Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ´ ΛΟΥΚΑ



δοκιμάζοντες τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ
(᾽Εφ. 5, 10)

α.  ῞Ενα καθοδηγητικό κείμενο γιά τήν καθημερινή ζωή τῶν χριστιανῶν εἶναι αὐτό πού παρουσιάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στή πρός ᾽Εφεσίους ἐπιστολή του. Μᾶς ὑποδεικνύει ἐκεῖνον τόν δρόμο φωτός,  στόν ὁποῖο θά βρίσκουμε στό κάθε σημεῖο του τόν Σωτήρα Χριστό καί στό τέρμα του τόν ῎Ιδιο. Θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ ὅτι τά λόγια τοῦ ἀποστόλου εἶναι ἕνας μικρός ὑπομνηματισμός σ᾽ αὐτό πού ἀποκαλύπτει ὁ ὁ Κύριος γιά τόν ῾Εαυτό Του: ῾ἐγώ είμι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή᾽. Πρόκειται δηλαδή γιά τήν καθημερινή πορεία τοῦ χριστιανοῦ πάνω στόν Χριστό μαζί μέ ᾽Εκεῖνον. Καί ποιά ἡ διαρκής ἔτσι μέριμνα τοῦ πιστοῦ; Νά ἐξετάζει τόν ἑαυτό του ὥστε ἡ ζωή του νά εἶναι εὐάρεστη στόν Κύριο. ῾Δοκιμάζοντες τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ᾽.

β. 1. ῾Ο ἀπόστολος ἐπιμένει ἰδιαιτέρως στό κριτήριο τῆς πορείας τοῦ πιστοῦ, νά πορεύεται δηλαδή εὐαρεστώντας τόν Κύριο, γι᾽ αὐτό σέ λίγες γραμμές τό ἐπαναλαμβάνει καί μέ διαφορετική διατύπωση: ῾μή γίνεσθε ἄφρονες, ἀλλά συνιέντες τί τό θέλημα τοῦ Κυρίου᾽, ν᾽ ἀντιλαμβάνεστε τί θέλει ὁ Κύριος ἀπό σᾶς. Γιατί; Διότι ἔχει πλήρη ἐπίγνωση τοῦ τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀκόμη καί ὁ βαπτισμένος καί ἐνταγμένος στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ δηλαδή ὁ χριστιανός πράγματι νά ἔχει πιά τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὡς μέλος Χριστοῦ μ᾽ ἕναν ξεχωριστό τρόπο – στό βάθος τῆς καρδιᾶς του - ὅμως αὐτό δέν τόν ἀπαλλάσσει ἀπό τίς ροπές πρός τήν ἁμαρτία καί τίς ἐπήρειες τίς δαιμονικές, ὄχι ἀναγκαστικές εἶναι ἀλήθεια λόγω τοῦ βαπτίσματος. Στόν κόσμο τοῦτο πού ζοῦμε ἡ θέλησή μας ἀδιάκοπα δοκιμάζεται ἀπό τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου τοῦ κείμενου ἐν τῷ Πονηρῷ, ἀπό τά πάθη μας πού ἀκόμη ἐνεργοῦν στήν ὕπαρξή μας, ἀπό τόν ἴδιο τόν Πονηρό πού τοῦ ἐπιτρέπει ὁ Κύριος νά μᾶς πειράζει γιά τήν πνευματική προκοπή μας καί τόν μείζονα ἁγιασμό μας, μέ ἀποτέλεσμα νά θολώνει πολλές φορές ὁ νοῦς μας καί τό θέλημα τοῦ Κυρίου νά γίνεται δυσδιάκριτο καί σκοτεινό.
Κι αὐτό σημαίνει: κανείς ἐδῶ πού βρέθηκε δέν μπορεῖ οὔτε στιγμή νά ἐπαναπαυτεῖ καί νά χαλαρώσει πνευματικά. ῾Η ἐπανάπαυση καί ἡ χαλάρωση σημαίνουν τήν ἴδια στιγμή ὑποχώρηση καί πτώση, κατά τό ῾ὁ μή ὤν μετ᾽ ἐμοῦ κατ᾽ ἐμοῦ ἐστι καί ὁ μή συνάγων μετ᾽ ἐμοῦ σκορπίζει᾽ (ὁ Κύριος). Δέν εἶναι σχῆμα λόγου αὐτό πού μέ δραματική ἔνταση εἶπε ὁ ἅγιος ἀββᾶς τοῦ Γεροντικοῦ στόν διάβολο πού τοῦ ἐμφανίστηκε τίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς του καί τοῦ ψιθύρισε ῾μπράβο, σώθηκες᾽. ῾῎Οχι ἀκόμη᾽ ἦταν ἡ ἀπάντησή του, γιατί εἶχε ἀκριβῶς  τήν ἴδια αἴσθηση  μέ τόν ἀπόστολο περί τοῦ εὐθραύστου τῆς ἀνθρωπίνης βουλήσεως ὅσο βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος στόν κόσμο τοῦτο. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ἡ μόνιμη καί ἀδιάκοπη μέριμνα τοῦ πιστοῦ, ἄν θέλει πράγματι νά πορεύεται ἐν Κυρίῳ, εἶναι ἡ νήψη: νά βρίσκεται πάντοτε ξύπνιος ῾βλέπων πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖ... ἐξαγοραζόμενος τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν᾽ (προσέχοντας καλά πῶς ζεῖ...χρησιμοποιώντας σωστά τόν χρόνο του, γιατί ζοῦμε σέ πονηρούς καιρούς). Κι ἄν ἴσως μόνος του ὁ πιστός δέν ἔχει τή διάκριση κάθε στιγμή νά βλέπει τό θέλημα τοῦ Κυρίου του, ἔστω κι ἄν τό ζητάει μέ προσευχή, ὑπάρχει ἡ πιό ταπεινή λύση, στήν ὁποία κατεξοχήν εὐαρεστεῖται ὁ Κύριος: τήν καταφυγή  στή συμβουλή καλοῦ καί πνευματικοῦ ἀνθρώπου, κυρίως στόν πνευματικό ἐξομολόγο. ῾᾽Επερώτησον τόν πατέρα σου καί ἀναγγελεῖ σοι᾽.

