῾Ο ᾽Αγαπητός, ὁ ἅγιος
πάπας τῆς Ρώμης, καθόταν πετρωμένος σ᾽ ἕνα κάθισμα στόν μικρό χῶρο ὑποδοχῆς πού
εἶχε στό ἐπισκοπεῖο του. Αὐτό πού ἄκουγε
ἀπό τούς πέντε ἄντρες πού στέκονταν ἐνώπιόν του ἀρνιόταν νά τό πιστέψει. ῾Μά εἶναι
δυνατόν;᾽ ἔλεγε καί ξανάλεγε. ῾῾Ο ἄνθρωπος αὐτός, ὁ ἐπίσκοπος τῆς πόλης σας
Ρωμίλλας, τόσο κοντά καί σ᾽ ἐμένα, εἶχε μέχρι τώρα φήμη ὄχι ἁπλῶς ἀγαθοῦ
κληρικοῦ, ἀλλά ἁγίου. Ποτέ δέν ἀκούστηκε κάτι κακό γι᾽ αὐτόν. Τό ἀντίθετο. ῞Ολοι
λέγανε τά καλύτερα. Καί ἡ δική μου ἡ ἐμπειρία ἀπό τίς προσωπικές μας ἐπαφές ἦταν
ἀκριβῶς ἡ ἴδια. Καί τώρα μοῦ λέτε πώς κάνει τέτοια πράγματα; Μά εἶστε σίγουροι;᾽
ἔθεσε γιά πολλοστή φορά τό ἐρώτημα.
῾᾽Εντελῶς σίγουροι, ἁγιότατε᾽,
ἔσπευσαν ἀμέσως καί πάλι νά βεβαιώσουν τόν λόγο τους οἱ ἄντρες, πού ἀνῆκαν
στούς ἐξέχοντες τῆς πόλης τους. ῾Τόν εἶδαν κληρικοί τῆς ἐπισκοπῆς, ὅπως σᾶς εἴπαμε
ἤδη᾽, πῆρε τόν λόγο ὁ μεγαλύτερος ἀπό ὅλους κι ἔκανε μία ὑπόκλιση δουλικότητας. ῾Κι ὄχι μόνο μιά φορά. Μετά ἀπό κάθε Θεία Λειτουργία παραμένει μέσα στόν Ναό κι ὅταν
πιά ἔχουν φύγει ὅλοι κι εἶναι μόνος, ἔτσι τουλάχιστον νομίζει, τό φαγητό πού τοῦ ἔχει φέρει ὁ διάκος τό τρώει
μέσα στό ἅγιο δισκάριο! ᾽Εκεῖ πού τελέστηκε ἡ Θεία Εὐχαριστία! Μά ἔγινε ἀντιληπτός. Εἶναι φρικτό κι ἀνήκουστο
αὐτό πού συμβαίνει. Οἱ κληρικοί του εἶναι ἀνάστατοι καί δέν ξέρουν τί νά
κάνουν. ᾽Από ἐκείνους κι ἐμεῖς τό μάθαμε καί πήραμε τήν πρωτοβουλία νά ἔρθουμε
νά σᾶς ἐνημερώσουμε. Νομίζουμε ὅτι αὐτό ἦταν τό σωστό᾽.
