Σάββατο 16 Μαΐου 2020

«ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ... ΕΡΧΟΝΤΑΙ!»



Το ακούμε διαρκώς τον τελευταίο καιρό. Τώρα που η καραντίνα χαλάρωσε, τώρα που σιγά σιγά επανερχόμαστε σε κάποιους... κανονικούς ρυθμούς, αρχίζουν να ακούγονται τα συγκεκριμένα λόγια: «Τώρα θα μπούμε στα δύσκολα!» Γιατί;  Διότι πρώτον, όσο «μέναμε σπίτι» κατ’  ανάγκην φυλαγόμασταν – αποφεύγαμε τον ιό, οπότε εκείνος έχανε την όποια δυναμική του: θέλει συνωστισμό ο κορωνοϊός ακούγαμε και ακούμε από τους ειδικούς ιατρούς. Τώρα όμως που βγαίνουμε, απαιτείται η ενεργοποίηση της προσωπικής ευθύνης. Κι αυτό είναι όντως το δυσκολότερο (επαναλαμβάνεται κατά κόρον κι είναι αλήθεια). Γιατί πρέπει να είναι κανείς σε ετοιμότητα για να διαφυλάξει και τον εαυτό του βεβαίως, κυρίως όμως τον συνάνθρωπό του -  ποιος γνωρίζει τι πρόβλημα ή τι «ευαισθησία» έχει ο όποιος συνάνθρωπος; - οπότε ο καθένας γίνεται δυνάμει στην κρίσιμη αυτή εποχή και μία «απειλή» δυστυχώς για τον άλλον. Κι αυτό σημαίνει ότι στην περίπτωση αυτή μετριέται και η υπάρχουσα ή όχι ανθρωπιά μας! Και τονίζουμε το τελευταίο, γιατί υπάρχουν  και κάποιοι συνάνθρωποί μας οι οποίοι είτε γιατί αμφισβητούν είτε γιατί αγνοούν τον κίνδυνο κινούνται με μεγάλη ελευθεριότητα -  σαν να μην τρέχει τίποτα! Αλλά αυτό δεν συνιστά τον ορισμό της ανευθυνότητας; Και «άποψη» δική σου αν έχεις (ως «ειδικός» λοιμωξιολόγος ή ως μέτοχος «μυστικής γνώσης» άραγε;), δεν μπορεί, κάποιο ερωτηματικό πρέπει να βάλεις∙ ή τέλος πάντων να σεβαστείς εκείνον που βλέπει την πραγματικότητα! Οπότε, δρουν κάποιοι εντελώς ανεύθυνα και απάνθρωπα∙ γιατί δεν νοιάζονται για τον συνάνθρωπο!

Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο που αιτιολογεί τον ερχομό των δύσκολων: ο κίνδυνος να εκφραστεί ένας υφέρπων μέχρι τώρα διχασμός. Ανάμεσα ακριβώς σ’  αυτούς που ακολουθούν τα υγειονομικά μέτρα και σ’ αυτούς που όπως είπαμε τα αμφισβητούν ή τα καταστρατηγούν για τους λόγους τους! Κι αυτό γίνεται ορατό και στους ανθρώπους ακόμη της Εκκλησίας που σ’  αυτούς θέλουμε περισσότερο να σταθούμε. Τι εννοούμε; Το αυτονόητο: η ύπαρξη του κορωνοϊού και ο εγκλεισμός που απαίτησε με συνέπεια και το κλείσιμο των ναών έγινε η αφορμή να υπακούσουν οι πολλοί στην εντολή της Πολιτείας και την προτροπή της Εκκλησίας, αλλά και να «επαναστατήσουν» κάποιοι άλλοι με πρόσχημα τη χριστιανική συνείδησή τους και με σημαία το «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις» - ως οι Ιεράρχες της (μικρής έστω) Συνόδου της Εκκλησίας (και το πλείστον των κληρικών και των λαϊκών μαζί με αυτούς)  να είναι οι «εκπεσμένοι» και οι «αλλοτριωμένοι» της πίστεως, στους οποίους πρέπει να αντιτάξουμε τα στήθη μας ομολογώντας Χριστό!

