Εκ γης προφαίνει Πρόδρομος σεπτήν Κάραν, καρπούς παραινών αξίους ποιείν πάλιν. Ο Βαπτίσας πριν υδάτων πηγαίς όχλους, γήθεν φανείς βάπτιζε πηγαίς θαυμάτων»).

Αλλ’ είπαμε, οι αναφορές του υμνογράφου είναι πάμπολλες: δεν μπορεί να κάνει οιαδήποτε αναφορά στον άγιο Ιωάννη, χωρίς να νιώσει την ανάγκη να μιλήσει για το πρώτιστο έργο του Προδρόμου, το κήρυγμα της μετανοίας. Προσαρμόζει όμως το έργο αυτό στα δεδομένα της εποχής του, και κάθε εποχής βεβαίως, όσο κι αν είναι σύγχρονη. «Στάλθηκε ο Πρόδρομος σαν φωνή ανθρώπου που φωνάζει στις έρημες καρδιές, εγκεντρίζοντας σ’ αυτές την ευσεβή πίστη του Υιού του Θεού, του αληθινού Θεού» («Απεστάλη βοώντος φωνή ο Πρόδρμος ταις ερήμοις καρδίαις, την του Υιού του Θεού πίστιν ευσεβή εγκεντρίζων του όντως Θεού») (ωδή η΄). Κι είναι ευνόητο για τον άγιο υμνογράφο ότι μιλώντας για τη μετάνοια μιλάμε για την οδό αγιασμού των ανθρώπων, που οδηγεί στο να γίνει ο άνθρωπος κατοικητήριο του Τριαδικού Θεού. Εκεί οδηγεί η μετάνοια και ο αγιασμός: όχι απλώς να γίνει ο άνθρωπος ένας καλός άνθρωπος – πολλοί «καλοί» άνθρωποι από ό,τι μας λένε οι άγιοί μας θα βρεθούν στην κόλαση, σε αρνητική δηλαδή σχέση με τον Θεό – αλλά να γίνει μία φανέρωση Εκείνου, μία ζωντανή παρουσία της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο. «Ετοιμάστε, λέει και τώρα (που φανερώθηκε η κεφαλή του) ο Πρόδρομος, την οδό του Κυρίου, διά της αγιότητος. Διότι αυτός θα έλθει μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα και θα κατοικήσει αιωνίως στις καρδιές μας» («Ετοιμάσατε, φάσκει και νυν ο Πρόδρομος, του Κυρίου την τρίβον, δι’ αγιότητος ούτος γαρ ελθών, συν Πατρί και Πνεύματι, ταις ημών καρδίαις οικήσει εις αιώνας») (ωδή η΄).

Είναι περισσότερο από σαφές έτσι ότι η εύρεση της κεφαλής του τιμίου Προδρόμου λειτουργεί κατεξοχήν εισαγωγικά και αφυπνιστικά προς την περίοδο που ήδη εισήλθαμε: τη Σαρακοστή. Δεν υπάρχει καλύτερη προετοιμασία μας γι’ αυτήν, περίοδο νηστείας και εγκρατείας, πνευματικής αφύπνισης και κατάνυξης, από ό,τι μας προβάλλει η τεράστια προσωπικότητα του αγίου Ιωάννου. Κι ακριβώς αυτό επισημαίνει μεταξύ άλλων και η υμνολογία της Εκκλησίας: «Ανέτειλε με λαμπρότητα η τίμια κάρα σου από τους άδυτους κόλπους της γης, Πρόδρομε Ιωάννη…Σε παρακαλούμε να μας δώσεις λύση στα δεινά της ζωής μας, όπως και να διανύσουμε τον καιρό της εγκράτειας καρποφόρα με τις πρεσβείες σου» («Λαμπροφανής ανέτειλεν η τιμία σου κάρα, εκ των αδύτων κόλπων γης, Πρόδρομε Ιωάννη…Δυσωπούμεν σε των δεινών ευρείν λύσιν και τον καιρόν ευμαρώς ανύσαι της εγκρατείας, πρεσβείαις σου») (εξαποστειλάριον όρθρου). Και στους αίνους διαβάζουμε: «Άνοιξε τα προπύλαια της εγκράτειας η πάνσεμνη κεφαλή σου, πανεύφημε, και παρέθεσε σε όλους γλυκύτατη ευχαρίστηση των θείων χαρισμάτων. Σ’ αυτά τα θεία χαρίσματα αν μετέχουμε με πίστη, γλυκαίνουμε την τραχύτητα της νηστείας» («Ήνοιξε προπύλαις της εγκρατείας η πάνσεμνος κεφαλή σου, πανεύφημε, και τρυφήν προέθηκεν ηδυτάτην πάσι θείων χαρισμάτων ων περ μετέχοντες πιστώς, το της νηστείας τραχύ γλυκαίνομεν»).

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ (23 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)




«Ο άγιος Πολύκαρπος μαθήτευσε στον Θεολόγο και Ευαγγελιστή Ιωάννη μαζί με τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο. Μετά τον Βουκόλο, τον αγιότατο επίσκοπο Σμύρνης, χειροτονήθηκε από τους επισκόπους, αφού είχε προφητεύσει την είσοδό του στην ιερωσύνη ο μακάριος Βουκόλος. Συνελήφθη κατά τον διωγμό του Δεκίου και οδηγήθηκε στον ανθύπατο. Έκανε τον μαρτυρικό αγώνα του μέσα από τη φωτιά και έγινε δημιουργός εξαίσιων θαυμάτων. Διότι και προ της ιερωσύνης του γέμισε με την προσευχή του τις αποθήκες σίτου της γυναίκας που τον έθρεψε, τις οποίες προηγουμένως είχε αδειάσει για να καλύψει τις ανάγκες των πτωχών. Κι ακόμη σταμάτησε την ορμή μιας πυρκαϊάς, μετά την ανάρρησή του στην ιερωσύνη, όπως και με την ικεσία του προς τον Κύριο κατέβασε βροχή στην ξεραμένη γη και πάλι τη σταμάτησε, όταν έβρεχε διαρκώς. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία».