Εἶπε καί μιά λάμψη εὐχαριστίας
ἄστραψε στό βλέμμα του πού ἔσπευσε ἀμέσως νά τό κατεβάσει γιά νά μή γίνει ἀντιληπτός,
καθώς ἔβλεπε ὅτι ὁ πάπας ἀντιδρᾶ μέ τόν
τρόπο πού εἶχαν ὑπολογίσει ὅλοι τους. ῾Ο ἐπίσκοπος τῆς Ρωμίλλας πού βρισκόταν
τριάντα μίλια περίπου ἔξω ἀπό τήν Ρώμη, εἶχε γίνει γιά τούς ἀνθρώπους τῆς ἐξουσίας
ἀπό ἀρκετά ἕως πολύ ἐνοχλητικός. Στήν ἀρχή ὅταν τοποθετήθηκε ἐκεῖ εἶχαν
πιστέψει ὅτι θά προσαρμοστεῖ στά δεδομένα τά δικά τους. ῞Οτι σιγά σιγά θά τόν
πλησιάσουν, θά τόν προσεταιριστοῦν, θά
κάνει αὐτό πού ἐκεῖνοι ἤθελαν. Δέν ἦταν μικρό πράγμα νά ἔχουν μέ τό μέρος τους
καί τήν πνευματική ἐξουσία. ῾Ο λαός πολύ εὔκολα ἄγεται καί φέρεται ὅταν βλέπει ὅτι
ἡ πνευματική κεφαλή του εἶναι συντονισμένη μέ τά βήματα τῶν πολιτικῶν ἡγετῶν
του.
᾽Αλλά ἀπατήθηκαν. Οἱ ἐκτιμήσεις
τους βγῆκαν λανθασμένες. ῾Ο συγκεκριμένος ἐπίσκοπος δέν ἔπαιζε μέ τήν πίστη
του. ῾Η πίστη στόν Χριστό γι᾽ αὐτόν ἦταν ἡ ζωή του. ῾Οπότε ὄχι μόνο δέν
προσαρμόστηκε, ἀλλά ἄρχισε νά ἐλέγχει τήν ἐξουσία κάθε φορά πού ἔβλεπε ὅτι αὐτή
στραβοπατᾶ καί προβαίνει σέ ἀδικίες σέ βάρος τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ. Οἱ ἁπλοί ἄνθρωποι ἄρχισαν
νά τόν λατρεύουν. ῾Σάν τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη τόν Βαπτιστή μᾶς ὑπερασπίζεται᾽, ἔλεγαν
καί δόξαζαν τόν Θεό. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως τῆς ἐξουσίας κινήθηκαν φυσικά μέ τόν
τρόπο πού κάνουν ὅλοι οἱ ὁμόλογοί τους διαχρονικά. Τόν εἶδαν ἀντίπαλό τους, γι᾽
αὐτό κι ἀποφάσισαν ὅτι ἔπρεπε νά βγεῖ ἀπό τήν μέση. Τί καλύτερο λοιπόν ἀπό τό
νά τόν συκοφαντήσουν; ῎Οχι ἀπό πλευρᾶς ἠθικῆς ἤ οἰκονομικῆς – δέν ὑπῆρχε κανένα
πάτημα γι᾽ αὐτά - ἀλλά ἀπό πλευρᾶς ὑποκρισίας καί βλασφημίας. Ναί, τό διαβολικό
μυαλό τους σκέφτηκε τό ἀνοσιούργημα αὐτό: τρώει τό φαγητό του μέσα στό δισκάριο
πού τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία.
