Πνιχτή η φωνή σου
πίσω από τη μαύρη
της απομόνωσης
κουρτίνα προσδοκούσες
τη λεύτερη μέρα που
τα πνευμόνια σου
φως και αέρα θα
γεμίσουν και πάλι.
Με μάτια καινούργια
όταν ήρθε η ώρα
τους τοίχους μέριασες
κι όρμησες
ν’ αγκαλιάσεις τον
κόσμο – ανθρώπους, ζώα, το χώμα!
Κι ο κόσμος ήταν
απαράλλαχτα ίδιος.
Κανείς την απουσία σου δεν είχε σημειώσει.
Κανείς δεν σκίρτησε που ’δε το φωτεινό σου πρόσωπο
– σκυμμένοι όλοι στον δικό τους μικρόκοσμο.
Επέστρεψες πίσω με τα
φτερά κομμένα.
Το ημίφως και η
κουρτίνα φανήκαν
να σου χαμογελούν
με κάποια ειρωνεία.