2. Μέ τόν τρόπο αὐτόν, ἀξιοποιώντας δηλαδή τή χάρη πού ἔλαβε ὡς μέλος Χριστοῦ προκειμένου νά βαδίζει πάνω στό θέλημα ᾽Εκείνου, γίνεται σοφός κατά Θεόν καί ἀληθινά σώφρων, πού σημαίνει γεμάτος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ πραγματική ἔννοια τῆς κατά Θεόν σοφίας καί τῆς σωφροσύνης, πού κατά τόν ἀπόστολο φανερώνεται ἀφενός στήν καθημερινή ζωή τοῦ πιστοῦ ῾ἐν πάσῃ ἀγαθωσύνῃ καί δικαιοσύνῃ καί ἀληθείᾳ᾽ - ὅ,τι συνιστᾶ καρπό τοῦ Πνεύματος - ἀφετέρου στίς συνάξεις ἐν ᾽Εκκλησίᾳ μέ τίς προσευχές καί τούς ὕμνους πού ψάλλονται καρδιακά. ῾Η ἀσοφία καί ἡ ἀφροσύνη συνιστοῦν γνωρίσματα τοῦ ἀπρόσεκτου καί ἀπροσγείωτου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἔχοντας διαγράψει στήν οὐσία τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀπό τή ζωή του τρέφει ὑπερβολική ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό του καί ὑποβαθμίζει τήν ἐνέργεια τοῦ κοσμοκράτορος τοῦ αἰῶνος τούτου, τοῦ διαβόλου, χωρίς ἑπομένως νά λαμβάνει ὑπόψη του οὔτε τήν ἀληθινή πνευματική ζωή πού ἐπιβεβαιώνεται στήν καθημερινότητα οὔτε καί τίς ἐν ᾽Εκκλησίᾳ συνάξεις. Κι ἄν μέχρι σήμερα ὁ κόσμος μας, ἀκόμη κι ὁ θεωρούμενος χριστιανικός, παρουσιάζει τέτοια σημάδια ἀνισορροπίας καί ἀδιακρισίας, τόσο πού νά διερωτᾶται κανείς ἄν ὑπάρχουν ὄντως χριστιανοί στήν ἐποχή μας, εἶναι γιατί τόν Χριστό καί τήν πίστη σ᾽ Αὐτόν τά θέτει σέ δεύτερη μοίρα καί παραθεωρεῖ τίς προτροπές τῶν ἀποστόλων, σάν τίς παραπάνω τοῦ ἀποστόλου Παύλου.

