Σάββατο 5 Μαΐου 2012

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΕΙΡΗΝΗ



Η Αγία Μεγαλομάρτυς Ειρήνη άθλησε κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. Ήταν θυγατέρα του Λικινίου, που ήταν βασιλιάς κάποιου μικρού βασιλείου, και της Λικινίας. Καταγόταν από την πόλη Μαγεδών και αρχικά ονομαζόταν Πηνελόπη. Όταν η Αγία έγινε έξι ετών, ο πατέρας της Λικίνιος την έκλεισε σε ένα πύργο και ανέθεσε την διαπαιδαγώγησή της σε κάποιον γέροντα, ονόματι Απελλιανό, ο οποίος και έγραψε τα υπομνήματα του μαρτυρίου αυτής.
Μια νύχτα η Ειρήνη είδε το εξής όραμα: μπήκε στον πύργο ένα περιστέρι κρατώντας με το ράμφος του κλαδί ελιάς, το οποίο και άφησε επάνω στο τραπέζι. Επίσης, μπήκε και ένας αετός μεταφέροντας στεφάνι από άνθη, το οποίο τοποθέτησε και αυτός επάνω στο τραπέζι. Έπειτα μπήκε από άλλο παράθυρο ένας κόρακας, ο οποίος έβαλε επάνω στο τραπέζι ένα φίδι. Το πρωί που ξύπνησε απορούσε και σκεπτόταν τι άραγε να σημαίνουν αυτά που είδε. Τα διηγήθηκε λοιπόν στον γέροντα Απελλιανό και εκείνος τα ερμήνευσε ως προάγγελμα των στεφάνων της δόξας και του μαρτυρικού τέλους αυτής μετά τη βάπτισή της.
Στο Χριστιανισμό ελκύσθηκε από κάποια κρυπτοχριστιανή νέα, η οποία, λόγω της τιμιότητας και των αρετών της, έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως από τους γονείς της Πηνελόπης και είχε τοποθετηθεί από αυτούς ως θεραπαίνιδα της θυγατέρας τους. Ένας ιερεύς, ονόματι Τιμόθεος, βάπτισε κρυφά τη νεαρή ηγεμονίδα και τη μετονόμασε Ειρήνη.
Το γεγονός δεν άργησε να πληροφορηθεί ο πατέρας της Λικίνιος, όταν μάλιστα η Αγία Ειρήνη συνέτριψε τα είδωλα της πατρικής της οικίας ομολογώντας με αυτό τον τρόπο την πίστη της στον Χριστό. Για τον λόγο αυτό διέταξε να τη δέσουν στα πόδια ενός άγριου αλόγου, να τη σκοτώσει με κλοτσιές. Αλλά από θαύμα το άλογο στράφηκε εναντίον του και σκότωσε αυτόν. Τότε επικράτησε μεγάλη σύγχυση μεταξύ των εκεί παρεβρισκομένων ανθρώπων. Αλλά η Ειρήνη τους καθησύχασε με τα λόγια του Χριστού: «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μαρκ. θ΄ 23). Δηλαδή όλα είναι δυνατά σ’ εκείνον που πιστεύει. Και πράγματι, με θαυμαστή πίστη προσευχήθηκε και ο πατέρας της σηκώθηκε ζωντανός. Τότε, οικογενειακώς όλοι βαπτίστηκαν χριστιανοί. Στη συνέχεια έπαθε πολλά από τους Πέρσες και τους βασιλείς αυτών Σεδεκία και Σαπώριο Α'.
Έπειτα η Αγία Ειρήνη πήγε στην Καλλίπολη του Ελλησπόντου, όπου βασίλευε ο Νουμεριανός. Εκεί παρουσιάσθηκε σε αυτόν και ομολόγησε με παρρησία την πίστη της στον Χριστό. Οι ειδωλολάτρες την έκλεισαν διαδοχικά σε τρία πυρακτωμένα χάλκινα βόδια. Το τρίτο όμως βόδι, τη στιγμή που βρισκόταν εντός του η Μεγαλομάρτυς, όλως παραδόξως κινήθηκε, ενώ ήταν άψυχο ανθρώπινο κατασκεύασμα. Στη συνέχεια αυτό σχίσθηκε και βγήκε από μέσα του η Αγία εντελώς αβλαβής από την κόλαση της πυράς. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προσέλθουν στην πίστη του Χριστού χιλιάδες ψυχές. Στην πόλη Μεσημβρία της Θράκης η Αγία Ειρήνη θανατώθηκε, αλλά με τη δύναμη του Θεού αναστήθηκε και είλκυσε στην πίστη το διοικητή και ολόκληρο το λαό. Τέλος, η Αγία κατέφυγε μαζί με το δάσκαλό της Απελλιανό στην Έφεσο της Μικράς Ασίας, όπου διέμεινε επιτελώντας πολλά θαύματα και τιμώμενη ως αληθινή ισαπόστολος. Εκεί ανέπτυξε μεγάλη δράση μέχρι την ημέρα της κοιμήσεως αυτής, το 315 μ.Χ.
Στο Συναξάρι της αναφέρεται ότι στην Έφεσο η Αγία βρήκε μία λάρνακα, στην οποία δεν είχε ως τότε ενταφιασθεί κανένας, μπήκε μέσα σε αυτήν και κοιμήθηκε με ειρήνη. Πριν δε από την κοίμησή της η Αγία Ειρήνη είχε δώσει εντολή να μην μετακινήσει κανένας την ταφόπετρα, με την οποία θα σκέπαζε τη λάρνακα ο δάσκαλός της Απελλιανός, προτού περάσουν τέσσερις ημέρες. Μετά όμως από δύο ημέρες επισκέφθηκαν τον τάφο ο Απελλιανός και οι άλλοι, οι οποίοι είδαν ότι η ταφόπετρα ήταν σηκωμένη και η λάρνακα κενή.
Κατά τα δυτικά Μαρτυρολόγια η Αγία Ειρήνη μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη, αφού ρίχθηκε στην πυρά ενώ κατά το Μηνολόγιον του αυτοκράτορα Βασιλείου Β', η Αγία Ειρήνη τελειώθηκε μαρτυρικά δι' αποκεφαλισμού”.
(Από το ιστολόγιο: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ)

Ο εκκλησιαστικός ποιητής θεωρεί προτεραιότητα στην ακολουθία της αγίας να εξηγήσει την αλλαγή του ονόματός της από Πηνελόπη σε Ειρήνη. Στο απολυτίκιό της, το οποίο συνήθως συνοψίζει σε κάθε άγιο τα βασικά στοιχεία της ζωής του, τούτο τονίζει απαρχής: ῾Ο ίδιος ο Χριστός σε ονόμασε Ειρήνη. Διότι πρώτον, έμοιασες σε Εκείνον που είναι η ίδια η ειρήνη και δεύτερον, δίνεις την ειρήνη της ψυχής σε όλους εκείνους που επιτελούν τη μνήμη  και προστρέχουν με ύμνους και ωδές πνευματικές στον θείο ναό σου, με το δεδομένο της μεγάλης παρρησίας που έχεις ενώπιον της Τρισηλίου Θεότητος, ώστε να πρεσβεύεις γι᾽αυτούς᾽. ῾Ο Χριστός, η ειρήνη, σε Ειρήνην εκάλεσε· συ γαρ την ειρήνην βραβεύεις τοις τελούσι την μνήμην σου, και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς προστρέχουσι τω θείω σου ναώ, και πρεσβεύεις υπέρ πάντων, τη Τρισηλίω παρισταμένη θεότητι᾽. Το ίδιο κάνει και στον άλλον συνοπτικό ύμνο, το κοντάκιο: ῾Από τον Θεό έλαβε η νύμφη Χριστού την ονομασία που έχει ο Ίδιος. Διότι άγγελος Θεού ήλθε και την ονόμασε από Πηνελόπη σε Ειρήνη᾽(῾Θεόθεν έλαβε, η νύμφη Χριστού, την Χριστώνυμον κλήσιν. Ο του Θεού γαρ ´Αγγελος ελθών, εκ Πηνελόπης Ειρήνην εκάλεσεν᾽).