Η χριστοκεντρικότητα της ζωής του αγίου Πολυκάρπου είναι το κύριο στοιχείο που θίγει η υμνολογία της εορτής του. Αξιοποιώντας ο υμνογράφος το ίδιο το όνομά του: Πολύκαρπος, βλέπει τον άγιο ως  το πολύκαρπο στάχυ, που βλάστησε από τον σπόρο που φύτευσε στη γη ο Χριστός, όπως και ως το πολύκαρπο κλήμα που προεκτείνει την άμπελο Χριστό. Ήδη από τα πρώτα στιχηρά του εσπερινού ακούμε: «Όταν ο καρπός της Παρθένου και πηγή ζωής σπόρος έπεσε στη γη, τότε βλάστησε σένα ως πολύκαρπο στάχυ» («Ότε της Παρθένου ο καρπός και ζωαρχικώτατος σπόρος εις γην ενέπεσε, τότε σε πολύκαρπον στάχυν εβλάστησε»)∙ «Όταν υψώθηκε πάνω στο ξύλο του Σταυρού η αληθινή άμπελος που κρεμάστηκε, τότε άπλωσε εσένα ως κατάκαρπο κλήμα, που κόπηκε από το δρεπάνι του σεπτού μαρτυρίου» («Ότε επί ξύλου τουο Σταυρού, η αληθινή κρεμασθείσα υψώθη άμπελος, τότε σε κατάκαρπον κλήμα εξέτεινε, τη δρεπάνη τεμνόμενον σεπτού μαρτυρίου»). Ο υμνογράφος με άλλα λόγια κατανοεί τον άγιο Πολύκαρπο όχι ως ένα ήρωα απλώς της πίστεως, αλλά ως προέκταση της ζωής και της σταυρώσεως του Κυρίου, ως τίμιο μέλος του αγίου σώματός Του, ως ένα με Εκείνον, συνεπώς στο πρόσωπο του αγίου Πολυκάρπου βλέπει τον ίδιο τον Κύριο.

Γι’ αυτό και επιμένει στην πραγματικότητα αυτή και με άλλες εικόνες. Στην α΄ ωδή για παράδειγμα παρουσιάζει τον άγιο ως μία στήλη που έχει γραμμένο πάνω της όχι με μελάνι, αλλά με το Πνεύμα του Θεού, το Ευαγγέλιο της θείας χάρης. Ο άγιος Πολύκαρπος είναι ένα ζωντανό ευαγγέλιο: και μόνο βλέποντάς τον είναι σα να βλέπει κανείς τη ζωή του Χριστού. «Νόμου καινού στηλογραφία συ γέγονας, εγγεγραμμένον έχουσα, Πάτερ, ου μέλανι, αλλά Πνεύματι θείω, της χάριτος της θείας το Ευαγγέλιον». Η επισήμανση εν προκειμένω του αγίου Θεοφάνη του υμνογράφου, ότι με το Πνεύμα του Θεού είναι γραμμένο στον άγιο το ευαγγέλιο, ότι δηλαδή με το Πνεύμα του Θεού φανερώνει τον Χριστό, είναι εξόχως σημαντική. Διότι μας θυμίζει ότι κανείς δεν γνωρίζει και δεν συνδέεται με τον Χριστό, ερήμην του αγίου Πνεύματος, συνεπώς εκτός της Εκκλησίας. Μόνον ο εν τη Εκκλησία ζων και ενεργούμενος από το Πνεύμα το Άγιον μπορεί να είναι και με τον Χριστό. «Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω» κατά τον λόγο και του αποστόλου Παύλου.

Ο άγιος Θεοφάνης  δεν παύει να τονίζει -  εκτός βεβαίως της μαθητείας του Πολυκάρπου στον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, από τον οποίο, λέγει, ότι δέχτηκε και τα ρείθρα της ζωής σαν από χείμαρρο: «Δέχτηκες το ρείθρο της ζωής σαν από χείμαρρο τρυφής, όσιε, γιατί μαθήτευσες στον αγαπημένο μαθητή που άντλησε από τον Χριστό την άβυσσο της σοφίας» (ωδή ε΄) – και το μαρτύριο αίματος του αγίου. Δεν πρέπει μάλιστα να ξεχνάμε ότι το μαρτύριο του αγίου Πολυκάρπου καταγράφηκε απαρχής σ’ ένα μικρό κείμενο, λίγο μετά την αποτομή της κεφαλής του, από ένα Σμυρναίο χριστιανό, ονόματι Μαρκίωνα, και επέδρασε καταλυτικά στη μετέπειτα Παράδοση της Εκκλησίας ως προς την κατανόηση γενικώς του μαρτυρίου και της θεολογίας αυτού. Το μαρτύριο λοιπόν του αγίου τονίζεται επαρκώς από τον άγιο υμνογράφο. Δίνει όμως και τις βαθύτερες διαστάσεις του: ο άγιος Πολύκαρπος μαρτύρησε βεβαίως, αλλά προ του μαρτυρίου του ήδη μαρτυρούσε ως προς τη συνείδησή του, δηλαδή τηρώντας τις εντολές του Κυρίου. Που σημαίνει: κανείς δεν φτάνει στο σημείο ολοκληρωτικής θυσίας, χωρίς να είναι έτοιμος εσωτερικά γι’ αυτό.  «Πρόσφερες ολόκληρο τον εαυτό σου στον Χριστό, σαν ζωντανή θυσία, με την άσκηση του μαρτυρίου σου, παμμακάριε, αφού προηγουμένως προαθλήθηκες στο μαρτύριο της συνειδήσεως» («Ολόκληρον σαυτόν Χριστώ προσήγαγες ως ζώσαν θυσίαν τω μαρτυρίω, συνειδήσεως μαρτύριον  προαθλήσας, παμμάκαρ, δι’ ασκήσεως») (ωδή γ΄). Κι ακόμη: Πριν ριχτεί στη φωτιά για να καεί, έκαιγε μέσα του η φλόγα της δόξας του αγίου Πνεύματος. Συνεπώς η αισθητή φωτιά ολοκλήρωσε την τελείωσή του που ήδη βρισκόταν σε εξελικτική πορεία διά του Πνεύματος του Θεού. «Με λαμπρό τον νου από τη δόξα του αγίου Πνεύματος, όσιε, σαν να φλεγόσουν, για να το πούμε συμβολικά, από τη φωτιά Εκείνου, μυήθηκες σαφώς στην τελείωσή σου, θεόφρον, μέσα από την αισθητή φωτιά» («Αίγλη του Πνεύματος συ καταλαμπόμενος τον νουν,  όσιε, συμβολικώς, πυρί φλεγομένω, σαφώς εμυήθης την διά πυρός σου, θεόφρον, τελείωσιν») (ωδή ε΄).

