Ἡ Κυριακή τῆς ᾽Ορθοδοξίας μπορεῖ ἱστορικά κάθε χρόνο νά μᾶς
παραπέμπει στό 843 μ.Χ., τότε πού μέ τήν
ὁριστική ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων ἐπί Θεοδώρας Αὐγούστης διατρανώθηκε ἡ νίκη τῆς ᾽Εκκλησίας
ἀπέναντι στή χριστολογική αἵρεση τῶν εἰκονομάχων ἀλλά καί ἀπέναντι σέ ὅλες τίς
αἱρέσεις διαχρονικά, δέν παύει ὅμως νά συνιστᾶ καί τήν ἀδιάκοπη πρόκληση τῆς ᾽Εκκλησίας
πού θέτει σέ κρίση κάθε φορά καί τήν ποιότητα τῆς δικῆς μας ὀρθόδοξης
συνείδησης. Καί τοῦτο γιατί μπορεῖ ἡ ἴδια ἡ ὀρθοδοξία νά εἶναι τό πιό εὐωδιαστό
ἄνθος πού φύεται πάνω στή γῆ, κατά τούς ἁγίους Πατέρες μας, ἐμεῖς ὅμως οἱ
θεωρούμενοι ὀρθόδοξοι χριστιανοί δέν εἶναι βέβαιο ὅτι ἔχουμε πάντοτε τά ὑγιῆ αἰσθητήρια
προκειμένου νά βλέπουμε καί νά ὀσφραινόμαστε τό ἄνθος αὐτό. Κι αὐτό σημαίνει:
μπορεῖ ἡ σωτηρία νά εἶναι παρούσα κατάσταση στή γῆ, οἱ χριστιανοί ὅμως τελικῶς
νά μήν ἔχουμε ἐμπειρία αὐτῆς, μοιάζοντας ἔτσι μέ τόν διψασμένο πού ἔχει τήν
καθάρια πηγή δίπλα του, ἀλλά πού δέν μπορεῖ νά ξεδιψάσει γιατί δέν τήν βλέπει.
1. Πράγματι. Ἀξίζει καταρχάς νά θυμηθοῦμε ὅτι ἡ νίκη ἀπέναντι
στήν εἰκονομαχία ἦταν ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς πραγματικότητας τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ ἴδιου
τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ῾Η εἰκονομαχία μέ τήν ἄρνηση τῆς δυνατότητας ἐξεικονισμοῦ
τοῦ Κυρίου καί τῶν ἁγίων, διότι τάχα ἔτσι ὑπῆρχε ἐκτροπή πρός τήν εἰδωλολατρία,
ἀρνεῖτο τό πιό καίριο στοιχεῖο τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψης: ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος
ἐν προσώπῳ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, συνεπῶς ἀποδεικνυόταν βαθειά χριστολογική αἵρεση. ῾Η
ἄρνηση αὐτή ὅμως σήμαινε ταυτοχρόνως καί τήν μή ἀποδοχή τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου,
δεδομένου ὅτι σωτηρία ὑπάρχει ἐκεῖ πού ὁ ἄνθρωπος σχετίζεται ζωντανά καί ἀληθινά
μέ τόν Θεό καί αὐτό ἐξασφαλίστηκε μόνο μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Πάνω σ᾽ αὐτήν
τήν πραγματικότητα κρίθηκε ἀπαρχῆς ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως ἀπό τήν αἵρεση, ὅπως
τό διατύπωσε ἀνάγλυφα ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ὁ Θεολόγος: «Πᾶν πνεῦμα ὅ ὁμολογεῖ ᾽Ιησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι˙
καί πᾶν πνεῦμα ὅ μή ὁμολογεῖ τόν ᾽Ιησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ
οὐκ ἔστι» (Α´᾽Ιωάν. 4, 2-3). ῾Η νίκη λοιπόν τῆς ᾽Εκκλησίας μέ τήν ἀποκατάσταση
τῶν εἰκόνων ἦταν ἡ διακήρυξη γιά μία ἀκόμη φορά ὅτι «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (᾽Ιωάν. 1, 14) καί ὅτι
ταυτοχρόνως μέ τή σάρκωση τοῦ Θεοῦ ἀποκαταστάθηκε ἡ ζοφωμένη εἰκόνα Του στόν ἄνθρωπο.