3. ῾Ο σοβαρός πιστός λοιπόν πορεύεται μέ αὐτό τό κριτήριο: τί εἶναι εὐάρεστο στόν Κύριο. Καί δέν χρειάζεται νά ἐπιχειρηματολογήσει κανείς πάνω στό γεγονός ὅτι τό εὐάρεστο στόν Κύριο συνιστᾶ τήν πιό μεγάλη εὐεργεσία γιά τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο, διότι ἄν καλούμαστε νά προσβλέπουμε πάντοτε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι γιατί αὐτό μᾶς θέτει στήν φυσιολογική καί κανονική πορεία τῆς ζωῆς μας. ῾Ο ἐν Χριστῷ φανερωθείς Θεός ὡς Δημιουργός καί Πατέρας μας εἶναι Αὐτός πού πράγματι γνωρίζει καί θέλει τό συμφέρον μας, τό ἐκτεινόμενο καί πέραν τῆς ἀμεσότητος τοῦ κόσμου τούτου, στήν αἰωνιότητα. Τυχόν παρέκκλιση ἀπό τό θέλημά Του, ὅπως εἴπαμε καί παραπάνω, μᾶς ὁδηγεῖ σέ ἀτραπούς περίεργους, πού τό μόνο πού προσφέρουν εἶναι τό σκοτάδι καί ἡ κόλαση τοῦ ἀνθρώπου: ἡ ὑποδούλωση στά πάθη του καί τήν ἐνέργεια τοῦ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι μία ἀπό τίς πιό ὡραῖες εὐχές τῆς ᾽Εκκλησίας μας (εὐχή ς´ ὄρθρου), καί ὄχι βεβαίως μόνον αὐτή,  μᾶς καλεῖ νά εὐχαριστοῦμε καθημερινά Κύριο τόν Θεό μας ῾ὅτι πάντα ποιεῖ εἰς εὐεργεσίαν τῆς ζωῆς ἡμῶν᾽. Κι αὐτό γιατί ἀκριβῶς Αὐτός εἶναι ῾ὁ σωτήρ καί εὐεργέτης τῶν ἡμετέρων ψυχῶν᾽, ὁ ῾Οποῖος καί στόν κόσμο τοῦτο ῾διῆλθεν εὐεργετῶν καί ἰώμενος πάντας᾽.