Δέν ἦταν δύσκολο νά βροῦν
καί κληρικούς νά ὑποστηρίξουν τήν κατηγορία. Πάντοτε στήν ᾽Εκκλησία φυτρώνουν
μαζί μέ τά στάρια καί τά ζιζάνια. Πάντοτε ὑπάρχουν κι οἱ ᾽Ιοῦδες, οἱ ὁποῖοι εἶναι
ἕτοιμοι νά προδώσουν τήν πίστη τους, ὅτα μάλιστα στό χέρι τούς ἔχουν βάλει καί
τό συγκεκριμένο ἀντίτιμο. ῾Υπάρχει ἄραγε κάτι πού στέκεται ἐμπόδιο μπροστά στό
κλειδί πού λέγεται χρυσάφι;
῾Η ἔκπληξη ἀπό τήν εἴδηση ἄρχισε
νά φεύγει ἀπό τό πρόσωπο τοῦ ἁγίου ᾽Αγαπητοῦ. ῾Η ἔκπληξη ἔγινε ἀπορία, ἡ ἀπορία
θυμός καί ὀργή. Δέν ἦταν δυνατόν τόσοι ἄνθρωποι νά ψεύδονται, ὅταν μάλιστα ἐπικαλοῦνται
καί τήν μαρτυρία κληρικῶν! ῾Ο ἴδιος ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δέν λέει πώς ῾ἐπί στόματος
δύο ἤ τριῶν μαρτύρων σταθήσεται πᾶν ρῆμα;᾽ ῾Προφανῶς εἶναι ἀλήθεια αὐτά πού
καταγγέλλουν᾽, σκέφτηκε ὁ πάπας. ῾῾Απλῶς ἔπεσα κι ἐγώ ἔξω στίς ἐκτιμήσεις μου, ὅπως
καί τόσοι ἄλλοι. ῾Ο ἄνθρωπος εἶναι ἠθοποιός καί ὑποκριτής. ᾽Αλλά πόσο θά μποροῦσε
ἀκόμη νά κρύβεται; ῾Ο Θεός θέλησε νά ἀποκαλύψει πιά τό πραγματικό του πρόσωπο.
Γι᾽ αὐτό καί πρέπει νά δράσω ἀμέσως. Θά δώσω λόγο στόν Θεό ἄν ἀφήσω νά
διαιωνίζεται ἡ κατάσταση. Καί μάλιστα χωρίς ἀνακρίσεις καί τέτοια πού εἶναι γιά
νά κερδίζει χρόνο ἕνας τέτοιος ἔνοχος᾽.
Τήν ἀπόφαση τήν ἔβγαλε ὁ
πάπας χωρίς δεύτερη κουβέντα. ῏Ηταν παρορμητικός ὡς χαρακτήρας καί αὐτό
λειτουργοῦσε μερικές φορές θετικά στά θέματα τῆς πίστης, γιατί μέ τόν ζῆλο του ἔσωζε
καταστάσεις ἀπό αἱρετικούς. Τίς περισσότερες φορές ὅμως ὁ ζηλωτισμός καί ὁ
παρορμητισμός του ἔκανε κακό. ᾽Αδικοῦσε κάποιους, ἀπό τούς ὁποίους βεβαίως ἔπειτα
ζητοῦσε ταπεινά συγγνώμη. Τό κακό ὅμως εἶχε γίνει. ῎Ετσι καί τώρα. Κατεδίκασε ἐρήμην
τόν ἐπίσκοπό του: δεμένο θά τόν ἔριχνε στήν φυλακή καί ἀργότερα θά ἀποφάσιζε
πιό συγκεκριμένα τί θά κάνει. Τήν ἀπόφασή του τήν ἀνακοίνωσε καί στούς ἀνθρώπους
τῆς Ρωμίλλας, οἱ ὁποῖοι μόνο πού δέν πέταξαν ἀπό τήν χαρά τους ῏Ηταν ὅμως ἔμπειροι
σέ τέτοια. Μέ πρόσωπο τάχα λυπητερό ἄκουσαν τήν καταδίκη, εὐχαρίστησαν μέ ὑποκλίσεις
τόν πάπα γιά τήν εὐαισθησία του, πῆραν τήν εὐχή του καί ἔφυγαν. ῾Ο δρόμος τους
πιά ἀπό ἐδῶ καί πέρα θά ἦταν ἀνοικτός. Κανείς δέν θά ἔμπαινε ἐμπόδιο στά ἄνομα
σχέδιά τους.
῾῞Αμ᾽ ἔπος, ἅμ᾽ ἔργον᾽
λοιπόν γιά τόν ᾽Αγαπητό. Ξαναμμένος καί μέ βαριά καρδιά τήν ἴδια ὥρα ἔστειλε
δύο μεγαλόσωμους διακόνους νά πᾶνε στήν Ρωμίλλα καί νά φέρουν δεμένο τόν
βλάσφημο ἐπίσκοπο. Καί μάλιστα γιά νά ταλαιπωρηθεῖ περισσότερο, νά τόν φέρουν
μέ τά πόδια.
