῾῾Υμεῖς γάρ ναός
Θεοῦ ἐστε ζῶντος, καθώς εἶπεν ὁ Θεός᾽
(Β´ Κορ. 6, 16)
α. ῾Η προφανής
καί δεδομένη ἀδυναμία τῶν πιστῶν νά βρίσκονται σέ κοινωνία μέ τούς ἀπίστους εἰδωλολάτρες,
ὅπως δέν μπορεῖ νά συνυπάρχει τό φῶς μέ τό σκοτάδι, ἀποτελεῖ τήν αἰτία γιά τόν ἀπόστολο
Παῦλο νά μνημονεύσει τούς προφητικούς λόγους περί τῆς στενῆς σχέσης, σχέσης
ταυτότητας, τοῦ Θεοῦ μέ τόν λαό Του ᾽Ισραήλ. ῾Πῶς μπορεῖ νά βρίσκονται μαζί
στόν ἴδιο τόπο ὁ ναός τοῦ Θεοῦ καί τά εἴδωλα;᾽ διερωτᾶται. Γιά νά ἐξαγάγει τό
λογικό συμπέρασμα ὅτι ῾ὑμεῖς ναός Θεοῦ ἐστε
ζῶντος, καθώς εἶπεν ὁ Θεός ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω, καί ἔσομαι
αὐτῶν Θεός, καί αὐτοί ἔσονταί μοι λαός᾽. Γι᾽ αὐτό βγεῖτε καί φύγετε μακριά ἀπό
τούς ἀπίστους καί ξεχωρίστε ἀπ᾽ αὐτούς, λέει ὁ Κύριος.
β. 1. ῾Η ἀπομάκρυνση
ἀπό τούς εἰδωλολάτρες πού συνιστᾶ στούς Κορινθίους ὁ ἀπόστολος βασισμένος στόν
προφητικό λόγο δέν πρέπει νά κατανοηθεῖ ἀπό πλευρᾶς τοπικῆς: δέν χρειάζεται ὁ
χριστιανός νά πάρει τά ὄρη καί τά βουνά. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος στήν ἀρχιερατική Του
προσευχή στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ λίγο πρίν ἀπό τή σύλληψή Του ἀπευθύνεται στόν
Οὐράνιο Πατέρα Του γιά νά πεῖ: ῾Οὐκ ἐρωτῶ
Σε ἵνα ἄρῃς αὐτούς (τούς μαθητές Του) ἐκ
τοῦ κόσμου, ἀλλ᾽ ἵνα τηρήσῃς αὐτούς ἐκ τοῦ πονηροῦ᾽. Στήν Παλαιά Διαθήκη
βεβαίως ἔπρεπε νά ὑπάρχει ἡ ἰδιαίτερη προσοχή καί ὁ φόβος στούς ᾽Ισραηλίτες γιά
νά διαφυλάξουν τήν ἀλήθεια τῆς πίστης τους ἀπό τόν συγχρωτισμό τους μέ τούς εἰδωλολάτρες:
τό μόνιμο πρόβλημά τους ἦταν ἀκριβῶς ἡ ἐπιρροή πού δέχονταν ἀπό αὐτούς. Μετά
τόν ἐρχομό τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ ὅμως ἡ προσοχή ἐξακολουθεῖ καί ὑφίσταται
γιά τούς χριστιανούς, ἀλλά χωρίς κανένα φοβικό σύνδρομο, κι αὐτό λόγω τῆς αὐτοσυνειδησίας
τους: μέ τόν Χριστό γινήκαμε ναός Θεοῦ, ἑνωθήκαμε μαζί Του ὀργανικά ὅπως εἶναι
συνδεδεμένα τά μέλη μέ τό σῶμα καί τήν κεφαλή, Τόν ντυθήκαμε καί Τόν
φανερώνουμε ῾ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ᾽ στόν
κόσμο. Κι αὐτό θά πεῖ: ὁ χριστιανός προσέχει μέν τόν ἑαυτό του, ἀλλά ζώντας τήν
ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἀνοίγεται στόν κόσμο καταθέτοντας τή μαρτυρία τῆς ἀγάπης του
πρός ὅλους. ῾Ο κόσμος δηλαδή γίνεται γι᾽ αὐτόν τό πεδίο τῆς ἱεραποστολικῆς
δράσης του, ὄχι τόσο μέ τά λόγια, ὅσο μέ τήν ἴδια τήν ἁγιασμένη ζωή του. ῾Οὐ γάρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός πνεῦμα δειλίας, ἀλλά
δυνάμεως καί ἀγάπης καί σωφρονισμοῦ᾽.
