Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

Μέ ἀφορμή τή συνάντηση τοῦ ὁσίου Παϊσίου μέ τόν ἅγιο Λουκιλιανό



Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ

«Στίς 13 Μαΐου τοῦ 1979 ὁ Γέροντας μετακόμισε ἀπό τό κελί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στό Κουτλουμουσιανό κελί, «Παναγούδα». Ἦταν 3 Ἰουνίου καί ὁ Γέροντας, λόγω τῆς μετακόμισης, δέν εἶχε τακτοποιήσει τά πράγματά του οὔτε εἶχε βγάλει ἀπ’ τά κιβώτια τά Μηναῖα καί τά ἄλλα ἐκκλησιαστικά βιβλία. Λόγω τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, ὁ Γέροντας δέν ἤξερε τήν ἀκριβή ἡμερομηνία καί ποιός ἅγιος γιόρταζε ἐκείνη τήν ἡμέρα καί τήν ἀκολουθία τήν ἔκανε μέ κομποσκοίνι. Ὅταν ἔφτασε νά εὐχηθεῖ γιά τόν ἅγιο τῆς ἡμέρας κι ἔλεγε τό συνηθισμένο «ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν», τόν ἀπασχόλησε ὁ λογισμός ποιός νά εἶναι ὁ ἅγιος πού γιόρταζε. Ἐκείνη τή στιγμή ἐμφανίστηκαν, μέ θαυμαστό τρόπο, μέσα στό ἐκκλησάκι δύο ἅγιοι, ὁ ἕνας μπροστά καί ὁ ἄλλος λίγο πιό πίσω. Ὁ δεύτερος ἦταν ὁ ἅγιος Παντελεήμων. Ὁ Γέροντας πάντα ἔλεγε ὅτι ὁ ἅγιος Παντελεήμων μοιάζει πολύ μέ τόν εἰκονιζόμενο στήν εἰκόνα τῆς σκήτης τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος. Ὁ ἄλλος ἅγιος πού ἦταν μπροστά ἦταν ἄγνωστος. Εἶπε τότε ἐκεῖνος: «Γέροντα, εἶμαι ὁ Λουκιλιανός».
 Ὁ Γέροντας δέν εἶχε προσέξει αὐτό τό ὄνομα καί ρώτησε: 
- Πῶς; Λουκιανός;
- Ὄχι, τοῦ ἀπάντησε ὁ ἅγιος. Εἶμαι ὁ Λουκιλιανός.
 Καί τότε, πάλι μέ θαυμαστό τρόπο, οἱ δύο ἅγιοι ἐξαφανίστηκαν. 
   Τότε ὁ Γέροντας πῆγε καί ἄνοιξε τά κιβώτια μέ τά βιβλία καί στό Μηναῖο τοῦ Ἰουνίου βρῆκε πραγματικά ὅτι στίς 3 ἦταν ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Λουκιλιανοῦ.
   Ἀπό τότε ὁ Γέροντας ἀγαποῦσε τόν ἅγιο Λουκιλιανό ἰδιαίτερα κι ἔβαλε μιά εἰκονίτσα στό ἱερό καί μιά πάνω ἀπό τό στασίδι του, πού τήν εἶχε ἐκεῖ μέχρι τό τέλος».   (Ἱερομ. Χριστοδούλου, ὁ Γέρων Παῒσιος, σσ. 274-275).

1.  Οἱ ἅγιοι εἶναι ζωντανοί καί μετά θάνατον.

