῾Διδάσκαλε, ποία ἐντολή
μεγάλη ἐν τῷ Νόμῳ;᾽ (Ματθ. 22, 36)
α. ῾Η ἐρώτηση τοῦ νομοδιδασκάλου μέ
σκοπό μάλιστα πειρασμικό γιά τό ποιά εἶναι ἡ μεγάλη ἐντολή τοῦ Θεοῦ στή Μωσαϊκή
νομοθεσία ἦταν ἡ ἀφορμή γιά τόν Κύριο προκειμένου νά μιλήσει γιά τήν ἀγάπη πού
πρέπει νά ἔχει ὁ πιστός πρῶτα στόν Θεό κι ἔπειτα στόν συνάνθρωπό του. ῾᾽Αγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ
καρδίᾳ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καί ἐν
ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. Αὕτη ἐστί πρώτη καί μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δέ ὁμοία αὐτῇ: ἀγαπήσεις
τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν᾽. Κι αὐτό σημαίνει: τό ξεκίνημα ἑνός πειρασμοῦ
γίνεται ἀπό τόν Κύριο εὐκαιρία εὐθύβολης τοποθέτησής Του πάνω σέ ὅ,τι θεωρεῖται
πιό καίριο καί οὐσιαστικό γιά τή σωτηρία του ἀνθρώπου. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν
βεβαίως ἀναμενόμενο: ῾οὐδείς ἐδύνατο αὐτῷ
ἀποκριθῆναι λόγον, οὐδέ ἐτόλμησέ τις ἀπ᾽ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτόν οὐκέτι᾽.
β. 1. ῾Η ἀπάντηση τοῦ Κυρίου καταρχάς στόν
νομοδιδάσκαλο εἶναι εὐνόητο ὅτι δέν ἀναφέρεται μόνο σ᾽ αὐτόν καί τούς ᾽Ιουδαίους.
῾Ο λόγος τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη συνιστᾶ λόγο διαχρονικό, τόν ὁποῖο ἐπιβεβαίωσε
καί ὁ ἴδιος ὁ ᾽Ιησοῦς Χριστός. ῾Ο Χριστός δηλαδή πού ὡς ἄσαρκος Υἱός καί Λόγος
τοῦ Θεοῦ πρίν τήν ἐνανθρώπησή Του ἔδωσε
τόν Νόμο Του στούς ᾽Ιουδαίους μέσω τοῦ Μωϋσῆ, ὁ ῎Ιδιος τώρα ὡς ἄνθρωπος ἔρχεται
καί τόν ἐπικυρώνει, γιά νά φανερωθεῖ ἀκριβῶς ἡ ταυτότητα τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ
στήν οἰκονομία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου: αὐτό πού ξεκίνησε μέ τήν ἐκλογή τοῦ ᾽Ισραήλ
συνεχίστηκε καί ὁλοκληρώθηκε μέ τήν ἐνανθρώπηση
τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, γεγονός πού βιώνεται ἐν ἁγίῳ Πνεύματι μέσα στήν ᾽Εκκλησία.
Γι᾽ αὐτό καί ἡ ᾽Εκκλησία μας θεωρεῖ ἑνοποιημένη τήν ῾Αγία Γραφή εἴτε ὡς Παλαιά
εἴτε ὡς Καινή Διαθήκη. Γιά νά τό ἐπαναλάβουμε
μία ἀκόμη φορά: ἡ Παλαιά Διαθήκη συνιστᾶ ὁλόκληρη μία προφητεία γιά τήν Καινή.
Κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου: ῾ὅ,τι ἔγραψαν ὁ
Μωϋσῆς καί οἱ προφῆτες γιά ᾽Εμένα τό ἔγραψαν᾽.
2. Εἶναι ἐξόχως σημαντική ἡ ἐπιλογή
βεβαίως τοῦ Κυρίου: μεγάλη ἐντολή τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἡ πιό σπουδαία καί καίρια
γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, αὐτή τήν ὁποία δέν μπορεῖ κανείς νά παραθεωρήσει ἤ
νά ὑπερβεῖ, εἶναι ἡ διπλή διάσταση τῆς ἀγάπης: πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο.
