(Επί τη διετία από της κοιμήσεως (29 Φεβρουαρίου) του
μακαριστού πρώην Πειραιώς Καλλινίκου)
ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟ ΙΕΡΑΡΧΗ πρ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟ (Ι. ΝΑΟΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΤΡΙΤΗ, 3 ΜΑΡΤΙΟΥ 2020)
Μακαριώτατε, Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, Σεβαστοί Πατέρες, ἐντιμότατοι
ἄρχοντες, φιλόχριστε καί πενθηφόρε λαέ τοῦ Θεοῦ,
ἐνώπιον τῆς σεπτῆς σοροῦ τοῦ κεκοιμημένου ἁγίου πρώην
Πειραιῶς κυροῦ Καλλινίκου ὁ λόγος εἶναι περιττός. Ἡ σιωπή θά ἦταν ἡ πρέπουσα
στάση, ὄχι βεβαίως μέ τήν κοσμική ἁπλῶς ἔννοια τῆς ἀπουσίας τοῦ ἐκφερομένου
λόγου, ἀλλά μέ τή βαθιά ἐκκλησιαστική τῆς πλήρωσής της ἀπό θεῖα νοήματα καί ἐνεργούσα
προσευχή. Γιατί κατά τόν ἅγιο τῆς Κλίμακος, «σταματᾶ κανείς νά μιλάει,
προκειμένου νά προσεύχεται καί νά φωτίζεται ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ», πού θά πεῖ ὅτι
ἡ ἐδῶ παρουσία μας ἀποκτᾶ ἔτσι νόημα καί ἱερή ἐνέργεια, πού ἀφενός παρηγορεῖ τήν
ψυχή τοῦ μεταστάντος ἁγίου Γέροντά μας ὠθώντας την ἔτι πλέον στήν ἀγκαλιά τοῦ «Ἠγαπημένου»,
ἀφετέρου προκαλεῖ κι ἐμᾶς τούς «περιλειπομένους» σέ μετάνοια διανοίγοντας τά
μάτια μας στό βάθος τῆς πραγματικότητας πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν παντοδύναμη
παρουσία καί χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας. Τά λόγια ἄλλωστε τῶν ἱερῶν ὕμνων τῆς ἐξοδίου
ἀκολουθίας σ’ αὐτό ἀκριβῶς ἀποσκοποῦν.
Μά πῶς ἀπό τήν ἄλλη νά ἀφήσει κανείς κατά μέρος τήν εὐκαιρία
νά ἀποκαλύψει, ὅσο μπορεῖ καί εἶναι δυνατόν, τό ὕψος καί τό πλάτος τῆς σπουδαίας
καί μεγάλης προσωπικότητας τοῦ κεκοιμημένου ἱεράρχου; Θά ἦταν ἀστοχία, καί
μάλιστα μεγάλη, νά μή χρησιμοποιηθεῖ ὁ λόγος γιά τόν σκοπό πού δόθηκε: νά ἀποκαλύπτει
τά ἀληθῆ, τά σεμνά, τά δίκαια, τά ἁγνά, ὅπως τώρα πού στό πρόσωπο τοῦ «παπποῦ
Καλλίνικου» - ἔτσι συνηθίζαμε νά τόν λέμε τά τελευταῖα χρόνια - τά βλέπουμε ὅλα
αὐτά ἀνάγλυφα. Καί βεβαίως ἀκούστηκαν, ἀκούγονται καί συνεχῶς θά ἀκούγονται καί
θά γράφονται πράγματα πού ἀποκαλύπτουν τίς πολυποίκιλες πλευρές τῆς χαρισματικῆς
προσωπικότητάς του καί ἀναλύουν τό τεράστιο ἔργο του, τό πνευματικό, τό
ποιμαντικό, τό εὐρύτερα κοινωνικό κι ἀκόμη καί τό ἐθνικό, κάτι πού ἐμεῖς τώρα
θά ἀποφύγουμε, γιατί θέλουμε νά σταθοῦμε σέ δύο μόνο σημεῖα πού τά ζοῦσε καί τά
ἔβλεπε κάθε πιστός πού τόν προσήγγιζε, ἰδίως ὅμως οἱ ἄμεσοι συνεργάτες καί ἀδελφοί
του, οἱ κληρικοί τῆς Μητρόπολής του.
