Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ´ ΛΟΥΚΑ


«῞Οσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μή τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται» (Γαλ. 6, 12)

 

 Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀποκαλύπτει μέ τά λεγόμενά του στούς Γαλάτες τό «παιχνίδι» τῶν «ψευδαδέλφων» ἰουδαιοχριστιανών: ἐνδιαφέρονται ἀποκλειστικά  γιά τή δική τους ἄνεση, τήν κατοχύρωση τῶν ἀτομικῶν τους μόνο συμφερόντων. «Ὅσοι θέλουν νά ἀποκτήσουν καλή φήμη στούς ἀνθρώπους, αὐτοί σᾶς ὑποχρεώνουν νά περιτέμνεσθε, μέ μόνο στόχο νά μήν καταδιώκονται ἀπό τούς ᾽Ιουδαίους ἐξαιτίας τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ».

 

 1. Ποιό τό ἔργο τῶν ἰουδαιοχριστιανῶν ψευδαδέλφων; Νά κάνουν ἱεραποστολή ὑπέρ τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, ἀσκώντας ἕνα εἶδος βίας. «᾽Αναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι». Ἀρνοῦνταν νά καταλάβουν ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦλθε γιά νά προβάλει τόν Μωϋσῆ ὡς σωτήρα, ἀλλά νά δείξει ὅτι καί ὁ Μωϋσῆς λειτουργοῦσε μέσα στό σχέδιο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἐρχομό ᾽Εκείνου. «῞Ο,τι ἔγραψαν ὁ Μωϋσῆς καί οἱ προφῆτες γιά ᾽Εμένα τό ἔγραψαν». ᾽Αλλά τί προσθέτει ὁ ἀπόστολος; Κι αὐτή ἀκόμη ἡ ἱεραποστολή τῶν ἰουδαιοχριστιανῶν – πού τούς ἀντιμετώπισε ὁριστικά ἡ ᾽Αποστολική Σύνοδος τό 48/49 - ἦταν κίβδηλη, ἀφοῦ ἡ ἐπιδίωξή τους ἦταν ἡ ἄνεσή τους καί ἡ ἀπολαβή τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου τούτου: «μή καταδιωχθοῦμε ἀπό τούς ᾽Ιουδαίους γιά τό κήρυγμα τοῦ Σταυροῦ  τοῦ Χριστοῦ». Εἶχαν ἐπίγνωση ὅτι ὁ Σταυρός ἐγείρει διωγμούς ὡς τό «ἀγκάθι» στή σκέψη τῶν ᾽Ιουδαίων. «῾Ημεῖς δέ κηρύσσομεν Χριστόν ἐσταυρωμένον, ᾽Ιουδαίοις μέν σκάνδαλον, ῞Ελλησι δέ μωρίαν». Συνεπῶς ἀποκαλύπτονταν ὡς ἀρνησίχριστοι καί χριστομάχοι, διότι τελικῶς δέν πίστευαν στόν ᾽Εσταυρωμένο Κύριο, ἔστω κι ἄν θεωρητικῶς προσποιοῦνταν ὅτι Τόν ἀποδέχονται. «῾Ο μή ὤν μετ᾽ ἐμοῦ κατ᾽ ἐμοῦ ἐστι».

Γι᾽ αὐτό ὁ ἀπόστολος προβαίνει σέ ἀνατομία τῆς πίστης τους: τούς ἐνδιαφέρει μόνον ἡ καλή φήμη καί τό ὄνομά τους στόν κόσμο, προκειμένου νά μήν ὑποστοῦν κανένα διωγμό, ἡ βολή τους ὑπερτερεῖ ὅλων. Δέν πιστεύουν οὔτε στόν Χριστό οὔτε κἄν στόν ἰουδαϊσμό. Θεός τους εἶναι ὁ ἑαυτός τους. «Νά τά ἔχουμε καλά μέ ὅλους γιά νά καλοπερνᾶμε» εἶναι τό σύνθημα τῆς ζωῆς τους.

2. Ὅ,τι λέει ὁ ἀπόστολος ἰσχύει γιά τούς ἰουδαιοχριστιανούς, ἀλλά καί γιά κάθε ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς, ἀκόμη καί γιά ἐμᾶς τούς χριστιανούς. Διότι ἀρκετές φορές ὅ,τι μετράει περισσότερο καί σέ ἐμᾶς εἶναι ἡ γνώμη τῶν ἄλλων, ὁ κόσμος, ἡ εἰκόνα δηλαδή τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὥστε νά μήν ὑποστοῦμε ὄχι ἴσως ἕναν διωγμό φανερό, ἀλλά τόν «διωγμό» τῆς εἰρωνείας καί  τῆς ἀπόρριψης. Ὁπότε, τόν Χριστό Τόν διαγράφουμε ἔμπρακτα ἀπό τή ζωή μας φανερώνοντας ὅτι Θεός μας εἶναι ὁ ἑαυτός μας - ἐμεῖς εἴμαστε οἱ ἐχθροί τῆς πίστης μας.