Είναι περιττό ως ευνόητο να τονίσουμε για μία ακόμη φορά ότι ο άγιος υμνογράφος επιμένει για τη μεγαλομάρτυρα ότι εκείνο που ερμηνεύει την κατά Χριστόν ζωή και πολιτεία της, όπως και τα μαρτύριά της, είναι ο θερμός έρωτάς της προς τον Κύριο και η προσήλωσή της προς εκείνα που ο Ίδιος υποσχέθηκε για εκείνους που Τον αγαπούν. Το έχουμε επισημάνει και άλλοτε, και όχι μία μόνο φορά: στη χριστιανική πίστη αν βγάλει κανείς το στοιχείο της θερμής αγάπης προς τον Χριστό, ως το βασικό κίνητρο κάθε αγίου - ό,τι με άλλα λόγια ζήτησε ο Ίδιος από τους πιστούς Του: ῾εάν τις αγαπά με τον λόγον μου τηρήσει᾽ - σταματά η χριστιανική πίστη να είναι αυτή που ξέρουμε. Εκπίπτει σε κάτι άοσμο και άγευστο, σε κάτι από το οποίο ελλείπει η ίδια η ζωή. ῾Θέλχθηκες από τον έρωτα του Χριστού και μίσησες τους θεούς των ειδωλολατρών και τα άψυχα ξόανα, Ειρήνη ένδοξη, και παρουσιάστηκες πολύ φανερά σ᾽αυτούς που σε έβλεπαν ως στήλη θεογνωσίας᾽(῾Εθέλχθης τω έρωτι Χριστού και θεούς εμίσησας εθνών και άψυχα ξόανα, Ειρήνη ένδοξε, και θεογνωσίας στήλην εμφανέστατα σαυτήν τοις καθορώσιν ανέστησας᾽). ῾Υπέμεινες, πανεύφημη, την ορμή της φωτιάς που κατέφλεγε τα πάντα και όλα τα ξεσχίσματα του σώματος, γιατί ήσουν προσηλωμένη σ᾽εκείνα που υποσχέθηκε και προετοίμασε ο Ιησούς γι᾽ αυτούς και μόνον που Τον αγάπησαν και Τον πόθησαν σαν τον ωραιότατο νυμφίο των ψυχών τους᾽(῾Πυρός καταφλέγοντος ορμήν ήνεγκας, πανεύφημε, ξέσεις τε πάσας του σώματος, ενατενίζουσα προς τας αντιδόσεις τας εκείσε πάνσεμνε, ας μόνοις Ιησούς προητοίμασε τοις αγαπήσασι και θερμώς αυτόν ποθήσασι, ως νυμφίον ψυχών ωραιότατον᾽) (στιχηρά εσπερινού). ῾Πυρπολήθηκες, πανσέβαστη, βρέφος ακόμη από τον έρωτα του νυμφίου Χριστού και έτρεξες σαν ελαφίνα που διψάει, στις αιώνιες πηγές᾽(῾Του νυμφίου Χριστού έρωτι, παναοίδιμε, από βρέφους, σεμνή, πυρποληθείσα, έδραμες δορκάς ως διψώσα πηγαίς αειρύτοις᾽) (οίκος κοντακίου).

Ο υμνογράφος, βλέποντας το πλήθος των ανθρώπων που πίστευαν στον Χριστό λόγω της καρτερίας της αγίας στα βάσανα που περνούσε και λόγω των υπερλίαν θαυμαστών που γίνονταν στη ζωή της, δεν μπορεί παρά να επισημάνει έκθαμβος ότι τελικά η καρτερία της αυτή, αποτέλεσμα της χάρης του Θεού που ενίσχυε το ανδρειωμένο φρόνημά της (βλ. π.χ. ωδή δ´),  ήταν εκείνη που κατεξευτέλισε όλους τους πιστούς της ματαιότητας και της αθεΐας. Με άλλα λόγια, όταν και ο μεγαλύτερος άθεος και υβριστής της πίστης προσκρούσει στον ογκόλιθο της θερμής αγάπης προς τον Χριστό και της χάριν Αυτού θυσίας της ζωής, καταπίπτει και εξευτελίζεται ως προς την δική του μάταια πίστη. Ό,τι συνέβη δηλαδή με τους εχθρούς της πίστης μπροστά στην Εσταυρωμένη Αγάπη, τον Ίδιο τον Κύριο: κατέπεσαν και χάθηκαν,  το ίδιο συμβαίνει σε κάθε εποχή και μπροστά στους αγίους: χάνονται και καταπίπτουν, έστω κι αν προσωρινά φαίνονται να κυριαρχούν. Διότι ο λόγος της Γραφής είναι αψευδής και αιώνιος: ῾Αύτη η πίστις η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών᾽. ῾Η καρτερία σου στα βάσανα, Ειρήνη στεφανηφόρε, ξεφτέλισε αυτούς που πίστευαν στη ματαιότητα και την αθεΐα᾽(῾Η ση εν βασάνοις καρτερία, Ειρήνη στεανηφόρε, κατεγέλασε των της ματαιότητος και της αθεότητος αντεχομένων᾽) (ωδή η´).


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ



“῎Ανθρωπον οὐκ ἔχω”

῞Ενα θαῦμα ὑπομονῆς καί ἐλπίδας εἶναι ὁ παράλυτος τοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος τῆς σημερινῆς Κυριακῆς, πρίν νά δεχθεῖ τό θαῦμα τῆς θεραπείας του ἀπό τόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό. Τριάντα ὀχτώ χρόνια ὑπέμενε καί ἤλπιζε γιά τή θεραπεία του, προσδοκώντας ὅτι κάτι θά συνέβαινε ὥστε καί αὐτός νά δεχθεῖ τήν ἰαματική ἀναταραχή τῶν ὑδάτων καί νά γίνει ὑγιής. Κι ἡ θαυμαστή αὐτή ὑπομονή καί προσμονή του ἐπιβραβεύεται ἀπό τόν Θεό μέ μοναδικό τρόπο: ὄχι κάποιος ἄνθρωπος, ἀλλ᾽ ὁ ἴδιος ὁ ἐν σαρκί Θεός, ὁ τέλειος Θεός καί ῾τέλειος ἄνθρωπος᾽ ᾽Ιησοῦς Χριστός, ἔρχεται πρός θεραπεία του. Τό παράπονό του ῾ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ βάλῃ με εἰς τήν κολυμβήθραν᾽, εἰσπράττει ὡς ἀπάντηση τήν παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Χριστός πάντοτε ἔρχεται στόν ἄνθρωπο, καί ἰδίως σ᾽ αὐτόν πού βρίσκεται σέ ταλαιπωρία καί θλίψη καί ἀνάγκη. Καί μάλιστα πιό πολύ σ᾽ ἐκεῖνον πού βιώνει τόν πόνο χωρίς ἀνθρώπινη παρουσία καί παρηγοριά. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, οἱ πονεμένοι καί ἀναγκεμένοι καί μάλιστα μόνοι, εἶναι οἱ ἀγαπημένοι τοῦ Θεοῦ, κατά τή γνωστή ἔκφραση τοῦ Γέροντος Παϊσίου. Κι εἶχε καί ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας Παΐσιος βιώσει τήν ἰδιαίτερη αὐτή ἀγάπη καί εὔνοια τοῦ Θεοῦ, ὅταν βρέθηκε σέ παρόμοια κατάσταση ἀνάγκης καί μοναξιᾶς, νά ᾽ναι ἄρρωστος καί σέ ἡμέρες μεγάλου χιονιᾶ μόνος καί ἀβοήθητος. Ὁ Κύριος, ἀπεκάλυψε ὁ Γέροντας, τοῦ ἔστειλε ἀγγέλους νά τόν θερμαίνουν καί νά τόν ὑπηρετοῦν, τόσο πού ὅταν ἦλθαν κάποια στιγμή καλόγεροι νά τόν βοηθήσουν, ἀνησυχώντας γιά τόν ἀποκλεισμό του, τούς παραπονέθηκε ὅτι ἦρθαν αὐτοί καί ἔδιωξαν τούς ἀγγέλους!

῎Ερχεται ὁ Κύριος πάντοτε, ἀλλά συχνά φαίνεται ὅτι ἀργεῖ. Διότι δικαίως θά ἐρωτήσει κάποιος: τριάντα ὀχτώ χρόνια δέν εἶναι πολλά, γιά νά ἐπανέλθουμε στόν παράλυτο τοῦ εὐαγγελίου; Γιατί ἄργησε τόσο ὁ Θεός τήν παρουσία Του; Τό ἐρώτημα πού βεβαίως τίθεται ἀντιστρόφως εἶναι: ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι μόνον μία ἐμφανής παρουσία, σωματικῆς θά λέγαμε τάξεως; ᾽Εκεῖ πού ὁ Θεός φαίνεται ἀπών εἶναι καί πράγματι ἀπών; Προφανῶς, τήν ὑπομονή καί τήν ἐλπίδα στόν παράλυτο ἔδινε ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὡς χάρη, πού πρέπει νά τόν ἀνέβαζε πνευματικά σέ μεγάλο ὕψος. Ὁ παράλυτος, πέρα ἀπό τό ἀνθρώπινο παράπονό του, δέν φαίνεται νά κατηγορεῖ κάποιον, πολλῷ μᾶλλον δέν γογγύζει κατά τοῦ Θεοῦ οὔτε καί βλασφημεῖ - πράγματα πού συχνά διαπιστώνουμε σέ παρόμοιες καταστάσεις ἄλλων συνανθρώπων – πού σημαίνει ὅτι ἦταν ἄνθρωπος προσευχῆς καί ἐπιβεβαίωνε ἔμπρακτα τό τῆς Γραφῆς: ῾ὑπομένων ὑπέμεινα τόν Κύριον καί προσέσχε μοι᾽. ῎Ετσι ζοῦσε μᾶλλον σέ μία χαρισματική κατάσταση, ἔστω καί μέσα στή θλίψη του, ἤ μᾶλλον ἐξαιτίας αὐτῆς, πού σφραγίστηκε ἁπλῶς στό τέλος μέ τή σωματική θεραπεία του ἀπό τόν Χριστό.