Δεν παραξενευόμαστε λοιπόν που η υμνολογία μας αφενός στέκεται με σεβασμό απέναντι στο παράδοξο: να βλέπει σε βαθύ γήρας νεανική ανδρεία και υψηλό φρόνημα («Επέδειξες νεανική ανδρεία σε βαθύτατο γήρας, με τη δύναμη του Σταυρού, και ανάστησες το φρόνημά σου για τους θείους αγώνες») (ωδή η΄), δείγμα ότι τα νειάτα δεν βρίσκονται πρωτίστως στην ηλικία αλλά στην καρδιά, αφετέρου τον παραλληλίζει με τους αγίους τρείς παίδας εν τη καμίνω και τον χαρακτηρίζει «αγγέλων ισοστάσιον και αποστόλων σύσκηνον» (εξαποστειλάριον). «Με στέρεο λογισμό μπήκες μέσα στην καιόμενη φλόγα, ένδοξε, όπως οι τρεις παίδες που δρόσισαν το καμίνι με την άυλη φωτιά» («Στερρώ λογισμώ καιομένης της φλογός επέβης, ένδοξε, ως οι τρεις παίδες οι την κάμινον πυρί αϋλω δροσίσαντες») (ωδή ζ΄).


 

Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2015

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ


«Η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν»
(Ρωμ. 13, 12)
 
α. Παραμονή της εισόδου μας στη Μ. Σαρακοστή και η Εκκλησία μας με τα αναγνώσματά της μάς τονίζει τα στοιχεία που κυρίως ζούμε την περίοδο αυτή: τη μετάνοια, την εντονότερη προσευχή, τη νηστεία, την ελεημοσύνη. Μας τονίζει δηλαδή όλα εκείνα που δεν έκαναν οι προπάτορές μας και γι’ αυτό έχασαν τον Παράδεισο. Ας θυμηθούμε μάλιστα ότι ακριβώς σήμερα η Εκκλησία αυτό προβάλλει: την τραγωδία της έξωσης των πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο. Κι έρχεται ιδιαιτέρως το αποστολικό ανάγνωσμα από την προς Ρωμαίους επιστολή του αποστόλου Παύλου να μας ξυπνήσει από τον πνευματικό λήθαργο: «Η νύχτα όπου να ‘ναι φεύγει, και η μέρα κοντεύει να ‘ρθει». Γι’ αυτό και «ώρα ημάς ήδη εξ ύπνου εγερθήναι» (Ρωμ. 13, 11). Ο απόστολος χρησιμοποιεί την καθημερινή εικόνα της έγερσης από τον ύπνο ενόψει της ημέρας που έρχεται για να μας μιλήσει για τα πνευματικά. Τρία στοιχεία συνιστούν τον ερχομό αυτό: ο (πνευματικός) ύπνος, η έγερση, η ώρα.

β. 1. 1. Ο (πνευματικός) ύπνος:  Είναι η κατάσταση κατά την οποία ο άνθρωπος ζει τη ζωή αυτή χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τον Θεό. Τον απασχολούν όλα τα επίγεια θέματα, μετέχει ενδεχομένως σε όλα αυτά, αλλά χωρίς Θεό. Κι αυτό σημαίνει ότι σε πνευματικό ύπνο βρισκόμαστε όταν
- ενδιαφερόμαστε μόνο για το τι θα φάμε, τι θα πιούμε, με τι θα ντυθούμε,
- μας ενδιαφέρει αποκλειστικά η επαγγελματική καριέρα και η θέση μας,
- μας απορροφά το κυνηγητό του χρήματος ή ίσως μόνο η ίδια η οικογένειά μας, πράγματα που επιτείνονται από τον «άθεο» μάλλον περίγυρό μας, όπως π.χ. το βλέπουμε με τα Μ.Μ.Ε. κυρίως την τηλεόραση.
Οι περιπτώσεις αυτές είναι περιπτώσεις πνευματικού θανάτου. Όπως στον ύπνο έχουμε έναν μικρό θάνατο, έτσι και στον πνευματικό. Ο ίδιος ο Κύριος χαρακτήρισε την ασωτία του υιού της παραβολής του ασώτου ως κατάσταση θανάτου και απώλειας.

