Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ

«Ο άγιος Ιωάννης ήταν Κύπριος, υιός του Επιφανίου, του άρχοντα της χώρας. Νυμφεύθηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του πατέρα του, και απέκτησε και παιδιά. Όταν η γυναίκα του και τα παιδιά του έφυγαν από τη ζωή αυτή, όλη την έφεση της ψυχής του την έστρεψε στην επίδοση της αρετής και στο να αρέσει στον Θεό. Λόγω ακριβώς της λαμπρής κατά Θεόν ζωής του, καταστάθηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αλεξάνδρειας, αφού ζήτησε αυτόν ως αρχιεπίσκοπο ο λαός των Αλεξανδρέων από τον βασιλιά Ηράκλειο. Ο Ιωάννης λοιπόν, αφού τέθηκε επί την λυχνίαν, κατά τον ευαγγελικό λόγο, έλαμψε στην οικουμένη σαν πυρσός. Ήταν μάλιστα αυτός πρώτος που εμπόδισε την προσθήκη στον τρισάγιο ύμνο, όταν αιρετικοί με πονηρή γνώμη πρόσθεσαν στο Άγιος αθάνατος, το «ο σταυρωθείς δι’  ημάς». Ο άγιος διέπρεψε στην αρχιερωσύνη για πολλά έτη, κι αφού έκανε πάμπολλα θαύματα και πρόσφερε πλουσιοπάροχα τα αναγκαία σε όσους είχαν ανάγκη, γεγονός που του έδωσε και την προσωνυμία Ελεήμων, κι αφού έγινε αξιοσέβαστος σε όλους, ακόμη και στους απίστους, όπως μαρτυρούν  η ιστορία και  τα βιβλία γι’  αυτόν, εξεδήμησε προς Κύριον».

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος δεν φείδεται πράγματι επαίνων, προκειμένου να παρουσιάσει τη λαμπρά παρουσία και στη στρατευόμενη και στη θριαμβεύουσα Εκκλησία  του αγίου Ιωάννου του ελεήμονος. Τον θεωρεί ως λάμποντα και «υπέρ τον ήλιον» ακόμη, τον οποίο «ο δοτήρ του ελέους μεγάλως ηλέησε και φαιδρώς κατελάμπρυνεν». Προκειμένου μάλιστα ο ποιητής, ως στόμα της Εκκλησίας, να δώσει το στίγμα του αγίου στον τόπο που αναδείχθηκε, την Αλεξάνδρεια, τον σχετίζει καταρχάς με τον άγιο απόστολο Μάρκο, τον ιδρυτή της συγκεκριμένης Εκκλησίας, του οποίου, λέγει, κόσμησε με ιερό τρόπο τον θρόνο. «Τον του Μάρκου θρόνον ιερώς εκόσμησας, έργοις ενθέοις». Αλλά κι ακόμη: τον βλέπει να τον «συλλαμβάνουν» οι δύο άλλοι μεγάλοι φωστήρες της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, οι οικουμενικοί Πατέρες και Διδάσκαλοι, άγιοι Αθανάσιος και Κύριλλος, να τον έχουν, μετά το τέλος του, ανάμεσά τους και να του απονέμουν «ιερωτάτην τιμήν». «Ιδού σε μετά τέλος, μέσον συλλαμβάνει, δυάς Αγίων Πατέρων, εν μνήματι, ιερωτάτην τιμήν σοι, Πάτερ, προσνέμουσα».

