῾῞Ινα ὁμοθυμαδόν ἐν ἑνί
στόματι δοξάζητε τόν Θεόν καί πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ᾽ (Ρωμ. 15,6)
α. ῞Ενα ἀπό τά πιό δυνατά ἀποσπάσματα
τῆς πρός Ρωμαίους ἐπιστολῆς μᾶς δίνει ἡ ᾽Εκκλησία μας στήν συγκεκριμένη Κυριακή
Ζ´ Ματθαίου. ῎Οχι μόνο ἀπό πλευρᾶς πίστεως, ἀλλά κυρίως ἤθους τοῦ πιστοῦ, τό ὁποῖο
στό μέτρο πού τό ἀνάγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος λειτουργεῖ ὡς μαστίγωμα τοῦ ἐκκοσμικευμένου
ἤ καί φαρισαϊκοῦ πολλές φορές ἤθους ἡμῶν τῶν συγχρόνων χριστιανῶν. Θέλουμε νά
ποῦμε ὅτι κατά τόν ἀπόστολο ἡ ὀρθή δοξολογία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ πού ἀπεκάλυψε ὁ
Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός ἀπαιτεῖ τίς προϋποθέσεις τοῦ ἤθους τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ,
δηλαδή τοῦ ἤθους τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης. Μόνον αὐτός πού ζεῖ σάν τόν Κύριο, ῾χωρίς
νά ἀρέσει στόν ἑαυτό του᾽, μπορεῖ νά δοξολογεῖ τό ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Κατά τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ ἀποστόλου: ῾Ὁ
δέ Θεός τῆς ὑπομονῆς καί τῆς παρακλήσεως δῴη ὑμῖν τό αὐτό φρονεῖν ἐν ἀλλήλοις
κατά Χριστόν ᾽Ιησοῦν, ἵνα ὁμοθυμαδόν ἑν ἑνί στόματι δοξάζητε τόν Θεόν καί
πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ᾽ ( Ρωμ. 15, 5-6) (Εἴθε ὁ Θεός, πού
χαρίζει τήν ὑπομονή καί τήν ἐνθάρρυνση, νά σᾶς δώσει τήν ὁμόνοια σύμφωνα μέ τό
θέλημα τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ῎Ετσι ὅλοι μαζί μέ μιά φωνή θά δοξάσετε τόν Θεό, τόν
Πατέρα τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ).
β. 1. Ἡ εὐχή τοῦ ἀποστόλου
Παύλου στούς πιστούς τῆς Ρώμης εἶναι ὁ κάθε πιστός νά φτάσει στό σημεῖο νά
δοξάζει ὀρθά τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί Πατρός τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. Κι εἶναι αὐτονόητο
βεβαίως ὅτι ὁ ἀπόστολος θεωρεῖ ὅτι ὁ δοξασμός αὐτός συνυπάρχει μέ τόν δοξασμό
τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, δεδομένου
ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕνας στήν Τριαδικότητά Του, ἀφοῦ ὁ Χριστός ὡς τό
δεύτερο πρόσωπο τῆς ῾Αγίας Τριάδος μᾶς ἀποκαλύπτει τόν Πατέρα, ὅπως καί τόν
Χριστό μᾶς Τόν φανερώνει στήν θεότητά Του τό ῞Αγιον Πνεῦμα. Ἡ ὀρθή δοξολογία
λοιπόν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ εὐχή τοῦ ἀποστόλου κι αὐτό συνιστᾶ ὡς
προοπτική τῶν πιστῶν.
Αἰτία γι᾽ αὐτό δέν εἶναι ἀσφαλῶς
μία ἐγωϊστικοῦ τύπου ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ λόγω τῆς μεγαλειότητάς Του – αὐτό εἶναι
βλασφημία - ἀλλά ἡ ὀρθή ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπου ὡς δημιουργημένου κατ᾽ εἰκόνα καί
καθ᾽ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ. Τότε δηλαδή ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται μέσα στήν φυσιολογική
κατάστασή του, ὅταν ὑπάρχει, κινεῖται καί σκέπτεται σέ ἀναφορά πρός τήν πηγή
του, τόν Δημιουργό καί Πατέρα του Θεό. Καί ναί μέν λόγω τῆς ἁμαρτίας ἔχασε τήν ἀρχική
δοξολογική πρός τόν Θεό φυσιολογική ζωή του, ἐκπίπτοντας στήν βλασφημία τῆς ῾κολλήσεώς᾽
του σέ μόνο τόν κόσμο τοῦτο τῶν αἰσθήσεων, ὅμως ὁ ἐρχομός τοῦ Χριστοῦ καί ἡ
πρόσληψή του ἀπό Αὐτόν τοῦ ἔδωσε ἐκ νέου τήν δυνατότητα αὐτή: νά βρεῖ καί πάλι
τόν δρόμο του, νά δοξολογεῖ ὅπως πρέπει τό ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ του.