2. Έγερση: Η διέξοδος είναι η έγερση, να ξυπνήσει δηλαδή από τον πνευματικό ύπνο και να ζει έτσι ώστε ο Θεός να προσδιορίζει τη ζωή του. Κι αυτό σημαίνει ενεργοποίηση του βαπτίσματος: επανεύρεση του ενδύματός μας που είναι ο Χριστός. «Ενδύσασθε τον Ιησούν Χριστόν». Αφ’ ης στιγμής ο Χριστός ήλθε στον κόσμο η πνευματική έγερση του ανθρώπου είναι γεγονός. Δεν μπορούμε να ζούμε σαν να μην έχει έλθει. Ο χριστιανός είναι πια ξύπνιος και παλεύει διαρκώς να φανερώνει τον Χριστό στη ζωή του. Αυτή είναι και η αληθινή έννοια της εξυπνάδας. Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε έξυπνο εκείνον που καταλαβαίνει σ’ ένα βαθμό το βάθος και το πλάτος ίσως της ζωής. Μα αληθινά έξυπνος είναι εκείνος που βλέπει το πραγματικό βάθος της ζωής, δηλαδή τις ενέργειες του ίδιου του Θεού. Κι αυτή η εγρήγορση συνιστά το μυστήριο της συμμετοχής του ανθρώπου στη διαρκή έγνοια και αγάπη του Χριστού για τον κόσμο, συμμετοχή που οδηγεί στη σωτηρία του ανθρώπου αφού τον κοινωνεί με τον Χριστό.

3. Ώρα: Ποια είναι η κατάλληλη ώρα για να ξυπνήσει κανείς; Μα το κάθε τ ώ ρ α.  Η κάθε στιγμή, ανάλογα με το πώς τη ζούμε, αποκαλύπτει το έξυπνο (=ξυπνητό) ή τον ύπνο μας. Και τούτο γιατί αφενός ο θάνατος είναι διαρκώς μπροστά μας, αφετέρου επίκειται ανά πάσα στιγμή η ώρα της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου. Αυτό τονίζει και ο απόστολος στο ανάγνωσμα. Διότι μετά τον ερχομό του Χριστού στην πρώτη Του παρουσία έχουμε εισέλθει στα λεγόμενα έσχατα, στους τελευταίους χρόνους. Η κάθε στιγμή μπορεί να είναι η ώρα της Δευτέρας ελεύσεώς Του, συνεπώς δεν είναι δυνατόν να κοιμόμαστε.

γ. Η Μ. Σαρακοστή έχει ακριβώς τον σκοπό αυτό: να μας κρούει αδιάκοπα το καμπανάκι της εγρήγορσης: να κάνουμε πέρα από τη ζωή μας ό,τι μας αποκοιμίζει, δηλαδή την κάθε αμαρτία, και να μας στρέφει προς το φως, δηλαδή τον Χριστό. Γι’ αυτό και θεωρείται όχι μόνο η πιο ευλογημένη περίοδος της Εκκλησίας αλλά και η πιο ρεαλιστική.

 

 

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ


«Όταν δε νηστεύητε, μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί»
(Ματθ. 6, 16)

α. Την Κυριακή της Τυροφάγου – παραμονή της εισόδου μας στη Μ. Σαρακοστή – η Εκκλησία μάς θυμίζει το πιο τραγικό γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας στον κόσμο: την εξορία του από τον Παράδεισο. Κι αυτό για να μάς προκαλέσει να θυμηθούμε ότι ο Παράδεισος είναι η αληθινή πατρίδα μας και να μας παρακινήσει στον αγώνα επαναποκτήσεώς του με τα μέσα που μας παρέχει ο Σωτήρας Χριστός και το ζωντανό σώμα Του η Εκκλησία. Και τα μέσα αυτά: την ταπείνωση, την εγκράτεια, την αγάπη, μας τα δίνει η Εκκλησία πάντοτε, κατεξοχήν όμως την περίοδο της Μ. Σαρακοστής, επιμέρους θέμα των οποίων είναι και η νηστεία, δεδομένου ότι κατά την υμνολογία μας «ο Αδάμ εξεβλήθη του Παραδείσου διά της βρώσεως».

β. 1. Ο ίδιος ο Κύριος λοιπόν μίλησε για την αξία της νηστείας. «Συ δε νηστεύων…». «Όταν νηστεύητε…». «Τούτο το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία». Κι όχι μόνο μίλησε για τη νηστεία, αλλά και εμπράκτως απέδειξε την αξία της, όταν ο Ίδιος νήστευσε επί σαράντα ημέρες μετά το Βάπτισμά Του στον Ιορδάνη ποταμό. Γι’ αυτό και οι απόστολοι εξίσου νήστευσαν και δίδαξαν για την αξία της νηστείας, κάτι που η ίδια η Εκκλησία μας ακολούθησε στη συνέχεια στοιχώντας στην Παράδοση αυτή.
Έτσι πριν πούμε οτιδήποτε άλλο για τη νηστεία φαίνεται καθαρά πόσο ξένοι προς το πνεύμα του Χριστού και της Εκκλησίας είναι όλοι εκείνοι που παραθεωρούν τη νηστεία, θεωρώντας την κατασκεύασμα των παπάδων και των μοναχών, ως να μην είναι η νηστεία αγώνας και προσπάθεια και των ιδίων. Κι ακόμη πόσο πλανεμένοι είναι και εκείνοι οι διάφοροι αιρετικοί, παλαιότεροι και σύγχρονοι,  οι οποίοι πρεσβεύουν ότι η νηστεία δεν ανήκει μέσα στην Παράδοση του Χριστού και των Αποστόλων. Ο συνεπής χριστιανός δεν συζητά αυτονοήτως τέτοιο θέμα. Το θεωρεί δεδομένο κι απλώς αγωνίζεται για την ορθή εφαρμογή του.
 