Ὡς ὁ ἐλάχιστος λοιπόν ἀπό τούς κληρικούς πού ἐκεῖνος
χειροτόνησε θά μοῦ ἐπιτραπεῖ νά τονίσω πρῶτον· τήν καταπλήσσουσα πνευματική ἰσορροπία
καί διάκρισή του, δεύτερον· τήν ἀπόλυτη αἴσθηση πατρότητας πού τόν διακατεῖχε. Ἡ
πνευματική ἰσορροπία καί διάκρισή του σπεύδω νά διευκρινίσω δέν ἦταν καρπός μιᾶς
φυσικῆς μετριοπάθειας, μέ τήν ἔννοια τοῦ συμβιβασμοῦ τῶν ἀκροτήτων – τέτοιος
συμβιβασμός δέν ταίριαζε μέ τήν ἐκρηκτική χριστιανική φυσιογνωμία του: δέν
«νέρωνε» ποτέ τό κρασί του πού λέμε. Ἡ ἰσορροπία καί ἡ διάκριση αὐτή γιά τίς ὁποῖες
μιλᾶμε ἦταν ὁ καρπός τῆς ὀρθῆς καί γνήσιας πνευματικῆς του ζωῆς, πού σημαίνει ὅτι
ἀκροβατοῦσε ἀδιάκοπα πάνω στό ὀρθοδόξως πιστεύειν καί ζῆν. Ὀρθοδοξία δέν εἶναι
κατά τούς Πατέρες μας «τό ἀεί σχοινοβατεῖν»; Γιατί ἔχει νά ἀντιπαλέψει ὁ πιστός
ὄχι μόνο μέ τά πάθη τοῦ ἐγωισμοῦ του, μά καί «μέ τόν κοσμοκράτορα τοῦ παρόντος
αἰῶνος καί πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας». Ὁ Σεβασμιώτατος Καλλίνικος λοιπόν ἔδειχνε
μέ τήν ὅλη βιοτή του τόν ἐσωτερικό ἀγώνα πού ἔκανε. Κι ἄν ὡς ἄνθρωπος κάπου
πήγαινε νά σκοντάψει, ἐκεῖ ἀμέσως ἀνεγνώριζε τό λάθος, ζητοῦσε συγγνώμη,
διόρθωνε τό ἐσφαλμένο. Ἡ ἄμεση ἀποκατάσταση τῆς ὅποιας διασαλευθείσας ἰσορροπίας
ἦταν ἡ τρανότερη ἀπόδειξη ὅτι λειτουργοῦσε πλούσια μέσα του ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔβλεπε
τό μέτρο πού ζητοῦσε ὁ Χριστός, τό ἐπεδίωκε, γι’ αὐτό καί αἰσθανόσουν τήν ἀσφάλεια
καί τήν αἴσθηση τοῦ δικαίου πάντοτε κοντά του.
Κι αὐτή ἡ χαρισματική κατάσταση προϋπέθετε ἀλλά καί ὁδηγοῦσε
συνάμα στήν αἴσθηση τῆς πατρότητας πού τόν διακατεῖχε. Ἦταν,
θέλουμε νά ποῦμε, ἰσορροπημένος καί διακριτικός ἄνθρωπος, γιατί ἦταν ὁ Πατέρας·
κι ἦταν Πατέρας γιατί ζοῦσε τή χάρη τῆς διάκρισης. Κι ἐδῶ πρέπει νά σημειώσουμε
ὅτι αὐτή ἡ πατρική του διάθεση, ἡ λελογισμένα καί ἐν ἀγάπῃ αὐστηρή μερικές
φορές, εἶχε βαθιά θεολογική βάση: ἀντανακλοῦσε τήν πατρότητα τοῦ Χριστοῦ, πού
θά πεῖ ὅτι ἦταν ἔκφραση ἀγάπης. Ὅπως ὁ Χριστός μᾶς ἀγαπᾶ καί θυσιάζεται γιά τόν
καθένα μας, ἀνεξάρτητα ἀπό τίς δικές μας καταβολές καί ἀντιδράσεις, κατά τόν ἴδιο
τρόπο καί ὁ ἐκλιπών Μητροπολίτης πρώην Πειραιῶς: ὅλους τούς εἶχε στήν καρδιά
του, ἡ ἀγάπη του θεωρεῖτο δεδομένη ἀπό ὅλους πού τόν γνώριζαν, ἰδίως δέ ἀπό ἐκείνους
πού γιά διαφόρους λόγους τόν εἶχαν πικράνει. Ἀρκοῦσε μία μετάνοια, μία
συναίσθηση κι ἀμέσως ἐκεῖνος «ἔλιωνε». Θά ἔλεγε κανείς ὅτι ἡ μεγαλύτερη
προσβολή πού θά μποροῦσε κάποιος νά τοῦ κάνει, ἦταν νά ἀμφισβητήσει τό πατρικό
του ἐνδιαφέρον. Ἦταν σάν νά τοῦ ἔμπηγε ἕνα ξίφος μέσα στήν καρδιά.
