Τον όσιο Παΐσιο (που
εορτάζει στις 12 Ιουλίου) επισκέπτονταν άνθρωποι όλων των κοινωνικών τάξεων που
περίμεναν από αυτόν είτε απλώς την ευλογία του είτε τη διορατική απάντησή του
σε κάποιο πιεστικό τους πρόβλημα. Υπήρχαν όμως κι εκείνοι που επιθυμούσαν να
τον συναντήσουν από απλή περιέργεια ή γιατί νόμιζαν ότι θα δουν κάποιον
«φακίρη» που κάνει παράδοξα και θαυμαστά πράγματα, ώστε να παρακινηθούν να
πιστέψουν. Στην τελευταία περίπτωση ο άγιος απαντούσε ως εξής:
«Αν ο Θεός ήθελε να πιστέψουν οι άνθρωποι με τα θαύματα, τότε αυτό θα
ήταν πολύ εύκολο, γιατί με μια υπερφυσική ενέργεια, ορατή απ’ όλον τον κόσμο,
θα τους έκανε όλους να πιστέψουν. Όμως ο Θεός θέλει να πιστεύει ο κόσμος και να
Τον αγαπά για την υπερβολική Του καλωσύνη. Το υπερφυσικό γεγονός, το θαύμα, ο
Θεός ποτέ δεν το κάνει, για να επιδείξει τη δύναμή Του και να κερδίσει έτσι
οπαδούς κοντά Του. Τότε κάνει το θαύμα ο Θεός, όταν πρέπει να αναπληρώσει την
ανθρώπινη αδυναμία. Αν π.χ. είμαστε στην έρημο κι είναι ανάγκη να σπάσουμε μία
πέτρα, τότε κοιτάμε να βρούμε μία άλλη πέτρα με την οποία θα σπάσουμε αυτήν που
θέλουμε. Αν όμως δεν υπάρχει, τότε θα παρακαλέσουμε τον Θεό κι Εκείνος θα κάνει
το θαύμα Του. Πρέπει λοιπόν να γνωρίζουμε πως ό,τι γίνεται ανθρώπινα πρέπει να
το κάνουμε με φυσικό τρόπο, εμείς, ταπεινά. Για ό,τι όμως δεν γίνεται «κατ’ άνθρωπον», τότε προσφεύγουμε στον Θεό. Άκουσε
κι ένα άλλο παράδειγμα: Αν έχουμε μια ασθένεια και θέλουμε να θεραπευτούμε,
πρέπει να πάμε σ’ έναν γιατρό. Κι αν
εκείνος αδυνατεί και δεν μπορεί να μας γιατρέψει, τότε πρέπει να καταφύγουμε
στον Θεό, για να κάνει το θαύμα Του» (Ιερομ. Χριστοδούλου, ο Γέρων Παῒσιος,
σσ. 201-202).
Τι λέει λοιπόν ο άγιος;
Το θαύμα δεν γίνεται από τον Θεό για να
«εξαναγκάσει» τους ανθρώπους να πιστέψουν. Αυτό θα ακύρωνε τον Θεό μας
ως Θεό αγάπης που σέβεται την ανθρώπινη ελευθερία, έστω κι αν τούτο είναι κάτι
που πολλοί ανεπίγνωστα επιθυμούν: «ας μου κάνει θαύμα ο Θεός κι εγώ θα
πιστέψω». Δεν καταλαβαίνουν ότι η επιθυμία τους αυτή καθιστά τον Θεό «έρμαιο»
της δικής τους θέλησης και «παιχνίδι» στα
χέρια τους – πρόκειται για τη στάση της απιστίας που διαπιστώνουμε στον ίδιο
τον πονηρό διάβολο και τους σταυρωτές Του κάτω από τον Σταυρό: «Κατέβα από τον
Σταυρό και θα πιστέψουμε ότι είσαι ο Υιός του Θεού»!
Το θαύμα το κάνει ο
Θεός μέσα στο πλαίσιο της παντοδυναμίας Του, όταν πρώτον, υπάρχει η πίστη και η
αγάπη σ’ Αυτόν. Η πίστη δηλαδή, έστω και λίγη, προηγείται και δεν έπεται του
θαύματος. Κι αυτό γιατί, όπως επισημαίνει ο όσιος, η σχέση μας με τον Θεό είναι
σχέση προσωπική, δηλαδή σχέση αγάπης – «Εγώ ειμι ο Ων» αποκάλυψε. Εκείνος που
μας αγάπησε «έως τέλους» και μας πρόσφερε και την ίδια Του τη ζωή δείχνοντάς
μας απόλυτη εμπιστοσύνη, ζητάει από εμάς αντίστοιχη στάση. Ας φανταστούμε το τι
συμβαίνει μεταξύ δύο ερωτευμένων για παράδειγμα: η εμπιστοσύνη μεταξύ τους θεωρείται το
καθοριστικό στοιχείο της σχέσης τους. Κλονίζεται η πίστη μεταξύ τους; Χάνεται
και η αγάπη, διαλύεται και η σχέση. Πολύ περισσότερο λοιπόν ισχύει τούτο στη
σχέση μας με τον Θεό, όταν μάλιστα η αγάπη Εκείνου είναι απόλυτη και πάντοτε
δεδομένη. Τι ζητάει Εκείνος; Όπως είπαμε, έστω και ένα minimum πίστης και αγάπης, δείγμα της
ταπείνωσής μας. Τότε συγκινείται και μας ενισχύει, κάνοντας και θαύμα. Διαφορετικά, ποτέ η επίμονη αμφισβήτηση
του ανθρώπου δεν μπορεί να τεθεί ως βάση για την παρουσία του Θεού.
Και δεύτερον, όταν ο Θεός
«έρχεται να αναπληρώσει την ανθρώπινη αδυναμία». Πράγματι, επανειλημμένως ο
μεγάλος όσιος τόνιζε ότι ο άνθρωπος πρέπει να εξαντλήσει κάθε δική του
δυνατότητα για να ζητήσει την επέμβαση του Θεού. Συνήθιζε μάλιστα να λέει ότι
πίσω από τη «γρήγορη» καταφυγή στον Θεό για να κάνει θαύμα κρύβεται η τεμπελιά
του ανθρώπου, ο οποίος αρνείται να αλλάξει την όποια βολή και τις συνήθειές
του, περιπίπτοντας έτσι στον «εκπειρασμόν του Κυρίου». Κι απόδειξη της αλήθειας
για τον όσιο της προτεραιότητας του ανθρωπίνως δυνατού είναι ότι αυτό
περικλείει την ταπείνωση. Κι όπου ταπείνωση, εκεί υπάρχει κι ο (ταπεινός) Θεός.
Μήπως ο λόγος του αγίου
Γέροντα πρέπει ιδιαιτέρως να εκτιμηθεί στην εποχή μας; Γιατί υπάρχουν αρκετοί
αδελφοί που «διακωμωδούν» για παράδειγμα τα υγειονομικά μέτρα λόγω του
κορονοϊού, επιλέγοντας την «τεμπελιά», κατά τον όσιο, της καταφυγής στη Θεία
Πρόνοια και του θαύματος που θα κάνει ο Θεός για τους σώσει. Στην περίπτωση
αυτή βεβαίως πρέπει να κατηγορηθεί και ο ίδιος ο Κύριος, γιατί τις περισσότερες
φορές επέλεγε το ταπεινό και το δύσκολο
της ανθρώπινης ενέργειας κι όχι την καταφυγή στη θεία Του παντοδυναμία!