Πρέπει να δηλώσουμε
απαρχής την επιφύλαξή μας: οι ημέρες που διεθνώς από τον Ο.Η.Ε. αφιερώνονται σε
άξια μνήμης γεγονότα ή σε κάποιες κοινωνικές αξίες ναι μεν μπορεί να είναι
αξιέπαινη ενέργεια, γιατί δείχνει ευαισθησία συνήθως για κακώς κείμενα στον πλανήτη
μας, αλλά πέραν τούτο ουδέν – πάντοτε η «ημέρα» θα μένει στο επίπεδο της ευχής
και όχι της ώθησης για ουσιαστικές αλλαγές. Κι όταν μάλιστα η αφιέρωση είναι
για ό,τι θεωρείται παγκοσμίως ως το ιερότερο και ευγενέστερο υπάρχει: τα
παιδιά, την ελπίδα του κόσμου, τη συνέχεια της ζωής, θα πρέπει άραγε να
καθιστούμε αυτό ημέρα μνήμης; Δεν είναι αυτονόητο να προστατεύουμε τα παιδιά,
να τα καθοδηγούμε ορθά, να τα σεβόμαστε, όπως προσέχουμε ένα μικρό κλαράκι για
να γίνει δένδρο;
Βρισκόμαστε όμως σ’
έναν κόσμο πεσμένο στην αμαρτία, που δυστυχώς τα αυτονόητα δεν είναι καθόλου
αυτονόητα. Η αμαρτία ως διαγραφή ή περιθωριοποίηση Χριστού του Θεού από τη ζωή
του ανθρώπου αλλοιώνει την ψυχή και την καρδιά του, διαστρεβλώνει τη σκέψη του,
τον κρατά στο σκοτάδι της άγνοιας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να έχει σαφή
προσανατολισμό – ο άνθρωπος της αμαρτίας, έστω και θεωρούμενος χριστιανός,
είναι άνθρωπος χαμένος, «δίχως ταυτότητα πια». Οπότε με τι φως μέσα του, όταν ο
νους του είναι τυφλός, μπορεί να δει την αξία που έχει ο άνθρωπος, τη χάρη που
περικλείει ένα παιδί, την αποτύπωση του Δημιουργού μέσα σε όλη τη δημιουργία,
ακόμη και στο παραμικρότερο χορταράκι; Με ισοπεδωμένες για όλους και όλα
αντιλήψεις, με μόνο κίνητρο τα πάθη του, ο άνθρωπος της πονηρίας και αμαρτίας το
μόνο που επιζητεί είναι να κυριαρχεί, να
απομυζά τα πάντα προς το συμφέρον του, να αποφεύγει κάθε τι που τον θέτει ίσως
σε κίνδυνο. Φοβισμένος και ανασφαλής λειτουργεί ως το θηρίο που πρέπει να
επιζήσει κατασπαράσσοντας κάθε πραγματικό ή υποτιθέμενο εχθρό. Ο ψαλμωδός το
έχει επισημάνει προ πολλού: «Ο άνθρωπος της αμαρτίας έγινε όμοιος με τα ανόητα
κτήνη ακολουθώντας τη δική τους ζωή».
Πού το μεγαλείο ζωής
ενός αληθινά πιστού χριστιανού, αλλά ακόμη σ’ έναν βαθμό και καλοπροαίρετου
αναζητητή της αλήθειας οποιασδήποτε θρησκείας με ευαίσθητη καρδιά, που το φως
του Θεού έχει πλημμυρίσει την ύπαρξή του, ώστε να μπορεί να το διακρίνει σε
όλες τις διαστάσεις όπως είπαμε της δημιουργίας; «Εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως»
μάς λέει διαρκώς ο λόγος του Θεού – φωτισμένοι από τον Θεό μπορούμε και
βλέπουμε παντού το φως Του. Οπότε ο πιστός βλέπει τον εαυτό του και τον
συνάνθρωπό του όχι επίπεδα, όχι ως αντικείμενα των παθών του, αλλά στο βάθος
της αλήθειας τους: ως εικόνες του Θεού που αντανακλούν το μεγαλείο Εκείνου,
συνεπώς μ’ έναν σεβασμό που έχει χαρακτήρα θεϊκό. Το ίδιο στέκεται σεβαστικά κι
απέναντι στη φύση, γιατί διαβλέπει και πάλι τις ενέργειες του Τριαδικού Θεού –
«του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» αναγγέλλει εξίσου ο προφήτης του Θεού.
Και το αποκορύφωμα: στέκεται με δέος, με ευλάβεια, σαν να πατά σε έδαφος ιερό,
απέναντι στο παιδί, στη νέα ύπαρξη που συνιστά το «ναι» του Θεού για τη
συνέχεια της Δημιουργίας Του. Ο ίδιος ο Κύριος μάς έμαθε τη στάση αυτή: «αφήστε
τα παιδιά να έρθουν κοντά μου. Γιατί σ’ αυτά ανήκει η Βασιλεία του Θεού». Κι
αλλού: «Εάν δεν στραφείτε και δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν πρόκειται ποτέ να
μπείτε στη Βασιλεία του Θεού». Ποιος μεγαλύτερος και σπουδαιότερος ύμνος
εξαγγέλθηκε ποτέ για τα παιδιά από ό,τι είπε ο ίδιος ο Δημιουργός του κόσμου
και του ανθρώπου; Και βεβαίως ο Κύριος δεν επαίνεσε τα παιδιά απλώς ως παιδιά,
αλλά γι’ αυτό που εκφράζουν και ζουν στην ψυχή τους: την αθωότητα και την
έλλειψη της πονηρίας, δηλαδή την καθαρή καρδιά τους που μπορεί να αναπαύει τον
ίδιο τον Θεό.
Από τη μια λοιπόν ο
άνθρωπος της αμαρτίας που τυφλωμένος όχι μόνο δεν βλέπει το μεγαλείο του
παιδιού, αλλά το καταδυναστεύει, το εκβιάζει, το χρησιμοποιεί κατά το συμφέρον
του – ό,τι φανερώνει την ουσία της
διαστροφής που έχει ως γνώρισμα την εκμετάλλευση του αδύναμου και
απροστάτευτου. Κι από την άλλη ο άνθρωπος της πίστεως που αγωνίζεται να
αγαπήσει και να σεβαστεί τη χάρη του Θεού, κατεξοχήν ενεργοποιημένη στην καθαρή
καρδιά ενός παιδιού και κάθε ανθρώπου που θέλει να μείνει στην ψυχή παιδί, του
αγίου.
Και επιλέγουμε έτσι: δεν μπορεί κανείς να διαφοροποιήσει και να ξεχωρίσει την ορθή στάση σεβασμού απέναντι στα παιδιά από τη στάση σεβασμού απέναντι σε κάθε συνάνθρωπό του. Δηλαδή, δεν μπορεί άνθρωπος που δεν σέβεται γενικά τον συνάνθρωπό του, και μάλιστα τον αδύναμο θεωρούμενο όποιος κι αν είναι αυτός, να σεβαστεί μεμονωμένα και «εξειδικευμένα» ένα παιδί. Ο εκμεταλλευτής του όποιου αδύνατου παραμένει εκμεταλλευτής κατεξοχήν του πιο αδύνατου, που είναι το παιδί. Ο Χριστός μπορούσε να αγαπά με απόλυτο τρόπο τα παιδιά, γιατί αγαπούσε με απόλυτο τρόπο και κάθε άνθρωπο.