«Φωτισθέντες,
ἀδελφοί, τῇ Ἀναστάσει τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ... γνησίως φυλάξωμεν τάς ἐντολάς τοῦ
Θεοῦ∙ ἵνα ἄξιοι γενώμεθα καί τήν Ἀνάληψιν ἑορτάσαι καί τῆς παρουσίας τυχεῖν τοῦ
ἀγίου Πνεύματος» (Αφού φωτιστήκαμε, αδέλφια, από την Ανάσταση του Σωτήρος
Χριστού... ας φυλάξουμε αληθινά τις εντολές του Θεού∙ κι αυτό για να γίνουμε
άξιοι να εορτάσουμε και την Ανάληψη και να δεχτούμε την παρουσία του Αγίου
Πνεύματος).
Η Ανάσταση του Κυρίου
αποτελεί το γεγονός που έφερε το φως του Θεού στην ύπαρξη του ανθρώπου. Ο
άνθρωπος λόγω της πτώσεώς του στην αμαρτία έχασε την κοινωνία του με τον Θεό,
οπότε το φως του από τη σχέση του με Εκείνον χάθηκε – η σκοτεινιά των παθών του
τον περιέβαλε με τρόπο τραγικό. Ο ερχομός του Υιού του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο ανακεφαλαίωσε τα πάντα – όλα μπήκαν
στη θέση τους: ο Κύριος ήρε την αμαρτία του κόσμου, την κατήργησε επί του
Σταυρού, θανάτωσε τον θάνατο και με την Ανάστασή Του έδειξε με περίτρανο τρόπο
ότι έκτοτε «ἡ ζωή κυριεύει» και το φως του Θεού είναι αυτό που πλημμυρίζει και
πάλι τα σύμπαντα. Με μία βεβαίως προϋπόθεση: ο άνθρωπος να θ έ λ ε ι
τον Χριστό στη ζωή του, να πιστέψει δηλαδή σ’ Αυτόν. Αυτή είναι η μεγαλωσύνη του Θεού μας:
ενώ είναι παντοδύναμος περιορίζεται, ζητώντας την ελεύθερη υπακοή του κατ’
εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού πλάσματός Του.
Ο άνθρωπος πιστεύει
στον Χριστό, όταν αποδέχεται τον λόγο Του και «σταυρώνει» τον εαυτό του για να
τηρεί τις άγιες εντολές Του: δηλαδή δεν έχει τη λογική του ως το απόλυτο
κριτήριό του, δεν υπακούει στα ψεκτά πάθη του, κυρίως τον εγωισμό και την
υπερηφάνεια που τον έλκουν γοητευτικά στον πεσμένο κόσμο της αμαρτίας, κατεξοχήν
είναι πάντα προσανατολισμένος στην αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ιδίως
τον θεωρούμενο εχθρό, γιατί αυτό είναι το γνησιότερο κριτήριο ότι ανήκει κανείς
στον Χριστό.
Για τον άγιο υμνογράφο λοιπόν
του παραπάνω ύμνου, ο αναστάσιμος φωτισμός έρχεται στον βαθμό που ο πιστός τηρεί
τις εντολές του Κυρίου. Για να συνεχίσει αξιωματικά: η γνήσια τήρηση αυτών των
εντολών μάς καθιστά αξίους να εορτάσουμε την Ανάληψη και την Πεντηκοστή. Είναι εξαιρετικά σημαντικός ο λόγος του: η
συμμετοχή σε μία εορτή, και μάλιστα Δεσποτική, απαιτεί αυξημένες προϋποθέσεις∙
απαιτεί την ένταση της εξόδου από τον παλαιό εαυτό και την «εγκατοίκηση» στην
καινότητα της αιώνιας ζωής του λόγου του Θεού. Με άλλα λόγια χωρίς τον έρωτα
για τον Χριστό (που φανερώνεται από την εφαρμογή των εντολών Του) η παρουσία
ενός χριστιανού στην Εκκλησία έχει τυπικό χαρακτήρα, γίνεται ένα καθήκον που
δεν επισύρει τη χάρη του Θεού. Μήπως γι’
αυτό και πολλοί από εμάς τους θεωρουμένους πιστούς ξένοι μπαίνουμε στην
Εκκλησία και ξένοι βγαίνουμε από αυτήν;
Η Ανάληψη και η
Πεντηκοστή ζητάει ανθρώπους αξίους να τις εορτάσουν, που θα πει συγγενείς προς
το πνεύμα που φέρνουν. Κι ένας είναι ο
τρόπος που συγγενεύει κανείς με τις εορτές: όταν κάνει πράξη το θέλημα του Θεού,
γεγονός που ενεργοποιεί το ένδυμα του αγίου βαπτίσματός του. Και ένδυμα είναι ο
ίδιος ο Χριστός! Αμέσως καταλαβαίνουμε έτσι ότι η κάθε εορτή, ιδίως η μεγάλη,
λαμπρύνει στο ανώτερο δυνατό την εν Χριστώ ύπαρξή μας. Ο Χριστός λάμπει μέσω
ημών!