ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΓΟΥΔΑ
Ἡ ἀναχώρηση καί ἡ πορεία
Ὁ ἀββᾶς Μαρτύριος, ὁ Γέροντας τοῦ Ἰωάννη, ἔκανε τίς
τελευταῖες του μετάνοιες, ἀσπάστηκε τόν Τίμιο Σταυρό, καί στράφηκε στόν ὑποτακτικό
του.
«Εἶσαι ἕτοιμος, παιδί μου;» εἶπε καί ἀγκάλιασε μέ τό
βλέμμα του στοργικά τόν νεαρό μοναχό. «Εἶναι ἀρκετή ἡ ἀπόσταση μέχρι τήν ἔρημο
τοῦ Γουδᾶ καί πρέπει νά σπεύσουμε. Κάθε καθυστέρηση μπορεῖ νά μᾶς στοιχίσει ὄχι
μόνον τήν ἔλλειψη τοῦ φωτός, ἀλλά καί τό νά μή δοῦμε τόν Γέροντα. Κι εἶναι
μεγάλη ἡ εὐκαιρία πού μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος, νά ἔχουμε, ἔστω καί γιά μικρό
διάστημα, στήν εὐρύτερη περιοχή μας, τόν μεγάλο ἀββᾶ Ἰωάννη».
«Ἕτοιμος εἶμαι, Γέροντα. Τό σακκούλι μας ἑτοιμάζω μέ
κάποια παξιμάδια καί λίγο νερό γιά τήν πορεία μας».
Ἔκλεισαν τό κελλί τους καί διάβηκαν τή βαριά θύρα τοῦ
μοναστηριοῦ τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης στό Σινᾶ γιά τό σπουδαῖο προσκύνημά τους. Εἶχε
τελειώσει ἡ πρωϊνή ἀκολουθία, ὁ Γέρων Μαρτύριος εἶχε κανονίσει ἐπακριβῶς τά τῆς
ἀπουσίας τους μέ τούς ὑπευθύνους καί ἡ Ἁγία τούς κατευόδωνε καί τούς εὐλογοῦσε
χαρωπή. Χαιρόταν καί ἀναγάλλιαζε ἡ ψυχή της πού τέτοιες ἁγιασμένες ὑπάρξεις ζοῦσαν
καί ἀσκήτευαν στό μοναστήρι της, γι’ αὐτό καί συχνά ἐπέτρεπε ὁ Θεός νά τούς
κάνει τή χάρη, ὅταν προσκυνοῦσαν τήν εἰκόνα της, νά εὐωδιάζει, δείχνοντας καί
μέ αἰσθητό τρόπο τήν εὐαρέσκεια καί τή δική της, κυρίως ὅμως τοῦ μεγάλου Θεοῦ
τους, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
«Ὥστε ἀπό τή Μονή τοῦ ἁγίου Σάββα ἦλθε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης,
Γέροντα!» ἔσπασε μετά ἀπό κάποιο διάστημα τή σιωπή ὁ νεαρός Ἰωάννης,
περισσότερο μονολογώντας παρά ρωτώντας. Τοῦ εἶχε ἐξηγήσει βεβαίως ἀπό ἡμέρες ὁ
Γέροντάς του ποῦ ἐπρόκειτο νά πᾶνε, ποιόν ἐπρόκειτο νά συναντήσουν, ἀλλά ἤθελε ἀκόμη
μία ἐπιβεβαίωση, φανερώνοντας ὅτι τό γεγονός τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Σαββαΐτου ἀββᾶ ἦταν
ἐκεῖνο πού κυριαρχοῦσε στίς σκέψεις καί τούς λογισμούς του. «Σπουδαῖο
μοναστήρι, ἀπ’ ὅ,τι ἔχω ἀκούσει, μέ ὀνομαστούς καί ἁγίους ἀσκητές. Ἀλλά μέ
τέτοιον ἅγιο ἱδρυτή μᾶλλον δέν θά μποροῦσε νά γίνει ἀλλιῶς…», συνέχισε τόν
φωναχτό μονόλογό του.