Ενόψει ενός τέτοιου κινδύνου, που μπορεί να μην υπάρξει ίσως και ποτέ πέρα από μεμονωμένες περιπτώσεις κληρικών και λαϊκών, είναι ανάγκη να προβληματιστούμε πάνω στο τεράστιο θέμα που λέγεται  «υπακοή» στην Εκκλησία, αναφέροντας όχι βεβαίως δικές μας απόψεις και θέσεις – τι σημασία και αξία άλλωστε έχουν αυτές μέσα στο μυστήριο της Εκκλησίας; -  αλλά τις θέσεις βεβαιωμένα αγίων ανθρώπων της πίστεως, όπως για παράδειγμα του οσίου Γέροντα Σωφρονίου του Έσσεξ. Κι αξίζει κανείς να ακούσει αυτόν τον άγιο άνθρωπο (μέσα από αυτόν ακούει βεβαίως κανείς και χιλιάδες άλλους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας), γιατί ως υποτακτικός καταρχάς στο Άγιον Όρος, ως ασκητής ερημίτης καί πνευματικός εκατοντάδων μοναχών έπειτα, ως ηγούμενος ξεχωριστής και ιδιαίτερης Μονής στη συνέχεια και ως πνευματικός καθοδηγητής χιλιάδων ανθρώπων ανά τον κόσμο, και τότε που ζούσε και μετέπειτα μέσα από τα εμπνευσμένα βιβλία του,  μεταφέρει μία εμπειρία αιώνων που μπορεί να μας προσανατολίσει καθαρά μέσα στην ταραγμένη και ζαλισμένη από τα πάθη και τις αμαρτίες εποχή μας.

Τι λέει ο άγιος αυτός άνθρωπος; Αναφέρεται πρωτίστως στους μοναχούς της Μονής του, αλλά και «ανοίγεται» ευρύτερα, πατώντας στο στέρεο καθώς είπαμε έδαφος της παράδοσης των αγίων της Εκκλησίας. «Σε ένα πρόβλημα που μπορεί να αναφανεί σ’ ένα μοναστήρι», λέει (κι αποδίδουμε τη σκέψη του πιο ελεύθερα χωρίς νομίζουμε να τη διαστρεβλώνουμε), «το οποίο κατανοείται σαν μία οικογένεια, μπορεί να υπάρξουν διάφορες γνώμες και απόψεις. Εκείνο όμως που τελικά πρέπει να υπερισχύσει είναι η γνώμη του ηγουμένου, γιατί αυτός είναι ο υπεύθυνος. Η γνώμη του αυτή, που μπορεί να μην είναι και η πιο σωστή – μπορεί κάποια μέλη της μοναστικής κοινότητας να είναι πιο έξυπνα και πιο καταρτισμένα από ό,τι ο ηγούμενος – θα διαφυλάξει την ενότητα του μοναστηριού, συνεπώς και την παρουσία της χάρης του Θεού σ’ αυτό». Κατά τον όσιο Γέροντα, το θέμα της υπακοής στον Γέροντα και τον ηγούμενο είναι θέμα που περικλείει το μυστήριο της παρουσίας του Θεού. Γιατί εκεί κατεξοχήν φανερώνεται η ταπείνωση του υποτακτικού και αποκαλύπτεται ο βαθμός που μετέχει στο φρόνημα του ίδιου του Χριστού∙ αυτό για το οποίο μιλάει κατεξοχήν ο απόστολος Παύλος στην προς Φιλιππησίους επιστολή (2, 5-8) και για το οποίο παλεύει ο χριστιανός, είτε μοναχός είτε όχι. Κι αυτό το φρόνημα είναι η υπακοή μέχρι θανάτου στον Θεό Πατέρα. «Να υπάρχει μεταξύ σας το ίδιο φρόνημα που είχε κι ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος, αν και ήταν Θεός, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά τα απαρνήθηκε όλα, πήρε μορφή δούλου κι έγινε άνθρωπος∙ κι όντας πραγματικός άνθρωπος ταπεινώθηκε θεληματικά υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού» («Τοῦτο φρονείσθω ἐν ἡμῖν, ὅ καί ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ’ ἑαυτόν ἐκένωσε μορφήν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος,  καί σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ»).