4. Τό ῾εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ᾽ λοιπόν, ῾τό θέλημα τοῦ Κυρίου᾽. Ποιό εἶναι αὐτό συγκεκριμένα; Μά τό ἀπαρχῆς θέλημα τοῦ Θεοῦ καί οἱ ἅγιες ἐντολές Του. ῾᾽Αγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν᾽. Καί ἀλλιῶς: ῾Αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή Αὐτοῦ, ἵνα πιστεύσωμεν τῷ ὀνόματι τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ καί ἀγαπῶμεν ἀλλήλους᾽ κατά τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη τόν Θεολόγο. ῾Η πίστη στόν Χριστό καί ἡ ἀγάπη στόν συνάνθρωπο εἶναι τό διαρκές θέλημα τοῦ Θεοῦ πού κάνει τόν ἄνθρωπο κατοικητήριό Του, μέ πορεία σταθερή πάνω στόν ῎Ιδιο καί προσανατολισμένη στό ἄπλετο φῶς τῆς Βασιλείας Του. Σ᾽ αὐτό τό θέλημα δέν χωροῦν ἐκπτώσεις καί δικαιολογίες. ᾽Εκεῖνος πού ἀποφασιστικά καί ταπεινά θά θελήσει νά τό ἐνεργοποιήσει στή ζωή του θά βλέπει τή βοήθεια τῆς χάρης Του. ᾽Ακόμη καί στίς πιό ἐξώφθαλμες ἀδικίες πού ὑφιστάμεθα, ἐκεῖ πού ὁ ἐγωισμός μας ἀντιδρᾶ γιατί βλέπει τή ῾λογική᾽ νά εἶναι μέ τό μέρος μας, χρειάζεται νά ἐπιμένουμε καί νά ἐμπιστευόμαστε τό ἅγιο θέλημά Του. ῎Ας θυμηθοῦμε ἐν προκειμένῳ τά γνωστά λόγια τοῦ μεγάλου Ρώσου Φ. Ντοστογιέφσκι ἀπό τό ἔργο του ῾᾽Αδελφοί Καραμαζώφ᾽: ῾Καμιά φορά ἴσως νά μήν ξέρεις τί νά ἀποφασίσεις, ἰδιαίτερα ὅταν βλέπεις τά κρίματα τῶν ἀνθρώπων, καί ἀναρωτιέσαι: ῾Νά τοῦ ἐπιβληθῶ μέ τή βία ἤ μέ τήν ταπεινή ἀγάπη;᾽. Πάντα ν᾽ ἀποφασίζεις: ῾Θά ἐπιβληθῶ μέ τήν ταπεινή ἀγάπη᾽. ῎Αν τ᾽ ἀποφασίσεις αὐτό μιά γιά πάντα, θά μπορέσεις νά ὑποτάξεις ὅλον τόν κόσμο. ῾Η ταπεινωσύνη, ἡ γεμάτη ἀγάπη, εἶναι φοβερή δύναμη, δυνατότερη ἀπό κάθε ἄλλη. Τίποτα παρόμοια μ᾽ αὐτήν δέν ὑπάρχει᾽.

γ. Μονόδρομοι στά ἀνθρώπινα δέν ὑπάρχουν οὔτε κι ἀπολυτότητες. Πάντα ὑπάρχουν ἐναλλακτικές λύσεις καί ῾πλάγιες λογικές᾽ στά θεωρούμενα ἀδιέξοδα. ῾Η μόνη ἀπολυτότητα καί ὁ μόνος μονόδρομος εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ, τό ἅγιο θέλημά Του, ἡ ἐν ταπεινώσει ἀγάπη πρός Αὐτόν καί πρός τόν συνάνθρωπό μας. Αὐτό πρέπει νά συνιστᾶ τήν προτεραιότητά μας ὡς χριστιανῶν, γιατί εἴμαστε μέλη Χριστοῦ καί τά χνάρια τῆς ζωῆς ᾽Εκείνου πρέπει νά εἶναι καί τά χνάρια τῆς δικῆς μας ζωῆς.