2. Οἱ χριστιανοί
λοιπόν ἀποτελοῦμε ναό τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ. Στά δικά μας ὅρια τῆς ψυχῆς καί τοῦ
σώματος ψηλαφοῦμε τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί ὡς ὅλο καί ὡς μέρος. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι
ἡ χάρη τοῦ ἁγίου βαπτίσματος μέ τήν ὁποία ἐνσωματώνεται κανείς στό σῶμα τοῦ
Χριστοῦ κάνει τόν κάθε χριστιανό νά κατανοεῖ τόν ἑαυτό του ὡς μέλος τοῦ Χριστοῦ
καί τῆς ᾽Εκκλησίας, συνεπῶς ὅτι συνιστᾶ
ναό τοῦ Θεοῦ (῾οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστι καί οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν;᾽ θά πεῖ ἀλλοῦ καί πάλι ὁ ἀπόστολος), ταυτοχρόνως ὅμως τόν κάνει νά ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι εἶναι ναός τοῦ
Θεοῦ μαζί μέ τούς ἄλλους πιστούς καί ὅτι μόνος του δέν μπορεῖ νά εἶναι ἐν Χριστῷ.
῾Ο κάθε χριστιανός δηλαδή ὡς ναός τοῦ Θεοῦ νιώθει τήν παρουσία ᾽Εκείνου στήν ὕπαρξή του
στόν βαθμό πού τήν ὕπαρξή του αὐτή τήν ἔχει ἐκκλησιάσει ῾σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις᾽. Κατά τή γνωστή πατερική φράση ἕνας
χριστιανός δέν ὑπάρχει. ῾῞Ενας
χριστιανός, κανένας χριστιανός᾽.
Καί βεβαίως εἶναι
εὐνόητο ἔτσι ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ πρωτίστως βίωμα τοῦ
παρόντος καί κατ᾽ ἐπέκταση ὅραμα τοῦ μέλλοντος. Κι ἐδῶ πάλι θέλουμε νά ποῦμε ὅτι
οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ γιά τίς ὁποῖες μιλᾶ ὁ ἀπόστολος στή συνέχεια τοῦ λόγου
του - ῾ταύτας οὖν ἔχοντες τάς ἐπαγγελίας,
ἀγαπητοί᾽ - : δηλαδή ὅτι ὁ Θεός μᾶς εἶπε ὅτι θά ζεῖ καί θά περπατᾶ μέσα μας
σάν σέ ναούς Του καί θά λειτουργεῖ ὡς Πατέρας ἀπέναντι στά παιδιά Του, εἶναι
συγκεκριμένες ἐπαγγελίες καί ὑποσχέσεις πού ἤδη μᾶς δόθηκαν στό παρόν καί
προσδοκοῦμε τήν αὔξησή τους στό μέλλον, ὅταν θά ξανάρθει καί πάλι στή Δευτέρα
Του παρουσία. ῾Ο Θεός δηλαδή ἀφότου ἦλθε στόν κόσμο ὡς ἄνθρωπος δέν κράτησε
κάτι πού ἤδη δέν μᾶς τό ἔδωσε. Μᾶς ἔδωσε τά πάντα: τόν ἴδιο Του τόν ῾Εαυτό καί
μᾶς καλεῖ νά Τόν κρατᾶμε ὥστε ἐμεῖς νά αὐξάνουμε ἐσωτερικά καί νά πλατυνόμαστε
μέ τή χάρη Του. ῾Μέχρις ὅτου καταντήσωμεν
οἱ πάντες εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ᾽.
