Πρόκειται για ερώτημα
που τίθεται με δραματική ένταση μερικές φορές από πολλούς χριστιανούς της
εποχής μας. Κι ιδιαιτέρως τέθηκε όταν έφυγαν από τη ζωή αυτή οι τρεις πιο
γνωστοί θεωρούμενοι, λόγω της δυνατότητας προσέγγισής τους από τον πολύ κόσμο,
οι όσιοι Πορφύριος, Παῒσιος, Ιάκωβος. Κι αυτό γιατί οι χαρισματούχοι Γέροντες
σαν τους παραπάνω ήταν εκείνοι που έφερναν τη Βασιλεία του Θεού κυριολεκτικά
ενώπιόν μας – οι περισσότεροι που τους προσέγγιζαν ένιωθαν ότι βρίσκονται
μπροστά στον ίδιο τον Κύριο και Θεό∙ καταλάβαιναν τι σημαίνει να είσαι με έναν
άγιο! Διότι αυτό είναι ο Γέροντας. Όχι ο άνθρωπος της προχωρημένης ηλικίας, ο
γέρος∙ ούτε πρωτίστως ο δάσκαλος που σε καθοδηγεί με τα λόγια∙ αλλά αυτός που
διαπνέεται από Πνεύμα Θεού και γι’ αυτό
μαζί του αναπνέεις την ταπείνωση και την αγάπη. Όπως έχει πολύ ορθά ειπωθεί:
«στον Γέροντα νιώθεις ότι σε παίρνει στην αγκαλιά του, όπως ο πατέρας το παιδί
του. Στα μάτια του αντιφεγγίζει ο Ουρανός».
Δεν ήταν οι τρεις αυτοί
βεβαίως οι μόνοι. Αποδείχθηκε ότι μαζί με αυτούς, την ίδια περίπου εποχή,
υπήρχαν και αρκετοί άλλοι, σπουδαίοι όντως και μεγάλοι, σαν τους οσίους
Αμφιλόχιο της Πάτμου, Ιωσήφ τον ησυχαστή, Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, Σωφρόνιο του
Έσσεξ, τους αγίους Γέροντες Φιλόθεο Ζερβάκο, Εφραίμ τον Φιλοθεῒτη και Αριζονίτη.
Μία πληθώρα αγίων, που διαμιάς θα έλεγε κανείς έφυγαν τα τελευταία χρόνια και μας άφησαν μόνους κι ορφανεμένους... Αλλά
μιλάμε κατεξοχήν για τους οσίους Πορφύριο, Παῒσιο και Ιάκωβο, γιατί αυτοί
σχετίστηκαν περισσότερο με τον πολύ κόσμο κι έγιναν πολύ γνωστοί έπειτα με τα
βιβλία που γράφτηκαν γι’ αυτούς. Λοιπόν,
επανερχόμαστε: φύγανε αυτοί και δεν έχουμε πια χαρισματούχους γέροντες; Πράγματι,
είμαστε ορφανεμένοι;
Και ασφαλώς όχι. Πώς να
πει κανείς ότι ορφάνεψε, όταν ο ίδιος ο Κύριος υποσχέθηκε ότι δεν πρόκειται να
μας αφήσει ορφανούς; «Οὐκ ἐάσω ὑμᾶς ὀρφανούς». Το Άγιον Πνεύμα που απεστάλη από
Αυτόν την ημέρα της Πεντηκοστής στους μαθητές Του και παρέμεινε σ’ αυτούς,
δηλαδή στην Εκκλησία, εφεξής, αποτελεί μία άλλη αδιάκοπη παρουσία Του στον
κόσμο. Στην Εκκλησία σωζόμαστε, γιατί εκεί παίρνουμε τη χάρη του Θεού, ντυνόμαστε
τον Χριστό από την ώρα που βαπτιζόμαστε, τρώμε και πίνουμε το σώμα και το αίμα
Του, Τον κοινωνούμε κάθε φορά που τηρούμε το άγιο θέλημά Του, ζούμε σε επίπεδο
ταύτισης μαζί Του. Έχουμε με άλλα λόγια τον ίδιο τον Δημιουργό μαζί μας, στην
ψυχή και στο σώμα μας, εν Αυτώ είμαστε συνδεδεμένοι με όλους τους αγίους και
τους αγγέλους, πώς λοιπόν μπορούμε να νιώσουμε την όποια ορφάνια; Ορφανός
νιώθει μόνον ο εκτός της Εκκλησίας άνθρωπος κι όποιος έχει διαγράψει τον Θεό
