«Όταν δε νηστεύητε, μη γίνεσθε ώσπερ οι
υποκριταί»
(Ματθ. 6,
16)
α. Την
Κυριακή της Τυροφάγου – παραμονή της εισόδου μας στη Μ. Σαρακοστή – η Εκκλησία
μάς θυμίζει το πιο τραγικό γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας στον κόσμο: την
εξορία του από τον Παράδεισο. Κι αυτό για να μάς προκαλέσει να θυμηθούμε ότι ο
Παράδεισος είναι η αληθινή πατρίδα μας και να μας παρακινήσει στον αγώνα
επαναποκτήσεώς του με τα μέσα που μας παρέχει ο Σωτήρας Χριστός και το ζωντανό
σώμα Του η Εκκλησία. Και τα μέσα αυτά: την ταπείνωση, την εγκράτεια, την αγάπη,
μας τα δίνει η Εκκλησία πάντοτε, κατεξοχήν όμως την περίοδο της Μ. Σαρακοστής,
επιμέρους θέμα των οποίων είναι και η νηστεία, δεδομένου ότι κατά την υμνολογία
μας «ο Αδάμ εξεβλήθη του Παραδείσου διά
της βρώσεως».
β. 1. Ο
ίδιος ο Κύριος λοιπόν μίλησε για την αξία της νηστείας. «Συ δε νηστεύων…». «Όταν
νηστεύητε…». «Τούτο το γένος ουκ
εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία». Κι όχι μόνο μίλησε για τη
νηστεία, αλλά και εμπράκτως απέδειξε την αξία της, όταν ο Ίδιος νήστευσε επί
σαράντα ημέρες μετά το Βάπτισμά Του στον Ιορδάνη ποταμό. Γι’ αυτό και οι
απόστολοι εξίσου νήστευσαν και δίδαξαν για την αξία της νηστείας, κάτι που η
ίδια η Εκκλησία μας ακολούθησε στη συνέχεια στοιχώντας στην Παράδοση αυτή.
Έτσι πριν
πούμε οτιδήποτε άλλο για τη νηστεία φαίνεται καθαρά πόσο ξένοι προς το πνεύμα
του Χριστού και της Εκκλησίας είναι όλοι εκείνοι που παραθεωρούν τη νηστεία,
θεωρώντας την κατασκεύασμα των παπάδων και των μοναχών, ως να μην είναι η
νηστεία αγώνας και προσπάθεια και των ιδίων. Κι ακόμη πόσο πλανεμένοι είναι και
εκείνοι οι διάφοροι αιρετικοί, παλαιότεροι και σύγχρονοι, οι οποίοι πρεσβεύουν ότι η νηστεία δεν ανήκει
μέσα στην Παράδοση του Χριστού και των Αποστόλων. Ο συνεπής χριστιανός δεν
συζητά αυτονοήτως τέτοιο θέμα. Το θεωρεί δεδομένο κι απλώς αγωνίζεται για την
ορθή εφαρμογή του.
2. Κι
ακριβώς, αν ο χριστιανός δεν συζητά για την ύπαρξη και την αξία της νηστείας,
προβληματίζεται πολύ σοβαρά για το είδος και τις διάφορες εκφάνσεις της. Διότι
διαπιστώνει συχνά διαστρεβλωμένες αντιλήψεις γι’ αυτήν ακόμη και σε
εκκλησιαστικούς θεωρούμενους ανθρώπους, πολύ περισσότερο όταν ο ίδιος ο Κύριος
αναφέρεται στη νοσηρότητα που παρουσιάζεται στη νηστεία, κατεξοχήν με την
υποκριτική μορφή της. «Μη νηστεύητε ώσπερ
οι υποκριταί» σημείωσε, που σημαίνει
ότι δεν δικαιώνεται απλώς ο νηστεύων, αλλ’ ο ορθά νηστεύων. Ποια είναι νοσηρή
νηστεία κατά τον Κύριο; Η νηστεία που δουλεύει στην ανθρωπαρέσκεια και τον
εγωϊσμό, εκείνη δηλαδή που τελική αναφορά δεν έχει τον Θεό αλλά τον άνθρωπο ως
θήρευση του «εύγε» και του «μπράβο» αυτού («όπως
φανώσιν τοις ανθρώποις νηστεύοντες»). Είναι ευνόητο έτσι ότι η νηστεία αυτή
όχι μόνο δεν φέρνει κανένα θετικό πνευματικό αποτέλεσμα, αλλ’ αντιθέτως
απομακρύνει τον άνθρωπο από τον Θεό, όπως το βλέπουμε τούτο πολύ καθαρά στο
πρόσωπο του Φαρισαίου της γνωστής παραβολής.