Θυμίζει ἡ περίπτωσή του κάτι ἀπό τή ζωή τοῦ μεγάλου ἁγίου ᾽Αντωνίου, πού ὅταν τόν βρῆκαν μισοπεθαμένο ἀπό δαιμονικά κτυπήματα οἱ συχωριανοί του καί τόν ἔβαλαν μέσα στό ναό, ἐξέφρασε τό παράπονό του στόν Κύριο, μόλις αἰσθάνθηκε τήν παρουσία Του ὡς ἀκτίνα παρηγοριᾶς καί θεραπείας, λέγοντας γιατί τόν ἄφησε μόνο καί ἀβοήθητο στούς πνευματικούς του ἀγῶνες. Κι ὁ Κύριος τοῦ ἀπεκάλυψε ὅτι ἦταν πάντοτε κοντά του, τόν παρακολουθοῦσε καί τόν ἐνίσχυε μυστικῶς, προσδοκώντας ἀκριβῶς τήν ἐν ὑπομονῇ πίστη καί ἐλπίδα του σ᾽ Αὐτόν. Γι᾽ αὐτό καί τοῦ ὑπόσχεται ὅτι θά τόν κάνει μεγάλο καί τρανό ἀνά τά πέρατα τοῦ κόσμου. ῎Ετσι ὁ Κύριος ὅταν φαίνεται ὅτι εἶναι ἀπών στά παθήματα καί τίς δοκιμασίες μας, εἶναι στήν πραγματικότητα παρών μ᾽ ἕναν ἄλλον τρόπο. Καί θά πρέπει πάντοτε νά θυμόμαστε αὐτό πού σημειώνει ἰδιαιτέρως ὁ ἅγιος ᾽Ισαάκ ὁ Σύρος, ἀκολουθώντας κι αὐτός βεβαίως τήν πνευματική σκέψη τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου καί ἰδίως τοῦ ἀπ. Παύλου, ὅτι σ᾽ αὐτές τίς δύσκολες καταστάσεις δοκιμασίας μας ἔχουμε ἤδη πάρει μυστικῶς ἀπό τόν Κύριο τή δύναμη ν᾽ ἀντέχουμε, ὥστε μέ τή χάρη ᾽Εκείνου νά περνᾶμε τά παθήματά μας. Προηγεῖται, λέει συγκεκριμένα, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καί τά στηρίγματα πού μᾶς δίνει, κι ἔπειτα ἐπιτρέπει καί παραχωρεῖ τήν ὅποια δοκιμασία. Εἶναι ἡ μέθοδος τοῦ Θεοῦ γιά νά μᾶς ἀνεβάζει σέ ἀνώτερη πνευματική βαθμίδα.

 ῎Ετσι ὁ παράλυτος τῆς ὁμώνυμης Κυριακῆς δέν φαίνεται νά εἶναι ἕνα ἁπλός ἄνθρωπος. Μέσα ἀπό τό ὅλο περιστατικό ἀποκαλύπτεται τό ψυχικό καί πνευματικό του μεγαλεῖο, ἡ ταπείνωση, ἡ ὑπομονή, ἡ πίστη του στόν Θεό. Καί θά μᾶς θυμίζει πάντοτε ὅτι ὅσο κι ἐμεῖς θά ὑπομένουμε ἐν πίστει τίς ὅποιες δοκιμασίες μας, χωρίς νά ῾ἐκβιάζουμε᾽ τόν Θεό γιά μία ἄμεση ἐπέμβασή Του, δείχνοντας ἑπομένως μέ τήν ἀνυπομονησία μας τήν ὀλιγοπιστία μας πρός Αὐτόν, τόσο θά πρέπει νά εἴμαστε ἕτοιμοι καί γιά τήν ἔκπληξη τῆς θαυμαστῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στή ζωή μας. ῎Ισως ὅμως θά πρέπει καί νά σκεφτόμαστε ὅτι αὐτή ἡ ὑπομονή καί ἡ ἐν πίστει προσμονή μας μᾶς θέσει τελικῶς στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὡς μάρτυρες ἐνώπιόν Του.

Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΠΕΛΑΓΙΑ



“Η αγία Πελαγία ήταν από την Ταρσό, κατά τούς χρόνους του βασιλιά Διοκλητιανού. Άκουσε για την πίστη του Χριστού και ζήτησε να μάθει τι είναι αυτή. Τότε είδε σε όνειρο τον Επίσκοπο της περιοχής της να την βαπτίζει. Έφυγε λοιπόν από τη μητέρα της, τάχα ότι πηγαίνει στην παραμάνα της, ενώ πήγε προς τον Επίσκοπο. Αυτός φωτίστηκε από τον Θεό, την δέχτηκε και την βάπτισε. Έμαθε τι συνέβη ο υιός του βασιλιά που την ήθελε γυναίκα του, κι έγινε τόσο έξαλλος από τον έρωτα που τον διακατείχε, ώστε αυτοκτόνησε. Ο Διοκλητιανός τότε έστειλε και του έφεραν την παρθένο κόρη, κι επειδή δεν μπόρεσε να την μεταπείσει από την πίστη του Χριστού, πύρωσε έναν χάλκινο ταύρο και έβαλε μέσα την αγία. Εκεί η αγία δέχτηκε το τέλος της και το στεφάνι της ομολογίας της”.

Δεν είναι τυχαία η αγία μάρτυς Πελαγία. Ήταν πλούσια και όμορφη κόρη που θα γινόταν βασίλισσα, καθώς την ήθελε γυναίκα του ο γιος του βασιλιά Διοκλητιανού. Κι όμως! Χωρίς να έχει κάποια ιδιαίτερη σχέση από την οικογένειά της με τη χριστιανική πίστη, όχι μόνο γίνεται χριστιανή, αλλά δίνει και τη ζωή της για τον Χριστό. Πώς; Καλώντας την ο Κύριος μέσω ενός ονείρου, το οποίο τελικά γίνεται ο δρόμος της για την ένταξή της στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, διά του αγίου βαπτίσματος. Πρόκειται για τις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις ονείρων που η προέλευση δεν είναι φυσική ή δαιμονική, αλλά εκ Θεού. Και πώς είμαστε βέβαιοι για τη θεϊκότητα του ονείρου; Ήταν ο Επίσκοπος που με φωτισμό Θεού αναγνώρισε την κλήση με αυτόν τον τρόπο του Κυρίου. Διαφορετικά, γνωρίζουμε από τους αγίους μας ότι τα όνειρα στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελούν μέσα παραπλάνησής μας, γι᾽ αυτό και πρέπει να μη δίνουμε σημασία και βάση σ᾽ αυτά. Κατά τη ρήση του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος μάλιστα ῾όποιος πιστεύει στα όνειρα είναι παντελώς άπειρος και άσοφος᾽.

Την αιτία της κλήσης του Κυρίου στην παρθένο κόρη περιγράφει επανειλημμένως ο άγιος υμνογράφος της Εκκλησίας μας: η αγία, έστω και σε άγνοια ευρισκόμενη, εκ βρέφους διψούσε για την αλήθεια. Κι από τότε, κατά πρόγνωση μάλιστα Θεού, είχε αναθέσει τον εαυτό της στον Δημιουργό. ῾Ανέθεσες, σεμνή, από βρέφος κατά πρόγνωση Θεού τον εαυτό σου στον Κτίστη σου᾽(῾Εκ βρέφους προγνωστικώς τω Κτίστη σου ανατεθείσα, σεμνή᾽) (ωδή α´). Κι όποιος διψάει για την αλήθεια, όποιος αναζητεί την αλήθεια, ανήκει, κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου, σε Εκείνον. ῾Πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής᾽ (Ιωάν. 18, 37). Η αγία Πελαγία λοιπόν και πριν από το βάπτισμά της ήταν χριστιανή. Κι ο πόθος της για τον Κύριο φούντωσε, αφότου ένιωσε την κλήση Του και έγινε μέλος Του διά του βαπτίσματος. ῾Βρήκες, μάρτυς, αυτόν που σε οδήγησε στην πίστη, και με ευφροσύνη και χαρά έτρεξες γρήγορα στον ποθούμενο Κύριο, οπότε αξιώθηκες θαυμαστών θεωριών. Σαν κοπέλα δε έτρεξες πίσω από τον Νυμφίο σου᾽(῾Ευρούσα, μάρτυς, τον μυσταγωγούντα, μετ᾽ευφροσύνης και χαράς τω ποθουμένω θάττον προσέδραμες, και ξένων κατηξίωσαι θεωριών, αξιάγαστε. Ως νεάνις οπίσω δε του νυμφίου σου έδραμες᾽) (στιχηρό εσπερινού). Το πλείστο των τροπαρίων της ακολουθίας της αγίας αναφέρονται σ᾽ αυτήν την  θερμή αγάπη της προς τον Κύριο, που της έδωσε βεβαίως και τη δύναμη να περιφρονήσει όλα τα ωραία του βίου τούτου και να θυσιάσει και την ίδια της τη ζωή. Για παράδειγμα: ῾Πυρώθηκες από τον πόθο του Χριστού και έτσι εισήλθες με ανδρείο φρόνημα στο σφοδρά καμμένο χαλκούργημα᾽(῾Τω πόθω του Χριστού την ψυχήν πυρουμένη, υπήλθες ανδρικώς τω σφοδρώς εκκαέντι χαλκουργήματι᾽) (κάθισμα όρθρου). ῾Ο πόθος για τις ουράνιες ομορφιές αμαύρωσε τους επίγειους πόθους, αθληφόρε. Κι απέκτησες φτερά για τον Χριστό, φωνάζοντας και λέγοντας: Δόξα στη δύναμή Σου, Κύριε᾽ (῾Ο πόθος των ουρανίων ωραιοτήτων, τους επί γης ημαύρωσε πόθους, αθληφόρε. Επτερώθης Χριστώ, βοώσα και λέγουσα: Δόξα τη δυνάμει σου, Κύριε᾽) (ωδή δ´).