Τόν βρῆκαν νά προσεύχεται
στό φτωχικό ἐπισκοπεῖο του. Γονατιστός ἦταν καί μέ δάκρυα στά μάτια. Μέ μεγάλη ἔκπληξη
ἄκουσε τήν κατηγόρια καί τήν ἀπόφαση τοῦ πάπα, ἀλλά δέν εἶπε τίποτε. Κατάλαβε ἀμέσως
τί διαδραματιζόταν καί τό μόνο πού ἔκανε ἦταν νά στραφεῖ στόν ᾽Εσταυρωμένο τοῦ
προσκυνηταριοῦ του, νά κλίνει τό κεφάλι του καί νά παραδοθεῖ στούς διακόνους.
Κατάκοπος, ἐξαντλημένος,
χωρίς καμία περιποίηση ρίχτηκε στήν φυλακή. ῾Η σκέψη του πῆγε στόν Κύριο καί
στούς ἀποστόλους. ῾Εὐχαριστῶ, Κύριε, πού μοῦ δίνεις τήν χάρη νά πάσχω γιά τό ἅγιο
ὄνομά Σου!᾽ ψιθύρισε. Θέλησε νά γονατίσει καί νά συνεχίσει τήν προσευχή του.
Δέν ἄντεξε. ῎Επεσε πλαγιαστός κι ἐκεῖ συνέχισε νά ψελλίζει τήν συνήθη του εὐχή:
῾Κύριε, ἐλέησόν με᾽, ῾῾Υπεραγία Θεοτόκε, σῶσον με᾽. ῎Ενιωσε γλύκα στήν καρδιά
καί σάν νά ἐξαφανίστηκαν οἱ πόνοι του. ῾Ο Κύριος καί ἡ Παναγία ἦταν μαζί του. Συνέχισε
μέ δύναμη τώρα τήν προσευχή του.
῾Ο ᾽Αγαπητός προσπαθοῦσε
νά πείσει τόν ἑαυτό του ὅτι ἔδρασε σωστά. ῎Εμαθε ἀμέσως τόν ἐρχομό τοῦ ἐπισκόπου
του στήν Ρώμη καί τό ρίξιμό του στήν φυλακή. Σάν νά δαγκώθηκε λίγο ἡ συνείδησή
του ὅταν τοῦ εἶπαν οἱ διάκοι πού τόν ἔφεραν ὅτι ὄχι μόνο δέν ἀντέδρασε μέ τήν
σύλληψή του, ἀλλά τούς ἀκολούθησε εὐχαρίστως, ἔχοντας τήν ἔγνοια τους μάλιστα
γιά τήν δική τους ταλαιπωρία τόσο δρόμο πού θά ἔκαναν. ῾Τόση ἠθοποιΐα λοιπόν; ᾽Ακόμη
καί τώρα παίζει τό παιχνίδι τοῦ εὐσεβῆ;᾽ σκεφτόταν ὁ πάπας. ῾Δέν τόν παίρνει
βέβαια νά κάνει καί κάτι ἄλλο. ᾽Ασφαλῶς θά εἶναι τρομοκρατημένος μέ ὅ,τι
πρόκειται νά ἀκολουθήσει. ᾽Επιτέλους ὅμως ἡ ᾽Εκκλησία πρέπει νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό
τέτοιες πληγές. Δέν μπορεῖς νά παίζεις ῾ἐν οὐ παικτοῖς᾽.
Πέρασαν τρεῖς ἡμέρες ἀφότου
εἶχε βρεθεῖ στήν φυλακή ὁ ῾βλάσφημος᾽ ἐπίσκοπος. ῾Ο πάπας σάν νά τόν ξέχασε,
καθώς ἦταν ἀπορροφημένος ἀπό τά προβλήματα τῆς διαποίμανσης μιᾶς τόσο μεγάλης
πόλης καί ἀπό τόν ἀγώνα πού ἔδινε κατά τῶν αἱρετικῶν μονοφυσιτῶν πού ἀγωνίζονταν
νά ἐπιβάλουν τήν δική τους ἀλλοιωμένη εἰκόνα περί τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ.