Τό κοντάκιο τῆς ἑορτῆς μέ λιτό καί σαφή τρόπο τό καταγράφει: «῾Ο ἀπερίγραπτος Λόγος τοῦ Πατρός ἐκ Σοῦ
Θεοτόκε περιεγράφη σαρκούμενος, καί τήν ρυπωθεῖσαν εἰκόνα εἰς τό ἀρχαῖον ἀναμορφώσας,
τῷ θείῳ κάλλει συγκατέμιξεν» (῾Ο ἀπερίγραπτος Λόγος τοῦ Πατέρα μέ τή
σάρκωσή Του ἔγινε περιγραπτός ἀπό Σένα, Θεοτόκε, καί ἀφοῦ ἀναμόρφωσε στήν πρώτη
κατάσταση τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού εἶχε ρυπωθεῖ, τήν ἕνωσε μέ τό θεῖο κάλλος).
2. ῎Ετσι ἡ ὕπαρξη τῶν εἰκόνων στήν ᾽Εκκλησία μας
λειτουργεῖ ἀφενός σάν ἕνα εἶδος ἐποπτικοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ἀφετέρου σάν
διαρκή προτροπή γιά τόν ὀρθό προσανατολισμό τοῦ πιστοῦ: νά βλέπει ὅτι ὁ Χριστός
εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς του. Οἱ εἰκόνες δηλαδή στήν ᾽Εκκλησία δέν ὑπάρχουν γιά
λόγους αἰσθητικῆς. ᾽Αποτελοῦν τήν αἰσθητοποίηση τῆς πίστεως καί παραπέμπουν σέ ὅ,τι
συνιστᾶ αὐτοσυνειδησία τῆς ᾽Εκκλησίας. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι συνδέθηκαν ἀπαρχῆς
μέ τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, γι᾽ αὐτό καί ἡ θεολογία τῶν εἰκόνων συμβαδίζει
μέ τή θεολογία τῆς Γέννησης τοῦ Κυρίου. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή καταλαβαίνει κανείς
καί τόν πολυχρόνιο ἀγώνα τῆς ᾽Εκκλησίας γιά νά κρατήσει τίς εἰκόνες καί τό
μαρτυρικό αἷμα πού χύθηκε γιά τήν πίστη σ᾽ αὐτές. ῞Ο,τι χαρά συνεπῶς ἔκανε ἡ ᾽Εκκλησία
ὅταν ἔβλεπε ἁγίους της νά ἐπιστρέφουν ἀπό τήν ἐξορία, τήν ἴδια χαρά ἔκανε καί ὅταν
εἶδε τίς ἐξόριστες ἀπό τήν πονηρή κρατική ἐξουσία εἰκόνες νά ἀναστηλώνονται καί
πάλι στούς ναούς της καί νά δίνονται πρός προσκύνηση στούς πιστούς. Οἱ στίχοι
τοῦ συναξαρίου τῆς ἡμέρας εἶναι ἀρκούντως ἀποκαλυπτικοί: «Τάς οὐ πρεπόντως ἐξορίστους εἰκόνας, χαίρω, πρεπόντως προσκυνουμένας
βλέπων» (Χαίρομαι γιατί βλέπω νά προσκυνοῦνται μέ σωστό τρόπο οἱ εἰκόνες, οἱ
ὁποῖες βρέθηκαν μέ ἀνάρμοστο τρόπο νά εἶναι ἐξόριστες). Καί μιλᾶμε βεβαίως γιά
τιμητική προσκύνηση αὐτῶν, δεδομένου ὅτι κατά τό πατερικό λόγιο «ἡ τιμή τῆς εἰκόνος ἐπί τό πρωτότυπον
διαβαίνει».
3. Κριτήριο λοιπόν στήν ὀρθοδοξία εἶναι ὅ,τι κρατάει
ζωντανή τή σχέση τοῦ πιστοῦ μέ τόν Χριστό, κι αὐτό τό κριτήριο λειτούργησε καί
στόν ἀγώνα γιά τίς εἰκόνες. ῾Η σχέση μέ τόν Χριστό συνιστᾶ τήν προτεραιότητα, αὐτή
ἀποτελεῖ τόν θησαυρό τῆς πίστεως, γι᾽ αὐτό καί κάθε τι ἄλλο ὑποβαθμίζεται ἤ ἀπορρίπτεται
ὡς ἀνάξιο λόγου. Κατά τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου «ἡγοῦμαι πάντα σκύβαλα εἶναι, ἵνα Χριστόν κερδήσω» (Φιλ. 3, 8). ᾽Από
τήν ἄποψη αὐτή καταλαβαίνουμε καί τό γιατί στήν πίστη μας δέν βρῆκαν καθόλου χῶρο
νά παγιωθοῦν οἱ ὅποιες κατά καιρούς τάσεις παρουσιάστηκαν ἰδεολογοποιήσεως τῆς ὀρθοδοξίας
ἤ κατανόησής της μέ τρόπο φανατικό καί ζηλωτικό. Διότι καί ἡ ἰδεολογία καί ὁ
φανατισμός καί ζηλωτισμός διαγράφουν ἐντελῶς καί διαμιᾶς τή ζωντανή σχέση μέ
τόν Κύριο: στή μέν ἰδεολογία ὁ πιστός ἐγκλωβίζεται σέ μία διανοητικοῦ τύπου
θρησκευτικότητα, στόν δέ φανατισμό καί ζηλωτισμό συμφύρεται μέ τά ταραγμένα του
συναισθήματα. Καί στίς δύο περιπτώσεις ἐλλείπει ἀσφαλῶς ἡ ἀγάπη, συνεπῶς ὀ ἴδιος
ὁ Θεός. «῾Ο γάρ Θεός ἀγάπη ἐστί» (Α´ ᾽Ιωάν.