Κατά συνέπεια ἡ δοξολογία τοῦ
Θεοῦ καί Πατρός ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς φυσιολογίας τοῦ ἀνθρώπου καί συνιστᾶ τήν
μεγαλύτερη εὐεργεσία πρός τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι καί οἱ ἅγιοι
ἄγγελοι ὡς πρώτιστο ἔργο τους ἔχουν τήν δοξολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. ῾῞Αγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ᾽ ὑμνολογοῦν
ἀδιάκοπα, κάτι πού κρατᾶ κι ἐκείνους ἀνοικτούς διαρκῶς στήν χάρη τοῦ Θεοῦ. ᾽Ενῶ
οἱ ἐκπεσμένοι ἄγγελοι, οἱ πονηροί δαίμονες, ὄχι μόνο ἀδυνατοῦν νά δοξολογήσουν
τόν Θεό, ἀλλά καί μόνο ἡ ἀναφορά τοῦ ὀνόματός Του λειτουργεῖ ὡς κάψιμο καί
καταδίκη τους.
2. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος
θέτει καί τίς προϋποθέσεις τῆς ὀρθῆς δοξολογίας τοῦ Θεοῦ: ῾ὁμοθυμαδόν᾽, ῾ἐν ἑνί στόματι᾽. Μέ μία καρδιά καί μέ ἕνα στόμα. ῞Ολοι
μαζί μέ μία φωνή. ῾Η παρατήρησή του εἶναι ἐξόχως βαρυσήμαντη: ὁ Θεός δέν
δοξάζεται ἀτομικά καί μεμονωμένα, παρά μόνον ἐκεῖ πού ὑπάρχει καί λειτουργεῖ τό
σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ᾽Εκκλησία. ῾Ο Χριστός ἦρθε καί ἵδρυσε τήν ᾽Εκκλησία ἀκριβῶς
γιά νά μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά βρίσκει τόν ἀληθινό ἑαυτό του καί νά ἀναφέρεται ὀρθά
καί δοξολογικά πρός τόν Θεό. ῞Οταν ἤδη ἀπό τίς ἀπαρχές τοῦ χριστιανισμοῦ ὑπῆρχε
ἡ ἐξαγγελία ὅτι ῾ἐκτός τῆς ᾽Εκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία᾽ - ῾extra ecclesiam salus non est’ – ἦταν γιατί ὁ ἄνθρωπος χωρίς τήν ἔνταξή του σέ αὐτήν, χωρίς δηλαδή τήν ἐνσωμάτωσή
του στόν ἴδιο τόν Χριστό, ὁ ἄνθρωπος παραμένει ξένος πρός τόν Θεό, ὑποκείμενος
στά πάθη καί τίς ἁμαρτίες του, τόν θάνατο καί
τόν διάβολο. Κι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας αὐτῆς εἶναι τό
γεγονός ὅτι ἡ ᾽Εκκλησία μας τίς προϋποθέσεις αὐτές τοῦ ἀποστόλου τίς ἔθεσε γιά
τήν ὀρθή κατανόησή τους μέσα στήν Θεία Λειτουργία: στήν σύναξη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ
πού ἐπιβεβαιώνει τήν ταυτότητά του. Μετά
τήν μεταβολή τῶν τιμίων Δώρων καί πρό τῆς Θείας Κοινωνίας ὁ ἱερέας ἐκφωνεῖ πρός
τόν λαό: ῾Καί δός ἡμῖν ἐν ἑνί στόματι καί
μιᾷ καρδίᾳ δοξάζειν καί ἀνυμνεῖν τό πάντιμον καί μεγαλοπρεπές ὄνομά Σου, τοῦ
Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος᾽.
3. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή
καταλαβαίνει κανείς ὅτι ὀρθή δοξολογία τοῦ Θεοῦ καί συνεπῶς φυσιολογία καί
σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὄχι μόνο δέν ὑφίσταται ἐκτός ᾽Εκκλησίας ἀλλ᾽ οὔτε καί μέσα
σ᾽ αὐτήν, ὅταν ὑπάρχει ἡ ὁποιαδήποτε
διάσπαση καί τό ὁποιοδήποτε σχίσμα. Μία καρδιά κι ἕνα στόμα, λέει ὁ ἀπόστολος.
Τό στόμα ὁμολογεῖ αὐτό πού ὑπάρχει στήν καρδιά καί ἡ καρδιά ὁδηγεῖ στήν μία φωνή.