Ο άγιος υμνογράφος σημειώνει και κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό: η αγία με το μαρτύριό της, που αποδείκνυε περίτρανα την αγάπη της για τον Χριστό, έγινε και αληθινή θεολόγος. Κατά τους αγίους μας, ως γνωστόν, θεολόγος δεν είναι εκείνος που έχει πάρει ένα πτυχίο μίας θεολογικής Σχολής ούτε καν εκείνος που η γλώσσα του κινείται με ευκολία στις θεολογικές διδασκαλίες. Θεολόγος αληθινός είναι εκείνος που η ζωή του φανερώνει την παρουσία του Θεού, που η ζωή του είναι μία διαρκής προσευχή. ῾Ει αληθώς προσεύχη, θεολόγος ει, και ει θεολόγος ει, αληθώς προσεύχη᾽. Η αλήθεια της πίστης κατεξοχήν φανερώνεται την ώρα του μαρτυρίου. Εκεί δεν μπορεί κανείς να κοροϊδέψει: είναι η ώρα της κρίσης της ίδιας της ζωής. Η αγία Πελαγία λοιπόν ως μάρτυς Κυρίου θεολογούσε τη δύναμη Εκείνου την ώρα του μαρτυρίου της. Κι αυτή η χαρισματική ώρα της ήταν εκείνη που καλούσε τον κόσμο στο να πιστέψει στον Κύριο. ῾Σαν αληθινότατη μάρτυς του Χριστού, πανεύφημε, θεολόγησες την δύναμή Του, διδάσκοντας όλους με φρόνηση Θεού, και έλκυσες τους λαούς προς την αληθινή πίστη᾽(῾Ως μάρτυς, ως λίαν αψευδής Χριστού, πανεύφημε, την τούτου δύναμιν εθεολόγησας, άπαντας θεοφρόνως εκδιδάσκουσα, και προς ευσέβειαν λαούς είλκυσας᾽) (ωδή η´). 

Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΚΑΙ ΜΑΥΡΑ



«Ο άγιος Τιμόθεος που ανήκε στους κληρικούς, ήταν δάσκαλος των ιερών λόγων, καταγόταν από την κώμη των Πεναπέων, και μόλις είχε έλθει σε γάμου κοινωνία με την Μαύρα. Δεν είχαν περάσει ούτε είκοσι ημέρες από το γάμο του, και κατηγορήθηκε ότι ήταν χριστιανός, οπότε οδηγείται προς τον ηγεμόνα της Θηβαΐδος Αρριανό. Όταν πρόσταξε αυτός να του φέρει τα βιβλία που διαβάζει στους χριστιανούς, δεν το έκανε βεβαίως, αντείπε μάλιστα στον Ηγεμόνα ότι θεωρεί τα βιβλία σαν παιδιά του, από τα οποία αντλεί στήριγμα, ότι αυτά φρουρούνται από τους Αγγέλους, επειδή η δύναμη των γραμμένων σ᾽αυτά τους καλεί σε βοήθεια, κι ότι ασφαλώς κανείς δεν παραδίδει μόνος του τα παιδιά του σε θάνατο. Γι᾽ αυτόν τον λόγο πέρασαν στα αυτιά του σίδερα πυρωμένα, από τα οποία οι κόρες των οφθαλμών ξεράθηκαν και έπεσαν. Έπειτα δένουν τους αστραγάλους του σε τροχό, περνάνε χαλινάρι στο στόμα του και το κρεμάνε στο κεφάλι του, αφού του πρόσδεσαν στον τράχηλό του και μία πέτρα.
Καθώς όμως δεν υποχωρούσε με όλα αυτά, ήλπισε ο Ηγεμόνας ότι θα εξαπατήσει τη γυναίκα του Μαύρα, την οποία προσπάθησε να πείσει με κολακείες, ώστε να την οδηγήσει σε λατρεία των ειδώλων. Αυτή βεβαίως δεν τον άκουσε, κι αφού πείστηκε μάλλον στις παραινέσεις του αγίου, ομολόγησε ενώπιον του Ηγεμόνα ότι είναι χριστιανή. Της έκοψαν λοιπόν τις τρίχες της κεφαλής, τις απέκοψαν και τα δάκτυλα και την έριξαν μέσα σε βραστό νερό. Έμεινε όμως άφλεκτη μέσα σ᾽αυτό, τόσο που ο Ηγεμόνας υπενόησε  ότι το νερό στο οποίο ρίχτηκε δεν ήταν θερμό αλλά ψυχρό. Γι᾽ αυτό  προστάζει να ραντιστεί στο χέρι με το νερό. Όταν λοιπόν η αγία πήρε νερό με το χέρι της από τον λέβητα και το έριξε πάνω στο δικό του χέρι, αμέσως έσκασε το δέρμα του Ηγεμόνα. Μετά από αυτό λοιπόν σταυρώνει και τους δύο, τον Τιμόθεο και την Μαύρα, κι αφού παρέμειναν εννέα ημέρες πάνω στο ξύλο, προέτρεπαν και συμβούλευαν ο ένας τον άλλον διαδοχικά να υπομένουν με καρτερία τα βασανιστήρια και να μην υποχωρήσουν, και έτσι παρέδωσαν τα πνεύματά τους στον Κύριο.
Συνέβη δε σαν σε έκσταση να έλθει ο διάβολος στην αγία μάρτυρα, όταν ήταν ακόμη στον σταυρό, και να της προσφέρει ποτήριο γεμάτο από μέλι και γάλα, προτρέποντάς την να το πιει. Αυτή όμως τον απώθησε με προσευχή. Και πάλι συνέβη να την οδηγήσει σε ποτάμι που έρρεε τους ίδιους χυμούς, το μέλι δηλαδή και το γάλα, και την προέτρεπε να πιει. Αυτή τότε είπε: ᾽Δεν πίνω από αυτά, αλλά απο το ποτήριο που με κέρασε ο Χριστός᾽. Και έτσι ο διάβολος απήλθε ηττημένος από αυτήν. Ήλθε τότε άγγελος του Θεού και φάνηκε να οδηγεί την αγία στον ουρανό, κρατώντας την από το χέρι, και της έδειξε θρόνο και λευκή στολή και στεφάνι και της είπε: ῾Αυτά ετοιμάστηκαν για σένα᾽. Έπειτα την οδήγησε σε υψηλότερο μέρος και πάλι της έδειξε άλλο θρόνο και ωραιότατη στολή και στεφάνι, λέγοντάς της πάλι: ῾Αυτά κληρώθηκαν για τον άνδρα σου. Η διαφορά του τόπου σού δείχνει ότι ο άνδρας σου έγινε μάλλον για σένα πρόξενος της σωτηρίας᾽. Τελείται δε η σύναξή τους στο αγιότατο μαρτυρείο τους, που βρίσκεται πέραν στις Ιουστινιανές».

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος αξιοποιεί για μία ακόμη φορά τα ονόματα των αγίων, προκειμένου να χαρακτηρίσει με αυτά το ποιόν της αγιότητάς τους. ῾Τίμησαν τον Θεό και μαύρισαν την πλάνη – σημειώνει – ο Τιμόθεος βεβαίως και η ένδοξη Μαύρα᾽(῾Τιμήσαντες Θεόν απημαύρωσαν πλάνην, Τιμόθεος σαφώς και η ένδοξος Μαύρα᾽) (κάθισμα όρθρου). Επανειλημμένως χρησιμοποιεί τα σχήματα του λόγου, κατεξοχήν την αντίθεση μεταξύ του φωτός και του σκότους, για να δείξει ότι παρ᾽όλον ότι Μαύρα ονομάζεται η αγία, είναι γεμάτη από το φως του Θεού. ῾Με αστράπτουσα μορφή, σεμνή Μαύρα παμμακάριστη, και με το φως της χάρης που είχες μαύρισες τις όψεις του φοβερού τύραννου᾽(῾Μορφή αστραπτούση, ω σεμνή Μαύρα παμμακάριστε, και τω φωτί της σης χάριτος, όψεις ημαύρωσας του δεινού τυράννου᾽) (στιχηρό εσπερινού). ῾Απέρριψες τη σκοτεινή κακή γνώμη, θεομακάριστε, και έγινες φως με το μαρτύριο᾽ (῾Την ζοφώδη κακόνοιαν απορριψαμένη, φως εχρημάτισας διά του μαρτυρίου, θεομακάριστε᾽) (ωδή ε´).