Μπροστάρης αὐτός στούς ἀγῶνες ὑπέρ τῆς ὀρθοδοξίας καί μέ συνεχή ἐπικοινωνία μέ
τό ἄλλο κέντρο τῆς αὐτοκρατορίας, τήν Κωνσταντινούπολη.
Ξημέρωνε ἡ ἡμέρα Κυρίου, ἡ
Κυριακή. Εἶχε παρατείνει ἀρκετά τήν προσευχή του ὁ ἅγιος πάπας τό προηγούμενο
βράδυ, ἐνόψει μάλιστα τῆς Θείας Λειτουργίας πού θά τελοῦσε σέ λίγες ὧρες.
Ζήτησε ἐπανειλημμένως ἀπό τόν Κύριο νά τόν συγχωρήσει γιά ὅ,τι κακό ἐνδεχομένως
εἶχε κάνει. ῎Εγειρε στό τέλος νά κοιμηθεῖ. ᾽Αλλά τί ὕπνος ἦταν κι αὐτός;
Στριφογύριζε ἀρκετές φορές στό κρεβάτι του. ῾Η εἰκόνα τοῦ ἐπισκόπου στήν φυλακή
ἦρθε ξαφνικά μπροστά του. Σάν νά τόν στοίχειωσε. ῾Κύριε, ἐλέησον καί αὐτόν᾽
ψέλλισε λίγο μετανιωμένος. ῾Δῶσε του μετάνοια νά μή κάνει κακό στό ἅγιο Σῶμα
Σου᾽ εἶπε κι ἔνιωσε νά τόν παίρνει γιά λίγο ὁ ὕπνος.
Δέν κατάλαβε ἄν ἦταν στό
ξύπνιο του ἤ στόν ὕπνο του ἡ φωνή πού ἄκουσε καί τόν τρόμαξε: ῾Αὐτήν τήν
Κυριακή μήν προσκομίσεις οὔτε σύ οὔτε κανείς ἄλλος ἀπό τούς κληρικούς ἤ τούς ἐπισκόπους
πού εἶναι στήν πόλη, παρά μόνον ὁ ἐπίσκοπος τόν ὁποῖο ἔχεις ἐγκατάκλειστο στήν
φυλακή. ᾽Εκεῖνον θέλω σήμερα νά προσκομίσει᾽.
Πετάχτηκε κάθιδρος. ῾Μά τί
μοῦ συμβαίνει;᾽ ψιθύρισε. ῾Βάλθηκε ὁ Πονηρός νά μέ ταράξει τώρα πού ξημερώνει
Κυριακή καί θά λειτουργήσω; Τέτοια κατηγορία ἄκουσα ἐναντίον τοῦ ὐποκριτῆ αὐτοῦ
ἐπισκόπου κι αὐτός θά προσκομίσει; ῎Οχι, δέν θά σοῦ περάσει, τρισκατάρατε, μέ
τά δεξιά σου ὅπλα. ῞Υπαγε ὀπίσω μου᾽.
Ξανάπεσε στό κρεβάτι ὁ
πάπας ταραγμένος. Τά χείλη του ψιθύριζαν ἔντονα τήν εὐχή τοῦ ᾽Ιησοῦ. Μά γιά
δεύτερη φορά ἦλθε ἡ φωνή σέ ὅραμα πού ἔλεγε: ῾Σοῦ εἶπα ὅτι ὁ ἐπίσκοπος πού εἶναι
στήν φυλακή, ἐκεῖνος θά προσκομίσει᾽. Ἡ ἀπορία τοῦ πάπα ᾽Αγαπητοῦ αὔξανε ὁλοένα.