Οἱ ἅγιοι δέν εἶναι ὑπερφυσικά ὄντα, ξένα πρός ἐμᾶς καί τή φύση μας. Ὑπῆρξαν ἄνθρωποι πού ἔζησαν καί ἔδρασαν κάτω ἀπό τίς ἴδιες σχεδόν συνθῆκες μέ ἐμᾶς. Τό μόνο ἰδιάζον στοιχεῖο τῆς ζωῆς τους ἦταν ἡ ἀγάπη τους πρός τόν Χριστό, πού τούς ὁδηγοῦσε στό νά τηρήσουν μέ κάθε δυνατή πιστότητα τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου τους. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι γνωστό: σάρκωσαν τόν Χριστό μέσα τους καί ἔγιναν «δοχεῖα τοῦ ἁγίου Πνεύματος». Γι’ αὐτό καί ὅταν ἦλθε ἡ στιγμή νά φύγουν ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, εἴτε μέ φυσικό εἴτε μέ μαρτυρικό θάνατο, βρέθηκαν στά χέρια Ἐκείνου πού μέ πάθος ἀγάπησαν.  Ἡ ψυχή τους, μετά τήν προσωρινή, μέχρι τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἀπόθεση τοῦ σώματός τους, χαίρει καί ἀγάλλεται γιά τήν ἀπολαβή τῶν δωρεῶν τοῦ Παραδείσου, ἀλλά καί σκιρτᾶ μέ τήν προσμονή τῶν ἀκόμη μεγαλυτέρων ἀγαθῶν πού ἔχει ὑποσχεθεῖ ὁ Θεός στους ἀγαπημένους Του. 
   Βεβαίως, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, πιστοί καί ἄπιστοι, θά βρεθοῦμε μετά τόν θάνατό μας στά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ. Μά, ἡ ζωή ἐκείνη, ἡ μετά τήν ἐδῶ στόν κόσμο αὐτό, δέν εἶναι ἡ ἴδια γιά ὅλους. Γιά τούς πιστούς, πολύ περισσότερο γιά τούς ἁγίους, τούς κατεξοχήν πιστούς, εἶναι πραγματική καί ἀληθινή ζωή, γιατί ζοῦν τήν κοινωνία μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Θεό. Ἐνῶ γιά τούς ἀπίστους εἶναι μιά ζωή ἐν θανάτῳ: ζοῦν μέσα στόν Θεό, χωρίς νά νιώθουν τήν εὐεργετική παρουσία Του. Μᾶλλον θά ἔλεγε κανείς ὅτι ἡ παρουσία αὐτή τοῦ Θεοῦ λειτουργεῖ ἀρνητικά γι’ αὐτούς: τούς δημιουργεῖ λόγω τῆς ἀμετανοησίας τους κόλαση. 
   Ἀναλογικά, συμβαίνει περίπου τό ἴδιο πού ζοῦν οἱ ἄνθρωποι καί ἐδῶ, στή γῆ. Οἱ πιστοί ζοῦμε τόν Θεό, οἱ ἄπιστοι ζοῦν ὡς ἤδη πεθαμένοι. «Ἄφες τούς νεκρούς θάψαι τούς ἑαυτῶν νεκρούς» (Ματθ. 8, 22) εἶπε ὁ Κύριος. Κι αὐτό θά πεῖ: μπορεῖ κάποιος νά εἶναι βιολογικά ἐν ζωῇ, πνευματικά ὅμως νά εἶναι ἤδη νεκρός. Ἡ ψυχή λοιπόν τοῦ ἀμετανοήτου καί ἀπίστου ἀνθρώπου θά βρίσκεται σέ αὐτήν τήν παράδοξη κατάσταση: νά εἶναι ζωντανή νεκρή. Καί ἡ προοπτική τῆς Δευτέρας Παρουσίας θά ἐπιτείνει ἀκόμη περισσότερο τήν τραγικότητα.
    Οἱ ἅγιοι λοιπόν, ὄχι μόνον στόν κόσμο αὐτό, ἀλλά πολύ περισσότερο μετά τόν θάνατό τους, εἶναι ζωντανοί. Κι ἡ παρουσία τους γεμίζει καί τόν δικό μας κόσμο, πιό πολύ ἀπό ὅ,τι ὅταν βρίσκονταν μέ τό σῶμα τους. Διότι ἀκριβῶς τώρα δέν ἐμποδίζονται ἀπό τό φυσικό τους σκήνωμα. Ἄς θυμηθοῦμε τά λόγια ἐδῶ, τοῦ ἄλλου μεγάλου συγχρόνου ὁσίου Γέροντα Πορφυρίου: «Μετά τόν θάνατό μου θά εἶμαι πιό πολύ κοντά σας, γιατί δέν θά ἔχω τόν περιορισμό τοῦ σώματος».

2.  Μᾶς ἀκοῦνε καί ἐπεμβαίνουν στή ζωή μας.