Το φως του Θεού με το οποίο ήταν γεμάτοι οι άγιοι υπήρξε αποτέλεσμα του πνευματικού τους αγώνα. Ο άγιος υμνογράφος τονίζει ότι αν αξιώθηκαν ῾οι μεγαλομάρτυρες του Χριστού᾽(ωδή δ´) να μετάσχουν στη δόξα και το φως Εκείνου ήταν γιατί τήρησαν τις εντολές και τους νόμους Του και έγιναν στο τέλος κοινωνοί και των παθημάτων Του. ῾Αξιωθήκατε να δείτε την δόξα Αυτού  που άδειασε τον εαυτό Του από αγάπη για εμάς, πανεύφημοι. Διότι φυλάξατε τους νόμους Του και γίνατε κοινωνοί των παθημάτων Του᾽ (῾Ιδείν την δόξαν κατηξιώθητε του εαυτόν κενώσαντος δι᾽ οίκτον, πανεύφημοι. Τους αυτού γαρ νόμους εφυλάξατε και κοινωνοί των τούτου παθημάτων γεγόνατε᾽) (ωδή θ´). Η κοινωνία των παθημάτων του Κυρίου από το ιερό ζεύγος, με αποκορύφωση τον σταυρό τους, είναι κάτι στο οποίο επιμένει ο υμνογράφος. Όχι μία και δύο, αλλά πολλές φορές προβάλλει τον εξεικονισμό του πάθους του Κυρίου από τους μάρτυρες. ῾Σας κρέμασαν πάνω στο ξύλο του σταυρού, πανεύφημοι, για πολλές ημέρες και εξεικονίσατε έτσι το σεπτό πάθος Εκείνου που έπαθε με τη θέλησή Του᾽(῾Επί ξύλου ταθέντες σταυρού, πανεύφημοι, επί πλείστας ημέρας εξεικονίσατε πάθος το σεπτόν του παθόντος βουλήματι᾽) (ωδή η´). Και ποια η αιτία της τήρησης του νόμου του Κυρίου και του με σταυρό μαρτυρίου τους; Όχι άλλο από εκείνο που συνιστά, όπως γνωρίζουμε, το κίνητρο κάθε αγίου: την θερμή αγάπη προς τον Θεό. ῾Συνδέσατε τις ψυχές σας τελείως με την αγάπη του Χριστού᾽(῾Τη αγάπη τέλεον του Χριστού ψυχάς συνεδήσατε᾽) (ωδή ς´). ῾Πυρπολείτο η ψυχή σου από ένθεο πόθο, μάρτυς᾽(῾Ενθέω πόθω την ψυχήν πυρπολούμενος, μάρτυς᾽) (ωδή γ´). ῾Έφερες στην καρδιά σου σαν φωτιά την αγάπη του Χριστού᾽(῾Πυρ εγκάρδιον την αγάπην φέρουσα Χριστού᾽) (ωδή ζ´).

Ο άγιος Ιωσήφ προβάλλει το ιερό ζεύγος ως πρότυπο συζυγίας. Μολονότι δεν μακροχρόνισε η επίγεια σχέση τους, απέκτησε βάθος αιώνιο, γιατί την στήριξαν στον ζυγό του Κυρίου. Για τον άγιο υμνογράφο η άριστη συζυγία είναι αυτή που προϋποθέτει την άρση του ζυγού του Κυρίου. Μόνον όταν το ζευγάρι, ο άνδρας και η γυναίκα, θέσουν ως θεμέλιο της σχέσης και της ζωής τους τον Χριστό, μπορούμε να πούμε ότι έχουμε σωστή και αρμονική συζυγία, πράγματι άριστη συζυγία. ῾Συνδεδεμένοι σαφώς με άριστη συζυγία, σηκώσατε μαζί τον ελαφρότατο ζυγό του Κυρίου στους αυχένες σας, και έτσι ενωθήκατε με το πλήθος των μαρτύρων᾽. (῾Συζυγία αρίστη σαφώς συνδούμενοι, τον ζυγόν του Κυρίου τον ελαφρότατον ήρατε ομού επαυχένιον, μάρτυρες, και ταις των μαρτύρων συνήφθητε αγέλαις᾽) (ωδή η´). Αν δεν υπάρχει ο Χριστός στη συζυγία, τότε έχουν μπει τα θεμέλια της διάλυσης, ήδη απαρχής της κοινής ζωής. Διότι τι θα κρατήσει την ενότητα του ζεύγους μέσα σε τόσα προβλήματα και τόσους πειρασμούς ιδίως της σημερινής εποχής; Χωρίς Χριστό εκείνο που κυριαρχεί δεν είναι η αγάπη, αλλά ο εγωισμός. Και όπως λέει ένα λαϊκό άσμα, ῾όπου ο εγωισμός, εκεί κι ο χωρισμός᾽. Οι άγιοι Τιμόθεος και Μαύρα συνιστούν παράδειγμα ενότητας και συζυγίας. Μακάρι όλοι οι έγγαμοι κι όλοι που συνάπτουν σχέση με το άλλο φύλο να τους είχαν ως πρότυπο και κανόνα ζωής. Η ζωή τους ίσως γινόταν από εδώ ένα κομμάτι Παραδείσου.

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΕΡΕΜΙΑΣ (1 ΜΑΪΟΥ)



«Ο θαυμάσιος του Κυρίου προφήτης, που αγιάστηκε ήδη από τη μήτρα της μητέρας του, καταγόταν από την Ανανώθ. Στις Τάφνες της Αιγύπτου λιθοβολήθηκε από τον λαό και πέθανε, τοποθετήθηκε δε στον τόπο της κατοίκησης των Φαραώ. Διότι οι Αιγύπτιοι τον δόξασαν, επειδή ευεργετήθηκαν από αυτόν: με τη προσευχή του, ψόφησαν και τα δηλητηριώδη φίδια (ασπίδες) που τους εξολόθρευαν, και τα θηρία των υδάτων, που οι Αιγύπτιοι τα ονομάζουν Εφώθ και οι Έλληνες κροκόδειλους. Και όσοι είναι πιστοί μέχρι σήμερα, έρχονται στον τόπο εκείνο, και παίρνοντας από το χώμα, θεραπεύουν τα δαγκώματα των ασπίδων.
Λένε ότι ο Αλέξανδρος ο Μακεδών, όταν έφτασε στον τάφο του προφήτη και έμαθε τα σχετικά μ᾽ αυτόν, μετέφερε τα λείψανά του στην Αλεξάνδρεια και τα διέσπειρε σε κάθε μέρος της πόλης και γύρω από αυτήν, με αποτέλεσμα να εκδιώξει τις ασπίδες από εκεί. Στη θέση τους δε έβαλε τα φίδια που ονομάζονταν αργαλοί, τα οποία έφερε από το Άργος, εξ ου και έχουν την ονομασία αυτή.
Έδωσε μάλιστα ο προφήτης σημάδι στους ιερείς της Αιγύπτου, ότι θα σειστούν τα είδωλά τους και θα πέσουν χάμω, μέσω ενός παιδιού Σωτήρα, που θα γεννιόταν από Παρθένο σε φάτνη. Γι᾽ αυτό μέχρι τώρα έχουν ως θεά μία παρθένο λεχώνα, ενώ βάζουν σε φάτνη ένα βρέφος και το προσκυνούν. Γι᾽ αυτό επίσης κι όταν ρώτησε ο βασιλιάς Πτολεμαίος ποια είναι η αιτία αυτού, έλεγαν ότι το μυστήριο αυτό είναι πατροπαράδοτο, που παραδόθηκε στους πατέρες μας από κάποιον όσιο προφήτη, και πιστεύουμε, είπαν, ότι θα εκπληρωθεί το μυστήριο.
Λέγεται δε για τον προφήτη ότι πριν από την άλωση του Ναού άρπαξε την κιβωτό του Νόμου και όσα υπήρχαν μέσα σ᾽αυτήν και τα κατέθεσε κάτω από βράχο και είπε στους παρευρισκομένους: ῾Απεδήμησε ο Κύριος που αποκαλύφτηκε στο Σινά προς τον Ουρανό και πάλι θα έλθει για να νομοθετήσει στο Σινά με δύναμη, ενώ θα υπάρξει σημάδι σε σας της παρουσίας του, όταν δηλαδή όλα τα έθνη θα προσκυνήσουν το ξύλο᾽. Είπε δε ότι κανείς δεν θα βγάλει την κιβωτό αυτή, παρά μόνον ο ο ιερέας Ααρών, και κανείς δεν θα ανοίξει τις πλάκες σ᾽αυτήν καθόλου, ούτε από ιερείς ούτε από προφήτες, παρά μόνον ο Μωυσής ο εκλεκτός του Θεού. Και κατά την ανάσταση, πρώτα η κιβωτός θα σηκωθεί και θα εξέλθει και θα τεθεί στο όρος Σινά, και όλοι οι άγιοι θα μαζευτούν προς αυτήν, περιμένοντας τον Κύριο και εκδιώκοντας τον εχθρό που θέλει να τους σκοτώσει. Στον βράχο έβαλε ως σφραγίδα με το δάκτυλό του το όνομα του Θεού, κι έγινε ο τύπος σαν ανάγλυφο από σίδερο. Και φωτεινή νεφέλη επισκίασε το όνομα και κανείς δεν θα αναγνωρίσει τον τόπο ούτε θα μπορέσει να το διαβάσει, μέχρι την ημέρα εκείνη. Είναι δε ο βράχος στην έρημο, όπου φτιάχτηκε  καταρχάς η κιβωτός μεταξύ των ορέων, εκεί που βρίσκονται θαμμένοι  ο Μωυσής και ο Ααρών, και κατά τη νύκτα η νεφέλη έρχεται πάνω στον τόπο σαν φωτιά, κατά τον τύπο τον παλιό. Ήταν δε ο προφήτης Ιερεμίας προχωρημένος στην ηλικία, μικρός στο ανάστημα, έχοντας γένι που κατέληγε σε οξύ σχήμα. Τελείται δε η σύναξή του στον Ναό του αγίου αποστόλου Πέτρου, που βρίσκεται δίπλα στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας για τον ῾συμπαθέστατον πάντων των προφητών᾽ (ωδή δ´), τον προφήτη Ιερεμία, πρωτίστως επικεντρώνουν στην ήδη από κοιλίας μητρός κλήση του στο προφητικό αξίωμα, κι ακόμη πιο πίσω, στην επιλογή του από τον Θεό, πριν καν συλληφθεί στη μήτρα της μητέρας του. Κατά τα λόγια του ίδιου του υμνογράφου ῾Κύριε, Συ προγνώρισες τον ένδοξο Ιερεμία πριν να πλαστεί, και πριν να τεχθεί από τη μήτρα της μητέρας του τον καθαγίασες σαν προφήτη Σου᾽(῾Κύριε, συ προ του πλασθήναι προέγνως, Ιερεμίαν τον ένδοξον, και προ του τεχθήναι εκ μήτρας, υποφήτην καθηγίασας῾(στιχηρό εσπερινού). Ο υμνογράφος μάλιστα εικονίζει τον προφήτη του Θεού ως ῾εκλεκτό βέλος που ο Δεσπότης Κύριος είχε κρυμμένο στη φαρέτρα του, ώστε να το βγάλει και να το χρησιμοποιήσει στον κατάλληλο καιρό᾽ (῾Βέλος εκλεκτόν εν φαρέτρα σε κρυπτόμενον, Ιερεμία, τη προγνώσει αυτού, ο σος Δεσπότης, οις έδει καιροίς ανέδειξεν᾽) (ωδή ε´). Σπεύδει όμως να διευκρινίσει ότι η εκλογή αυτή και ο καθαγιασμός του προφήτη και πριν ακόμη έρθει στη ζωή δεν σημαίνει κατάργηση της ελευθερίας του. Δεν έχουμε δηλαδή έναν απόλυτο προορισμό, σύμφωνα με τον οποίο ο Θεός αυθαιρέτως εκλέγει κάποιον και καθορίζει την περαιτέρω πορεία του. Κατά τον άγιο υμνογράφο που εκφράζει εν προκειμένω την πίστη της Εκκλησίας μας, έχουμε ένα είδος σχετικού προορισμού, με την έννοια ότι ο Θεός προγνωρίζοντας ως παντογνώστης που είναι τη μελλοντική ανταπόκριση της ελευθερίας του ανθρώπου στην κλήση Του, τον ετοιμάζει για το έργο που έχει αποφασίσει να τον καλέσει. ῾Σε καθαγίασε ο Κύριος, Ιερεμία, διότι προγνώριζε αληθινά την ελευθερία της γνώμης σου᾽(῾Κύριε, Ιερεμίαν τον ένδοξον υποφήτην καθηγίασας, ως προειδώς αληθώς της γνώμης το ελεύθερον᾽) (στιχηρό εσπερινού). Κι αλλού: ῾Ιερεμία θεοφάντορα, προθεωρώντας ο Κύριος, που προγνωρίζει τα πάντα, τις κινήσεις της διάνοιάς σου σε έκανε καθηγητή του λαού᾽(῾Ο πάντων την γνώσιν προειληφώς, σου της διανοίας τας κινήσεις προθεωρών, ω Ιερεμία θεοφάντορ, καθηγητήν σε λαού προχειρίζεται᾽) (ωδή α´).