από την ύπαρξή του. Συνεπώς, μπορεί οι άγιοι χαρισματούχοι Γέροντες να έφυγαν,
να μη βρίσκονται σωματικά παρόντες μ’ εμάς στον κόσμο τούτο, αλλά βρίσκονται
πιο κοντά μας με άλλον τρόπο: εν Αγίω Πνεύματι, όπως άλλωστε το είχε υποσχεθεί
η Παναγία Μητέρα του Κυρίου και δική μας Μητέρα, όπως το είχαν υποσχεθεί και
πολλοί από τους παλαιότερους αλλά και τους νεώτερους οσίους. Ο όσιος Πορφύριος
δεν έλεγε για παράδειγμα ότι όταν φύγει από τον κόσμο τούτο, θα βρίσκεται πιο
κοντά στους ανθρώπους, γιατί δεν θα εμποδίζεται πια από το σωματικό του σκήνος;
Ο όσιος Σωφρόνιος το ίδιο, όπως το τόνιζε στους καλογέρους του. Χάσαμε λοιπόν
τη σωματική παρουσία των οσίων αυτών, αλλά είμαστε μέσα στην αδιάκοπη παρουσία
τους εν Χριστώ και Πνεύματι Αγίω. Ο Χριστός και οι άγιοί μας βρίσκονται πιο
κοντά μας από ό,τι είμαστε εμείς για τον ίδιο τον εαυτό μας. Άλλωστε, «ἐάν τε ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ
Κυρίου ἐσμέν». Διότι «ἐν Αὐτῷ ζῶμεν
καί κινούμεθα καί ἐσμέν».
Υπάρχει όμως και μία
αλήθεια στην ομολογία αυτών που νιώθουν ορφανεμένοι λόγω της σωματικής απουσίας
των αγίων Γερόντων. Κι η αλήθεια αυτή είναι τραγική στη διαπίστωσή της όσον
αφορά όχι βεβαίως τους αγίους, αλλά εμάς τους ίδιους. Τι θέλουμε να πούμε; Αν φαίνεται
ότι δεν έχουμε σήμερα χαρισματούχους θεωρουμένους Γέροντες – αν και πιστεύουμε
ότι υπάρχουν πολλοί τέτοιοι και σήμερα και κάθε εποχή, απλώς κρύβονται ή δεν τους έχει φανερώσει ακόμη
ο Θεός - είναι γιατί εμείς, οι σημερινοί
άνθρωποι και χριστιανοί, δεν είμαστε στη θέση για να τους αντέξουμε. Το να
φανεί ένας όσιος Γέροντας σημαίνει ότι αντιστοίχως υπάρχουν οι άνθρωποι που
βρίσκονται σε πνευματική ετοιμότητα αποδοχής τους: αποδοχής της χάρης τους, του
λόγου τους, της προφητικής παρουσίας τους. Όταν ο ίδιος ο Κύριος θέτει εν
αμφιβόλω την ύπαρξη της πίστεως όταν θα ξανάλθει στη Δευτέρα Του Παρουσία (και
βρισκόμαστε σε «αποκαλυπτικούς καιρούς» είναι αλήθεια): «ἆρά γε ἐλθών ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου εὑρήσει τήν πίστιν ἐπί τῆς γῆς;»∙
όταν στο Ευαγγέλιο ακούμε ότι μπροστά στην παντοδύναμη ενέργειά Του, όπως όταν
εξέβαλε τα δαιμόνια από κάποιον δαιμονισμένο και επέτρεψε να μπουν αυτά σε
χοίρους που καταποντίστηκαν, σύσσωμη η περιοχή εκείνη Τον παρεκάλεσε να φύγει
από τα όριά τους πράγμα που Εκείνος έκανε∙ όταν ακόμη η Εκκλησία από τα πρώτους
ήδη αιώνες απαγόρευε την άσκηση ιεραποστολής εκεί που υπήρχε εχθρότητα, χλευασμός,
ανετοιμότητα, αυτό θα πει ότι και με
τους Γέροντες ίσως έχουμε κάτι παρόμοιο: δεν εμφανίζονται έστω κι αν υπάρχουν,
γιατί δεν ζουν άνθρωποι να τους ακούσουν και να συντονιστούν μαζί τους.