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ (30 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ)



«Ο άγιος Ανδρέας ήταν από την πόλη της Βηθσαϊδά, υιός κάποιου Εβραίου Ιωνά και αδελφός του Πέτρου του αποστόλου και κορυφαίου των μαθητών του Χριστού. Αυτός προηγουμένως μαθήτευσε στον Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη, κι έπειτα, όταν άκουσε από τον διδάσκαλό του, που δακτυλοδεικτούσε τον Ιησού,  το, Ίδε ο αμνός του Θεού, τον άφησε και ακολούθησε τον Χριστό. Είπε και στον Πέτρο το, Ευρήκαμεν Ιησούν τον από Ναζαρέτ, και αποσπάστηκε στην αγάπη του Χριστού. Και πολλά άλλα είναι γραμμένα γι’  αυτόν στη θεόπνευστη Γραφή. Αυτός λοιπόν με τον τρόπο αυτό  ακολούθησε τον Χριστό. Μετά την Ανάληψη Εκείνου, για τον κάθε απόστολο κληρώθηκε και διαφορετική χώρα. Στον πρωτόκλητο έτυχε η χώρα των Βιθυνών και ο Εύξεινος Πόντος, τα μέρη της Προποντίδας, μαζί με τη Χαλκηδόνα και το Βυζάντιο και τη Θράκη και τη Μακεδονία, που έφθαναν μέχρι τον Ίστρο ποταμό, η Θεσσαλία και η Ελλάδα και τα μέρη της Αχαΐας. Αλλά και η Αμινσός, η Τραπεζούντα, η Ηράκλεια και η Άμαστρις. Αυτές τις χώρες δεν τις πέρασε, σαν λόγια που χάνονται, αλλά σε κάθε πόλη υπέστη πολλές δυσκολίες, συνάντησε πολλές δυσχέρειες, μολονότι με τη βοήθεια του Χριστού τις ξεπερνούσε όλες. Θα θυμηθούμε το τι πέρασε σε μία πόλη, αφήνοντας τις άλλες στους γνώστες του έργου του.
Όταν ο Ανδρέας έφτασε στη Σινώπη και κήρυξε εκεί τον λόγο του ευαγγελίου, υπέστη πολλές θλίψεις. Δηλαδή τον έριξαν στη γη και τον τραβούσαν από τα χέρια και τα πόδια, τον κατασπάρασσαν με τα δόντια και τον κτυπούσαν με ξύλα, τον λιθοβολούσαν και τον τράβηξαν μακριά από την πόλη, αφού του έκοψαν το δάκτυλο με τα δόντια. Αλλά αυτός φάνηκε και πάλι άρτιος και υγιής από τις πληγές του, με επέμβαση του Σωτήρα και Διδασκάλου του. Από εκεί σηκώθηκε και επισκέφτηκε πολλές πόλεις και χώρες, όπως τη Νεοκαισάρεια, τα Σαμόσατα, τους Αλανούς, τους Αβασγούς, τους Ζήκχους, του Βοσποριανούς και τους Χερσωνίτας. Έπειτα διέπλευσε στο Βυζάντιο, χειροτόνησε τον Στάχυ επίσκοπο, πέρασε από τις υπόλοιπες χώρες, και έφτασε προς την ένδοξη Πελοπόννησο. Εκεί φιλοξενήθηκε από τον Σωσίο, τον οποίο, επειδή ήταν βαριά άρρωστος, τον θεράπευσε. Και αμέσως όλη η πόλη εκείνη των Πατρών προσήλθε στον Χριστό. Τότε ήταν που και η γυναίκα του ανθυπάτου Μαξιμίλλα λύθηκε από τα χαλεπά δεσμά της αρρώστιας της και έγινε γρήγορα καλά, οπότε πίστεψε και αυτή.  Και ο σοφότατος Στρατοκλής, ο αδελφός του ανθυπάτου Αιγέατου, και άλλοι πολλοί που ταλαιπωρούνταν από ποικίλα νοσήματα,  βρήκαν την υγεία τους με το ακούμπισμα των χεριών του αποστόλου.  Για όλα αυτά, περιέπεσε σε μανία ο Αιγεάτης και προσήλωσε σε σταυρό τον απόστολο, οπότε και ο απόστολος έφυγε από τη ζωή αυτή. Ο ίδιος δε, έπεσε στη γη από ψηλό γκρεμό και συνετρίβη. Το λείψανο του αποστόλου, μετά από πολύ χρόνο, μετατέθηκε στη Κωνσταντινούπολη, επί της βασιλείας του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, με δική του διαταγή, από τον άγιο Αρτέμιο τον μάρτυρα. Και κατατέθηκε μαζί με τον άγιο Λουκά και τον άγιο Τιμόθεο στο περίβλεπτο τέμενος των Αγίων Αποστόλων».