2. Κι ακριβώς, αν ο χριστιανός δεν συζητά για την ύπαρξη και την αξία της νηστείας, προβληματίζεται πολύ σοβαρά για το είδος και τις διάφορες εκφάνσεις της. Διότι διαπιστώνει συχνά διαστρεβλωμένες αντιλήψεις γι’ αυτήν ακόμη και σε εκκλησιαστικούς θεωρούμενους ανθρώπους, πολύ περισσότερο όταν ο ίδιος ο Κύριος αναφέρεται στη νοσηρότητα που παρουσιάζεται στη νηστεία, κατεξοχήν με την υποκριτική μορφή της. «Μη νηστεύητε ώσπερ οι υποκριταί» σημείωσε,  που σημαίνει ότι δεν δικαιώνεται απλώς ο νηστεύων, αλλ’ ο ορθά νηστεύων. Ποια είναι νοσηρή νηστεία κατά τον Κύριο; Η νηστεία που δουλεύει στην ανθρωπαρέσκεια και τον εγωϊσμό, εκείνη δηλαδή που τελική αναφορά δεν έχει τον Θεό αλλά τον άνθρωπο ως θήρευση του «εύγε» και του «μπράβο» αυτού («όπως φανώσιν τοις ανθρώποις νηστεύοντες»). Είναι ευνόητο έτσι ότι η νηστεία αυτή όχι μόνο δεν φέρνει κανένα θετικό πνευματικό αποτέλεσμα, αλλ’ αντιθέτως απομακρύνει τον άνθρωπο από τον Θεό, όπως το βλέπουμε τούτο πολύ καθαρά στο πρόσωπο του Φαρισαίου της γνωστής παραβολής.
Και ποια είναι η υγιής νηστεία; Η νηστεία που αναφορά έχει τον ίδιο τον Θεό και συνεπώς αποφεύγει τη δημοσιοποίησή της. Πρόκειται δηλαδή για τη νηστεία που λειτουργεί ως μέσον και εργαλείο για την ορθή στάση του ανθρώπου έναντι του Θεού. Κι επειδή ορθά στέκεται ο άνθρωπος έναντι του Θεού όταν ζει όπως Εκείνος, δηλαδή όταν αγαπά – «ο γάρ Θεός αγάπη εστί» - άρα η νηστεία καταξιώνεται στον βαθμό που συνεργεί στην απόκτηση της αγάπης από τον άνθρωπο. Αν με άλλα λόγια νηστεύοντας δεν αυξάνω την αγάπη μου προς τον Θεό και κυρίως προς τον συνάνθρωπο, τότε η νηστεία μου πάσχει ως υποκριτική και ψευδής με αποτέλεσμα την καταδίκη της από τον Θεό.

3. Η ένσταση είναι προφανής: δεν μπορώ να αγαπώ χωρίς να νηστεύω; Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Διότι αγάπη σημαίνει αγαθή διάθεση ψυχής που φανερώνεται έμπρακτα. Χρειάζεται δηλαδή να βρίσκεται ο πιστός ανά πάσα στιγμή σε ετοιμότητα ψυχής και σώματος προκειμένου να αγαπά με τον θυσιαστικό χαρακτήρα της αγάπης του Χριστού. Και μάλιστα να αγαπά τον κάθε συνάνθρωπο ακόμη και τον θεωρούμενο εχθρό του. Αυτό όμως σημαίνει ότι πρέπει να ελέγχει αδιάκοπα κάθε τι που έρχεται να χαλάσει την αγαθή αυτή διάθεσή του και την έμπρακτη φανέρωσή της, πράγμα που παραπέμπει στη νηστεία ως καθημερινό έλεγχο του εαυτού και ορθή διαχείριση των άτακτων ορμών της ψυχής και του σώματος. Θέλουμε να πούμε ότι αν ένας άνθρωπος αδυνατεί να ελέγξει την ενστικτώδη κίνησή του για φαγητό, όπως να φάει κρέας για παράδειγμα, πώς είναι δυνατόν να ελέγξει ολόκληρο τον εαυτό του προκειμένου να τον διαθέσει εν θυσία αγάπης προς τον συνάνθρωπό του; Είναι προφανές ότι η αδυναμία του αυτή θα αποκαλύπτει και την αδυναμία του να αγαπήσει ορθά, κατά την εντολή του Κυρίου που επιτάσσει να αγαπάμε τον συνάνθρωπο με τη μεγαλύτερη δυνατή θυσιαστική αγάπη: «μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ των φίλων αυτού».  
Γι’ αυτό και τη νηστεία η Εκκλησία μας δεν την θεωρεί μόνον από πλευράς σωματικής (νη-εσθίω= δεν τρώγω), αλλά και από πλευράς πνευματικής. Η σωματική νηστεία δηλαδή έχει νόημα όταν συνδυάζεται με την πνευματική διάστασή της: την αποχή των όποιων κακών και πονηριών, διαφορετικά από μόνη της θεωρείται μία απλή δίαιτα, η οποία απολυτοποιούμενη εκπίπτει από σωτηριώδη ενέργεια σε δαιμονικό κατασκεύασμα. «Βρωμάτων νηστεύουσα, ψυχή μου», ακούμε στους ύμνους της Εκκλησίας μας την περίοδο αυτή, «και παθών μη καθαρεύουσα, μάτην επαγάλλη τη ατροφία. Ει μη γαρ αφορμή σοι γένηται προς διόρθωσιν, ως ψευδής μισείται παρά του Θεού και τοις κακίστοις δαίμοσιν ομοιούσθαι, τοις μηδέποτε σιτουμένοις. Μη ουν αμαρτάνουσα την νηστείαν αχρειώσης, αλλ’ ακίνητος προς ορμάς ατόπους μένε, δοκούσα παρεστάναι εσταυρωμένω τω Σωτήρι, μάλλον δέ συσταυρούσθαι, τω δια σε σταυρωθέντι, εκβοώσα προς αυτόν: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» (Όταν νηστεύεις από φαγητά, ψυχή μου, και δεν καθαρίζεσαι από τα πάθη, μάταια χαίρεσαι για την έλλειψη τροφής σου. Γιατί αν δεν σου γίνει αφορμή για διόρθωση η νηστεία σου αυτή, μισείται ως ψεύτικη από τον Θεό, ενώ γίνεσαι όμοια με τους  κάκιστους δαίμονες που ποτέ τους δεν τρώνε. Μη λοιπόν με την αμαρτία κάνεις άχρηστη τη νηστεία, αλλά να μένεις ακίνητη προς τις άτοπες ηδονές, θεωρώντας ότι στέκεσαι μπροστά στον εσταυρωμένο Σωτήρα που σταυρώθηκε για σένα, μάλλον ότι σταυρώνεσαι μαζί Του, φωνάζοντας προς Αυτόν: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία Σου».
Ούτε μόνη λοιπόν η σωματική νηστεία ούτε μόνη ίσως η πνευματική ως ακατόρθωτη γίνεται αποδεκτή. Σωματική και πνευματική νηστεία συνοδεύουν, έχοντας ως σκοπό τη δημιουργία των ορθών προϋποθέσεων του ανθρώπου ώστε να μπορεί να αγαπά κατά το πρότυπο και την εντολή του Χριστού.