«Ναί, παιδάκι μου, ἔχεις δίκιο. Ὁ ἀββᾶς Σάββας ὑπῆρξε μία
μεγάλη φυσιογνωμία, πραγματικός ὅσιος. Κι ὄχι μόνο γιά τούς ἀσκητικούς του ἀγῶνες,
ἀλλά καί γιά τά χαρίσματα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, τῆς ἵδρυσης καί ὀργάνωσης τῶν
μονῶν, καί μάλιστα τῆς Μεγάλης Λαύρας, ἡ ὁποία ἀληθινά ἀποτελεῖ ἐργαστήριο ἁγιότητας
γιά κάθε ψυχή πού θέλει νά ἀσκητέψει ἐκεῖ. Ὁ Γέροντάς του ὁ Μέγας Εὐθύμιος βρῆκε
στό πρόσωπο τοῦ ἀββᾶ Σάββα τόν ἄξιο μαθητή καί συνεχιστή του. Κι ἀκόμη μή ξεχνᾶς
ὅτι εἶχε τόν φωτισμό νά κατανοήσει ἐπακριβῶς τήν ἀλήθεια περί τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ
Χριστοῦ, ὅπως τήν ἐξέφρασε ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνας, καί νά ἀγωνιστεῖ
γιά τή διακήρυξη τῶν ἀποφάσεών της».
«Εἶναι ἀλήθεια, Γέροντα, ὅτι ἀκόμη καί οἱ αὐτοκράτορες
τόν σέβονταν, ὅπως καί ὁ δικός μας ὁ Ἰουστινιανός, πού ἀνακαίνισε, μᾶλλον
καλύτερα ἔφτιαξε τό μοναστήρι μας;»
«Ἀλήθεια, εἶναι, Ἰωάννη μου. Τόν σέβονταν, ζητοῦσαν τήν εὐλογία
του, ἀλλά καί τίς προρρήσεις του ὡς προορατικός πού ἦταν, γι’ αὐτό καί ὅταν ὑπῆρχε
κάποιο πρόβλημα στήν περιοχή τῆς Παλαιστίνης, ἐκεῖνον παρακαλοῦσαν νά
μεσολαβήσει γιά τήν ἐπίλυσή του. Καί ὁ αὐτοκράτορας, ὅπως καί ἡ σύζυγός του, τοῦ
ἔκαναν πάντοτε τή χάρη. Ἤξεραν ὅτι αὐτό πού λέει ὁ ἀββᾶς Σάββας ἦταν πάντοτε αὐτό
πού ἤθελε καί ὁ Θεός. Δέν ἤθελαν λοιπόν νά γίνουν θεομάχοι, γιατί ἦταν
θεοσεβούμενοι ἄνθρωποι».
Σταμάτησαν νά μιλοῦν καί συνέχισαν τήν πορεία τους, ἐπαναλαμβάνοντας
τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ἡ χάρη πού ὁ Θεός τούς ἔδινε, ἔκανε ἀνάλαφρους τούς
βηματισμούς τους. Πήγαιναν σέ κακοτράχαλους δρόμους, περνοῦσαν ἀπό δύσβατα
μονοπάτια, ὁ ἥλιος ἄρχισε σιγά σιγά νά πυρώνει τόν τόπο μέ τήν μεγαλοπρεπή ἐμφάνισή
του, μά ἐκεῖνοι ἀπτόητοι περπατοῦσαν σάν νά πετοῦσαν.
