«Ο άγιος Ιουστίνος ήταν από τη Φλαβία Νεάπολη
της Συρίας, υιός του Πρίσκου του Βακχείου. Ήλθε στη Ρώμη, στον Αντωνίνο τον
βασιλιά, εναντιούμενος στην πλάνη των ειδώλων, και επέδωσε λιβέλλους υπέρ της εις
Χριστόν πίστεως και ομολογίας, με τις οποίες απεδείκνυε την αλήθεια και τη
δύναμη της πίστεως αυτής, ενώ γκρέμιζε με βάση την Αγία Γραφή τις
ειδωλολατρικές πλάνες. Επειδή τον φθόνησε ο φιλόσοφος Κρήσκης, φονεύτηκε, αφού
προηγουμένως όμως υπέστη πολλά βασανιστήρια. Ο άγιος Ιουστίνος, λόγω της
καθαρότητας και της αγιότητας της ζωής του, κι αφού έφτασε στο πιο ψηλό σημείο
αρετής και γέμισε εντελώς από κάθε θεϊκή και ανθρώπινη σοφία, άφησε σε όλους
τους πιστούς συγγράμματα που είναι πλήρη από κάθε σοφία και ωφέλεια. Διότι
προσφέρουν τη γνώση του Θεού σε όλους όσοι θα τα μελετήσουν».
Η ακολουθία της ημέρας δεν επικεντρώνει μόνον στον άγιο Ιουστίνο, τον φιλόσοφο και μάρτυρα. Επειδή μαζί με αυτόν μαρτύρησαν και άλλοι μάρτυρες, όπως οι άγιοι Ιουστίνος (άλλος αυτός), Χαρίτων, Χαριτώ, Ευέλπιστος, Ιέραξ, Πέων και Βαλλεριανός, γι' αυτό και οι ύμνοι αναφέρονται γενικά σε όλους, ελάχιστα δε σε μόνο τον άγιο φιλόσοφο Ιουστίνο. Ο Ιουστίνος όμως είναι εκείνος που κατέχει την ξεχωριστή θέση μεταξύ όλων, δεδομένου ότι είναι "ο ιδρυτής της πρώτης χριστιανικής θεολογικής σχολής και αποτελεί νέα και συγκλονιστική παρουσία στην Εκκλησία". Και τούτο γιατί ναι μεν "μέρος από τη θεολογική του σκέψη δεν έγινε Παράδοση της Εκκλησίας, όμως η Εκκλησία δεν δυσκολεύτηκε να τον κατανοήση και να τον τιμήση, διότι ο διδάσκαλος Ιουστίνος, που ήταν μόνο λαϊκός, έγινε μάρτυρας της πίστεώς της και διότι πρώτος αυτός, έστω και χωρίς απόλυτη επιτυχία, επιχείρησε σοβαρά, με τόλμη και σύνεση, να αντιπαραβάλη τη χριστιανική αλήθεια στη φιλοσοφική σκέψη και μάλιστα την πλατωνική" (Στυλ. Παπαδόπουλος).
Βεβαίως όταν η Εκκλησία μας τον χαρακτηρίζει φιλόσοφο δεν έχει κατά νου τον θύραθεν φιλόσοφο που δημιουργεί ένα δικό του φιλοσοφικό σύστημα, ανεξάρτητα από την εις Χριστόν πίστη. Μία τέτοια περίπτωση μπορεί να τιμηθεί από την ιστορία της φιλοσοφίας, όχι όμως από τη χριστιανική πίστη, η οποία αποκλειστικά και μόνο στηρίζεται στην αποκάλυψη του Θεού, σε πρώτη φάση της Παλαιάς Διαθήκης, σε δεύτερη και τέλεια της Καινής με τον ερχομό του ενανθρωπήσαντος Θεού Ιησού Χριστού. Τον χαρακτηρίζει φιλόσοφο, διότι αφενός είχε φιλοσοφική κατάρτιση - άλλωστε μέχρι να καταλήξει στον χριστιανισμό πέρασε από διάφορες φιλοσοφίες που τον άφησαν όμως ανικανοποίητο - αφετέρου χρησιμοποίησε τη φιλοσοφία ως όργανο εκφράσεως της ευαγγελικής αλήθειας. Κι αυτό σημαίνει ότι εκείνο που έφλεγε την καρδιά του αγίου ήταν τελικά η σοφία του Θεού και όχι η ανθρώπινη εκδοχή της. Η υμνολογία μας το επισημαίνει: "Κοσμημένος ο σοφός Ιουστίνος από τη σοφία του Θεού, έδειξε με τη χάρη του Θεού την ανοησία της φιλοσοφίας των Ελλήνων και έπεισε τους ανθρώπους να προσκυνούν την Τριάδα και να κραυγάζουν ορθόδοξα: Είσαι ευλογημένος ο Θεός των Πατέρων μας" ("Σοφία Θεού Ιουστίνος ο σοφός κεκοσμημένος, την των Ελλήνων απεμώρανε φιλοσοφίαν εν χάριτι, πείσας προσκυνείν την Τριάδα, ορθοδόξως κραυγάζειν τε: Ευλογητός ει ο Θεός, ο των Πατέρων ημών") (ωδή ζ΄).