4.  Χρειάζεται όμως κάποια προσοχή στη σωματική διάσταση της νηστείας. Εγκρατευόμαστε στη λήψη τροφής και ποιοτικά αλλά και ποσοτικά. Άλλωστε κατ’ ακρίβεια όπως είπαμε νηστεύω σημαίνει δεν τρώγω καθόλου. Κι αυτό σημαίνει ότι νηστεία ο χριστιανός από πλευράς ποσοτικής κάνει όλον τον χρόνο: αποφεύγει τον πλήρη χορτασμό του στομάχου του, ενώ από πλευράς ποιοτικής τις συγκεκριμένες περιόδους που η Εκκλησία μας έχει καθορίσει, κατεξοχήν δε την περίοδο της Μ. Σαρακοστής. Με μία ακόμη παρατήρηση: ότι επειδή σκοπός της σωματικής νηστείας είναι η με ευκολία εφαρμογή της πνευματικής νηστείας που οδηγεί στη ζωή της αγάπης, γι’ αυτό και εκείνοι που λόγω ηλικίας ή αρρώστιας αδυνατούν να νηστεύσουν σωματικά – πώς να νηστεύσει ένας γέρος και άρρωστος άνθρωπος ή ένα πολύ μικρό παιδί; - δεν νηστεύουν. Τον ρόλο της σωματικής νηστείας παίζει η αρρώστια τους, τα γεράματά τους, η όποια σωματική αδυναμία τους. Η σωματική νηστεία ξανατονίζουμε δεν υπάρχει προς εξόντωση του ανθρώπου, αλλά προς ενίσχυση του πνευματικού αγώνα προς απόκτηση της αγάπης.

γ.  «Νηστεύσωμεν λοιπόν νηστείαν δεκτήν, ευάρεστον τω Κυρίω». Ο προσανατολισμός μας στη ζωντανή σχέση με τον Κύριο, η ενεργοποίηση της εν ημίν υπάρχουσας χάρης Του από το βάπτισμά μας πρέπει να συνιστούν τον άξονα πάνω στον οποίο κάθε πίκρα από τον περιορισμό των σαρκικών ορέξεών μας θα μεταποιείται σε γλυκύτητα και αγαλλίαση. Μ’ αυτό το όραμα καλούμαστε να πορευτούμε τη Μ. Σαρακοστή, η οποία ακριβώς γι’ αυτό αποτελεί και τη μεγαλύτερη ευεργεσία που μας παρέχει η Εκκλησία μας.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)


῾᾽Αποθώμεθα τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός᾽ (Ρωμ. 13, 12)

 

α. Μετά τήν προετοιμασία τῶν τριῶν εἰσαγωγικῶν γιά τήν Μ. Τεσσαρακοστή ἑβδομάδων, ὅπου διαρκῶς ᾽Εκκλησία μας πρόβαλλε τήν μετάνοια ὡς τόν μοναδικό δρόμο ὀρθῆς βίωσης τῆς εὐλογημένης αὐτῆς περιόδου, ἔρχεται σήμερα, παραμονή τῆς εἰσόδου μας στήν Τεσσαρακοστή μέ τήν Κυριακή τῆς Τυροφάγου καί μάλιστα διά τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος νά διασαλπίσει ἔντονα ἐκεῖνο κυρίως τό λόγιο τοῦ ἀποστόλου Παύλου πού μπορεῖ νά θεωρηθεῖ σφραγίδα τῆς περιόδου, τό ῾σύνθημα᾽ κυριολεκτικά  τῶν πιστῶν πού πρέπει διαπαντός νά ἔχουμε πρό ὀφθαλμῶν καί μέσα στήν καρδιά μας: κλήση γιά ἀποτίναξη τῶν σκοτεινῶν ἁμαρτωλῶν ἔργων μας καί γιά ἔνδυσή μας μέ τά ὅπλα τοῦ φωτός. ῾᾽Αποθώμεθα τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός᾽.