«Κι ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Σαββαΐτης», ἔπιασε τόν λόγο καί
πάλι ὁ Γέροντας Μαρτύριος, σάν νά μήν εἶχε διακοπεῖ καθόλου ἀπό τή σιωπηλή γι’ ἀρκετή
ὥρα ὁδοιπορία τους, «τήν πνευματική ἀτμόσφαιρα τῆς σπουδαίας αὐτῆς Λαύρας ζεῖ
καί μεταφέρει. Γι’ αὐτό ἄλλωστε πᾶμε νά τόν συναντήσουμε. Ἐνώπιόν του θά
νιώσουμε τί σημαίνει νά ἀναπνέει κανείς τόν ἀέρα τοῦ ἴδιου τοῦ ἁγίου Σάββα. Καί
νά ‘σαι ἕτοιμος, Ἰωάννη μου, νά σημειώσεις στόν νοῦ καί στήν καρδιά σου ὅ,τι
καλό καί ἅγιο θά δεῖς στό πρόσωπο τοῦ σπουδαίου αὐτοῦ Γέροντα. Δές τον σάν ἕνα
πνευματικό ἀμπέλι, ἀπό τό ὁποῖο πᾶμε νά κόψουμε τά πιό καλά τσαμπιά. Μπορεῖ ὡς ἄνθρωπος
νά ἔχει κι αὐτός κάποιες ἀδυναμίες. Μά, δέν ἐπικεντρώνουμε σ’ αὐτές, τίς ὁποῖες
μερικές φορές ἐπίτηδες τίς ἀφήνει ὁ Κύριος προκειμένου νά δημιουργοῦν κλίμα
ταπείνωσης στούς πιστούς δούλους Του. Πρέπει νά εἴμαστε πάντοτε, ὅπως πολλές
φορές μέ ἔχεις ἀκούσει νά σοῦ λέω, καλοί ραγολόγοι. Διαλέγουμε τά καλά πού ἔχει
ὁ κάθε συνάνθρωπός μας, κι ἀφήνουμε κατά μέρος ὅ,τι ἀρνητικό ὑπάρχει. Καί ἀπό ἕναν
τέτοιο ἄνθρωπο, σάν τόν ἅγιο αὐτόν ἀββᾶ, φαντάσου πόσα τσαμπιά καί πόσες καλές
καί ὥριμες καί γλυκές ρόγες θά κόψουμε!»
«Ναί, Γέροντα», εἶπε κατανυγμένος ὁ Ἰωάννης. «Τό ἔχω
καταλάβει. Τό
μυαλό μας πρέπει νά βρίσκεται ἀδιάκοπα ἐκεῖ πού βλέπουμε τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ,
ὥστε ἡ κάθε συνάντηση μέ τόν κάθε συνάνθρωπό μας, ἰδίως μ’ ἕναν ἅγιο, νά ‘ναι ἀφορμή
γιά ἁγιασμό μας».
Δέν ξαναμίλησαν μέχρι νά φτάσουν μετά ἀπό ἀρκετή ὥρα στή
σπηλιά τῆς ἐρήμου, ἐκεῖ πού τούς εἶχαν πεῖ καί τούς εἶχαν καθοδηγήσει γιά νά
βροῦν τόν ἅγιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ἡ περιγραφή πού τούς εἶχαν κάνει ἦταν τόσο
λεπτομερειακή, ὥστε μέ τήν πρώτη, ἀφήνοντας ἄλλες σπηλιές τῆς περιοχῆς, νά βροῦν
τόν ἁγιασμένο τόπο πού ζοῦσε ἐκείνην τήν ἐποχή ὁ Γέροντας. Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ
Σαββαΐτης.
Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης
Ὁ Ἰωάννης ζοῦσε εὐτυχισμένες στιγμές στήν ἔρημο τοῦ Γουδᾶ
πού βρέθηκε μαζί μέ τόν μαθητή του Στέφανο, παρ’ ὅλο τό ἀπαράκλητο τοῦ τόπου. Ἤξερε
ὅτι ἐπρόκειτο περί τόπου ἡσυχαστικοῦ, ἐκεῖ πού μπορεῖ κανείς ἐλεύθερα ἀπό τήν
παρουσία ἄλλων ἀσκητῶν νά προσευχηθεῖ, νά κλάψει, νά κραυγάσει πρός τόν Κύριο
τούς στεναγμούς τῆς καρδιᾶς του. Ὄχι ὅτι δέν ὑπῆρχαν τέτοιοι τόποι κοντά καί
στό δικό του μοναστήρι στήν Παλαιστίνη. Μά κατά καιρούς εἶχε τό συνήθειο νά
κάνει προσκυνηματικές ἐκδρομές, νά πηγαίνει σέ τόπους πού εἶχαν ἁγιασθεῖ ἀπό ἀδελφούς
ἀγωνιστές στήν πνευματική ζωή, σέ περιοχές πού τό πνευματικό μύρο ἀπό τά
λείψανα ἁγίων πότιζε τόν τόπο. Τό ‘ξερε καλά: ὅπου ἔχει ζήσει καί ζεῖ ἕνας ἄνθρωπος
ἀφιερωμένος στόν Θεό, ἐκεῖ τά πάντα ἁγιάζονται· καί ὁ ἀέρας καί τό χῶμα καί τό
νερό. Κι ἐδῶ τώρα, σ’ αὐτήν τήν ἔρημο, πού ἦταν κοντά στό μοναστήρι τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης,
τά πάντα ἀπέπνεαν τό δικό της ἄρωμα καί τή δική της παρουσία· ὅπως καί τοῦ ἀρχαγγέλου
Μιχαήλ. Ὤ, ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ἔτρεφε ἰδιαίτερη «ἀδυναμία» καί στούς δυό τους καί
τήν ἀγάπη του αὐτή τήν εἶχε μεταδώσει σ’ ἕναν βαθμό καί στόν Στέφανο. Προστάτης
του ὁ ἀρχάγγελος, εὐεργέτιδά του ἡ ἁγία Αἰκατερίνα. Πόσες φορές δέν τούς εἶχε ἐπικαλεστεῖ,
ὅπως τότε μέ τό ὀξύ πρόβλημα πού εἶχε παρουσιαστεῖ μέ τή μέση του. Δέν μποροῦσε
νά σηκωθεῖ, νά περπατήσει, νά κάνει τίς στοιχειώδεις μοναχικές του ἀσκήσεις. Κι
ὅταν τούς ἐπικαλέστηκε, ἀνήμερα μάλιστα τῆς ἑορτῆς τῆς ἁγίας, τοῦ παρουσιάστηκαν,
τόν γιάτρεψαν, τόν παρηγόρησαν ἀπό τούς φρικτούς πόνους του. Γι’ αὐτό καί μέ
τήν πρώτη εὐκαιρία τό προγραμμάτισε. Τό ἑπόμενο προσκύνημά του θά ἦταν κοντά
στήν ἁγία, στό ὄρος Σινᾶ. Καί διάλεξε τήν ἔρημο, γιατί δέν ἤθελε νά κουράσει
κανέναν. Μία σπηλιά τοῦ ἀρκοῦσε γιά νά ἱκετεύει τόν Θεό του, νά Τόν δοξολογεῖ,
νά Τόν εὐχαριστεῖ γιά τίς ἀέναες εὐεργεσίες του.
Τελειώνοντας τήν ἀποψινή του ἀγρυπνία σήμερα, μέ δεξιό
παραστάτη του πάντοτε τόν μοναχό Στέφανο, κάνοντας τίς μετάνοιές του,
ψιθυρίζοντας τό ὄνομα τοῦ ἀγαπημένου Του Ἰησοῦ, ἔνιωσε τόν ψίθυρο τοῦ Κυρίου
στήν καρδιά του· πῆρε τήν «πληροφορία». Ἔρχονταν νά τόν συναντήσουν δύο
καλόγεροι ἀπό τό μοναστήρι. Ὁ ἕνας μεγάλος καί Γέροντας· ὁ ἄλλος νεαρός. Ὁ
Κύριος τοῦ ἀπεκάλυψε τά ὀνόματά τους: Μαρτύριος ὁ Γέροντας, Ἰωάννης ὁ ὑποτακτικός,
τό νεαρό παλληκάρι. Ἄρχισε νά προσεύχεται γι’ αὐτούς. Ὄχι μόνο νά τούς δίνει
δύναμη ὁ Θεός νά πορεύονται ὅπως πρέπει στήν πνευματική τους ζωή, ἀλλά καί νά
καταστεῖ ὁ ἐρχομός τους θετικός καί μέ καρποφορία. Στράφηκε μέσα στήν καρδιά
του. «Κύριε, κάνε με ὄργανό σου, ὥστε νά ὠφεληθοῦν οἱ ἀδελφοί. Μή γίνω
πρόσκομμα μέ τίς ἄπειρες καί μεγάλες ἀδυναμίες μου». Δάκρυα πῆραν νά βρέχουν τό
λιπόσαρκο πρόσωπο τοῦ Γέροντα. Ἔκανε μία ἀκόμη μεγάλη μετάνοια, σταυροκοπήθηκε
καί βγῆκε στήν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς. Κάλεσε καί τόν Στέφανο. Οἱ φιγοῦρες τῶν ἀδελφῶν
διαγράφονταν πιά καθαρά.
