Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ (2)



Σέ τήν ἁγνήν, σέ τήν Παρθένον καί ἄσπιλον, μόνην φέρω τεῖχος ἀπροσμάχητον, καταφυγήν, σκέπην κραταιάν, ὅπλον σωτηρίας᾽.
(᾽Εσένα, Παναγία, πού εἶσαι ἡ ἁγνή, ἡ Παρθένος καί ἄσπιλη, ᾽Εσένα μόνη ἔχω σάν ἀπροσμάχητο τεῖχος, καταφυγή, δυνατή σκέπη, ὅπλο σωτηρίας).

῾Ο ὑμνογράφος δέν παύει νά μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ Παναγία πρός τήν ὁποία ἀπευθυνόμαστε παρακλητικά δέν εἶναι μία ἁπλή γυναίκα, ὑποκείμενη συνεπῶς στά ἀνθρώπινα πάθη, ἀλλά οὔτε αὐτή πού χαρακτηρίζεται ἀπό κάποιες ἀρετές, ἔστω καί σπουδαῖες, ὅπως τῆς ἁγνότητας καί τῆς παρθενίας. Οἱ ἀρετές γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι πράγμα ἀσφαλῶς σημαντικό, ἀλλά μπορεῖ νά λειτουργοῦν καί ἀρνητικά γιά τήν πνευματική του ζωή, ὅταν αὐτονομοῦνται ἀπό τόν Θεό καί θεωροῦνται καρπός τοῦ προσωπικοῦ ἀγώνα τοῦ ἀνθρώπου. Σέ μία τέτοια περίπτωση ὁδηγοῦν αὐτόν σέ ὑπερηφάνεια καί καύχηση, συνεπῶς ἀντί νά τόν προάγουν τόν καταβαραθρώνουν. Μή λησμονοῦμε ὅτι οἱ πέντε κοπέλες τῆς παραβολῆς τῶν δέκα παρθένων εἶχαν τήν ἀρετή τῆς παρθενίας, ἀλλά ἔμειναν ἐκτός νυμφῶνος Χριστοῦ.

Ἡ Παναγία κατά τόν βασιλιά Θεόδωρο Λάσκαρι τόν Δούκα, ἐκφραστή τοῦ ἤθους τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀποτελεῖ τήν ἐνσάρκωση τῶν ἀρετῶν, πού σημαίνει ὅτι εἶναι ἁγνή, Παρθένος, ἄσπιλος, Μόνη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Κι αὐτό γιατί Κύριος ὁ Θεός λόγω τῆς φυσικῆς ἀγαθότητάς της ἀλλά καί τῆς θελήσεώς της νά ὑπακούει στό ἅγιο θέλημά Του τήν κατέστησε δικό Του κατοικητήριο, πού θά πεῖ ὅτι οἱ ἀρετές της ἀποτελοῦσαν ἔκχυση τοῦ δικοῦ Του Πνεύματος καί τοῦ δικοῦ Του φωτός μέσα στόν κόσμο. Στό πρόσωπο μέ ἄλλα λόγια τῆς Παναγίας μας ψαύει κανείς ὁρατά καί ἀνάγλυφα τήν ἴδια τήν χάρη καί τήν δόξα τοῦ Οὐρανοῦ.

῾Η Παναγία λοιπόν γίνεται γιά τόν παραπάνω λόγο, μᾶς λέει ὁ ὑμνογράφος, ἡ καταφυγή μας, τό τεῖχος τό ἀπόρθητο, ἡ δυνατή σκέπη μας, κυρίως στίς ὧρες ἐκεῖνες πού ὄχι ἁπλῶς μᾶς συναντοῦν κάποιες θλίψεις καί συμφορές στήν ζωή μας, ἀλλά μᾶς ἔρχονται μέ τόν τρόπο πού ἐπιτίθεται μιά ξαφνική καταιγίδα στόν ἄνθρωπο, ἀπό τήν ὁποία δέν μπορεῖ νά προφυλαχτεῖ, ἤ ὅταν σέ μιά μεγάλη τρικυμία ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά καταποντίζεται. Τότε λοιπόν πού φτάνουμε σέ ὁριακά ἐπίπεδα καί ἡ ἀγωνία καταλαμβάνει τήν ψυχή καί τό σῶμα μας ἐνόψει ἑνός ἐπικείμενου θανάτου χωρίς νά ὑπάρχει δυνατότητα διαφυγῆς, ἐκείνη μόνη πού μπορεῖ νά μᾶς σώσει εἶναι ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας. Σάν τό μικρό παιδί πού μπροστά σέ κάτι πού τό φοβίζει βρίσκει καταφύγιο στήν ἀγκαλιά τῆς μάνας του.

῾Ο ὑμνογράφος ὅμως μᾶς δίνει καί μία ἄλλη διάσταση γιά τήν Παναγία. ῎Οχι μόνο εἶναι ἡ καταφυγή καί ἡ σκέπη μας, ἀλλά γίνεται καί τό ὅπλο τῆς σωτηρίας μας. Μᾶς τό ξαναλέει μάλιστα καί στήν ὠδή ε´, στό τροπάριο τῶν χαιρετισμῶν τῆς Παράκλησης: ῾χαῖρε, ὅπλον καί τεῖχον ἀπόρθητον᾽. Μέ ἄλλα λόγια ἡ Παναγία γίνεται καί ἡ ἄμυνά μας καί ἡ ἐπίθεσή μας. Μᾶς δέχεται φοβισμένους καί ἀπορημένους ἀπό ὅλα καί μᾶς ἀλλάζει τήν φορά, ὥστε νά σταθοῦμε μέ γενναιότητα καί ῾ἐπιθετικά᾽ ἀπέναντι στόν κόσμο. Γιατί; Διότι μᾶς παραπέμπει στόν Κύριο καί Θεό της, ὁπότε ἐν Αὐτῷ καί δι᾽ Αὐτοῦ νά ἀντιμετωπίζουμε τόν κόσμο μέ τήν δύναμη ᾽Εκείνου πού εἶναι ὁ παντοδύναμος. Κι ὅταν λέμε κόσμο ἐννοοῦμε καί τά πάθη μας καί τά ἁμαρτωλά στοιχεῖα τοῦ κόσμου καί τόν Πονηρό διάβολο. ῎Ετσι τά κλαυθμηρίσματα τῶν παρακλήσεών μας στήν Παναγία γίνονται μετά τήν καταφυγή μας σ᾽ αὐτήν βρυχηθμοί λιονταριοῦ. Ἡ ἀδυναμία μας μεταποιεῖται σέ παντοδυναμία.