 

β. 1. Τό πρῶτο βεβαίως πού μᾶς ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος εἶναι νά ἀποδεχθοῦμε ὅτι πολύ συχνά βρισκόμαστε σέ κατάσταση σκότους, δηλαδή ἁμαρτίας, γι᾽ αὐτό καί τά ἔργα μας εἶναι ἔργα ἁμαρτωλά. Κι εἶναι γεγονός ὅτι δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος καί μάλιστα Χριστιανός, πού νά μήν ὁμολογεῖ μέ εὐκολία τήν ἁμαρτωλότητά του σ᾽ ἕνα γενικό καί ἀόριστο ἐπίπεδο. ῾Καί ποιός δέν εἶναι ἁμαρτωλός;᾽ ἀκοῦμε ἀπό τόν καθένα στήν ὅποια συζήτηση πού μποροῦμε νά κάνουμε μαζί του. Μία τέτοια ὁμολογία ὅμως πού καλύπτεται κάτω ἀπό τήν ἀοριστολογία καί τήν γενικολογία δέν φαίνεται νά εἶναι αὐτό πού ἔχει κατά νοῦ ὁ ἀπόστολος. Καί τοῦτο γιατί ἡ ἀόριστη ἀποδοχή τῆς ἁμαρτωλότητός μας κατά πᾶσα πιθανότητα λειτουργεῖ ὡς ἄλλοθι τῆς ἴδιας τῆς ἁμαρτίας μας, ἀφοῦ τελικά ὅλοι τό...ἴδιο κάνουμε καί στήν ἴδια κατάσταση βρισκόμαστε. Μέ ἄλλα λόγια ὁμολογοῦμε τήν ἁμαρτωλότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης μας γιά νά τή δικαιώσουμε ὡς κάτι τό φυσικό!

 

2. Ὁ ἀπόστολος ὅμως μέ τήν πρόσκλησή του ν᾽ ἀποτινάξουμε τά ἔργα τοῦ σκότους καί τῆς ἁμαρτίας δίνει δραματικό χαρακτήρα στόν λόγο του:  ὅ,τι κάνουμε, ὅ,τι λέμε, ὅ,τι ἀκόμη σκεφτόμαστε, ἄν εἶναι ἀποκομμένο ἀπό τόν Χριστό, τήν πηγή τοῦ φωτός, εἶναι ἁμαρτία καί ἄρα σκοτάδι. Τελικῶς, ὁ μή ἐν Χριστῷ ἐνεργῶν ζεῖ καί κινεῖται στήν ἀνυπαρξία, ἔστω κι ἄν φαίνεται σπουδαῖο καί σημαντικό αὐτό πού ἐπιτελεῖ στόν κόσμο. Κι ἴσως ἡ ἐποχή μας εἶναι τέτοια ἐποχή ἀνυπαρξίας ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς, ἀφοῦ ὄχι μόνον οἱ ἐκτός τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀλλά πολλές φορές καί οἱ ἴδιοι οἱ Χριστιανοί ζοῦμε καί συμπεριφερόμαστε σά νά μήν ἔχουμε καμμία σχέση μέ τόν Χριστό, σάν νά εἴμαστε στήν πρό Χριστοῦ ἀκόμη ἐποχή. Πρόκειται δυστυχῶς γιά τήν κατάσταση τῆς ἐκκοσμίκευσης, ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ πρό πολλοῦ, κατά τήν ὁποία ἔχει ἀποδεσμευτεῖ ἡ ζωή μας ἀπό τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί συνεπῶς ἡ ἀθεΐα μέ τήν πρακτική της μορφή εἶναι τό γνώρισμα τῆς ζωῆς μας.

Ἡ τραγικότητα ὅμως τῆς καταστάσεως αὐτῆς ἔχει ὑποδειχθεῖ ἤδη ἀπό τόν Κύριο: εἶναι ζωή ἐν θανάτῳ. ᾽Εκεῖνος πού δέν προσδιορίζεται στή ζωή του ἀπό τίς προϋποθέσεις τοῦ Χριστοῦ στήν πραγματικότητα εἶναι νεκρός. Τά λόγια τοῦ ῎Ιδιου ἐν προκειμένῳ ἠχοῦν πολύ ξερά καί πένθιμα: ῾῎Αφες τούς νεκρούς θάψαι τούς ἑαυτῶν νεκρούς᾽. Εἶναι νεκρός ὅποιος δέν Τόν ἀποδέχεται καί δέν θέλει νά Τόν ἀκολουθεῖ ὡς μαθητής Του. Σάν τήν περίπτωση τοῦ ἀσώτου υἱοῦ πού ὄντως ἡ κατάστασή του λόγω τῆς ἀπομακρύνσεώς του ἀπό τόν Πατέρα του ἦταν κατάσταση ἀνυπαρξίας καί θανάτου. Νά ἀποθέσουμε λοιπόν τά ἔργα τοῦ σκότους σημαίνει νά πετάξουμε ἀπό πάνω μας κάθε τι πού ἀποτελεῖ κεντρί τοῦ θανάτου, κάθε τι πού μᾶς στερεῖ τήν ἰκμάδα τῆς ζωῆς.

 

3. Πῶς θά γίνει αὐτό; Μέ ποιόν τρόπο μποροῦμε νά ξεφύγουμε ἀπό τά θανατερά αὐτά δίχτυα; Ὁ ἀπόστολος εἶναι σαφής καί κατηγορηματικός: μόνο μέ τή στροφή μας πρός τό φῶς. ῾᾽Ενδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός᾽. Μόνο μέ τό θετικό ξεπερνιέται τό ἀρνητικό. Τό σκοτάδι δέν... σκοτώνεται πυροβολώντας το. Κατά φυσικό τρόπο ἐξαφανίζεται, μόλις ἔρχεται τό φῶς. Ἡ νύχτα πάντα ὑποχωρεῖ, μόλις ξεπροβάλλει ἡ αὐγή καί ὁ ἥλιος. ῎Ετσι καί τό σκότος τῆς ἁμαρτίας ἐξαφανίζεται, μόλις ὁ ἄνθρωπος στραφεῖ πρός τό φῶς τό πνευματικό, πρός τόν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, τόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό. Καί στροφή πρός τό φῶς σημαίνει ἔνδυση τοῦ ᾽Ι. Χριστοῦ, ὅπως τό λέει καί ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος: ῾᾽Ενδύσασθε τόν Κύριον ᾽Ιησοῦ Χριστόν᾽.