Ἡ συνάντηση καί τό «παράδοξο» φέρσιμο τοῦ ἀββᾶ Ἰωάννη
Ἔσπευσε μόλις πλησίασαν ἀρκετά οἱ ὁδοιποροῦντες ἀδελφοί
νά τούς πλησιάσει καί νά τούς βάλει μετάνοια. Τούς καταφίλησε τά χέρια, ἐνῶ
τούς προσφώνησε μάλιστα μέ τά ὀνόματά τους. «Καλῶς τους, καλῶς τούς εὐλογημένους
ἀδελφούς, τόν Γέροντα Μαρτύριο καί τόν πατέρα Ἰωάννη». Λίγο τά ἔχασαν ἐκεῖνοι.
Κανείς δέν εἶχε εἰδοποιήσει τόν Σαββαΐτη Γέροντα καί τόν ὑποτακτικό του ὅτι θά ἔρχονταν.
Δέν εἶπαν ὅμως τίποτε. Καταλάβαιναν ὅτι εἶχαν εἰσέλθει σέ «περιοχή» πού τά
φυσικά καί τά ἐπίγεια βρίσκονταν σέ δεύτερη μοίρα. Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης τούς πέρασε
μέσα στή σπηλιά, νά ξαποστάσουν καί νά δροσιστοῦν. Ἡ ἐντολή τοῦ ἀββᾶ πρός τόν
Στέφανο τόν μαθητή του δέν ξάφνιασε κανέναν. Τό ξάφνιασμα θά ἐρχόταν λίγο ἀργότερα.
«Παιδί μου, Στέφανε, ἑτοίμασε λίγο νερό στή μικρή λεκάνη». Μέχρι νά ἑτοιμαστεῖ
τό νερό ὁ ἀββᾶς τούς κάθισε καί τούς τράταρε μέ ὅ,τι εἶχε πρόχειρο· κάποια
παξιμάδια καί νερό.
Ὁ Στέφανος ἔφερε τή λεκάνη. Καί τότε ἦταν πού τά μάτια ἄνοιξαν
διάπλατα κι ἀκίνητοι κι ἐμβρόντητοι παρακολουθοῦσαν ὅλοι – πλήν ἴσως τοῦ Γέροντα Μαρτύριου - τά γινόμενα. Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης πῆρε τή λεκάνη μέ τό νερό, ἔσκυψε
γονατιστός καί ἄρχισε νά πλένει τά πόδια τοῦ… νεαροῦ μοναχοῦ Ἰωάννη. Τοῦ ὑποτακτικοῦ
Ἰωάννη καί ὄχι τοῦ Γέροντά του Μαρτύριου. «Μά τί κάνει ὁ Γέροντάς μου;» ἀναρωτήθηκε
ὁ Στέφανος. «Δέν βλέπει ποιός εἶναι ὁ μεγάλος καί ὁ Γέροντας;» Ἡ ἔκπληξή του ἔγινε
ἀκόμη μεγαλύτερη, ὅταν ὁ ἀββᾶς του δέν συνέχισε τό πλύσιμο τῶν ποδιῶν καί τοῦ
Μαρτύριου. «Πάρε, τέκνο, τή λεκάνη. Δέν θά τή χρειαστοῦμε ἄλλο».