4, 16).
4. Κι ἀκριβῶς αὐτό προβάλλει πάνω ἀπό ὅλα ἡ Κυριακή τῆς ὀρθοδοξίας
μέ τήν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων, γεγονός πού συνιστᾶ καί τήν πρόκληση γιά νά
μετρήσουμε καί τίς δικές μας ὀρθόδοξες ἀντοχές: τό πόσο ἔχουμε ἀποδεχτεῖ τή
σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου μέσα στό ζωντανό σῶμα Του τήν ᾽Εκκλησία, τό πόσο δηλαδή
λειτούργησε ὁ ἐρχομός τοῦ Χριστοῦ γιά νά ξαναβροῦμε τόν αὐθεντικό ἑαυτό μας, ὁ ὁποῖος
μᾶς χαρίστηκε τήν ἡμέρα τῆς συσσωματώσεώς μας σέ ᾽Εκεῖνον διά τοῦ ἁγίου
βαπτίσματος. Καί αὐθεντικός ἑαυτός δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ἀποκαταστημένη εἰκόνα
τοῦ Θεοῦ μέσα μας, ἡ ὁποία λειτουργεῖ σωστά ὅταν πορεύεται πάνω στίς ράγες τῆς ἀγάπης.
Μέ ἄλλα λόγια ἡ Κυριακή τῆς ὀρθοδοξίας ἑορτάζεται πρεπόντως ὅταν μᾶς βρίσκει νά
ζοῦμε ὡς Χριστός ἐπί τῆς γῆς, ἔχοντας ὡς γνώρισμά μας τήν ἀγάπη ᾽Εκείνου πρός
τόν Θεό καί πρός τόν συνάνθρωπο. ῾Η ὕπαρξη τῆς ἀγάπης εἶναι αὐτή πού ἀποκαλύπτει τόν βαθμό τῆς ὀρθοδοξίας
μας καί ὄχι βεβαίως οἱ ζητω-ορθοδοξιακές κραυγές καί κινήσεις μας, καθώς πολύ ὀρθά
ἔχει εἰπωθεῖ. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή αὐτό πού προβάλλει ἡ ἑορτή τῆς ὀρθοδοξίας εἶναι
τό τοῦ ἀποστόλου «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ»
(᾽Εφ. 4, 15). Πατᾶμε στέρεα πάνω στήν ἀλήθεια τῆς παράδοσης τοῦ Χριστοῦ καί τῶν
ἀποστόλων καί φανερώνουμε τό στέρεο αὐτό πάτημά μας μέ τό βίωμα τῆς ἀγάπης μας.
᾽Αλήθεια καί ἀγάπη συνυπάρχουν στήν πορεία τῆς ᾽Εκκλησίας μας καί συνεπῶς ἡ ἔκπτωση
τῆς μίας ἐκ τῶν δύο διαστρέφει καί τίς δύο.
Σέ μία ἐποχή σάν τή σημερινή, ὅπου πάμπολλοι παραμορφωτικοί φακοί ὑπάρχουν πού
διαστρεβλώνουν τήν ἀλήθεια, ἀκόμη καί μέσα στήν ὀρθόδοξη ᾽Εκκλησία μας, ἡ
Κυριακή τῆς ὀρθοδοξίας γιά μία ἀκόμη φορά ἔρχεται μέ τήν ἀνάμνηση τῆς ἀναστήλωσης
τῶν εἰκόνων νά μᾶς ὑπενθυμίσει τόν ρεαλισμό τοῦ Θεοῦ μας μέ τήν κατά σάρκα
Γέννησή Του καί τό μεγαλεῖο μας ὡς ἀνθρώπων πού συνιστᾶ καί τόν σκοπό τῆς
σάρκωσής Του, δηλαδή τήν ἀναμόρφωση τῆς εἰκόνας Του μέσα μας, τήν ἴδια τή θέωσή
μας. ῾Η πορεία μας πιά εἶναι μονόδρομος: μέσα στήν ᾽Εκκλησία Του διά τῆς
τηρήσεως τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν, κατεξοχήν δέ τῆς ἀγάπης.