῾Η «ταύτισή» μας αὐτή μέ τούς ᾽Ιουδαιοχριστιανούς ἀποκορυφώνεται, ὅταν δέν διστάζουμε μπροστά στή «φήμη» μας νά γινόμαστε σκληροί πρός τούς ἄλλους, παίζοντας τό παιχνίδι ὅσων ἐπιζητοῦμε τόν ἔπαινο. Γιά παράδειγμα, οἱ γονεῖς συχνά καταπιέζουμε τά παιδιά μας νά πηγαίνουν στήν ᾽Εκκλησία, ὄχι τόσο γιατί πράγματι πιστεύουμε στόν Χριστό, ἀλλά γιά τό καλό ὄνομά μας στό χριστιανικό περιβάλλον μας. Κι ἀκόμη: μπορεῖ ὡς κοινωνικοί ἐργάτες καί κληρικοί νά ἀσκοῦμε ἱεραποστολικό καί κοινωνικό ἔργο, ὄχι γιά νά ἀρέσουμε πρώτιστα στόν Κύριο, ἀλλά στόν ἐπίσκοπο ἤ στούς ἐνορίτες γιά τό «μπράβο» τους. ῾Η καλή εἰκόνα μας ἀποτελεῖ τήν προτεραιότητά μας καί ὄχι ἡ διακράτηση τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Πιθανόν, σκληρόν εἰπεῖν, ὅσο θορυβοδέστερο εἶναι τό ἔργο μας, ὅσο περισσότερο διαφημίζουμε τήν ὀρθοδοξία καί τήν κοινωνική προσφορά μας, μέ ἐπιθέσεις πρός τούς «ἀντιπάλους» τῆς πίστης μας, τόσο περισσότερο φανερώνουμε τήν παγίδευση στήν κενοδοξία μας.

3. ῾Ο Χριστός ὅμως φωνάζει: «Οὐαί ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσιν πάντες οἱ ἄνθρωποι». Διότι σ᾽ ἕναν κόσμο πεσμένο στήν ἁμαρτία καί στά δίχτυα τοῦ πονηροῦ, ὁ χριστιανός θά συναντήσει τήν ἐχθρότητα τοῦ κόσμου, καθώς  ρυθμίζεται ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού μανιωδῶς ἀντιμάχεται ὁ διάβολος καί τά ὄργανά του. ῎Ετσι φιλία μέ τόν Θεό καί μέ τόν ἁμαρτωλό κόσμο δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει. «Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Τό πνευματικό ἀλλοιθώρισμα ὡς ταυτόχρονη σύζευξη καί τῶν δύο συνιστᾶ γνώρισμα ἀνθρώπου μέ  ἀσταθή πίστη καί ἀκαταστασία «ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ».

Λοιπόν ὁ  χριστιανός κινεῖται πάντοτε μέ βάση τό «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις». Τόν Θεό ἐν Χριστῷ ζητοῦμε νά εὐαρεστοῦμε καί νά εὐχαριστοῦμε, διότι Αὐτός εἶναι ὁ δημιουργός καί ὁ συντηρητής τῆς ζωῆς μας, ἡ τελική ἀναφορά καί ὁ κριτής μας, αὐτονοήτως δέ ἡ εὐχαριστία Του αὐτή προϋποθέτει τή συμμετοχή στό κατεξοχήν γεγονός μέ τό ὁποῖο εὐχαριστεῖται, τή Θεία Εὐχαριστία, συνεπῶς τήν ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στήν ᾽Εκκλησία. «Γενηθήτω τό θέλημά Σου» ὁμολογεῖ ἔργω καί λόγω ὁ χριστιανός.

 

 ῾Ο Παύλειος λόγος μᾶς θέτει ἐνώπιον τῆς αὐτοσυνειδησίας μας ὡς χριστιανῶν. Ποιόν τελικῶς ὑπηρετοῦμε; «Εὐπροσωπῆσαι» εἶναι ὁ ἀγώνας μας,  ὄχι ὅμως «ἐν σαρκί», εν αμαρτία. «Εὐπροσωπῆσαι ἐν Χριστῷ»: αὐτή εἶναι ἡ καθημερινή προοπτική. Νά ἀρέσουμε στόν Χριστό, «δοκιμάζοντες τί εὐάρεστόν ἐστιν Αὐτῷ».