Δέν μποροῦσε νά καταλάβει τί συνέβαινε. Παρόμοια καί τρίτη φορά τοῦ φανερώθηκε
καί τοῦ εἶπε τά ἴδια.
῏Ηταν ἀδύνατο νά μείνει
στό κρεβάτι του. ᾽Αξημέρωτα ἀκόμη κάλεσε τόν διάκο του καί τόν ἔστειλε ἐκείνην
τήν ὥρα νά φέρει τόν ἐπίσκοπο ἀπό τήν φυλακή. ῾Ο διάκος ἀπορημένος δέν εἶπε
τίποτε κι ἔσπευσε νά ἐκτελέσει τήν ἐντολή. ῾Ο ἐπίσκοπος βρέθηκε μέ σκυφτό τό
κεφάλι, ταπεινός καί σεμνός νά στέκει ἐνώπιον τοῦ πάπα ᾽Αγαπητοῦ. ᾽Από πάντα ἔνιωθε
βαθύ σεβασμό ἀπέναντί του καί γιά τούς ἀγῶνες του ὑπέρ τῆς ᾽Ορθοδοξίας, ἀλλά
καί γιά τήν ἁγία βιοτή του. Καί τώρα ἀκόμη, μέ ὅ,τι ἔγινε, δέν ἄφησε σκέψεις
κατάκρισης νά ἀνέβουν στήν καρδιά του. ῎Ηξερε ὅτι κάποιοι τόν εἶχαν
συκοφαντήσει. Κι ὁ πάπας τούς εἶχε πιστέψει. Δέν ἔφταιγε αὐτός. Προσευχόταν ἁπλῶς
ὁ Κύριος νά φωτίζει τόν ἱεράρχη, καθώς βρισκόταν σέ τέτοια καίρια καί μεγάλη
θέση στήν ᾽Εκκλησία καί οἱ μέριμνες τόν ἔτρωγαν ἀπό παντοῦ. ῾Κύριε, ἄς μή γίνω ἐγώ
ἡ ἀφορμή πρόκλησης ὁποιασδήποτε ταραχῆς στήν ᾽Εκκλησία σου. ῎Ας χαθῶ ἐγώ, ἀρκεῖ
νά γίνεται τό ἅγιο θέλημά Σου᾽.
῾Ποιά εἶναι ἡ πνευματική
σου ἐργασία;᾽ σήκωσε τά μάτια του ὁ ᾽Αγαπητός, ὁ πάπας τῆς Ρώμης, καί ρώτησε
τόν ταπεινό ἐπίσκοπο, κοιτώντας τον ἐρευνητικά.
῾῾Αγιότατε, ἐγώ δέν ἔχω
πνευματική ἐργασία. Εἶμαι ἁμαρτωλός᾽ ἀπάντησε ψιθυριστά ἐκεῖνος.
῾Ποιά εἶναι ἡ πνευματική
σου ἐργασία;᾽ ξαναρώτησε πιό ἔντονα ὁ πάπας, γιά νά εἰσπράξει ὅμως τήν ἴδια ἀπάντηση.
Κατάλαβε ὅτι δέν θά ἔβγαζε πουθενά ἡ συζήτηση κι ὅτι δέν πείθει τόν ἐπίσκοπο νά
τοῦ ἀποκαλύψει κάτι ἀπό τήν ἐσωτερική του ζωή.
῾῎Ακου᾽, τοῦ εἶπε. ῾Σήμερα
ἐσύ θά προσκομίσεις στήν Θεία Λειτουργία᾽.