Ο άγιος Ανδρέας ο πρωτόκλητος, ο πρώτος δηλαδή που κλήθηκε από τον Χριστό να γίνει μαθητής Του, δεν κλήθηκε απροϋπόθετα και ως έτυχε. Υπήρξε από εκείνους που είχαν αναζητήσεις σχετικά με τον Μεσσία, που ο πόθος τους για τον Θεό ήταν έντονος. Κι αυτό φάνηκε κ α ι  από το γεγονός ότι ανήκε στην ομάδα των μαθητών του Ιωάννου του Προδρόμου, ο οποίος προετοίμαζε τους ανθρώπους ακριβώς προς υποδοχή του Μεσσία, κ α ι  από το γεγονός ότι μετά την κλήση του ένιωσε την ανάγκη να καλέσει τον αδελφό του Πέτρο, με τη διαπίστωση ότι «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν». Ο υμνογράφος του, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, επισημαίνει και τα δύο αυτά γεγονότα. «Ο τω Προδρόμου φωτί μεμορφωμένος, ότε το απαύγασμα το ενυπόστατον της πατρικής δόξης έφανεν…τότε πρώτος ένδοξε, τούτω προσέδραμες». (Συ που μορφώθηκες από το φως του Προδρόμου, όταν ο Χριστός, το ενυπόστατο απαύγασμα της δόξας του Θεού Πατέρα φάνηκε…τότε πρώτος, ένδοξε, έτρεξες σ’  αυτόν). Και: «Τον ποθούμενον Θεόν εν σαρκί κατιδών επί γης βαδίζοντα, θεόπτα Πρωτόκλητε, τω μεν ομαίμονι εβόας αγαλλόμενος∙ Ευρήκαμεν ω Σίμων τον ποθούμενον». (Όταν είδες τον Θεό που ποθούσες να βαδίζει ως άνθρωπος στη γη, θεόπτη πρωτόκλητε, φώναζες με χαρά στον αδελφό σου: Βρήκαμε, Σίμων, τον ποθούμενο».

Ο συναξαριστής του αυτήν την αναζήτηση, η 
οποία αποτέλεσε προφανώς και την προϋπόθεση για να γίνει άμεσος συνεργάτης του απολυτρωτικού στον κόσμο έργου του Κυρίου, την καταγράφει ως εξής: «Ένας από τους μαθητές  του Ιωάννη Προδρόμου ήταν και ο Ανδρέας, άνδρας κατά τα άλλα σεμνός και αξιοσέβαστος, που έψαχνε την αλήθεια πίσω από το γράμμα του νόμου με βαθύ φρόνημα, και που αναζητούσε στον λόγο, σαν πίσω από παραπέτασμα, τις κρυμμένες προφητείες για τον Χριστό, ακολουθώντας μέσω αυτών αυτό που δηλωνόταν». Τα παραπάνω σημαίνουν ότι η αφελής πεποίθηση πολλών ότι οι μαθητές του Κυρίου ήταν απλοϊκοί άνθρωποι, διότι ήταν ψαράδες, δεν ισχύει. Ψαράδες ήταν, απλοί άνθρωποι μπορεί, όχι όμως απλοϊκοί, με την έννοια του απροβλημάτιστου και επιφανειακού ανθρώπου. Καθώς τα πράγματα φανερώνουν, η ύπαρξή τους φλεγόταν από το ερώτημα περί της αληθείας, περί του Θεού και των ενεργειών Του, περί των δηλουμένων από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Κι είναι φυσικό: ο Κύριος δεν θα μπορούσε να έχει ως αμέσους συνεργάτες Του ανθρώπους χωρίς πάθος για την αλήθεια. Ο ίδιος άλλωστε το είχε επισημάνει: Θα με ακολουθήσουν και θα με ακούσουν όσοι αγαπούν την αλήθεια. «Πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής». Ένας τέτοιος λοιπόν άνθρωπος, σοβαρός και σεβαστός, με βαθειά αναζήτηση ήταν και ο απόστολος Ανδρέας. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας διαπιστώνουν και αυτοί την παραπάνω πραγματικότητα: «Εζήτησας Χριστόν την όντως ζωήν,  και ζητήσας πρώτος εύρες» (Ζήτησες τον Χριστό, που είναι η πραγματική ζωή, και επειδή την ζήτησες, πρώτος και την βρήκες).

