«Ο όσιος Βασίλειος έζησε επί της βασιλείας Λέοντος του εικονομάχου. Άφησε τον κόσμο και τα εν τω κόσμω κι έγινε μοναχός. Κι αφού ασκήθηκε πρώτα με τρόπο θεάρεστο, ύστερα, όταν άρχισε η μάχη κατά των αγίων εικόνων, αντιστάθηκε δυνατά στους εικονομάχους. Αποτέλεσμα ήταν να συλληφθεί και να υποστεί πολλές τιμωρίες, αλλά δεν υποχώρησε. Αντιθέτως, κήρυσσε την αλήθεια μέχρι θανάτου, έχοντας ως σύμμαχο και τον θείο Προκόπιο τον Δεκαπολίτη. Γι’ αυτόν τον λόγο και ξέσχισαν με σιδερένια νύχια όλο το σώμα του και τον τράχηλό του και τον έριξαν στη φυλακή. Έτυχε όμως και πέθανε ο τύραννος, οπότε ο όσιος ελευθερώθηκε. Κι από τη φυλακή βγαίνοντας, συνέχισε τον ίδιο τρόπο ζωής. Προετοίμαζε και καθοδηγούσε πολλούς στον δρόμο της αρετής και επανέφερε τους πλανηθέντες στην ορθόδοξη πίστη, μέχρις ότου με χαρά και με ευχαριστία εκδήμησε προς τον Θεό, τον Οποίο ποθούσε από βρέφους».
Πάντοτε η ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας προβάλλει ως τρόπο ζωής κάτι που προκαλεί τη λογική του κοσμικού μη εν Θεώ ζώντος ανθρώπου, έστω κι αν χαρακτηρίζεται επιφανειακά χριστιανός: ότι δηλαδή η εγκράτεια ως περιορισμός των σαρκικών ηδονών αποτελεί την τρυφή του πιστού, η πτωχεία ως συνειδητή επιλογή συνιστά τον πλούτο του, η ακτημοσύνη ως άρνηση κατοχής οιωνδήποτε υλικών πραγμάτων, κυρίως δε εσωτερικής δέσμευσης σε αυτά, είναι η μεγάλη περιουσία του, η ταπείνωση είναι ο έπαινός του. Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο χριστιανός αγωνίζεται κατά του κεντρικού πάθους του ανθρώπου, της φιλαυτίας με όλα τα παρακλάδια της: της φιληδονίας, της φιλαργυρίας, της φιλοδοξίας, ώστε να τη μεταστρέψει και να την κάνει φιλοθεΐα και φιλανθρωπία. Δηλαδή κτυπά τα πάθη του με τις αντίστοιχες αρετές, ώστε μεταστρέφοντας με τη χάρη του Θεού τη φιλαυτία σε φιλοθεΐα και φιλανθρωπία, να βρει το σημείο συντονισμού του με τη χάρη του Θεού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ζητούμενο πάντοτε είναι ο ίδιος ο Θεός και η χάρη Του στη ζωή του ανθρώπου και το μόνο σημείο που ο άνθρωπος βρίσκει όντως τον Θεό είναι η αγάπη. Από την άποψη αυτή δεν δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε ό,τι στο Γεροντικό για παράδειγμα διαβάζουμε για οσίους μας, που έλεγαν: «Πηγαίνω όπου υπάρχει κόπος και εκεί βρίσκω ανάπαυση».
Το παραπάνω σκεπτικό επισημαίνουμε και στην ασκητική ζωή του οσίου Βασιλείου. Ο υμνογράφος μας καθοδηγεί και μας λέει: «Επιθύμησες την πάνω από τον ανθρώπινο νου μακαριότητα του Θεού, γι’ αυτό και θεώρησες, θεσπέσιε, την εγκράτεια ως τρυφή σου, την πτωχεία ως πλούτο σου, την ακτημοσύνη ως μεγάλη περιουσία, την ταπείνωση ως έπαινό σου» («Της μακαριότητος της υπέρ νουν ορεγόμενος, ελογίσω, θεσπέσιε, τρυφήν την εγκράτειαν, την πτωχείαν πλούτον, την ακτημοσύνην περιουσίαν δαψιλή, και ευδοξίαν την μετριότητα») (στιχηρό εσπερινού). Με άλλα λόγια κανείς δεν μπορεί να συναντηθεί αληθινά με τον Θεό, να νιώσει ζωντανή μέσα του τη χάρη του Πνεύματός Του, έχοντας μέσα του ενεργό το πάθος του εγωισμού με τα παρεπόμενά του. Κι από την άποψη αυτή καταλαβαίνει και την ευλογία της περιόδου της Σαρακοστής, που δίνει πάμπολλες αφορμές ελέγχου των ψεκτών παθών μας και μεταστρέψεώς τους σε ένθεα πάθη, δηλαδή σε αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο.
Ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, εκτός βεβαίως από την ασκητική διαγωγή του οσίου Βασιλείου, τονίζει σε αρκετούς ύμνους του κανόνα του και την ιδιαίτερη άθληση του οσίου στο θέμα των αγίων εικόνων. Η εποχή του οσίου Βασιλείου αυτό κυρίως αντιμετώπιζε, τη χριστολογική αίρεση των εικονομάχων με την τεράστια πολεμική που είχαν εξαπολύσει κατά των ορθοδόξων, και εκεί αθλήθηκε ο όσιος: και με τη διδασκαλία του, αλλά και με το μαρτύριό του, από το οποίο πήρε και τον χαρακτηρισμό του ομολογητή. Ο υμνογράφος λοιπόν, συνθεωρώντας μαζί με τον όσιο Βασίλειο και τον μαθητή αυτού Προκόπιο Δεκαπολίτη (27 Φεβρουαρίου), σημειώνει κάτι πολύ ωραίο για τον αγώνα τους αυτόν υπέρ των αγίων εικόνων: σέβονταν οι όσιοι τις εικόνες, γιατί κρατούσαν όρθιο το κατ’ εικόνα Θεού της ψυχής τους. Η τιμή που απένειμαν δηλαδή στις εικόνες της Εκκλησίας μας ήταν η συνέχεια της τιμής που έδιναν στην εικόνα του Θεού μέσα στην καρδιά τους. Κι αυτό σημαίνει: αυτός που έχει ανοικτά τα μάτια της ψυχής του και βλέπει με σεβασμό τον χαρισματικό εαυτό του, τον αναγεννημένο από τη χάρη του Θεού στην Εκκλησία διά του αγίου βαπτίσματος και των λοιπών μυστηρίων, αυτός και μόνον μπορεί να στέκεται σωστά και απέναντι στις εικόνες, οι οποίες αισθητοποιούν τη ζωντανή παρουσία του Χριστού, της Παναγίας, των αγίων μέσα στην Εκκλησία μας. Συνεπώς κατά αντίστροφο τρόπο: οι πολέμιοι των εικόνων, αυτοί που ισχυρίζονται ότι πρόκειται περί «ειδωλολατρικών» πραγμάτων, είναι οι ίδιοι που πρώτα από όλα έχουν γκρεμίσει μέσα τους την εικόνα του Θεού και την αληθινή εικόνα και του ανθρώπου. «Τηρήσατε με ευσέβεια το κατ’ εικόνα της ψυχής, όσιοι, γι’ αυτό και αθληθήκατε στο μαρτύριο, σεβόμενοι την άχραντη εικόνα του Χριστού» («Τηρήσαντες ευσεβώς το κατ’ εικόνα της ψυχής, όσιοι, την του Χριστού άχραντον σέβοντες εικόνα ηθλήσατε» (ωδή γ΄).
Ο άγιος Θεοφάνης δεν φείδεται ύμνων, προκειμένου να προβάλει, όπως είπαμε, τη συνάθληση με τον όσιο Βασίλειο και του μαθητή του, οσίου Προκοπίου. Όχι ένας ή δύο, αλλά έξι ύμνοι μέσα στον κανόνα μιλούν για τον μαθητή, τον σύναθλο, τον σύμπνοο, τον ισόρροπο του οσίου Βασιλείου Προκόπιο. Για παράδειγμα: «Πέτυχες, πάτερ, τον συναθλητή και έμφρονα στρατιώτη, που πρόκοβε πάντοτε στις αρετές, μαζί με τον οποίο με χαρά αγωνίστηκες στο μαρτύριο της σταθεράς άθλησης» («Συνάθλου και στρατιώτου έμφρονος, Πάτερ, επέτυχες, ταις αρεταίς προκόπτοντος αεί∙ μεθ’ ου χαίρων, πανόλβιε, της σταθηράς αθλήσεως διηγωνίσω το μαρτύριον») (ωδή α΄)∙ «Έχοντας την επωνυμία της ουράνιας βασιλείας, πορεύτηκες την οδό που οδηγεί σ’ αυτήν, αφού βρήκες σύμπνοο, δηλαδή ομόψυχο και ομόπιστο τον Προκόπιο» («Βασιλείας ως επώνυμος ουρανίου, την προς αυτήν απάγουσαν οδόν επορεύθης, σύμπνοον ευράμενος Προκόπιον») (ωδή δ΄). Γιατί ο ιδιαίτερος αυτός τονισμός; Χωρίς να αναφέρει επ’ αυτού κάτι ο άγιος Θεοφάνης, προφανώς έχει υπόψη του αυτό που ο λόγος του Θεού πάντοτε σημειώνει: «Αδελφός υπ’ αδελφού βοηθούμενος ως πόλις οχυρά», ο αδελφός όταν βοηθείται από αδελφό είναι σαν οχυρωμένη πόλη. Γιατί αν συμβεί οποιοδήποτε στραβοπάτημα, ο άλλος θα σπεύσει αμέσως σε βοήθεια. Γι’ αυτό «ουαί τω ενί». Αλίμονο στον ένα.