Μπροστά στήν ἁγία Τράπεζα ὁ
ἐπίσκοπος τελοῦσε πιά τήν Λειτουργία. Δέν εἶχε δείξει καμία ἔκπληξη μ᾽ αὐτό πού
τοῦ ᾽χε προτείνει ὁ πάπας. Εἶχε μάθει νά
ὑπακούει στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνωτέρων του. Οἱ ἀντιρρήσεις καί τά ῾μά τί
λέτε;᾽ ἤξερε ὅτι εἶναι ταπεινολογίες πού δέν τόν ἐξέφραζαν. Βρέθηκε λοιπόν ἐνδεδυμένος
τήν ἀρχιερατική στολή, μόνος αὐτός ἐνώπιον τῆς ἁγίας Τραπέζης, βοηθούμενος ἀπό
διακόνους, ἔχοντας συμπροσευχόμενους τόν ἅγιο πάπα καί ἄλλους κληρικούς τῆς ἁγίας
πόλης.
Ἡ Λειτουργία προχωροῦσε. ῾Η
ὅλη ἀτμόσφαιρα ἦταν πράγματι μία μυσταγωγία. Οἱ εὐχές ἀκούονταν εὐκρινῶς ἀπό
τόν ἐπίσκοπο πού τίς ἔλεγε εἰς ἐπήκοον τῶν παρευρισκομένων καί μέ μεγάλη αἴσθηση
ψυχῆς. ῏Ηλθε ἡ ὥρα τῆς ἁγίας προσκομιδῆς καί τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς. Λίγο ἀκόμη καί
ὁ ἐπίσκοπος ἐξ ὀνόματος ὅλου τοῦ πιστοῦ λαοῦ θά ἐπικαλεῖτο τό ῞Αγιον Πνεῦμα νά
μεταβάλει τό ψωμί καί τό κρασί σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ ἀντιστοίχως.
᾽Αλλά κάτι ἄρχισε νά μήν
πηγαίνει πιά καλά. Λίγο πρίν τήν τελική ἁγιαστική εὐχή ὁ ἐπίσκοπος ἄρχισε νά
λέει καί πάλι τήν εὐχή τῆς ἀναφορᾶς ἀπό τήν ἀρχή. Σήκωσε τά μάτια του ὁ πάπας. ῾Ξέχασε
τά λόγια;᾽ σκέφτηκε. ῾῎Εχασε τήν σειρά;᾽ ῎Ακουσε νά λέγονται οἱ ἴδιες εὐχές.
῾Μά τί ᾽ναι τοῦτο πάλι;᾽
ταράχτηκε ὁ πάπας, ὁ ὁποῖος εἶδε στά πρόσωπα καί τῶν ἄλλων τήν ἴδια ταραχή. ῞Ολοι
εἶχαν σηκώσει τά βλέμματα καί παρακολουθοῦσαν μέ ἀπορία τόν λειτουργοῦντα ἐπίσκοπο
πού καθυστεροῦσε χωρίς νά φαίνεται ὅτι ὑπάρχει κανένας λόγος. Τό ἴδιο καί οἱ
διάκοι πού τόν ὑπηρετοῦσαν δίπλα του. Καί πάλι πρίν τήν τελική ἁγιαστική εὐχή
γιά τήν μεταβολή τῶν δώρων ὁ ἐπίσκοπος πήγαινε πίσω καί ξανάλεγε ἀπό τήν ἀρχή
τίς εὐχές. Τρίτη καί τέταρτη φορά τό ἴδιο.
Δέν ἄντεξε ὁ ἅγιος ᾽Αγαπητός.
Πλησίασε τόν ἐπίσκοπο καί τοῦ λέει σιγανά: ῾Τί συμβαίνει, πάτερ; Τώρα γιά
τέταρτη φορά εἶπες τήν ἁγία εὐχή καί δέν τήν ὁλοκληρώνεις, δέν τήν τελεῖς. Τί
συμβαίνει;᾽
῾Συγχώρα με, ἅγια πατέρα᾽,
ἀπάντησε ψιθυριστά ἐκεῖνος. ῾Δέν μπορῶ νά συνεχίσω γιατί δέν εἶδα ἀκόμη ὡς
συνήθως τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. ῞Ομως, ἄν θέλεις, ἀπομάκρυνε ἀπό τό
θυσιαστήριο τόν διάκονο πού κρατᾶ τό
ριπίδιο, γιατί αὐτός εἶναι ἡ αἰτία τῆς μή παρουσίας τοῦ Πνεύματος, κι ἐγώ δέν
τολμῶ νά τοῦ τό πῶ᾽.