Και ποια
είναι η υγιής νηστεία; Η νηστεία που αναφορά έχει τον ίδιο τον Θεό και συνεπώς
αποφεύγει τη δημοσιοποίησή της. Πρόκειται δηλαδή για τη νηστεία που λειτουργεί
ως μέσον και εργαλείο για την ορθή στάση του ανθρώπου έναντι του Θεού. Κι
επειδή ορθά στέκεται ο άνθρωπος έναντι του Θεού όταν ζει όπως Εκείνος, δηλαδή
όταν αγαπά – «ο γάρ Θεός αγάπη εστί»
- άρα η νηστεία καταξιώνεται στον βαθμό που συνεργεί στην απόκτηση της αγάπης
από τον άνθρωπο. Αν με άλλα λόγια νηστεύοντας δεν αυξάνω την αγάπη μου προς τον
Θεό και κυρίως προς τον συνάνθρωπο, τότε η νηστεία μου πάσχει ως υποκριτική και
ψευδής με αποτέλεσμα την καταδίκη της από τον Θεό.
3. Η
ένσταση είναι προφανής: δεν μπορώ να αγαπώ χωρίς να νηστεύω; Η απάντηση είναι
μάλλον αρνητική. Διότι αγάπη σημαίνει αγαθή διάθεση ψυχής που φανερώνεται
έμπρακτα. Χρειάζεται δηλαδή να βρίσκεται ο πιστός ανά πάσα στιγμή σε ετοιμότητα
ψυχής και σώματος προκειμένου να αγαπά με τον θυσιαστικό χαρακτήρα της αγάπης
του Χριστού. Και μάλιστα να αγαπά τον κάθε συνάνθρωπο ακόμη και τον θεωρούμενο εχθρό
του. Αυτό όμως σημαίνει ότι πρέπει να ελέγχει αδιάκοπα κάθε τι που έρχεται να
χαλάσει την αγαθή αυτή διάθεσή του και την έμπρακτη φανέρωσή της, πράγμα που
παραπέμπει στη νηστεία ως καθημερινό έλεγχο του εαυτού και ορθή διαχείριση των
άτακτων ορμών της ψυχής και του σώματος. Θέλουμε να πούμε ότι αν ένας άνθρωπος
αδυνατεί να ελέγξει την ενστικτώδη κίνησή του για φαγητό, όπως να φάει κρέας
για παράδειγμα, πώς είναι δυνατόν να ελέγξει ολόκληρο τον εαυτό του προκειμένου
να τον διαθέσει εν θυσία αγάπης προς τον συνάνθρωπό του; Είναι προφανές ότι η
αδυναμία του αυτή θα αποκαλύπτει και την αδυναμία του να αγαπήσει ορθά, κατά
την εντολή του Κυρίου που επιτάσσει να αγαπάμε τον συνάνθρωπο με τη μεγαλύτερη
δυνατή θυσιαστική αγάπη: «μείζονα ταύτης
αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ των φίλων αυτού».