῾Ο Κύριος μέ ἄλλα λόγια μᾶς
προσανατολίζει στόν πυρήνα τοῦ ἁγίου θελήματος τοῦ Θεοῦ: ὅ,τι ἄλλο ἔχει πεῖ, ὅ,τι
ἄλλο ἔχει ζητήσει ἀπό τόν λαό Του νά ἐπιτελέσουν πρέπει νά προϋποθέτει καί νά
καταλήγει στήν ἀγάπη. ῾Η ἀγάπη εἶναι ἀκριβῶς τό εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ. Γιατί αὐτό;
Διότι ὁ ῎Ιδιος θά βεβαιώσει ὅτι ῾ὁ Θεός ἀγάπη
ἐστί᾽. Καί μέ τό δεδομένο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽
ὁμοίωσιν Θεοῦ, ἄρα καί ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ζεῖ μέ ἀγάπη. ῾Η ἀγάπη ἀποτελεῖ τή φυσιολογία του. Συνεπῶς
σκέψεις, λόγια, συμπεριφορές του πού καταστρατηγοῦν τό θέλημα αὐτό τοῦ Θεοῦ τόν
ὁδηγοῦν σέ ἀλλοίωση τῆς προσωπικότητάς του, τόν διαστρεβλώνουν ὡς ἄνθρωπο, τόν
κάνουν ἀληθινά ἀπάνθρωπο καί ὑπάνθρωπο. Γι᾽ αὐτό καί δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ
Κύριος μέ ἀπόλυτο τρόπο ἐπικέντρωσε στήν ἀγάπη. ῾Αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους᾽. Τό ἴδιο καί οἱ ἅγιοι
μαθητές καί ἀπόστολοί Του: ῾Πάντα ὑμῶν ἐν
ἀγάπῃ γινέσθω᾽.
3. Γιατί ὅμως αὐτό πού συνιστᾶ τή
φυσιολογία τοῦ ἀνθρώπου: ἡ ἀγάπη, δίνεται ἀπό τόν Θεό μέ τή μορφή ἐντολῆς;
Γιατί ἐντολή καί μάλιστα μεγάλη; Διότι ἀσφαλῶς προϋποτίθεται ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου
στήν ἁμαρτία καί ἑπομένως ἡ ἀλλοίωση τῆς φυσιολογίας του. ῾Ο Θεός δηλαδή
τονίζει τήν ἀγάπη ὡς προσανατολισμό στήν κανονική του κατάσταση, τήν δίνει δέ
μέ τή μορφή τῆς ἐντολῆς προκειμένου νά βοηθεῖται πιά ὁ ἄνθρωπος στήν ἀναπηρία
πού ὑπέστη ἀπό τήν ἁμαρτία του. ῞Οπως ἕνας ὥριμος ἄνθρωπος κινεῖται στήν
πραγμάτωση τοῦ καθήκοντός του ἀπό ἐσωτερική ἀνάγκη χωρίς ἔξωθεν ἐπιβολή, ἐνῶ ἕνας
ἀνώριμος ἔχει ἀνάγκη τήν περιχαράκωση πού δημιουργεῖ μία ἐντολή, κατά τόν ἴδιο
τρόπο θά λέγαμε καί ἐδῶ: ὁ ἄνθρωπος τῆς πτώσης χωρίς πιά τήν ὡριμότητα τῆς ἐλεύθερης
ἀγάπης εἶχε ἀνάγκη τήν ἐντολή γιά ἀγάπη. ῾Η ἐντολή συνιστοῦσε τή βακτηρία του.
