«Ποῦ ἐστιν ᾽Εκεῖνος;» Στήν ἀναζήτηση τοῦ Χριστοῦ
καί μάλιστα ὡς Σωτήρα τῆς ζωῆς μας δέν ὑπάρχει ἕνας δρόμος. Κι ἀπό τήν ἄλλη
κανείς δέν μπορεῖ νά ἐξασφαλίσει τή συγκεκριμένη ἀπάντησή Του. ᾽Εμεῖς (πρέπει
νά) Τόν ἀναζητοῦμε κι ᾽Εκεῖνος θά κρίνει τό ποῦ καί τό πῶς τῆς ἐμφάνισής Του. Αὐτό
πού γνωρίζουμε εἶναι ὅτι ἡ ἐμφάνισή Του αὐτή ἔχει πάντα τό στοιχεῖο τῆς ἔκπληξης:
῎Ερχεται ἐκεῖ πού δέν τό περιμένεις καί πού ῾φαίνεται᾽ ὅτι
δέν συντρέχουν οἱ συνθῆκες τῆς παρουσίας Του.
῎Ερχεται «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» ἤ ἐκεῖ πού
παλεύεις μέ τά κύματα τῆς ζωῆς, ἕτοιμος νά καταποντιστεῖς – κι ᾽Εκεῖνος εἶναι
πάνω στά κύματα δίπλα σου.
Πλησιάζεις κάποιον πού πιστεύεις ὅτι μπορεῖ νά σέ
βοηθήσει γιά νά Τόν βρεῖς καί ἀκοῦς ᾽Εκεῖνον νά σέ προσφωνεῖ μέ τ᾽ ὄνομά σου.
Συνοδοιπορεῖς μέ ἄγνωστο καί σοῦ ῾βγαίνει᾽ ὁ ῎Ιδιος «ἐν
ἑτέρᾳ μορφῇ».
῎Ερχεται κυρίως στήν «κλᾶσιν τοῦ ἄρτου», στό
μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, καί μόλις Τόν αἰσθανθεῖς καί πᾶς νά Τόν ῾πιάσεις᾽,
«ἄφαντος γίνεται ἀπό Σοῦ».
Μά ἐκεῖ πού μᾶς εἶπε ὅτι θά Τόν βρίσκουμε πάντα στήν ὅποια ἀναζήτησή μας εἶναι στό πρόσωπο τοῦ κάθε ἀδελφοῦ, καί μάλιστα τοῦ ἐλαχίστου. «᾽Εφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε»!