Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἕνα ὄν τυχαῖα ριγμένο
στόν κόσμο. Δέν εἶναι ἀκόμη ἕνα ἀπό τά πολλά
ὄντα τοῦ κόσμου. Μέ τήν πρόσληψή του ἀπό τόν Θεό καί τή διαπαντός
διακράτησή του ἀπό ᾽Εκεῖνον μέσα Του φανέρωσε τήν ἄπειρη ἀξία πού ἔχει καί ὁ ἴδιος.
᾽Αξία ὅμως πού δέν ἀποκτᾶ ἀπό μόνος του, ἀλλά ἀπό τή σύνδεση καί τή σχέση του μέ τό Δημιουργό
Του.῾Ο Θεός εἶναι ᾽Εκεῖνος πού δίνει ἀξία
στόν ἄνθρωπο καί ὄχι κάτι πού κατέχει
αὐτός. Εἶναι στήν πραγματικότητα τό ῾κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ’ στόν ἄνθρωπο, τό ὁποῖο καθάρισε ὁ Χριστός ἐρχόμενος στόν κόσμο καί τό ἔφτασε στό ἀπώγειό του ὡς ῾καθ᾽ ὁμοίωσιν᾽ μέ τήν ἔνδοξη ᾽Ανάληψή
Του. Διαφορετικά, ἀπό μόνοι μας,
χωρίς τόν Θεό, εἴμαστε ὅ,τι ἐπισημαίνουν
ὅλοι οἱ ἅγιοι ὅλων τῶν ἐποχῶν: ῾γῆ
καί σποδός᾽, ῾σκωλήκων βρῶμα καί δυσωδία᾽, κυριολεκτικά ἕνα τίποτα: ῾χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν᾽, πού εἶπε καί ὁ Κύριος ( ᾽Ιωάν.
15,5). Κατά συνέπεια ἡ ἀξία πού δίνει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο ὁδηγεῖ
στήν καταδίκη κάθε ρατσιστικῆς ἀντίληψης καί στήν ὑπέρβαση κάθε ἀριστοκρατικῆς θεώρησης ὁμάδων ἀνθρώπων. Κανείς δέν εἶναι ἀνώτερος
ἀπό κάποιον ἄλλον. Εἴτε λευκός εἴτε μαῦρος, εἴτε φτωχός εἴτε πλούσιος, εἴτε μορφωμένος
εἴτε ἀμόρφωτος, εἴτε νέος εἴτε γέρος,
ὅλοι ἔχουμε τήν ἴδια ἀξία πού μᾶς δίνει
ὁ Θεός μας. ῾Οὐκ ἔνι ᾽Ιουδαῖος οὐδέ ῞Ελλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ.
Πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ᾽Ιησοῦ᾽ (Γαλ. 3, 28). Ἡ ᾽Ανάληψη λοιπόν τοῦ Κυρίου, πέρα ἀπό τήν
ὁλοκλήρωση τοῦ σχεδίου τοῦ
Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, σημαίνει καί τή μεγάλη ἀξία τοῦ ἀνθρώπου.