Η πρόγνωση της ελεύθερης ανταπόκρισης του προφήτη στην κλήση του Θεού βεβαίως επιβεβαιώθηκε, κάτι που σημαίνει για τον εκκλησιαστικό ποιητή ότι ο προφήτης όχι μόνο δέχτηκε την κλήση από τον Κύριο, αλλά και ο ίδιος αγωνίστηκε να καθαρίσει τους πνευματικούς του οφθαλμούς από κάθε μολυσμό της αμαρτίας, ώστε να μπορέσει να σταθεί στο ύψος της κλήσης του. ῾Καθάρισες καλά το οπτικό της διάνοιάς σου σαφώς από τους μολυσμούς της αμαρτίας, γι᾽ αυτό και αναδείχτηκες από τον Δημιουργό σου αγαπητότατος μάρτυρας της αλήθειας᾽(῾Σου της διανοίας το οπτικόν σαφώς εκκαθάρας μολυσμάτων των της σαρκός, αληθείας μάρτυς ανεδείχθης τω Ποιητή σου ποθεινότατος᾽) (ωδή α´). Κι είναι τούτο μία γενική αλήθεια στην πνευματική ζωή: ο Θεός καλεί τον άνθρωπο και τον θέλει ως συνεργό Του, όταν κι ο άνθρωπος ανταποκρίνεται στην κλήση αυτή με τον αγώνα του κατά της αμαρτίας και των παθών του.

Ο προφήτης λοιπόν με καθαρά τα πνευματικά του αυτιά, ώστε να ακούει τι το Πνεύμα του Θεού του υπαγόρευε (῾ώτα καθαρά διανοίας έχων, κατηξιώθης επακροάσασθαι του Πνεύματος προσομιλούντος σοι᾽) (ωδή ε´), ξεκίνησε το έργο του, το οποίο κινείτο σε δύο επίπεδα: το επίπεδο της κλήσης του λαού σε μετάνοια και το επίπεδο της αναφοράς του στον μέλλοντα να έλθει λυτρωτή Μεσσία Κύριο. Στην κλήση μετανοίας δυστυχώς, όπως συνέβαινε σχεδόν πάντοτε με τους προφήτες, δεν έβλεπε θετικά αποτελέσματα. Όχι μόνο ο λαός δεν ανταποκρινόταν, αλλά αντιθέτως τον διακωμωδούσε και επιχειρούσε παντοιοτρόπως να του κλείσει το στόμα με βίαιο τρόπο,  κάτι που τελικώς το κατάφερε, διά λιθοβολισμού (῾Πέτρινες ψυχές και ξένες από θείο φόβο, σκότωσαν με πέτρες τον θείο Ιερεμία᾽(῾Ψυχαί λιθώδεις και ξέναι θείου φόβου, λίθοις ανείλον θείον Ιερεμίαν᾽) (στίχοι συναξαρίου).  Ο προφήτης πέρασε βεβαίως πολλά βάσανα πάνω στο προφητικό του έργο, όπως για παράδειγμα το ρίξιμό του σε βρόμικο λάκκο – είναι πολύ ωραία μάλιστα η ερμηνεία που δίνει ο υμνογράφος στη δαιμονική αυτή κίνηση των συμπατριωτών του προφήτη: ῾Δεν άντεχε ο βρόμικος λαός του Ισραήλ το μύρο της ευωδίας σου και σε έκλεισε μέσα στον λάκκο᾽ (ωδή γ´) -  παρ᾽όλα αυτά όμως συνέχιζε να καλεί σε μετάνοια τον λαό, προλέγοντάς του τις καταστροφές που θα υφίστατο αν θα συνέχιζε να είναι ανυπάκουος στο θέλημα του Θεού. Ο προφήτης, ακριβώς γιατί ήταν προφήτης, βλέπει ως βέβαιη την καταστροφή, γι᾽αυτό και θρηνεί ήδη την πτώση της Ιερουσαλήμ. Οι θρήνοι του Ιερεμία έχουν μείνει παροιμιώδεις στην ιστορία – οι γνωστές ῾Ιερεμιάδες᾽ - οι οποίοι όμως αφενός διεκτραγωδούν την καταστροφή του Ισραήλ, αφετέρου όμως στρέφουν τον λαό με ελπίδα στη διέξοδο που σίγουρα θα έλθει, αν ο λαός μετανοήσει και επικαλεστεί τον Κύριο. Όπως το λέει και ο υμνογράφος: ῾Θρήνησες για τον παράνομο λαό, που οδηγείτο σε βίαια αιχμαλωσία από αθέους βαρβάρους, προφήτη μακάριε᾽(῾Άνομον λαόν εθρήνησας υπό βαρβάρων αθέων απαγόμενον αιχμαλωσία βιαία, προφήτα μακάριε᾽) (κάθισμα όρθρου). Και εν προκειμένω υποκλίνεται ο χριστιανός στη μεγάλη ψυχή του προφήτη, ο οποίος παρ᾽όλα τα βάσανα που υφίστατο από τους συμπατριώτες του, δεν έπαυε να θρηνεί γι᾽ αυτούς, να συνεχίζει να τους νουθετεί, να προσεύχεται για τη σωτηρία τους.

Είπαμε όμως ότι ο προφήτης δεν μένει μόνο στο κήρυγμα της μετανοίας και τους θρήνους για την καταστροφή. Βλέπει και το μέλλον που έρχεται στο πρόσωπο του λυτρωτή Χριστού. Κι αυτό είναι χαρούμενο και ευφρόσυνο. Ο άγιος υμνογράφος επανειλημμένως σημειώνει τη διάσταση αυτή. ῾Συγγράφοντας θρήνους, προφήτη, δεν αμαύρωσες τη θεϊκή ευφροσύνη, με την οποία ανατράφηκες ήδη από βρέφος᾽ (῾Θρήνους συγγράφων, ω προφήτα, ουκ ημαύρωσας την θείαν ευφροσύνην, η εκ βρέφους συνήκμασας᾽) (ωδή ζ´). Και η μελλοντική ευφροσύνη είναι η παρουσία του Μεσσία, ο Οποίος θα σώσει τον Ισραήλ και όλον τον κόσμο, περνώντας όμως μέσα από την οδύνη του Σταυρού. ῾Φανέρωνες εκ των προτέρων με τρόπο μυστικό τον θάνατο του Λυτρωτή, θεηγόρε. Διότι πράγματι ο άνομος λαός των Ιουδαίων ύψωσε τον Χριστό πάνω στο ξύλο του Σταυρού, σαν αμνό, τον Χριστό που είναι ο αρχηγός της ζωής και ο ευεργέτης όλης της κτίσεως᾽ (῾Θάνατον του Λυτρωτού προεδήλους μυστικώς, θεηγόρε. Ως γαρ αμνόν τω ξύλω τον Χριστόν απηώρησε, της ζωής τον αρχηγόν, δήμος ο άνομος Ιουδαίων, τον ευεργέτην πάσης κτίσεως᾽) (ωδή ς´).



Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ (2 ΜΑΪΟΥ)



«Ο άγιος Αθανάσιος έζησε αγγελικό βίο επί της γης. Τους άθλους του για την ορθόδοξη πίστη και τους αγώνες του κατά των κακοδόξων και τις συχνές άδικες εξορίες και ψεύτικες συκοφαντίες που υπέφερε, έχουν εκθέσει άλλες γραφές διεξοδικότερα όπως και ο Θεολόγος Γρηγόριος. Γι᾽αυτό κι επειδή δεν μπορούμε να διηγηθούμε αυτά που έχουν ειπωθεί από πολλούς πολλές φορές, θα πούμε σύντομα λίγα πράγματα προς υπενθύμιση.
Ο Αθανάσιος, ο επώνυμος της αθανασίας, είχε πατρίδα του την Αίγυπτο, ενώ οι γονείς του διακρίνονταν για τον πλούτο τους και την αρετή τους. Όταν ακόμη τον ανέτρεφαν και ήταν μικρό παιδάκι που έπαιζε μαζί με άλλα παιδιά, πήγε σε κάποια ακτή της θάλασσας, όπου έπαιζαν κάτι τέτοιο σαν παιχνίδι: Κάποια παιδιά κάνανε ότι ήταν πρεσβύτεροι και διάκονοι, ενώ τον Αθανάσιο τον χειροτόνησαν επίσκοπο. Έρχονταν λοιπόν παιδιά σ᾽αυτόν που δεν είχαν καθαρθεί από το θείο βάπτισμα, τα οποία ο Αθανάσιος τα βάπτισε στο νερό της θάλασσας. Ο επίσκοπος της Αλεξανδρείας Αλέξανδρος που έτυχε να δει αυτό που συνέβη, θαύμασε πάρα πολύ. Με φωτισμό του αγίου Πνεύματος μάλιστα κατάλαβε ότι αυτά που έγιναν αποτελούσαν τύπους και προμηνύματα των μελλοντικών πραγμάτων, γι᾽ αυτό και τα μεν παιδιά τα έχρισε με το θείο μύρο, τελειοποιώντας έτσι το βάπτισμά τους, τον δε Αθανάσιο τον παρέδωσε σε κάποιον γραμματιστή. Κι όταν έπειτα έφτασε στην κατάλληλη ηλικία, τον χειροτόνησε διάκονο και τον πήρε μαζί του ως συνεργάτη του στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325 μ.Χ.), μαζί δε με αυτόν αποκήρυξε αυτούς που φρονούσαν την αίρεση του Αρείου.
Λίγο αργότερα, έφυγε από τη ζωή αυτή ο Αλέξανδρος και ο Αθανάσιος τον διαδέχτηκε στον επισκοπικό θρόνο. Οι περί τον Ευσέβιο όμως  δεν αποδέχτηκαν ήρεμα την προχείρισή του σε επίσκοπο, γι᾽ αυτό και πείθουν τον Κωνσταντίνο, τον πρώτο που χρημάτισε βασιλιάς των χριστιανών, να τον απελάσει από τον θρόνο. Αλλά ο Κωνσταντίνος, μετά την εξορία που έκανε στον άγιο στη Γαλλία, απέθανε. Ο Αθανάσιος τότε πήγε στη Ρώμη να εξηγήσει στον υιό του Κωνσταντίνου Κωνστάντιο, κι αφού ασφαλίστηκε με γράμματα από αυτόν επανήλθε στην Αλεξάνδρεια. Το έμαθε αυτό  ο Ευσέβιος και οι φίλοι του και δεν τον άφησαν σε ησυχία. Γι᾽ αυτό και αφού κατασκεύασαν κάθε είδος συκοφαντίας εναντίον του, έπεισαν τον Κωνστάντιο, τον βασιλιά της Ανατολής, να συγκαλέσει σύνοδο Επισκόπων, για να κριθεί ο Αθανάσιος. Από τις πολλές εναντίον του κατηγορίες θα υπενθυμίσω μία μόνον.
Έφεραν σε ξύλινη λάρνακα ένα ταριχευμένο χέρι, λέγοντας ότι είναι του Αρσενίου, τον οποίο τάχα ο Αθανάσιος τον σκότωσε για να κάνει μαγείες. Κατά πρόνοια του Θεού όμως  κατέφθασε στην Τύρο ο Αρσένιος (γιατί τον έκρυβαν οι Αρειανοί, για να μη γίνει γνωστή η υποκρισία τους) κι ο Αθανάσιος έμαθε ότι ο ῾νεκρός᾽ βρίσκεται εκεί. Τον έφερε λοιπόν στη Σύνοδο με καλυμμένο το πρόσωπο, ενώ υπήρχε στο κριτήριο και το κύριο ῾αποδεικτικό᾽ στοιχείο, το ταριχευμένο χέρι. Ζήτησε τότε να μάθει από τους παρόντες αν τυχόν γνώριζαν από πριν τον Αρσένιο. Αρκετοί ισχυρίστηκαν ότι γνωρίζουν τον άνδρα, οπότε ο Αθανάσιος τον αποκάλυψε, ρωτώντας ῾αν ήταν αυτός᾽. Συγκατατέθηκαν ότι ήταν εκείνος κι ο άγιος αφού έδειξε το δεξί χέρι του Αρσενίου πρώτα, κι έπειτα και το αριστερό, είπε: ῾Να το δεξί, να το αριστερό, που ο Δημιουργός των όλων έδωσε σε όλους τους ανθρώπους. Μη μου ζητάει λοιπόν κανείς και τρίτο χέρι για τον Αρσένιο᾽. Οι συκοφάντες του γέμισαν από μεγάλη ντροπή κι επειδή έχασαν το ῾αποδεικτικό᾽, εξόργισαν τότε τον λαό εναντίον του.  Γι᾽αυτό και εξέρχεται κρυφά από την πόλη και κρύβεται επί έξι χρόνια, καθισμένος σε έναν σκοτεινό και φοβερά άνυδρο λάκκο. Έπειτα βγήκε από τον λάκκο και κατέφυγε στη Δύση. Στη Δύση την εξουσία την είχε ο Κώνστας ο αδελφός του Κωνστάντιου. Σ᾽αυτόν και στον πάπα Ιουλιανό προσέφυγε ο μέγας και διεκτραγώδησε τα όσα πέρασε. Αυτοί ασφάλισαν με γράμματα τον άγιο και τον έστειλαν πίσω στην Αλεξάνδρεια.
Όταν έμαθε τούτο ο Κωνστάντιος, διέταξε έναν Συριανό να πάει στην Αλεξάνδρεια και να σκοτώσει μεν τον Αθανάσιο, να τοποθετήσει δε στον θρόνο τον Γρηγόριο. Ο Αθανάσιος ξέφυγε όμως από τα φονικά χέρια του Συριανού και πηγαίνει και πάλι στη Ρώμη. Ο Κώνστας τότε γράφει στον αδελφό του Κωνστάντιο να αποκαταστήσει στον θρόνο τον Αθανάσιο, απειλώντας τον ότι αν δεν το κάνει, θα τον αποκαταστήσει ο ίδιος με τα δικά του όπλα. Ο Κωνστάνιος φοβήθηκε και αποκατέστησε έτσι στην Εκκλησία των Αλεξανδρέων τον άγιο Αθανάσιο. Μετά από λίγο όμως και ο Κώνστας έφυγε από τη ζωή αυτή.
Ο Κωνστάντιος τώρα, που αναγορεύτηκε μόνος Αυτοκράτορας, στέλνει στρατιώτες για να συλλάβουν τον άγιο. Προγνώρισε όμως την κίνησή του αυτή ο άγιος, γι᾽αυτό και βγήκε κρυφά από το επισκοπείο, καταφεύγοντας σε κάποια γυναίκα που διακρινόταν για την παρθενία της και τις άλλες αρετές της. Αυτή, όταν έμαθε την αιτία της φυγής του, ευχαρίστως υποδέχτηκε τον άγιο, διακονώντας τον και προσφέροντάς του κάθε άλλη δεξίωση και υπηρεσία. Πέρασαν έτσι έξι χρόνια που ο μεγάλος άγιος κρυβόταν κοντά στη φιλόθεη γυναίκα. Τότε λοιπόν ο Κωνστάντιος έφυγε κι αυτός από τη ζωή, ενώ ανέβηκε στον θρόνο ο Ιουλιανός. Αμέσως λοιπόν ο Αθανάσιος βγήκε το μεσονύκτιο από το οίκημα και πήγε στο μέσο της Εκκλησίας, κι εκεί το πώς η πόλη ολόκληρη μαζεύτηκε  χειροκροτώντας και ευχαριστώντας τον Θεό για την παρουσία του ποιμενάρχη τους, δεν είναι του παρόντος καιρού για να το περιγράψουμε.
Ο Ιουλιανός όμως θεωρώντας όλα αυτά ως μηδαμινά, σκαρφίζεται νέο τέχνασμα, με σκοπό όχι μόνον να απελάσει τον Αθανάσιο από τον θρόνο, αλλά και να τον σκοτώσει. Στέλνει λοιπόν αυτούς που θα τον σκότωναν. Ο Αθανάσιος όμως και πάλι έμεινε ασύλληπτος και αδέσμευτος. Κι αυτό γιατί νύκτα πήγε στον Νείλο ποταμό, ανέβηκε σε πλοίο και απέπλευσε προς τη Θηβαϊδα. Επειδή όμως πλησίαζαν οι διώκτες του, τους παραπλάνησε και γύρισε πίσω στην Αλεξάνδρεια. Εκεί έζησε πάλι κρυμμένος, έως ότου ο Ιουλιανός έφτασε στα τελευταία του. Κι όταν έφυγε από τη ζωή κι ο Ιουλιανός, αναγορεύτηκε βασιλιάς ο Ιοβιανός. Αλλά κι αυτός πέθανε σε ελάχιστο χρόνο, οπότε ήλθε στην εξουσία των Ρωμαίων  ο Ουαλεντινιανός, κάνοντας κοινωνό της εξουσίας και τον αδελφό του Ουάλεντα: ο μεν Ουαλεντινιανός κυριαρχούσε στη Δύση, ο δε Ουάλης στην Ανατολή. Ο βασιλιάς, ο οποίος είχε πιστέψει από παλιά στη θολή διδασκαλία  του Αρείου, υπέβαλε σε μύρια βάσανα και τιμωρίες  όλους τους ορθοδόξους, ενώ έθεσε προτεραιότητά του να σκοτώσει τον Αθανάσιο. Επειδή λοιπόν ο άγιος επρόκειτο να φονευτεί, κατέφυγε σε έναν οικογενειακό τάφο και έτσι απέδρασε από τα χέρια των φονευτών. Ο βασιλιάς όμως, επειδή πληροφορήθηκε ότι ο λαός των Αλεξανδρέων ολοένα και αντιδρούσε για τις διώξεις του ποιμένα του, επέτρεψε, και χωρίς πια να το θέλει,  στον αθλητή άγιο να αναλάβει την προστασία της Εκκλησίας. Και έτσι, μετά από πολλούς αγώνες και μακρές εξορίες, αφού έκανε υπομονή επί σαράντα δύο χρόνια στους διωγμούς, άφησε τη ζωή σε βαθύ γήρας ο άγιος Αθανάσιος».

