Μέγας ο Αγάθων από τους αββάδες του Γεροντικού, για τον
οποίο το Βιβλίο «Αποφθέγματα Γερόντων» αφιερώνει τριάντα τον αριθμό λόγια και
περιστατικά. Περιβόητος μεταξύ των Πατέρων της ερήμου αναχωρητής και αββάς,
έζησε πιθανότατα κατά το δεύτερο μισό του τέταρτου αιώνα και τις αρχές του
πέμπτου. Θεωρείται ως τύπος του ταπεινού και πράου ανθρώπου. Κατά το 390, όταν
ο όσιος μέγας Αρσένιος βγήκε στην έρημο, ο Αγάθων είχε ήδη σχηματίσει γύρω του
ένα όμιλο μαθητών, από τους οποίους κατεξοχήν γνωστοί είναι ο Αλέξανδρος και ο
Ζωῒλος. Σύμφωνα με τα κοπτικά συναξάρια, εορτάζει την 11η Σεπτεμβρίου, ενώ τα ίδια τον χαρακτηρίζουν ως στυλίτη,
πράγμα απίθανο [Θ.Η.Ε. 1, 105 (1962)].
Ενδεικτικά από τα αναφερόμενα σε αυτόν στα Αποφθέγματα
καταγράφουμε τα παρακάτω:
- Είπε ο αββάς Αγάθων: «Πρέπει ο μοναχός να μην αφήνει τή
συνείδησή του να τον κατηγορήσει για οποιοδήποτε πράγμα».
- Είπε πάλι: «Χωρίς φύλαξη των θείων εντολών δεν
προοδεύει ο άνθρωπος ούτε σε μία αρετή».
- Είπε πάλι: «Ποτέ δεν κοιμήθηκα έχοντας κάτι εναντίον
οποιουδήποτε, ούτε άφησα κανένα να κοιμηθεί έχοντας κάτι εναντίον μου, όσον
εξαρτιόταν από μένα».
- Έλεγαν για τον αββά Αγάθωνα ότι πήγαν κάποιοι προς
αυτόν, επειδή άκουσαν ότι έχει μεγάλη διάκριση, και θέλοντας να τον δοκιμάσουν
αν πράγματι την ασκεί στη ζωή του τού λένε:
Εσύ είσαι ο Αγάθων; Ακούμε για σένα ότι είσαι πόρνος και
υπερήφανος.
Κι αυτός είπε: Ναι, έτσι είναι.
Και του λένε: Εσύ είσαι ο Αγάθων ο φλύαρος και καταλάλος;
Κι αυτός είπε: Εγώ είμαι.
Του λένε πάλι: Εσύ είσαι ο Αγάθων ο αιρετικός;
Κι αποκρίθηκε: Δεν είμαι αιρετικός.
Και τον παρεκάλεσαν λέγοντας: Πες μας, γιατί, είπαμε τόσα
για σένα και τα καταδέχτηκες, ενώ τον λόγο αυτόν δεν τον βάστασες;
Και τους λέει: Τα πρώτα τα επιγράφω στον εαυτό μου, γιατί
είναι όφελος για την ψυχή μου. Το να δεχτώ όμως ότι είμαι αιρετικός, σημαίνει
χωρισμό από τον Θεό. Κι εγώ δεν θέλω να χωριστώ από τον Θεό.
Κι αυτοί, αφού τα άκουσαν, θαύμασαν τη διάκρισή του και
έφυγαν οικοδομημένοι.
- Έλεγαν για τον αββά Αγάθωνα ότι έκανε τρία χρόνια
έχοντας λιθάρι στο στόμα του, μέχρι ότου κατόρθωσε να σιωπά.
- Ο ίδιος όταν έβλεπε κάτι και ήθελε ο λογισμός του να το
κρίνει, έλεγε στον εαυτό του: «Αγάθων, εσύ να μην το κάνεις αυτό».
- Ο ίδιος είπε: «Ο οργίλος, και νεκρό να αναστήσει, δεν
είναι δεκτός από τον Θεό».
- Αδελφός ρώτησε τον αββά Αγάθωνα για την πορνεία. Και
του λέγει: «Πήγαινε, ρίξε την αδυναμία σου ενώπιον του Θεού και θα έχεις
ανάπαυση».
- Έλεγε ο αββάς Αγάθων ότι «αν μου ήταν δυνατόν να βρω
έναν λεπρό και να του δώσω το δικό μου σώμα και να λάβω το δικό του, θα ήμουν
ευτυχής. Διότι αυτή είναι η τέλεια αγάπη».
Ο κάθε λόγος του οσίου αββά αποτελεί, όπως
καταλαβαίνουμε, και μία αφορμή για να εγκύψει κανείς μέσα στο βάθος του
εσωτερικού του κόσμου και να αναμετρηθεί με τα πάθη του, παίρνοντας τη δύναμη
για να επιλέξει τη φωτεινή οδό των εντολών του Κυρίου. Διότι κατά τον λόγο του
ίδιου πρόοδος από πλευράς πνευματικής «χωρίς φύλαξη των θείων εντολών» δεν
υπάρχει. Με άλλα λόγια ο κάθε λόγος του οσίου, όπως βεβαίως και η κάθε ενέργειά
του, ήταν απαύγασμα της ασκητικής προσπάθειάς του να βρίσκεται επί των ιχνών
του Κυρίου – το να ακολουθεί τον Κύριο που φανερώνεται μέσα από τις εντολές Του
ήταν ο μόνιμος και διαρκής σκοπός του. Κι από την άποψη αυτή ο λόγος του «μένει
εις τον αιώνα»∙ διότι τελικώς δεν ήταν δικός του λόγος ως αποκύημα της
φαντασίας του ή κάποιου στοχασμού του. Ήταν ο λόγος του ίδιου του Κυρίου που
περνούσε βιωματικά μέσα από την ψυχοσωματική του ύπαρξη και προσφερόταν σ’
εκείνους που ζούσαν μαζί του ή στους επισκέπτες του μ’ έναν ιδιαίτερο προσωπικό
τρόπο που λειτουργούσε διττά: είτε ως μαχαίρι δίστομο για να περικόπτει τα πάθη
είτε ως ψωμί και νερό για να τρέφει και να ξεδιψά τους καλοπροαίρετους
συνανθρώπους του.