Γι’ αυτό
και τη νηστεία η Εκκλησία μας δεν την θεωρεί μόνον από πλευράς σωματικής
(νη-εσθίω= δεν τρώγω), αλλά και από πλευράς πνευματικής. Η σωματική νηστεία
δηλαδή έχει νόημα όταν συνδυάζεται με την πνευματική διάστασή της: την αποχή
των όποιων κακών και πονηριών, διαφορετικά από μόνη της θεωρείται μία απλή
δίαιτα, η οποία απολυτοποιούμενη εκπίπτει από σωτηριώδη ενέργεια σε δαιμονικό
κατασκεύασμα. «Βρωμάτων νηστεύουσα, ψυχή
μου», ακούμε στους ύμνους της Εκκλησίας μας την περίοδο αυτή, «και παθών μη καθαρεύουσα, μάτην επαγάλλη τη
ατροφία. Ει μη γαρ αφορμή σοι γένηται προς διόρθωσιν, ως ψευδής μισείται παρά
του Θεού και τοις κακίστοις δαίμοσιν ομοιούσθαι, τοις μηδέποτε σιτουμένοις. Μη
ουν αμαρτάνουσα την νηστείαν αχρειώσης, αλλ’ ακίνητος προς ορμάς ατόπους μένε,
δοκούσα παρεστάναι εσταυρωμένω τω Σωτήρι, μάλλον δέ συσταυρούσθαι, τω δια σε
σταυρωθέντι, εκβοώσα προς αυτόν: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία
σου» (Όταν νηστεύεις από φαγητά, ψυχή μου, και δεν καθαρίζεσαι από τα πάθη,
μάταια χαίρεσαι για την έλλειψη τροφής σου. Γιατί αν δεν σου γίνει αφορμή για
διόρθωση η νηστεία σου αυτή, μισείται ως ψεύτικη από τον Θεό, ενώ γίνεσαι όμοια
με τους κάκιστους δαίμονες που ποτέ τους
δεν τρώνε. Μη λοιπόν με την αμαρτία κάνεις άχρηστη τη νηστεία, αλλά να μένεις
ακίνητη προς τις άτοπες ηδονές, θεωρώντας ότι στέκεσαι μπροστά στον εσταυρωμένο
Σωτήρα που σταυρώθηκε για σένα, μάλλον ότι σταυρώνεσαι μαζί Του, φωνάζοντας
προς Αυτόν: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία Σου».
Ούτε μόνη
λοιπόν η σωματική νηστεία ούτε μόνη ίσως η πνευματική ως ακατόρθωτη γίνεται
αποδεκτή. Σωματική και πνευματική νηστεία συνοδεύουν, έχοντας ως σκοπό τη
δημιουργία των ορθών προϋποθέσεων του ανθρώπου ώστε να μπορεί να αγαπά κατά το
πρότυπο και την εντολή του Χριστού.
4. Χρειάζεται όμως κάποια προσοχή στη σωματική
διάσταση της νηστείας. Εγκρατευόμαστε στη λήψη τροφής και ποιοτικά αλλά και
ποσοτικά. Άλλωστε κατ’ ακρίβεια όπως είπαμε νηστεύω σημαίνει δεν τρώγω καθόλου.
Κι αυτό σημαίνει ότι νηστεία ο χριστιανός από πλευράς ποσοτικής κάνει όλον τον
χρόνο: αποφεύγει τον πλήρη χορτασμό του στομάχου του, ενώ από πλευράς ποιοτικής
τις συγκεκριμένες περιόδους που η Εκκλησία μας έχει καθορίσει, κατεξοχήν δε την
περίοδο της Μ. Σαρακοστής. Με μία ακόμη παρατήρηση: ότι επειδή σκοπός της
σωματικής νηστείας είναι η με ευκολία εφαρμογή της πνευματικής νηστείας που
οδηγεί στη ζωή της αγάπης, γι’ αυτό και εκείνοι που λόγω ηλικίας ή αρρώστιας
αδυνατούν να νηστεύσουν σωματικά – πώς να νηστεύσει ένας γέρος και άρρωστος
άνθρωπος ή ένα πολύ μικρό παιδί; - δεν νηστεύουν. Τον ρόλο της σωματικής
νηστείας παίζει η αρρώστια τους, τα γεράματά τους, η όποια σωματική αδυναμία
τους. Η σωματική νηστεία ξανατονίζουμε δεν υπάρχει προς εξόντωση του ανθρώπου, αλλά
προς ενίσχυση του πνευματικού αγώνα προς απόκτηση της αγάπης.
γ. «Νηστεύσωμεν
λοιπόν νηστείαν δεκτήν, ευάρεστον τω Κυρίω». Ο προσανατολισμός μας στη
ζωντανή σχέση με τον Κύριο, η ενεργοποίηση της εν ημίν υπάρχουσας χάρης Του από
το βάπτισμά μας πρέπει να συνιστούν τον άξονα πάνω στον οποίο κάθε πίκρα από
τον περιορισμό των σαρκικών ορέξεών μας θα μεταποιείται σε γλυκύτητα και
αγαλλίαση. Μ’ αυτό το όραμα καλούμαστε να πορευτούμε τη Μ. Σαρακοστή, η οποία ακριβώς
γι’ αυτό αποτελεί και τη μεγαλύτερη ευεργεσία που μας παρέχει η Εκκλησία μας.