Η μόνη αναφορά της ακολουθίας σήμερα επί τη μνήμη της ανακομιδής του λειψάνου του μεγάλου Αθανασίου είναι στους στίχους του συναξαρίου: ῾Αθανάσιε, πού πηγαίνεις; Μη πάλι σε στέλνουν εξόριστο έστω και νεκρό; Τη Δευτέρα του Μαΐου το λείψανο του Αθανασίου βγήκε από τον τάφο᾽ (῾Αθανάσιε, πού κομίζη; Μη πάλιν και νεκρόν εξόριστον εκπέμπουσί σε; Δευτερίη νέκυς Αθανασίου εξέδυ τύμβου᾽). Σε κανένα άλλο τροπάριο δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά για το εορταζόμενο γεγονός της ανακομιδής. Όλοι οι ύμνοι αποτελούν έναν ύμνο για την ορθόδοξη πίστη του, για τους αγώνες του υπέρ της επικράτησης της πίστης αυτής, καθώς εναντιώθηκε στην αίρεση του αρειανισμού και των υποστηρικτών της, για την ενάρετη ζωή του, για τις εξορίες τις οποίες υπέστη. ´Ετσι πρέπει να αποδεχτούμε αυτό που έχει γραφεί, ότι δηλαδή ῾σύμφωνα με τον κώδικα των Καυσοκαλυβίων και το δίστιχο του Λαυριωτικού Κώδικα Ι 70, η κυρίως μνήμη του αγίου Αθανασίου πρέπει να εορτάζεται σήμερα, όπου και ιστορικά είναι αποδεδειγμένη η κοίμησή του και όχι η ανακομιδή των λειψάνων του...Για ποιο λόγο όμως καθιερώθηκε η κυρίως μνήμη του την 18η Ιανουαρίου μ᾽αυτήν του αγίου Κυρίλλου δεν γνωρίζουμε. Το πιθανότερο είναι για τον λόγο που καθιερώθηκε η εορτή των τριών Ιεραρχών᾽ (Ιστολόγιο: Ορθόδοξος Συναξαριστής).

Πράγματι, η όλη ακολουθία μάς καλεί να ευφρανθούμε σήμερα, γιατί προβάλλεται ενώπιον των πιστών ῾η μεγάλη της Εκκλησίας σάλπιγξ᾽ (δοξαστικό λιτής), ῾ο χρυσορρόας Νείλος και επώνυμος της αθανασίας᾽(δοξαστικό αποστίχων εσπερινού), ῾το στόμα του Λόγου Χριστού᾽(ωδή ε´), ῾ο ακατάβλητος πύργος της Εκκλησίας᾽(ωδή γ´), ῾ο ποταμός της χάριτος᾽ (ωδή ς´), μ᾽ έναν λόγο ῾ο στύλος της ορθοδοξίας᾽ (απολυτίκιο). Κι αιτία βεβαίως για όλους αυτούς τους χαρακτηρισμούς είναι το γεγονός ότι πρώτον, ο μέγας αυτός Πατέρας φωτίστηκε από τον Θεό κι έδειξε την ορθόδοξη πίστη στην Πρώτη ήδη Οικουμενική Σύνοδο, όταν ο Άρειος και οι περί αυτόν αμφισβητούσαν την αληθινή εικόνα του Τριαδικού Θεού που απεκάλυψε ο Ιησούς Χριστός. Ήταν εκείνος κατεξοχήν που ῾ανέστησε τα τρόπαια της ορθοδοξίας, αριθμώντας με ευσέβεια το μυστήριο της Τριάδος, λόγω της ιδιότητας των προσώπων και συνάπτοντάς τα πάλι χωρίς σύγχυση σε ένα, λόγω της ταυτότητας της ουσίας᾽(῾τα της ορθοδοξίας τρόπαια ανεστήσατο καθ᾽ όλης της οικουμένης, αριθμών ευσεβώς το της Τριάδος μυστήριον, διά την των προσώπων ιδιότητα, και πάλιν συνάπτων ασυγχύτως εις εν, διά την της ουσίας ταυτότητα᾽) (δοξαστικό αίνων)· δεύτερον, ο άγιος Αθανάσιος υπέστη τα πάνδεινα για την πίστη του αυτή, επιβεβαιώνοντας τον λόγο του Κυρίου που λέει ῾ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσι᾽, όπως και του αποστόλου Παύλου ῾πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται· τρίτον, ο άγιος φανέρωσε την αλήθεια και υπέστη διώξεις, γιατί ζούσε ως μία παρουσία του Χριστού στον κόσμο. Οι αρετές του ήταν εκείνες που αποδείκνυαν ότι τότε φωτίζει ιδιαιτέρως ο Χριστός τον άνθρωπο, όταν αυτός εκτός από διευρυμένο νου, που αποτελεί το μέσον εκφράσεως της αλήθειας, ζει με συνέπεια τις εντολές Εκείνου. Ο άγιος Αθανάσιος σαν τον απόστολο Παύλο μπορούσε να λέει ῾τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα, λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος᾽. Και το σημειώνει ο υμνογράφος: ῾Τον δρόμο της ευσέβειας τελείωσες και όπως ο Παύλος τήρησες την πίστη. Λοιπόν απόκειται και σε σένα, πανσέβαστε, ο δίκαιος στέφανος των κόπων σου᾽ (῾Της ευσεβείας τον δρόμον τετέλεκας, και ως ο Παύλος την πίστιν τετήρηκας. Λοιπόν απόκειται και σοι, παναοίδιμε, ο δίκαιος των πόνων σου στέφανος᾽) (κάθισμα α´ στιχολογίας).

Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε επ᾽ αυτού ό,τι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έγραφε ήδη στην αρχή του λόγου του για τον Αθανάσιο: ῾Επαινώντας τον Αθανάσιο, θα επαινέσω την ίδια την αρετή᾽ (῾Αθανάσιον επαινών, αρετήν επαινέσομαι᾽). Γιατί δεν υπήρξε όντως αρετή που δεν εξήσκησε ο μέγας αυτός Πατέρας της Εκκλησίας. ῾Άσκησες κάθε αρετή με τρόπο επίμονο, θεόπνευστε, και χρημάτισες σαφώς ιερότατος ιερουργός του Κυρίου, αφού χρίστηκες με άγιο χρίσμα από το ´Αγιον Πνεύμα᾽(῾Αρετήν πάσαν ήσκησας επιμόνως, θεόπνευστε, και χρισθείς τω Πνεύματι χρίσμα άγιον, ιερουργός ιερώτατος σαφώς εχρημάτισας᾽) (στιχηρό εσπερινού). Και δεν είναι καθόλου τυχαία η επισήμανση του υμνογράφου ῾επιμόνως᾽. Προκειμένου να αποκτήσει κανείς το Άγιον  Πνεύμα, το σκοπό της όλης πνευματικής ζωής, δεν αρκεί η απόκτηση κάποιων αρετών. Απαιτείται η απόκτηση όλων των αρετών, αλλά με τρόπο επίμονο. Η επιμονή στις εντολές του Χριστού, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμη και τις μεγάλες δοκιμασίες και θλίψεις, όπως συνέβη με τον άγιο Αθανάσιο, συνιστά ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της χριστιανικής ζωής,μάλλον αποτελεί τον όρο για την ίδια την ύπαρξή της.