Προϋπόθεση βεβαίως της σκληρής προσπάθειας να μένει
κανείς στο θέλημα του Θεού είναι η φύλαξη της συνείδησής του από οτιδήποτε
αμαρτωλό και πονηρό - «πρέπει ο μοναχός (γράφε ο χριστιανός) να μην αφήνει τή
συνείδησή του να τον κατηγορήσει για οποιοδήποτε πράγμα». Είναι η νήψη, η
εγρήγορση για την οποία κάνει λόγο ο ίδιος ο Κύριος, αλλά και οι Απόστολοι και
όλοι οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας. Γιατί χωρίς τη νήψη αυτή δεν υπάρχει
καθαρότητα της καρδιάς, η οποία συνιστά τον όρο για να επαναπαύεται ο Θεός
σ’αυτήν. Λοιπόν, δεν μπορεί κανείς χωρίς φύλαξη της καρδιάς του από ό,τι πονηρό
να προκόψει και να δει Θεού πρόσωπο, γι’ αυτό και πολλοί άγιοι τόνισαν την
«παραδοξότητα» για τη σημερινή, και όχι μόνον, εποχή ότι ενώπιον του Θεού
θεωρείται περισσότερο αξιοθαύμαστος όχι εκείνος που ανασταίνει νεκρούς ή
μεταστρέφει ολόκληρους λαούς στην πίστη, όσο εκείνος που έχει καθαρίσει ή
αγωνίζεται να καθαρίσει την καρδιά του (άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, όσιος Ισαάκ
ο Σύρος). Κι ο λόγος του Κυρίου το επιβεβαιώνει: «μακάριοι είναι αυτοί που
έχουν καθαροί την καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό».
Πρόκειται για αλήθειες που στην εποχή μας πολλοί, και
χριστιανοί, αδυνατούν να «κατανοήσουν», καθώς είναι εγκλωβισμένοι σε έναν
χριστιανισμό κοινωνικού μόνο τύπου και προσφοράς, σε έναν ακτιβισμό που αυτό
που κάνεις «για το καλό του άλλου» είναι και το ανώτερο όλων. Αλλά έρχεται
είπαμε ο λόγος του Θεού για να βάλει τα πράγματα στή θέση τους: τίποτε δεν έχει
αξία, αν δεν προέρχεται από καθαρή καρδιά, που θα πει ότι δεν έχει αξία κάτι
που δεν έχει σφραγιστεί από το Πνεύμα και τη Χάρη του Θεού. Οπότε, το ζητούμενο
δεν είναι απλώς να κάνουμε «έργα», αλλά να επιτελούμε αυτά ως απαύγασμα της
φωτεινής από το φως του Θεού καρδιάς μας – ό,τι επισημάναμε και παραπάνω για
τον αββά Αγάθωνα. Αυτά είναι τα έργα που θα δοκιμαστούν από το πυρ της κρίσης
του Θεού και θα παραμείνουν.
Κι ένα σημείο που εξίσου βοηθάει στην κατανόηση της
παραπάνω αγιοπνευματικής κατάστασης ως προϋπόθεσης της όποιας εν κόσμω
ενέργειας του χριστιανού, είναι και πάλι η «παράδοξη» κίνηση του Αγάθωνα να
ασκηθεί στη σιωπή κρατώντας ένα βότσαλο μέσα στο στόμα του. Τι μεγαλείο
πράγματι! Γιατί όχι μόνο δείχνει πόσο είχε κατανοήσει την αξία της σιωπής ως
περιορισμού των λόγων για να μπορεί να αδολεσχεί με τον Θεό – «από την
πολυλογία δεν μπορεί να αποφευχθεί η αμαρτία» σημειώνει ήδη από την Παλαιά
Διαθήκη ο λόγος του Θεού – αλλά και πόσο προσγειωμένος ήταν ως προς τον ίδιο
του τον εαυτό: το βότσαλο ήταν η διαρκής υλική υπόμνηση για να ξεπερνά το
κατεξοχήν πρόβλημα που ταλαιπωρεί εμάς τους ανθρώπους, τη λήθη∙ τη ξεχασιά.
«Τυραννίδα» χαρακτηρίζουν τη λήθη οι Πατέρες μας, γιατί δυστυχώς τέτοια είναι η
(μεταπτωτική) φύση μας: να ρέπουμε πρωτίστως προς το πονηρό και να κάνουμε
τεράστιες προσπάθειες για να στραφούμε προς το αγαθό. Λοιπόν, τα ήξερε ο αββάς
Αγάθων αυτά και τον θαυμάζουμε γιατί είχε την ατσάλινη θέληση να κάνει πράξη
μόνον το θέλημα του Θεού, όπως βεβαίως και τον παρακαλούμε να πρεσβεύει και για
εμάς που χειμαζόμαστε μέσα σ’ έναν κόσμο που το μόνο που αγνοεί και δεν
ενδιαφέρεται γι’ αυτό είναι το θέλημα του Θεού.