Ο άγιος Ιουστίνος είπαμε ότι πέρασε από διάφορες φιλοσοφίες μέχρι να φτάσει στην πίστη του Χριστού. Κι η πίστη του αυτή δεν υπήρξε αποτέλεσμα των φιλοσοφικών ερευνών του. Κανείς από μόνος του δεν γίνεται χριστιανός, αν δεν κληθεί και δεν ελκυσθεί από τον ίδιο τον ζωντανό Θεό. Ο ίδιος ο Κύριος το αποκάλυψε: "Ουδείς δύναται ελθείν προς με, εάν μη ο Πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν" (Κανείς δεν μπορεί να έλθει σε εμένα, εάν ο Πατέρας μου που με έστειλε δεν τον ελκύσει). Ο άγιος Ιουστίνος κλήθηκε από τον ίδιο τον Θεό, γιατί βεβαίως αναζητούσε γνήσια την αλήθεια. Συνέβη σ' αυτόν ό,τι και στον απόστολο Παύλο και ό,τι σε άλλους αγίους: με έναν ξεχωριστό τρόπο του υποδείχτηκε η αλήθεια. Σ' ένα από τα σπουδαία έργα του, τον "Διάλογον προς Τρύφωνα τον Ιουδαίον" περιγράφει με φιλολογικό τρόπο την κλήση του προς τον Χριστό. "Κουρασμένος από τις αναζητήσεις του και ποθώντας ειλικρινά την αλήθεια, περιδιάβαζε μελαγχολικός και στοχαζόμενος σε κάποια παραλία (πιθανόν της Εφέσου), όπου συνάντησε μυστηριώδη σεβάσμιο γέροντα. Αυτός του τόνισε ότι η φιλοσοφία δεν μπορεί να θεραπεύσει την εσώτατη περί Θεού ζήτηση του ανθρώπου και του υπέδειξε τη μοναδική σημασία των προφητών, οι οποίοι 'μόνοι και είδαν και εξήγγειλαν την αλήθεια στους ανθρώπους'" (Στυλ. Παπαδόπουλος). Ο υμνογράφος της ακολουθίας του κάνει τον παραλληλισμό με τον απόστολο Παύλο, χωρίς όμως να αναφέρει συγκεκριμένα τι συνέβη στην κλήση του αγίου. "Δέχτηκες από τον ουρανό την κλήση, όπως ο θεσπέσιος Παύλος, θεόσοφε, κι αφού έζησες τον ίσιο δρόμο με άριστο τρόπο, πέρασες στο στάδιο του μαρτυρίου" ("Ουρανόθεν την κλήσιν δεξάμενος, ώσπερ ο θεσπέσιος Παύλος, θεόσοφε, ευθυδρομήσας άριστα, μαρτυρίου το στάδιον ήνυσας") (ωδή ς΄).
Η περίπτωση
του αγίου Ιουστίνου είναι αξιοθαύμαστη, γιατί επιβεβαιώνει για μία ακόμη φορά
ότι όπου υπάρχει γνήσια αναζήτηση της αλήθειας, εκεί έχουμε φανέρωση του Θεού
και ο άνθρωπος βρίσκει το μοναδικό και βέβαιο στήριγμα της ζωής του. Όπως
ακριβώς και με τον άγιο: "Κατείχες τον Χριστό στην καρδιά σου ως στερέωμα,
Ιουστίνε" ("Στερέωμα Χριστόν εν
τη καρδία σου κατέχων, Ιουστίνε") (ωδή γ΄).