Εκείνο βεβαίως στο οποίο μένει ο υμνογράφος και δεν μπορεί να μην αποδώσει το δίκαιο, είναι η ελεήμων διάθεση και πράξη του αγίου Ιωάννη. Δεν είναι, κατ’  αυτόν, ότι υπήρξε άνθρωπος συμπαθείας και ελεημοσύνης ο Ιωάννης. Όλοι οι άγιοι υπήρξαν τέτοιοι άνθρωποι, ιδιαιτέρως μάλιστα εκείνοι, σαν τους αγίους Αναργύρους για παράδειγμα, που έλαμψαν με τη συμπάθειά τους. Ποιος άγιος, πράγματι, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άγιος, χωρίς την αγάπη, τη μόνη αρετή που  φανερώνει αληθινά την παρουσία του Θεού; Κι όμως! Για τον άγιο Ιωσήφ, ο Ιωάννης υπερέβαλε όλους τους αγίους ως προς τη συγκεκριμένη διάθεση αγάπης. Και το τονίζει όχι μόνο μία φορά. «Ανέλαβες ελεήμονα γνώμη και φάνηκε ευσυμπάθητος, Ιωάννη. Γι’  αυτό και πλούτησες την ονομασία σου (του ελεήμονα), συνδυασμένη με την πράξη, παραπάνω από όλους τους αγίους, μακάριε». «Ονομάστηκες ελεήμων παραπάνω από όλους τους αγίους, που έλαμψαν ως άγιοι με τη συμπάθειά τους στους ανθρώπους».

Τι ήταν εκείνο που έκανε τον άγιο Ιωάννη να διαπρέψει τόσο πολύ στην αγάπη και την ελεημοσύνη; Ασφαλώς η ενσυνείδητη αποδοχή των λόγων του Κυρίου περί της αγάπης, και μάλιστα του μακαρισμού περί της ελεημοσύνης: «μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται». «Με τα έργα βεβαίωσες τους λόγους του Σωτήρα Χριστού και εντάχθηκες στον χορό των μακαριζομένων από Αυτόν». Κι αυτό σημαίνει ότι ο άγιος Ιωάννης έγινε μιμητής του Πρώτου και κατεξοχήν Ελεήμονος, του ίδιου του Τριαδικού Θεού, της πηγής του Ελέους και της Αγάπης -  «τον μιμητήν φανέντα του φιλοικτίρμονος Θεού» -  με άλλα λόγια ο άγιος κατανοείται στον κόσμο ως συνέχεια Εκείνου, ως «καθαρόν καταγώγιον της Αγίας Τριάδος».

Ο άγιος ποιητής όμως, με τη διάκριση και τον φωτισμό που έχει, επισημαίνει επ’  αυτού και κάτι ακόμη. Όχι μόνον ήταν η πίστη του αγίου Ιωάννη που τον έκανε να αγωνίζεται για την αγάπη, αλλά και ο ίδιος ο χαρακτήρας του. Ο άγιος προφανώς ήταν εκ φύσεως ελεήμων και συμπαθής προς τους άλλους, γι’  αυτό και ο Κύριος ενίσχυσε και πολλαπλασίασε την καλή αυτή διάθεσή του, ώστε να φτάσει χαρισματικά πια στο απώγειό της. Μία αλήθεια που λέει: ο Θεός ό,τι καλό βλέπει σε εμάς εκ φύσεως, εκ χαρακτήρος, το παίρνει και το αυξάνει. Αρκεί να θέλει ο άνθρωπος να συνεργαστεί με τη χάρη Του. Ας δούμε πώς επισημαίνει την αλήθεια αυτή ο υμνογράφος: «Ο Θεός, ο δοτήρας του ελέους, αφού χαρίτωσε την από πριν ελεήμονα διάνοιά σου, ελέησε πολλούς με τη θεία μεσιτεία σου». Ότι βεβαίως έπρεπε  ο άγιος, πέραν της αγαθής διάθεσής του, να αγωνιστεί και παλέψει – με τις δεήσεις, τη νηστεία, τις αγρυπνίες του -  και με τα δικά του πάθη, ώστε να εξαλείψει, μάλλον να μεταστρέψει αυτά και να τα κάνει ένθεα πάθη, δηλαδή πλησμονή αγάπης, είναι περιττό και να αναφέρουμε. «Δεήσεσι και νηστεία σχολάζων, και αγρύπνως τον Θεόν ικετεύων…».