῎Ετσι ὁ χριστιανός ζεῖ ὡς ναός τοῦ Θεοῦ, μέ ἐπίγνωση τῶν ἐνεργειῶν τῆς χάρης
Του καθώς μάλιστα κοινωνεῖ τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου Του, παράλληλα ὅμως
προσβλέπει στόν ῾καί πάλιν ἐρχόμενον μετά
δόξης Κύριον᾽ προκειμένου νά μετάσχει μέ ὅλη τή δυνατή πληρότητα γιά τά ἀνθρώπινα
μέτρα του στή δόξα Αὐτοῦ.
3. ῾Ο ἀπόστολος ὅμως
ἔρχεται καί πάλι νά μᾶς προσγειώσει. Μπορεῖ νά μᾶς ὑπενθυμίζει τό μεγαλεῖο τῆς
κλήσης μας ὡς χριστιανῶν, ταυτοχρόνως ὅμως θέτει καί τίς προϋποθέσεις: ῾καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός
καί πνεύματος᾽. Καραδοκεῖ σέ κάθε στιγμή αὐτοῦ τοῦ κόσμου τοῦ πεσμένου στήν
ἁμαρτία ὁ πειρασμός τῆς πτώσης: τά πάθη μας ἀκόμη δέν ἔχουν ἐξαλειφθεῖ ὁλοκληρωτικά,
παρ᾽ ὅλη τή χάρη τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί τῶν ἄλλων μυστηρίων, ὁ κόσμος εἶναι ὑποταγμένος
στόν ἀρχέκακο διάβολο καί μᾶς παρασύρει στό κακό, ὁ ἴδιος ὁ διάβολος ῾ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα
καταπίῃ᾽. Λοιπόν ὁ ἀγώνας γιά τήν κάθαρση τοῦ ἑαυτοῦ μας οὔτε στιγμή δέν
μπορεῖ νά χαλαρώσει ἤ νά σταματήσει. Κάθε χαλάρωμα συνιστᾶ καί ὑποχώρηση. Γιά
νά φανερωθοῦν οἱ ἐνέργειες τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἀντιφεγγίσει τό φῶς ᾽Εκείνου,
ἡ καρδιά μας ὡς τό πεδίο τῆς κατεξοχήν δράσης Του πρέπει νά εἶναι καθαρό. ῾Ο ἅγιος
Θεός ῾ἐν τοῖς ἁγίοις ἐπαναπαύεται᾽, πού
σημαίνει ἐπαναπαύεται στούς ἀγωνιζομένους στή μετάνοια, γιατί αὐτή ὁδηγεῖ σέ
κάθαρση τήν καρδιά. ῎Ετσι ὁ πιστός ῾νήφει
ἐν πᾶσι᾽, πρωτίστως μάλιστα στούς λογισμούς ἀπό τούς ὁποίους ξεκινᾶ κάθε
διαδικασία ἁμαρτίας, ὥστε νά ἀντιδράσει σέ κάθε μολυσμό ῾σαρκός καί πνεύματος᾽, σώματος δηλαδή καί ψυχῆς. ῾Υπάρχουν ἁμαρτίες
πιό ῾χοντρές᾽, αὐτές πού ἀναφέρονται στό σῶμα - ἡ λαιμαργία, ἡ γαστριμαργία, ἡ
πορνεία, ἡ μοιχεία, ἡ τεμπελιά - ὑπάρχουν καί ἁμαρτίες πιό ῾λεπτές᾽ πού ἀναφέρονται
στήν ψυχή - ἡ λύπη, ἡ κενοδοξία, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ μνησικακία. Λοιπόν ἡ νήψη εἶναι
γιά ὅλων τῶν εἰδῶν τίς ἁμαρτίες καί ὄχι γιά κάποιες ἐπί μέρους. Διότι ἡ κάθε ἁμαρτία
δημιουργεῖ τόν μολυσμό γιά τόν ὁποῖο λέει ὁ ἀπόστολος.