Μα η γνώμη ενός άλλου είναι καλύτερη και εξυπνότερη! Δεν έχει σημασία. Ο Θεός έρχεται και ευλογεί, λέει ο Γέροντας, τη γνώμη του υπευθύνου, του ηγουμένου, οπότε στην αποδοχή της γνώμης αυτού, συνεπώς τον παραμερισμό της προσωπικής γνώμης οποιουδήποτε άλλου,  έχουμε όπως είπαμε την ευλογία του Θεού. Για τον παραπάνω λόγο: στην υπακοή αυτή διαφυλάσσεται η ενότητα της Εκκλησίας, η ενότητα του σώματος του Χριστού, η ενότητα ενός μοναστηριού. Εκτός βεβαίως κι αν δεν μας ενδιαφέρει η ενότητα αυτή, η προτεραιότητά μας είναι η επιβολή της δικής μας οπωσδήποτε άποψης, διότι είναι «η πιο σωστή και η πιο... χριστιανική», συνεπώς «γαῖα πυρί μιχθήτω»! Εδώ ίσως χρειάζεται να θυμηθούμε τον άγιο Ιωάννης της Κλίμακος, τον οποίο χαρακτήριζε και «μεγαλοφυή» μεταξύ των άλλων ο Γέρων Σωφρόνιος και στον οποίο παρέπεμπε συχνότατα για να πάρει κανείς τις απαντήσεις που πρέπει. Λέει λοιπόν σε κάποιο σημείο της «Κλίμακός» του (λόγος δ΄, 41) ότι «εκείνος που στίς συζητήσεις επιθυμεί να επιβάλλει τη γνώμη του, η οποία μπορεί να είναι και ορθή, ας γνωρίζει ότι νοσεί από τη νόσο του διαβόλου, (δηλαδή από την υπερηφάνεια)». Ο άγιος αποκαλύπτει την καρδιά του ανυπάκοου!

Θα πει κανείς: άλλο το μοναστήρι και άλλο ο χριστανισμός στον κόσμο. Σ’ έναν βαθμό πράγματι τούτο ισχύει. Όχι όμως στις βασικές αρχές και στον κεντρικό στόχο. Διότι ένας είναι ο Χριστός, μία είναι η Εκκλησία, μία είναι η πνευματική ζωή, η οποία διακλαδίζεται απλώς σε πολλά μονοπάτια. Ο ίδιος ο Κύριος έλεγε: «ἅ λέγω ὑμῖν, πᾶσι λέγω». Συνεπώς, αυτό που ισχύει σ’ ένα μοναστήρι για την ενότητά του, αυτό που ισχύει και σε μία οικογένεια – μπορεί να διαφυλαχθεί η ενότητά της όταν δεν μπορεί να υπάρξει μία κατεύθυνση από τον υπεύθυνο γονέα ιδίως στην παρουσία ενός προβλήματος; - αυτό ισχύει και στην Εκκλησία μέσα στον κόσμο. Μπορεῖ να υπάρχουν και να ακούγονται πολλές φωνές, αλλά εκείνο που πρέπει να υπερισχύσει και να γίνει αποδεκτό, με τον τρόπο της ταπεινής αγάπης, είναι η φωνή των υπευθύνων της Εκκλησίας, η φωνή του «ηγουμένου». Κι αυτοί είναι οι Ιεράρχες, πολύ περισσότερο η Σύνοδος των Ιεραρχών, γιατί αυτοί καλούνται να είναι η φωνή σύνολης της Εκκλησίας, κλήρου και λαού. Η ευθύνη που έχουν τους ανεβάζει κατ’ ανάγκην σε παραπάνω επίπεδο: κατά τον όσιο Σωφρόνιο ο έχων την ευθύνη φωτίζεται ιδιαιτέρως από τον Θεό, η δε ευθύνη των υπολοίπων, κληρικών και λαϊκών, είναι με ταπείνωση και αγάπη να αποδεχτούν την προτροπή και τις προτάσεις τους. Εκεί όντως πιστεύουμε ότι λειτουργεί το μυστήριο της υπακοής, εκεί έχουμε τη χάρη του Θεού, εκεί υπερβαίνεται το όποιο πρόβλημα. Γιατί; Διότι όπως το είπαμε και παραπάνω εκεί υπάρχει η ταπείνωση. Κι όπου ταπείνωση κατά το πρότυπο του Χριστού εκεί και η χάρη και ο Θεός.