 Μποροῦν λοιπόν καί μᾶς ἀκοῦνε, κι ἀκόμη νά ἐπεμβαίνουν στή ζωή μας. Βεβαίως τοῦτο δέν ὀφείλεται σέ κάποια ὑπερφυσική ἱκανότητα δική τους οὔτε ἀσφαλῶς στή μεταβολή τῆς φύσης τους σέ κάτι ἄλλο ἀπό αὐτό πού εἶναι: ἄνθρωποι σάν κι ἐμᾶς. Ὀφείλεται στήν ἐνέργεια τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ, πού τούς δίνει τή δυνατότητα νά εἶναι κοντά μας. Οἱ ἅγιοι δηλαδή, ὡς ψυχές στή φάση πού βρίσκονται, (ἄρα καί αὐτοί εὑρισκόμενοι ὄχι στήν τέλεια κατάστασή τους, ἀφοῦ δέν ἔχουν τό σῶμα τους), λόγω τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ πού ζεῖ πλούσια μέσα τους, γίνονται τρόπον τινά καί αὐτοί πανταχοῦ παρόντες. Ὄχι ὅτι ἡ ψυχή τους βρίσκεται παντοῦ· ἁπλῶς ζώντας μέσα στόν πανταχοῦ παρόντα Θεό τούς δίνεται ἡ χάρη νά ἀκοῦνε τούς πιστούς καί νά ἐπεμβαίνουν, ἄν ἐπιτρέψει ὁ Θεός, στή ζωή τους. 
   Εἶναι πολύ ἀποκαλυπτικά ἐν προκειμένῳ τά λόγια τοῦ γνωστοῦ σέ ὅλους συγχρόνου ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἄθω. Σέ γραφή του σχετικά μέ τούς ἁγίους ἀναφέρει:
    «Σέ πολλούς φαίνεται πώς οἱ ἅγιοι εἶναι μακριά μας. Ἀλλά εἶναι μακριά ἀπό ἐκείνους πού οἱ ἴδιοι ἀπομακρύνθηκαν, ἐνῶ εἶναι πολύ κοντά σ’ ἐκείνους πού τηροῦν τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ κι ἔχουν τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος… 
    Οἱ ἅγιοι ζοῦν σ’ ἄλλον κόσμο κι ἐκεῖ βλέπουν μέ τό ἅγιον Πνεῦμα τή θεία δόξα καί τήν ὀμορφιά τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου. Ἀλλά μέ τό ἴδιο ἅγιον Πνεῦμα βλέπουν καί τή ζωή καί τά ἔργα μας. Γνωρίζουν τίς θλίψεις μας κι ἀκοῦνε τίς θερμές προσευχές μας… 
    Οἱ ἅγιοι περιβάλλουν, μέ τό ἅγιον Πνεῦμα, μέ τήν ἀγάπη τους ὅλον τόν κόσμο. Βλέπουν καί ξέρουν πώς ἀποκάνομε ἀπό τίς θλίψεις, πώς ξεράθηκαν οἱ καρδιές μας, πώς παρέλυσε ἡ ἀκηδία τίς ψυχές μας, καί γι’ αὐτό μεσιτεύουν ἀκατάπαυστα στόν Θεό γιά μᾶς… 
    Καί μή θαυμάζετε γι’ αὐτό. Ὅλος ὁ οὐρανός τῶν ἁγίων ζῆ μέ τό ἅγιον Πνεῦμα καί τίποτε δέν εἶναι κρυφό σ’ ὅλον τόν κόσμο γιά τόν ἅγιον Πνεῦμα. Ἐγώ δέν καταλάβαινα πιό πρίν, πῶς οἱ οὐρανοπολίτες ἅγιοι μποροῦν νά βλέπουν τή ζωή μας. Ὅταν ὅμως μέ ἤλεγξε ἡ ἁγία Θεοτόκος γιά τίς ἁμαρτίες μου, τό ἔμαθα πώς οἱ ἅγιοι μᾶς βλέπουν μέ τό ἅγιον Πνεῦμα καί γνωρίζουν ὅλη τή ζωή μας. 
     Οἱ ἅγιοι ἀκοῦνε τίς προσευχές μας καί ἔχουν ἀπό τόν Θεό τή δύναμη νά μᾶς βοηθοῦν. Αὐτό εἶναι γνωστό σέ ὅλο τό γένος τῶν χριστιανῶν».

3.  Ἡ Ἐκκλησία ὡς ἕνα σῶμα διακρίνεται  σέ στρατευόμενη και θριαμβεύουσα.