4. Πῶς
καθαρίζεται ὅμως ἡ καρδιά ἀπό τόν κάθε μολυσμό; Καί σ᾽ αὐτό ὁ ἀπόστολος δέν μᾶς
ἀφήνει ἀβοήθητους. ῾᾽Επιτελοῦντες ἁγιωσύνην
ἐν φόβῳ Θεοῦ᾽ λέει. ῞Οταν ἔχουμε φόβο Θεοῦ, ὅταν δηλαδή ὑπάρχει ἡ αἴσθηση τῆς
παρουσίας Του στή ζωή μας γιατί εἴμαστε ναός Του, τότε ὁ μόνιμος καί ἀδιάκοπος
προσανατολισμός μας, κυριολεκτικά ἡ προτεραιότητά μας, θά εἶναι οἱ ἐντολές τοῦ
Θεοῦ, καί μάλιστα ἐκείνη πού συγκεφαλαιώνει τά πάντα: ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί
τόν συνάνθρωπο. Μέ ἄλλα λόγια ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται καί αὐξάνει ἐν Χριστῷ στόν
βαθμό πού ὠθεῖ διαρκῶς τόν ἑαυτό του στήν τήρηση τοῦ ἁγίου θελήματος Αὐτοῦ. ῞Αγιος
σημαίνει ἄνθρωπο πού βαδίζει κατά τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ. ῾Διά τῶν ἐντολῶν ὅδευσον᾽ ἦταν ἡ προτροπή τῆς πρώτης ᾽Εκκλησίας καί
τῆς κάθε ᾽Εκκλησίας ἀνά τούς αἰῶνες. Λοξοδρόμηση ἀπό τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ - καί
πάλι τονίζουμε: τήν ἀγάπη καθέτως καί ὁριζοντίως – σημαίνει ἐκτροπή ἀπό τήν ῾῾Οδόν᾽, δηλαδή ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο,
καί πέσιμο ῾εἰς βόθυνον᾽. Λοιπόν: ἡ
τήρηση τῆς περιεκτικῆς ὅλων τῶν ἐντολῶν ἀγάπης κρατᾶ καθαρή τήν καρδιά μας ἀπό
τίς ἐπιδράσεις τῆς ἁμαρτίας, ἀφήνει ἐλεύθερη τή χάρη καί τό φῶς τοῦ Θεοῦ νά ἀγκαλιάζουν
ὅλη τήν ὕπαρξή μας, λειτουργοῦμε ὡς πράγματι ναός τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ὡς ῾ἐν σαρκί περιπολοῦντες Θεοί᾽ γιά νά
θυμηθοῦμε καί πάλι γνωστή πατερική ἔκφραση.
γ. Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα
τῆς σημερινῆς Κυριακῆς εἶναι ἀπό τά μικρότερα πού ἀναγινώσκονται στήν ᾽Εκκλησία.
᾽Από τά σημαντικότερα καί σπουδαιότερα ὅμως, γιατί περικλείουν ὅλη τήν
πνευματική ζωή: ποῦ κατατείνει ἀνά πᾶσα στιγμή καί ποιά τά πατήματά της. Κι ἄν
πολλοί χριστιανοί ἀκοῦνε γιά μετάνοια ὡς δρόμο αὐτῆς τῆς ζωῆς καί ῾στυγνάζουν ἐπί τῷ λόγῳ᾽ εἶναι γιατί ἴσως
δέν ἔχουν κατανοήσει ὅτι ἡ μετάνοια εἶναι
ὁ δρόμος πάνω στήν ἀγάπη πού φέρνει τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, κυρίως ὅμως δέν ἔχουν
κατανοήσει ὅτι πάνω σ᾽ αὐτόν τόν δρόμο ὑπάρχει ἤδη ὁ Χριστός πού μᾶς κάνει
ναούς καί κατοικητήριά Του.