Η βαθύτητα της αναζήτησης του Ανδρέα περί τα τίμια και αληθή της ζωής κάνει τον άγιο υμνογράφο να επικεντρώσει την προσοχή του και στο ιεραποστολικό πια έργο του αποστόλου. Όπως δηλαδή ο ίδιος στρεφόταν πάντα στο βάθος των πραγμάτων, εκεί που «η αλήθεια κρύπτεσθαι φιλεί», εκεί που αγαπά να κρύβεται η αλήθεια, κατά τον Έλληνα φιλόσοφο, έτσι και η δράση του ως αποστόλου λειτουργούσε στο βάθος της καρδιάς των ανθρώπων. Αυτό ήταν το ζητούμενο από τον άγιο Ανδρέα: πώς ο λόγος του θα κρούσει τις βαθειές χορδές της καρδιάς του ανθρώπου, πώς ο λόγος του σαν αγκίστρι θεϊκό θα σαγηνεύσει τον αληθινό άνθρωπο. «Ο τη τέχνη αλιεύς και τη πίστει μαθητής, ως βυθόν διερευνών τας καρδίας των πιστών, το άγκιστρον χαλά του λόγου, και σαγηνεύει ημάς». (Ο αλιέας κατά την τέχνη και μαθητής κατά την πίστη, διερευνώντας τις καρδιές των πιστών σαν να είναι βυθός, ρίχνει το αγκίστρι του λόγου και μας σαγηνεύει).

Κι αυτό βεβαίως επιτυγχανόταν με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος που είχε λάβει κατά την Πεντηκοστή ο άγιος Ανδρέας, με τη φλόγα που προσέλαβε και έγινε θεόληπτος. «Του Πνεύματος την φλόγα τη γλώσση προσλαβών, γέγονας, Απόστολε, θεόληπτος ανήρ, των ουρανίων τα κάλλη περιπολεύων». Ο σεμνός και αξιοσέβαστος από τη φύση του χαρακτήρας του αγίου, ενισχυόμενος από τη φλόγα της Πεντηκοστής τον έκανε, κατά τον υμνογράφο, σαν τεντωμένο βέλος, που τραυμάτιζε τους δαίμονες και θεράπευε τους τραυματισμένους από την απιστία ανθρώπους. «Εντείνας σε δυνατόν, ώσπερ βέλος, μακάριε, επαφήκεν εις τον σύμπαντα κόσμον ο Κύριος, τραυματίζων δαίμονας και δυσσεβεία τους ανθρώπους τραυματισθέντας ιώμενος».

