«Ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε και
απολωλώς και ευρέθη» (Λουκ. 15, 24).
α. Η
παραβολή του ασώτου θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της Καινής
Διαθήκης δεδομένου ότι 1) φανερώνει το ποιος είναι ο Θεός που απεκάλυψε ο
Κύριος Ιησούς Χριστός (στο πρόσωπο του πατέρα της παραβολής βλέπουμε τον
Ουράνιο Πατέρα μας), 2) δείχνει την κατάσταση του ανθρώπου προ Χριστού και μετά
Χριστόν, κι ακόμη την κατάσταση του ανθρώπου έστω και μετά Χριστόν ανάλογα με
τη σχέση την οποία έχει με Εκείνον: μακριά ή κοντά Του.
β. 1. Ο
Κύριος χαρακτηρίζει την κατάσταση της ασωτίας, δηλαδή της απομάκρυνσης από τον
Θεό, ως νέκρωση και απώλεια. Κι ευλόγως:
αφού πηγή της ζωής είναι ο ίδιος ο Θεός, άρα όποιος είναι κοντά στον Θεό
ζει, όποιος απομακρύνεται από Αυτόν χάνεται και νεκρώνεται. Κι εννοείται
βεβαίως ότι λέγοντας κοντά ή μακριά από τον Θεό δεν εννοούμε τοπική προσέγγιση
ή απόσταση, αλλά ζωή σύμφωνη με το άγιο θέλημά Του ή όχι.
2. Έτσι
απαρχής καταλαβαίνουμε δύο πράγματα: (α) μπορεί κάποιος να είναι νεκρός, ενώ
είναι ζωντανός, (β) μπορεί να είναι ζωντανός, ενώ είναι νεκρός. Τι σημαίνει
αυτό; Για το πρώτο: μπορεί κανείς να ζει βιολογικά, να εργάζεται, να διαπρέπει
ίσως μέσα στον κόσμο, κι όμως για τον Θεό και τη Βασιλεία Του να είναι χαμένος
και νεκρός: μία ζωή εν θανάτω. Διότι βεβαίως δεν θέλει τον Θεό και το θέλημά Του – μία κατάσταση που είχε
διατυπώσει ο Κύριος με τον γνωστό λόγο Του: «άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς». Για το δεύτερο:
μπορεί κάποιος να έχει πεθάνει κι όμως να ζει μέσα στο φως του Θεού ως υπήκοος
Εκείνου. Τέτοιοι άνθρωποι δεν είναι οι άγιοί μας; Κι αυτό σημαίνει ότι οι άγιοι
και οι δίκαιοι του Θεού είναι πολύ πιο παρόντες και ζωντανοί ενώπιον του Θεού
και των ανθρώπων από ό,τι όλος ο υπόλοιπος κόσμος.
3. Τη
ζωοποίηση και εύρεση του ανθρώπου πέτυχε και πετυχαίνει πάντοτε ο Χριστός.
Αυτός ήλθε «ζητήσαι και σώσαι το απολωλός»,
ο Οποίος ως «ο καλός ποιμήν» αφήνει
τα ενενήντα εννέα πρόβατα και ψάχνει για το ένα το χαμένο. Το ίδιο υπαινίσσεται
και η σημερινή παραβολή, όταν βάζει ο Κύριος τον Πατέρα να περιμένει καθημερινά
τον άσωτο υιό του έξω από το σπίτι, που σημαίνει ότι η αγάπη του Πατέρα συνοδεύει
και αναζητά τον υιό του χωρίς διακοπή. Έτσι ο μη χριστιανός, ο άνθρωπος των
άλλων θρησκειών, ο άθεος ακόμη, όπως βεβαίως και ο χριστιανός που χάνεται
πολλές φορές μέσα στις αμαρτίες του είναι τα πρόβατα που ψάχνει ο Χριστός. Στην
κάθε απομάκρυνσή μας δηλαδή από τον Θεό, στην κάθε συνεπώς ασωτία μας, έχουμε
Εκείνον να μας αναζητεί και να αδημονεί προκειμένου να μας εύρει. Διότι είναι ο
Πατέρας μας γεμάτος στοργή και αγάπη απέναντί μας. Κανείς λοιπόν ακόμη και στην
πιο μεγάλη πτώση του στην αμαρτία δεν είναι μόνος. Συμπάσχει μαζί του ο Κύριος,
«εφευρίσκοντας» τρόπους ανανήψεως και μετανοίας του.