Γιατί σ᾽ αὐτήν, τήν καρδιά, εἶναι ριζωμένη ἡ ὀρθή πίστη ὡς ἐνέργεια τῆς χάρης
τοῦ Θεοῦ, ὁπότε κατά φυσικό τρόπο ἐκφωνεῖται καί ἀπό τό στόμα. ῞Οταν λοιπόν ὑπάρχουν
σχίσματα, ὅταν ἀκούγονται διάφορες φωνές πού ἐκφράζουν ἀντιπαλότητες καί ἐχθρικές
διαθέσεις, τότε σημαίνει ὅτι ἐκεῖ δέν ὑφίσταται ἀληθινή καρδιακή πίστη, μέ ἀποτέλεσμα
νά ἀκυρώνεται καί ἡ ὀρθή δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό ἐν τέλει θά πεῖ: ἡ
δοξολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ ταυτοχρόνως καί ὕμνο πρός τήν ἑνότητα
τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἀπόστολος μᾶς προσανατολίζει ὄχι στήν ἐπιφανειακή ἑνότητα τῶν
λόγων, ἀλλά στήν οὐσιώδη καί ἀληθινή τῶν καρδιῶν, δηλαδή στήν πραγματική ἔννοια
τῆς ᾽Εκκλησίας.
4. ῾Ο λόγος τοῦ ἀποστόλου ὅμως
πού δικαιολογεῖ κατά ἀπόλυτο τρόπο ὅ,τι συνιστᾶ γιά τήν ὀρθή δοξολογία τοῦ Θεοῦ
εἶναι ὁ ἀρχικός τῆς φράσης του: ῾τό αὐτό
φρονεῖν ἐν ἀλλήλοις κατά Χριστόν ᾽Ιησοῦν᾽ (νά φρονεῖτε μεταξύ σας σύμφωνα
μέ τό θέλημα τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ). Κι αὐτό τό φρόνημα τό κατανοεῖ ὡς χάρη τοῦ
Θεοῦ: ῾ὁ Θεός...δῴη ὑμῖν᾽. Εἴθε ὁ
Θεός νά σᾶς δώσει. Μέ ἄλλα λόγια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πρέπει νά ἐνεργήσει στίς
καρδιές, ὥστε νά ἔχουν οἱ πιστοί τῆς ᾽Εκκλησίας ἐκείνη τήν ὁμόνοια πού θέλει ὁ
Χριστός. Κι αὐτό πού θέλει ὁ Χριστός, λέει ὁ ἀπόστολος, εἶναι τό ῾μή ἑαυτοῖς ἀρέσκειν᾽, νά μήν κάνουμε ὅ,τι
ἀρέσει σ᾽ ἐμᾶς, ἀλλά αὐτό πού ἀρέσει στόν πλησίον, ὥστε νά τόν βοηθάει νά
προκόβει στό ἀγαθό. Αὐτό ὅμως σημαίνει τήν ἀγάπη. ῾Η ἀγάπη πρός τόν πλησίον ἔτσι
ὡς θυσία τοῦ ἑαυτοῦ ἀποτελεῖ τήν βάση γιά νά ὑπάρχει ἡ ὁμόνοια, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ
καί στήν σωστή δοξολογία τοῦ Θεοῦ. ῞Οτι ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ δοξολογία τελικῶς
τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγώνισμα πού ἀπαιτεῖ τήν δόση αἵματος, κατά τήν πατερική φράση,
τό μαρτύριο κυριολεκτικά τῆς συνειδήσεως, εἶναι περιττό καί νά ποῦμε. Δοξάζει
τόν Θεό πράγματι ἐκεῖνος πού ἔχει τήν συνείδηση μάρτυρα.
γ. ῎Αν συχνά λέγεται καί ἀκούγεται
ὅτι οἱ χριστιανοί πολλές φορές ἐκκλησιαζόμαστε χωρίς καμμία ἀλλοίωση τῆς ζωῆς
μας, δηλαδή πηγαίνουμε στήν Θεία Λειτουργία καί ἐξερχόμαστε ἀπό αὐτήν ῾ἀδιάβροχοι᾽
ἀπό τήν χάρη της, γιά νά συνεχίσουμε τόν ἴδιο ἐγωϊστικό καί ἁμαρτωλό τρόπο ζωῆς,
εἶναι γιατί δέν ὑπάρχει τό σταυρικό καί θυσιαστικό ἦθος τοῦ Κυρίου μας καί
συνεπῶς δέν ὑπάρχει καί ἡ ὀρθή δοξολογία τοῦ Θεοῦ μας. Βγαίνοντας ἀπό τήν ᾽Εκκλησία
ὁ χριστιανός (πρέπει νά) ὁμολογεῖ ὅτι ῾εἶδε
τό φῶς τό ἀληθινόν καί ἔλαβε Πνεῦμα ἐπουράνιον᾽. Γιατί ἀκριβῶς ὀρθά ἀναφέρθηκε
στόν Θεό καί βίωσε γιά μία ἀκόμη φορά τήν ἑνότητά του μαζί μέ τά ἄλλα μέλη τῆς ᾽Εκκλησίας.
῾Ο ἀπόστολος μᾶς ὑπενθυμίζει τό μέτρο. ῾Ο λόγος του εἶναι κοφτερός. ᾽Εμεῖς τί
κάνουμε;