4. ῾Η παρατήρηση βεβαίως τοῦ Κυρίου ἀπό
τήν ἄλλη γιά τή διπλή διάσταση τῆς ἀγάπης: πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο δέν ἀφήνει
κανένα περιθώριο παρερμηνείας. ῾Ο ἄνθρωπος καλεῖται νά ἀγαπᾶ τόν Θεό μέ τόν ἴδιο
τρόπο πού καλεῖται νά ἀγαπᾶ καί τόν συνάνθρωπό του. Κι ἀντιστρόφως: νά ἀγαπᾶ
τόν συνάνθρωπό του ὅπως καί τόν Θεό. Καμία διάσπαση δέν μπορεῖ νά ἐπέλθει στή
διπλότητα αὐτή, ἄν θέλει κανείς νά εἶναι στήν ἀγάπη. ᾽Εκεῖνος πού τόνισε μέ
μοναδικό τρόπο τή σύνδεση αὐτή, μᾶλλον τήν ἑνότητα τῆς ἀγάπης στή διπλή της
κατεύθυνση, ἦταν ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ὁ Θεολόγος. ῾᾽Εάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τόν Θεόν, καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν.
῾Ο γάρ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν ὅν ἑώρακε, τόν Θεόν ὅν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;
Καί ταύτην τήν ἐντολήν ἔχομεν ἀπ᾽ αὐτοῦ, ἵνα ὁ ἀγαπῶν τόν Θεόν ἀγαπᾷ καί τόν ἀδελφόν
αὐτοῦ᾽. Μετρᾶμε λοιπόν τόν βαθμό τῆς
ἀγάπης μας στόν Θεό, συνεπῶς πόσο ἀνήκουμε σ᾽ Αὐτόν καί τόν ἔχουμε παρόντα στή
ζωή μας, ἀπό τόν βαθμό τῆς ἀγάπης μας στόν συνάνθρωπό μας. Καί μάλιστα, ὡς
γνωστόν, τόν ὅποιον συνάνθρωπό μας ἀνεξάρτητα ἀπό καταγωγή, μόρφωση, φύλο,
κοινωνική τάξη. ῾Η παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη δέν ἀφήνει καί ἐδῶ κανένα
περιθώριο παρερμηνείας. Γι᾽ αὐτό καί ὁ λόγος τῶν ἀποστόλων, ὅπως τοῦ ἁγίου
Παύλου, εἶναι σαφής: ῾Οὐκ ἔνι ᾽Ιουδαῖος οὐδέ ῞Ελλην, οὐκ ἔνι δοῦλος ἤ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι
ἄρσεν καί θῆλυ. Πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστέ ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ᾽.
γ. ῾Η ἐντολή τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό
καί τόν συνάνθρωπο συνιστᾶ τήν προτεραιότητα πού ζητᾶ ὁ Κύριος γιά τήν εἴσοδο
στή Βασιλεία Του. ῞Οταν προτρέπει ῾ζητεῖτε
πρῶτον τήν βασιλείαν καί τήν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται
ὑμῖν᾽ στήν πραγματικότητα προτρέπει νά στεκόμαστε πάντοτε πάνω στήν ἀγάπη.
Αὐτή συνιστᾶ τόν δρόμο, δηλαδή τόν ἴδιο τόν Χριστό. Μονοπάτια ἐκτός ἀγάπης δέν ὑπάρχουν.
Μπορεῖ κανείς νά ἔχει ὅλες τίς ἀρετές, ἄν λείπει ὅμως ἡ ἀγάπη πού τίς ἑνοποιεῖ
καί τίς νοηματοδοτεῖ, δέν ἔχει τίποτε. Κι ἀκόμη: ἡ ὤθηση τοῦ ἑαυτοῦ μας σ᾽ αὐτήν
τή μοναδική προτεραιότητα μᾶς ὁδηγεῖ μακριά ἀπό ὁποιαδήποτε ταραχή καί ἀπό τόν
σκληρό πόλεμο τῶν λογισμῶν. ῾Η ἀγάπη ἄν γίνει ἀποδεκτή ἀπό τόν ἄνθρωπο συνιστᾶ
τή λύση ὅλων τῶν προβλημάτων του.