῾Η πανταχοῦ παρουσία τοῦ Κυρίου δέν ἀποτελεῖ μία
περιθωριακή σκέψη γιά τήν Ἐκκλησία. Συνιστᾶ τή βασική ἀλήθεια καί τό θεμέλιό
της: ὁ Χριστός ἐκτός ἀπό ἄνθρωπος εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ῾Οποῖος βρίσκεται
παντοῦ καί γεμίζει μέ τήν παρουσία Του ὅλο τό σύμπαν. Δέν πρόκειται βεβαίως γιά
μία φυσικοῦ τύπου παρουσία Του, ἕνα εἶδος
πανθεϊσμοῦ ἴσως - ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ διαπερνᾶ καί συνέχει τά πάντα ὁπότε τό κάθε
τι εἶναι καί Θεός - ἀλλά γιά τήν ἐνέργειά Του, τήν πανσθενή καί πανάγαθη, ἡ ὁποία
ὄχι μόνο δημιούργησε τόν κόσμο, ἀλλά καί τόν διακρατεῖ στήν ὕπαρξη καί τόν
καθοδηγεῖ στόν τελικό του προορισμό. «῞Οτι
ἐξ αὐτοῦ καί δι᾽ αὐτοῦ καί εἰς αὐτόν τά πάντα ἔκτισται» (ἀπ. Παῦλος). Κατά
τή διατύπωση μάλιστα τοῦ μεγάλου Πατέρα τῆς ᾽Εκκλησίας ὁσίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ
«πάντα ἀπέχει τοῦ Θεοῦ οὐ τόπῳ ἀλλά φύσει».
῾Η ἀπόσταση δηλαδή ὅλων τῶν κτισμάτων ἀπό τόν Θεό δέν ἔχει τοπικό χαρακτήρα ἀλλά
φυσικό: ἄλλη ἡ φύση τῶν κτισμάτων καί ἄλλη ἡ φύση τοῦ Κτίστου καί Δημιουργοῦ
Θεοῦ.
Εἶναι τόσο σημαντική ἡ παραπάνω ἀλήθεια, ὥστε ὁ ἀπόστολος
Παῦλος σημειώνει καί πάλι: ἡ ᾽Εκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, «τό πλήρωμα τοῦ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου»,
εἶναι ἡ πληρότητα δηλαδή ἐκείνου ὁ Ὁποῖος μέ τήν παρουσία Του γεμίζει πλήρως τά
πάντα. Πρόκειται γιά συνέπεια αὐτοῦ πού θεόπνευστα καταγράφει καί ὁ εὐαγγελιστής
᾽Ιωάννης ἤδη στήν ἀρχή τοῦ εὐαγγελίου του: «Πάντα
δι᾽ Αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ) ἐγένετο καί
χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε». ῞Ολα δημιουργήθηκαν ἀπό τόν Χριστό
καί συνεπῶς ὅλα ἔχουν τή δική Του σφραγίδα καί παρουσία. ῞Οπως ὡραῖα καί
ποιητικά ἔχει κάπου γραφτεῖ: «ὅποια πέτρα τῆς Δημιουργίας κι ἄν σηκώσουμε, πίσω
στέκει ὁ Χριστός». Καί πόσο θεόπνευστα ἡ ᾽Εκκλησία μας ψάλλει τήν ἀλήθεια αὐτή
διά γραφίδος ἁγίου ᾽Ανδρέου Κρήτης στόν Μεγάλο Κανόνα του: «ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; Ἡ ὥρα
ἐγγίζει καί μέλλεις θορυβεῖσθαι. ᾽Ανάνηψον οὖν ἵνα φείσηταί σου, Χριστός ὁ
Θεός, ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν».
῾Η αἴσθηση τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μας ἀποτελεῖ καί τήν προϋπόθεση τῆς
πνευματικῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ. Χριστιανός πού δέν καλλιεργεῖ μέσα του τήν αἴσθηση
αὐτή δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ἤ νά προοδεύσει ὡς χριστιανός, ἀφοῦ οὔτε προσευχή
μπορεῖ νά κάνει σωστά – ποῦ νά στραφεῖ γιά προσευχή; - οὔτε μπορεῖ νά τηρήσει
τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ - «χωρίς ἐμοῦ
δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» - οὔτε πολλῷ μᾶλλον μπορεῖ νά νιώσει ὡς μέλος Χριστοῦ,
συνεπῶς νά ζήσει τό βάπτισμά του, ἐνδεδυμένος τόν Χριστό μέχρι τά τρίσβαθα τοῦ
εἶναι του. Μέ τή φράση τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί πάλι «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός».
᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὅσο κανείς βλέπει στόν ἑαυτό του καί στά πάντα τόν Χριστό, τόσο καί παίρνει δύναμη καί θάρρος γιά νά ἀντιμετωπίσει ὁποιοδήποτε πρόβλημα καί ὁποιαδήποτε δοκιμασία τοῦ παρουσιαστεῖ, ἀκόμη δέ καί τόν ἴδιο τόν θάνατο. «Εἰ ὁ Θεός ὑπέρ ἡμῶν, τίς καθ᾽ ἡμῶν;» λέει ὁ γνήσιος πιστός μαζί μέ τόν ἀπόστολο, ὅπως καί «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ». Ὁπότε ὁ φόβος πού «σημαδεύει» συνήθως τόν ἄνθρωπο πού παραθεωρεῖ ἤ διαγράφει τόν Θεό ἀπό τή ζωή του – χωρίς Θεό ὁ κόσμος γίνεται ἀκατανόητος καί πηγή ἀνασφάλειας - ὑπερβαίνεται. Γιατί γίνεται ένας κόσμος φιλικός καί κοντινός πού ὑπάρχει καί κινεῖται μέσα στήν ἀγκαλιά τοῦ Πατέρα Θεοῦ καί μέσα στήν ἀγκαλιά κατ’ ἐπέκταση κι ἐκείνων πού ζοῦν ὡς δικά Του τέκνα.