Και όντως
επιβεβαιώνουμε την αλήθεια αυτή ήδη από τα χρόνια του Γεροντικού. Ο όσιος Σωφρόνιος
του Έσσεξ συνήθιζε να λέγει, παραπέμποντας στον όσιο Σιλουανό τον Αθωνίτη, ότι
δεν πρέπει να είμαστε «θύματα της αφελούς
ιδέας ότι ο Θεός έπαυσε να αναδεικνύει Γέροντες». Και συμπλήρωνε: «Στα Γεροντικά είναι γραμμένο ότι κάποιος
νέος αδελφός είπε ότι δεν υπάρχουν Γέροντες. Και πήρε ως απάντηση όχι ότι δεν
υπάρχουν Γέροντες, αλλά ότι δεν υπάρχουν υποτακτικοί». Να η εξήγηση λοιπόν σαφέστατη και αποκαλυπτική. «Δεν υπάρχουν υποτακτικοί»! Μπορεί δηλαδή
να διαβάζουμε και να παραπέμπουμε στους μεγάλους νηπτικούς Πατέρες της
Εκκλησίας, αλλά χωρίς διάθεση υπακοής τούτο δεν λέει τίποτε. Όπως το λέει ο
όσιος Γέρων ακριβώς: ««Ο υπερήφανος
νεαρός περιφρονεί τους πρεσβυτέρους∙ και γι’ αυτόν, βεβαίως, δεν υπάρχει
Γέροντας ούτε πνευματικός πατέρας. Όσο
και αν διαβάσουν αυτοί τον όσιο Ισαάκ τον Σύρο, τον Εφραίμ τον Σύρο, τον Συμεών
τον Νέο Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, πάλι δεν θα γνωρίσουν εκείνο που
δίδεται ως δωρεά για την υπακοή: καθαρά προσευχή, ελεύθερη από όλα τα αμαρτωλά
πάθη».
Το ερώτημα λοιπόν για
την ύπαρξη των Γερόντων σήμερα είναι τραγικό για εμάς: βρισκόμαστε σε κατάσταση
υπακοής προς τον Χριστό και την αγία Εκκλησία Του ή χρησιμοποιούμε τον λόγο του
Χριστού για να επιβάλουμε τις δικές μας απόψεις; Και για να το πούμε κι αλλιώς:
μήπως το «γενηθήτω τό θέλημά Σου» του
«Πάτερ ἡμῶν» σημαίνει για πολλούς από
εμάς «γενηθήτω το θέλημά μου;» Όσο φαίνεται ότι κυριαρχεί η διαπίστωση αυτή που
συνιστά τον ορισμό της αμαρτίας, τόσο και ο Θεός θα μας αποκρύπτει τους αληθινά
χαρισματούχους Του, ενώ θα υφίσταται πάντοτε βεβαίως ο μόνος δρόμος για σωτηρία
ως παντοτινή έκφραση της αγάπης Του: η παραμονή μας στην Εκκλησία και η υπακοή μας
στο προφητικό κήρυγμα των ποιμένων της. Η ξεχωριστή όμως «χαρισματική» βοήθεια
θα εκλείπει από εμάς. Κι είναι συγκλονιστικό αυτό που είχαμε διαβάσει σε κάποιο
από τα βιβλία για τον όσιο Πορφύριο και το αποδίδουμε από μνήμης. Έλεγε ο άγιος
Γέρων: «Πρέπει να φύγω από τον κόσμο, όσο κι αν ορισμένοι ζητάνε να παραταθεί ο
χρόνος της ζωής μου, γιατί πια δεν υπάρχουν εκείνοι που θα με ακούνε».
Το «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν»
είναι μονόδρομος για όλους.