Κριτήριό μας ως χριστιανών είναι η ταπείνωση και η αγάπη. Όπου ελλείπουν αυτά τα στοιχεία χριστιανισμός και Θεός δεν υπάρχουν. Τι να την κάνει κανείς μία ομολογία Χριστού που συνοδεύεται από φωνές και ύβρεις, από ισχυρογνωμοσύνες και εχθρότητες, αφού έχει φυγαδευτεί ο Χριστός, ο Οποίος μας λέει σε όλους τους τόνους ότι «πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ»; Ίσως θα πρέπει πιο συχνά να θυμόμαστε αυτό που συνιστά ο απόστολος Παύλος στους Κορινθίους με αφορμή τη βρώση ή όχι των ειδωλοθύτων: «ὁ ἐσθίων τόν μή ἐσθίοντα μή ἐξουθενείτω, ὁ δέ μή ἐσθίων τόν ἐσθίοντα μή κρινέτω». Διότι «κατανοῶμεν ἀλλήλους εἰς παροξυσμόν ἀγάπης» (απ. Πέτρος). Μήπως τελικά ευρισκόμενοι μέσα στην Εκκλησία  υπάρχουν φορές που χάνουμε την όραση του μοναδικού σωτήριου γεγονότος στη ζωή μας: να προσβλέπουμε στον Χριστό, που θα πει να είμαστε γαντζωμένοι πάνω στις άγιες εντολές Του;


 (Με τα ίδια τα λόγια του αγίου Σωφρονίου: «Πώς μπορούμε να ενεργούμε, ώστε όλα να γίνονται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού; Μέσα στο μοναστήρι το βάρος πέφτει στον ηγούμενο... Ο ηγούμενος μας λέει για παράδειγμα ένα πράγμα με το οποίο «λογικά» δεν συμφωνούμε. Σε αυτή την περίπτωση όμως το να κόψουμε το δικό μας θέλημα είναι πολύ χρήσιμο. Γιατί;  Διότι η Θεία Πρόνοια είναι τέτοια, που η διαταγή του ηγουμένου δεν εξαρτάται από την ανθρώπινη λογική, γι’  αυτό ο Θεός μπορεί να την «οδηγήσει» στο καλό... Αντίθετα, όταν ενεργούμε με τη δική μας λογική, ο Θεός αποσύρεται και τα πράγματα δεν καταλήγουν στο ποθούμενο αποτέλεσμα. Λοιπόν, να υποχωρείτε ενώπιον του ηγουμένου. Στην περίπτωση αυτή προστατεύεσθε, και η θέλησή σας δεν εκπληρώνεται∙ αντίθετα, ο Θεός θα φέρει τα πράγματα μ’  έναν τρόπο πιο ευνοϊκό απ’  ό,τι αν ενεργούσατε με τη δική σας λογική. Πρέπει λοιπόν να διατηρείτε αυτή την εμπιστοσύνη προς τον ηγούμενο» («Οἰκοδομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί στούς ἀδελφούς μας», τόμ. Α΄, σελ. 108)).