4. Προϋπόθεση
όμως να βρεθούμε και να ζήσουμε και πάλι είναι ακριβώς να μετανοήσουμε: να
καταλάβουμε την κατάντια μας και να στραφούμε σ’ Εκείνον. «Εις εαυτόν ελθών…αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου». Εκείνος
μας θεωρεί δικούς Του και μας αγαπά. Χρειάζεται κι εμείς να θελήσουμε να Τον
συναντήσουμε. Η εύρεσή μας και η ζωή μας εξαρτάται και από εμάς. Κι όλοι
γνωρίζουμε ότι η συνάντηση του ασώτου ανθρώπου με τον Θεό γίνεται μέσα μας και
στην Εκκλησία. Δηλαδή έδαφος συνάντησης είναι η καρδιά μας, όταν όμως υπάρχει
το χαρισματικό πλαίσιο της κοινότητας με τους άλλους, δηλαδή η Εκκλησία. Κι
αυτό θα πει ότι η συνάντηση με τον Χριστό έχει και προσωπικό-ατομικό χαρακτήρα,
αλλά ταυτοχρόνως και κοινωνικό-εκκλησιαστικό. Μαζί με τους άλλους, αλλά και
μέσα στην καρδιά μας.
5. Κατά
συνέπεια τονίζεται έτσι μία μεγάλη αλήθεια: η ασωτία μας λόγω των αμαρτιών μας
είναι τελικώς ασωτία του ίδιου του νου μας. Ο νους μας είναι αυτός που ως
κέντρο της ύπαρξής μας χάνει τον τόπο συνάντησης με τον Θεό, την καρδιά,
διαχεόμενος μέσω των αισθήσεων στις διάφορες αμαρτωλές καταστάσεις του κόσμου,
με αποτέλεσμα τη νέκρωση και την απώλειά του. Από την άποψη αυτή κάθε φορά που
δεν έχουμε τον νου μας μαζεμένο μέσα μας νήφοντα και σε εγρήγορση, συνεπώς
περιφερόμενο τήδε κακείσε έχουμε επιβεβαίωση και της δικής μας ασωτίας. Γι’
αυτό και η προσευχή, ιδίως η μονολόγιστη λεγόμενη «Κύριε Ιησού Χριστέ», όπως και η μελέτη του λόγου του Θεού βοηθούν
κατεξοχήν στην εύρεση του αληθινού εαυτού μας, τη βίωση της όντως ζωής μας.
Διότι ακριβώς συνάζουν τον νου μέσα μας.
γ. Την
παραβολή του ασώτου δεν πρέπει να την δούμε ως μία διδασκαλία του Κυρίου για
κάποιους άλλους. Οι κάποιοι άλλοι είμαστε εμείς οι ίδιοι, πρωτίστως οι
χριστιανοί, αφού όλοι τελικώς με διαφόρους τρόπους αμαρτάνουμε, συνεπώς
ασωταίνουμε ζώντας τον πνευματικό θάνατό μας. Ο Κύριος όμως μας περιμένει
πάντοτε. Η αγκαλιά Του είναι μονίμως ανοιγμένη για τον καθένα μας, αρκεί να
στραφούμε εν μετανοία σ’ Αυτόν. Η Σαρακοστή συνιστά, όπως όλοι γνωρίζουμε και
λέμε, την κατεξοχήν πρόκληση της σωτήριας αυτής επιστροφής μας.