Ὁ Στέφανος δέν
καταλάβαινε. Ὁ ὑποτακτικός Ἰωάννης, ὁ νεαρός καλόγερος τῆς Μονῆς Σινᾶ, κι αὐτός
δέν καταλάβαινε, ἀλλά δέν ἀντιδροῦσε οὔτε κι ἔλεγε τίποτα - ἀφηνόταν στήν κρίση
τοῦ μεγάλου Σαββαΐτη ἀββᾶ. Ὁ
Γέροντας Μαρτύριος μόνον ἦταν αὐτός πού ἄρχισε νά… κατανοεῖ, ἐνῶ κάποια ὄχι
μακρινή μνήμη τοῦ ἦλθε ἀνάγλυφα στόν νοῦ. Τότε πού, λίγα χρόνια πρίν, ὁ ἴδιος ἔφερε
τόν Ἰωάννη, μόλις εἶχε καρεῖ μοναχός, στόν μεγάλο Γέροντα Ἀναστάσιο τῆς Μονῆς
τοῦ Σινᾶ. Καί θυμήθηκε - μᾶλλον ἐντονότερα ἦλθε στόν νοῦ του, γιατί ποτέ δέν τό
εἶχε ξεχάσει - ὅτι ὁ Γέροντας αὐτός, μετέπειτα ἡγούμενος στό μοναστήρι, τοῦ εἶχε
πεῖ: «Πές μου, ἀββᾶ Μαρτύριε, ἀπό ποῦ εἶναι αὐτός ὁ νέος καί ποιός τόν ἔκειρε
μοναχό»; Καί ἐκεῖνος τοῦ εἶχε ἀπαντήσει: «Δοῦλος σου εἶναι, πάτερ, καί ἐγώ τόν ἔκειρα».
«Πωπώ! ἀββᾶ Μαρτύριε – συνέχισε – ποιός νά τό πεῖ ὅτι Ἡγούμενο τοῦ Σινᾶ ἔκειρες!»
Αὐτό θυμήθηκε ὁ Μαρτύριος καί δάκρυα πλημμύρισαν τά μάτια του, καθώς τά
πράγματα ἦταν ὁλοφάνερα πιά ἐνώπιόν του.
Δέν ἄντεξε ὁ Στέφανος. «Γέροντα», εἶπε, μέ τήν ἀπορία καί
τήν ἔκπληξη ζωγραφισμένες στό πρόσωπό του. «Τί συμβαίνει; Πῶς γίνεται αὐτό;
Πλένεις τά πόδια τοῦ νεαροῦ καλόγερου καί δέν πλένεις τοῦ Γέροντα;»
Ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν φορτισμένη ἀπό ἱερότητα καί συγκίνηση. Ὁ
ἀββᾶς δέν ἔσπευσε νά δώσει ἀμέσως ἀπάντηση. Τά λόγια του βγήκαν σέ λίγο μέ κάθε ἐπισημότητα. «Πίστεψέ με, τέκνο μου, ὅτι ἐγώ πρώτη
φορά συναντῶ τούς ἀδελφούς καί πέραν τῶν ὀνομάτων τους πού μοῦ ἀποκάλυψε ὁ
Κύριος δέν ἔχω ἄλλη γνώση. Δέν γνωρίζω λοιπόν ποιός εἶναι αὐτός ὁ νέος. Ὅμως
τώρα ἐγώ ὑποδέχθηκα τόν Ἡγούμενο τοῦ Σινᾶ καί τά πόδια τοῦ Ἡγουμένου ἔνιψα».
Τό μυστήριο λύθηκε. Ὁ Κύριος φανέρωσε τό μέλλον. Ὁ
Μαρτύριος βεβαιώθηκε. Ὁ Ἰωάννης παρακολουθοῦσε μέ κατεβασμένο τό κεφάλι, ἐνῶ τό
Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τόν σκέπαζε καθισμένο στόν θρόνο τῆς ταπείνωσης. Μέσα στή
σπηλιά ἄγγελοι μπαινόβγαιναν. Ἅγιες ψυχές ἀνέπνεαν. Ὁ μελλοντικός ἡγούμενος τοῦ
Σινᾶ, ὁ Ἰωάννης, καθόταν μέ καθαρά τά πόδια. Ὁ μετέπειτα Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ὁ
ὅσιος μέγας διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης.
(Από το βιβλίο "Ως έλαφος διψώσα", Ασκητικές ιστορίες παντός καιρού)