Δέν εἶπε τίποτε ὁ πάπας
στόν ἐπίσκοπο. Παρήγγειλε ὅμως στόν διάκονο νά φύγει ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα κι ἐκεῖνος
πράγματι ἀπομακρύνθηκε. Καί τότε τέλειωσε τήν εὐχή ὁ λειτουργός.
Μά αὐτό πού συνέβη ἦταν
συγκλονιστικό. Κι ὁ ἐπίσκοπος κι ὁ πάπας μαζί του εἶδαν μέ μάτια πού τούς ἔδινε
ὁ Θεός τήν παρουσία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, τό ῾Οποῖο μετέβαλε τά δῶρα σέ σῶμα
καί αἷμα Χριστοῦ.
Κι ὄχι μόνον αὐτό. ῞Ολοι ἔμειναν ἄφωνοι ὅταν τό καταπέτασμα πού βρισκόταν πάνω ἀπό τό ἅγιο θυσιαστήριο σηκώθηκε μόνο του καί σκέπασε καί τόν πάπα καί τόν ἐπίσκοπο κι ὅλους τούς παρευρισκομένους διακόνους, μαζί μέ τό ἅγιο θυσιαστήριο, κι αὐτό ἐπί τρεῖς ὧρες. ῞Ο,τι συνέβη στόν Ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν σέ ἀγρυπνία τοῦ λαοῦ, ὅπου ἡ ἴδια ἡ Παναγία συνοδευόμενη ἀπό τούς ἁγίους ᾽Ιωάννη τόν Θεολόγο καί ᾽Ιωάννη τόν Πρόδρομο μαζί μέ πλῆθος ἀγίων ἀγγέλων ἅπλωσε τό μαφόρι της καί ἐπί ὧρες ἡ χάρη του προχεόταν στόν προσευχόμενο λαό, τό ἴδιο καί ἐδῶ.
Ὁ ἅγιος ᾽Αγαπητός
γονατιστός ἔνιωθε τά δάκρυά του νά καῖνε τό πρόσωπό του. ῾Η δοξολογία πρός τόν
Θεό συμπλεκόταν πρός τά αἰτήματα συγχώρησής του ἀπό τόν Κύριο. ῾Πῶς μέ
κορόιδεψαν;᾽ σκεφτόταν. ῾Πῶς ἄφησα νά παρασυρθῶ ἀπό ἀνθρώπους πού φαίνονταν ὅτι
ἦταν πονηροί; Πῶς κατηγόρησα καί ἔριξα στήν φυλακή ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ;
Θεέ μου, συγχώρησέ με καί δῶσε μου τήν δύναμη νά μή κινοῦμαι παρορμητικά κι ἀπό
συναρπαγή, ἀλλά πάντοτε μέ σκέψη καί μέ μακροθυμία᾽.
Γονάτισε τό ἴδιο καί
φίλησε τά πόδια τοῦ ἁγίου λειτουργοῦ. Τοῦ ζήτησε ταπεινά συγγνώμη. ᾽Εκεῖνος
σεμνός γονάτισε τό ἴδιο. Ζητοῦσε κι αὐτός συγγνώμη γιατί ἔγινε ἀφορμή νά
στενοχωρηθεῖ ὁ πάπας του. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πολλαπλασίασε τήν φωτεινότητα τῆς
παρουσίας Του. ῎Αγγελοι καί ἄνθρωποι χαίρονταν γιά ὅ,τι τώρα διαδραματιζόταν.
(Πηγή: ῾Λειμωνάριον᾽ ᾽Ιωάννου
Μόσχου, κεφ. 150)