Τά παραπάνω ἀποτελοῦν ἐπιβεβαίωση τῆς βασικῆς πίστης τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτι ἀποτελεῖ ἡ ἴδια τό ἑνιαῖο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο διακρίνεται, ὄχι χωρίζεται, σέ θριαμβεύουσα καί στρατευόμενη Ἐκκλησία. Ὅλοι οἱ πιστοί γνωρίζουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τό μυστικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει κεφαλή της Ἐκεῖνον, ψυχή πού τή ζωοποιεῖ τό ἅγιον Πνεῦμα, μέλη της δέ τόσο τούς ἐν τῷ κόσμῳ ζῶντες, ὅσο καί τούς κεκοιμημένους ἁγίους, μαζί μέ τόν πνευματικό κόσμο τῶν ἀγγέλων. 
  Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία δέν περιορίζεται μόνον σ’ αὐτό πού βλέπουμε μέ τά σαρκικά μας μάτια – τήν ἀνθρώπινη καί ἐπίγεια μόνο διάστασή της – πολύ περισσότερο δέν ταυτίζεται μόνον μέ τούς κληρικούς. Ἐκτείνεται σέ διαστάσεις ἄπειρες, ἀφοῦ περιλαμβάνει καί τόν ἴδιο τόν Δημιουργό μας. Γι’ αὐτό καί χαρακτηρίζεται καί αὐτή ἄκτιστη καί αἰώνια, «πύλαι δέ Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16, 18).
  Θεμέλιο γιά τήν ἑνότητα αὐτή τοῦ ἐδῶ καί τοῦ ἐκεῖ κόσμου, τῆς στρατευόμενης καί τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἀποτελεῖ τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ἑνώθηκε τό οὐράνιο μέ τό ἐπίγειο, ἐνῶ μέ τή σταυρική Του θυσία καταλύθηκε κάθε φράγμα πού χώριζε τόν Θεό καί τούς ἀγγέλους μέ τόν κόσμο. «Διά τοῦ σταυροῦ σου, Χριστέ, μία ποίμνη γέγονε ἀγγέλων καί ἀνθρώπων καί μία Ἐκκλησία. Οὐρανός καί ἡ γῆ ἀγάλλονται», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία. Ἔτσι ἐν Χριστῷ ἐμεῖς μποροῦμε νά ἐπικαλούμαστε τούς ἁγίους, μέ τή βεβαιότητα ὅτι μᾶς ἀκοῦνε καί ὅτι μποροῦν νά μᾶς βοηθήσουν, ἐκεῖνοι δέ ἔχουν ἐξίσου τή δυνατότητα νά μᾶς βλέπουν, νά συμπάσχουν μαζί μας, νά πρεσβεύουν γιά μᾶς, νά ἐπεμβαίνουν στή ζωή μας.

4.  Ἡ ἀγάπη πρός τούς ἁγίους.

 Τί πιό φυσικό λοιπόν γιά τόν πιστό ν’ ἀγαπᾶ τούς ἁγίους καί ν’ ἀναφέρεται πρός αὐτούς! Ἀγαπώντας τους ἀγαπᾶ τόν Χριστό πού ζεῖ μέσα τους, καί ἀγαπᾶ καί τόν ἑαυτό του, ἀφοῦ ἀποτελοῦν μέλη τοῦ ἴδιου μέ Αὐτόν σώματος. Ἡ σωτηρία τοῦ πιστοῦ κατά συνέπεια περνᾶ καί μέσα ἀπό αὐτούς. Ἄν θά σωθοῦμε, θά σωθοῦμε «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις», πού σημαίνει ὅτι ποτέ ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό δέν ἐκπίπτει σέ ἀτομικό γεγονός. Ἡ Παναγία καί οἱ λοιποί ἅγιοι ἀποτελοῦν τόν καλό, εὐλογημένο καί χαρισματικό ἑαυτό μας, γι’ αὐτό καί (πρέπει νά) λειτουργοῦν ὡς πρότυπα τῆς ζωῆς μας.
   Ἔτσι ἡ πιό ἔξυπνη κατά κυριολεξίαν κίνηση τοῦ πιστοῦ εἶναι νά δεθεῖ, ὅσο μπορεῖ περισσότερο στή ζωή αὐτή, μέ τούς ἁγίους, νά τούς ἔχει φίλους καί μεγαλύτερους ἀδελφούς, ὥστε καί ἐδῶ νά ἀπολαμβάνει τή συντροφιά τους, ἀλλά καί μετά τήν ἔξοδό του ἀπό τόν κόσμο νά τούς βρεῖ ἕτοιμους καί πρόθυμους πρός ὑποδοχή του.
(Από το βιβλίο, Μαθητεία σέ σύγχρονους ἁγίους Γέροντες, εκδ. "ἀκολουθεῖν", β΄ἔκδοση, 2018, σελ. 50-59).