Γι’ αὐτό καί ἄν θέλουμε νά προχωρήσουμε πιό πίσω καί πιό
βαθιά στόν ψυχικό του κόσμο προκειμένου νά ἑρμηνεύσουμε τά παράδοξα αὐτά (τήν
πνευματική ἰσορροπία καί τήν πατρική του διάθεση) γιά τή σημερινή
πραγματικότητα, ἔστω καί τή χριστιανική, θά μέναμε σ’ αὐτό πού ἤδη ἀκροθιγῶς
τονίσαμε καί παραπάνω: τή θερμουργό ἀγάπη Του στόν Κύριο ἤδη ἐκ νεότητός του,
τή μεγάλη ἀγάπη του στούς ἁγίους, πάνω ἀπ’ ὅλα ὅμως τήν ἀγάπη του στή μεγάλη
μάνα του, τήν Παναγία μας. Δέν θά ἦταν ὑπερβολή ἄν λέγαμε ὅτι ὁ μακαριστός μας
Γέροντας «λάτρευε» κυριολεκτικά τήν ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἡ μορφή της τόν ἔθελγε
καί τόν γοήτευε, γεγονός πού φάνηκε καί στό μοναστήρι πού ἵδρυσε, τήν Παναγία
τή Χρυσοπηγή, καί στά σπουδαῖα μελετήματα πού ἔγραψε γι’ αὐτήν. Κι ἀσφαλῶς εἶναι
αὐτονόητο ὅτι ἡ ἀγάπη αὐτή γιά τή μεγάλη Μάνα εἶναι μέ ἄλλον τρόπο ἡ πύρινη ἀγάπη
του γιά τόν ἴδιο τόν Κύριο, τόν Υἱό καί Θεό τῆς ὑπέραγνης Παρθένου.
Μακαριώτατε,
Μακρηγορῶ, κουράζω κι ἐσᾶς καί τούς σεβασμιωτάτους ἀδελφούς
σας, ὅλους τούς ἀδελφούς πού παρευρίσκονται. Μά θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά τελειώσω
μέ μία ἀπόπειρα ποιητικοῦ σχεδιασμοῦ, σάν ἕνα ξέσπασμα τῆς καρδιᾶς, μπροστά στή
μεγάλη καί φωτεινή παρουσία τοῦ ἐκλιπόντος Μητροπολίτου, πού σφράγισε τή γενιά
του καί ὄχι μόνο, γιά ἕνα περίπου αἰώνα, εἴτε εὑρισκόμενος στό προσκήνιο εἴτε
στό παρασκήνιο.
Τό δάχτυλο ἔσυρε ὁ Πλάστης
καί μές στό βάθος τῆς καρδιᾶς
χάραξε τ’ ὄνομά Του
- ἀπό ἀγάπη τρώθηκε τό ἄβγαλτο παιδί.
«Δόξα Σοι» γίνηκ’ ἡ πληγή
καί πόθος γιά «ἐλέησον»
καί στήριξε τά πόδια του
στά χνάρια τοῦ Χριστοῦ του.
Λύχνο κρατώντας οὐρανοῦ ἔτρεχε
μές στά χρόνια κι ἔφτασε ὕψη καί
κορφές πού λίγοι τίς πατοῦνε.
«Καλλίνικος» ἀκούστηκε στά πέρατα
τοῦ κόσμου κι ὁ μόχθος του
λύτρωσε ψυχές ἀπ’ τήν ὀσμή θανάτου.
Τόν δρόμο τόν τερμάτισε καί τῆς
ἀρρώστιας τήν ὑπομονή ἀγόγγυστα διῆλθε.
Μέ τοῦ Χριστοῦ τό ὄνομα ἄφησε τήν πνοή του
ὅταν Ἐκεῖνος ἔγειρε τόν φίλο Του νά πάρει.
Τοῦ μακαριστοῦ Ἱεράρχου Καλλινίκου αἰωνία ἡ μνήμη!