Πῶς νά ντυθῶ ὅμως τόν Χριστό, τόν ῾Οποῖο ἤδη ἔχω ἐνδυθεῖ διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματός μου; Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἔχει ἀποκαλύψει ὅτι ῾ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε᾽. Πῶς λοιπόν νά ντυθῶ τό ἴδιο ἔνδυμα μέ τό ὁποῖο ἤδη εἶμαι καλυμμένος; Γιά μᾶς τούς Χριστιανούς λοιπόν πού εἴμαστε ἐνδεδυμένοι τόν Κύριο, ἡ προτροπή τοῦ ἀπ. Παύλου πρέπει νά ἐννοηθεῖ ὡς ἐπανεύρεση τοῦ ἐνδύματός μας. Καί μετά τό βάπτισμα δυστυχῶς ἁμαρτάνουμε. Ἡ ἀμέλειά μας μᾶς κάνει νά ξεφτίζουμε αὐτό πού πάντα ἔπρεπε νά διατηρεῖται καινούργιο. ῎Αρα ντύνομαι τόν Χριστό σημαίνει, γιά μένα τόν βαπτισμένο, ζωή μετάνοιας. Καλοῦμαι νά ζῶ ἐν μετανοίᾳ, γιά νά καθαρίζω τό ἔνδυμα πού ἔλαβα στό βάπτισμα. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε οἱ Πατέρες μας χαρακτηρίζουν τήν μετάνοια ὡς ἀνανέωση τοῦ βαπτίσματος καί δεύτερο βάπτισμα. Σταματῶ λοιπόν νά εἶμαι στό σκοτάδι, ὅταν παίρνω τό δρόμο τῆς μετάνοιας, μέ τήν ὁποία καί πάλι ξαναβρίσκω τόν ἀληθινό μου ἑαυτό, τό φῶς πού μέ πλημμύρισε τήν ἡμέρα τῆς ἀναγεννήσεώς μου μέ τήν ἔνταξή μου στήν ᾽Εκκλησία.

 

4. Κι αὐτή ἡ ἐπανεύρεση τοῦ ἐνδύματος διά τῆς μετανοίας εἶναι ζωή δύναμης καί ἐξουσίας. Γιατί, λέει, ῾ἐνδύσασθε τά ὅ π λ α τοῦ φωτός᾽. Τό φῶς τοῦ Χριστοῦ μᾶς δίνει ὅπλα καί φανερώνει τήν ἐξουσία πού λάβαμε ὡς τέκνα πιά Θεοῦ. ῾Ὅσοι ἔλαβον τόν Χριστόν ἔδωκεν αὐτοῖς τήν ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι᾽. Ποιά εἶναι αὐτά τά ὅπλα; Εἶναι ἡ πανοπλία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἡ πανοπλία τοῦ Σταυροῦ. Ὁ ὑμνογράφος τῆς ᾽Εκκλησίας μας, βασισμένος σέ ἀνάλογη περιγραφή τοῦ ἀπ. Παύλου, θά ἀναγγείλει: ῾Τό στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται. Οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε...Καί ἀναλαβόντες τήν πανοπλίαν τοῦ Σταυροῦ, τῷ ἐχθρῷ ἀντιμαχησώμεθα, ὡς τεῖχος ἄρρηκτον κατέχοντες τήν πίστιν, καί ὡς θώρακα τήν προσευχήν, καί περικεφαλαίαν τήν ἐλεημοσύνην. ᾽Αντί μαχαίρας τήν νηστείαν, ἥτις ἐκτέμνει ἀπό καρδίας πᾶσαν κακίαν᾽. (Τό στάδιο τῶν ἀρετῶν ἔχει ἀνοίξει. Ὅσοι θέλετε νά ἀγωνιστεῖτε εἰσέλθετε... Καί ἀφοῦ φορέσαμε τήν πανοπλία τοῦ Σταυροῦ, ἄς πολεμήσουμε τόν ἐχθρό, ἔχοντας τήν πίστη σάν στέρεο τεῖχος καί σάν θώρακα τήν προσευχή καί περικεφαλαία τήν ἐλεημοσύνη. Στήν θέση τοῦ μαχαιριοῦ τήν νηστεία, ἡ ὁποία βγάζει ἀπό τήν καρδιά κάθε κακία).

 

γ.  Πίστη, προσευχή, ἀγάπη κι ἐλεημοσύνη, νηστεία: νά τά ὅπλα τῆς πνευματικῆς μας πανοπλίας, μέ τά ὁποῖα καλούμαστε νά βαδίσουμε κατά τήν εὐλογημένη περίοδο τῆς Μ. Σαρακοστῆς, ἀλλά καί καθ᾽ ὅλη τήν ζωή μας. Δέν ἔχουμε παρά νά συναισθανθοῦμε τήν ἐξουσία πού μᾶς ἔχει δοθεῖ καί νά τήν ἐνεργοποιήσουμε. Τό τέλος προβάλλει ἐμπρός μας λαμπρό καί γεμάτο χάρη: ἡ συμμετοχή μας στήν ᾽Ανάσταση, ἡ πληρότητα τῆς ἔνταξής μας στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν ἀληθινή πατρίδα μας!