Ο «αδίστακτος πόθος του να ακολουθεί θερμά τον Χριστό» έκανε τον άγιο Ανδρέα, σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο υμνογράφος του, να προσθέτει πόθο πάνω στον πόθο αυτό, τόσο ώστε να  μιμηθεί τον Κύριό Του και στον τρόπο του διά Σταυρού θανάτου Του. Με σταυρικό θάνατο τελειώθηκε και ο απόστολος, διαβαίνοντας πια κοντά σ’  Εκείνον τον οποίο πράγματι επόθησε σαν αληθινός μαθητής και σοφός μιμητής Του. «Πόθω πόθον προσθείς, διά σταυρού διαβαίνεις προς ον επόθησας, ως αληθής μαθητής και σοφός μιμητής γενόμενος του διά Σταυρού αυτού πάθους». Μακάρι «η φωτιά της αγάπης του Χριστού που περιέφερε στην καρδιά του» ο άγιος Ανδρέας, να ανάψει λίγο και στη δική μας καρδιά. Θα είναι η απόδειξη ότι πράγματι ο ερχομός του Χριστού που ευαγγελίστηκαν οι απόστολοι, σαν τον άγιο Ανδρέα, βρήκε την εκπλήρωσή του και σε εμάς.



Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΤΕΦΑΝΟΣ Ο ΝΕΟΣ



«Ο όσιος Στέφανος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 715 μ.Χ., από γονείς ευσεβείς, τον Ιωάννη και την Άννα. Ασκήθηκε από τη νεότητά του στη μονή του αγίου Αυξεντίου, που ήταν στη Βιθυνία. Η μονή βρισκόταν σε υψηλό τόπο, που ονομαζόταν Βουνό του αγίου Αυξεντίου. Έγινε ηγούμενος των μοναχών εκεί. Η φήμη των πνευματικών του αγώνων ακούστηκε παντού και η ευωδία των αρετών του οδήγησε πολλούς σ’  αυτόν. Απέθανε με μαρτυρικό θάνατο λόγω της προσκύνησης των αγίων εικόνων, επί Κωνσταντίνου του καλουμένου Κοπρωνύμου. Προ του μαρτυρικού τέλους του, ο Κοπρώνυμος τον κατεδίκασε επί ένδεκα μήνες σε δεσμά και φυλακές. Έπειτα διέταξε και τον έσυραν κατά γης και τον λιθοβόλησαν σαν τον πρωτομάρτυρα Στέφανο, εξ ου και επονομάστηκε νέος Στέφανος. Τον κτύπησαν στη συνέχεια με ξύλο στα μηνίγγια και αφού του συνέτριψαν το κεφάλι, άφησε το πνεύμα του το 767 μ.Χ.».

Ο άγιος Ιωσήφ, ο υμνογράφος του οσίου, δεν μπορεί να μην τονίσει αφενός το διπλό στεφάνι που έλαβε ο Στέφανος από τον αγωνοθέτη Κύριο: της μοναχικής ασκήσεως και της μαρτυρικής αθλήσεως («διπλούς τους στεφάνους έλαβες ασκήσεως και αθλήσεως, Πάτερ» ), αφετέρου το παρόμοιο τέλος που είχε με τον ομώνυμό του πρωτομάρτυρα Στέφανο, δηλαδή το τέλος διά λιθοβολισμού και κτυπημάτων («λαός ο παράνομος…λίθοις σε ως τον πρώταθλον αφειδώς έβαλε και την κάραν, πάτερ, την αγίαν σου συνέτριψε», δηλαδή: ο παράνομος λαός σε κτύπησε με λίθους σκληρά σαν τον πρώταθλο Στέφανο, και την κάρα σου, πάτερ, την αγία τη συνέτριψε).  Κατά πάγια μάλιστα τακτική των Πατέρων της Εκκλησίας μας, κάτι που ακολουθεί και ο άγιος Ιωσήφ, τα δύο στεφάνια, της άσκησης και του μαρτυρίου,  συνδέονται αρρήκτως μεταξύ τους με τη σχέση αιτίου και αιτιατού: η ασκητική του άθληση οδήγησε και στο μαρτύριο, σαν να ήταν το μαρτύριο το επιστέγασμα των ασκητικών του καμάτων. «Μαρτυρικαίς έστεψε τιμαίς τους ασκητικούς σου αληθώς καμάτους, όσιε Στέφανε, ο αγωνοθέτης μόνος Θεός ημών». (Ο αγωνοθέτης μόνος Θεός μας, ο Χριστός, όσιε Στέφανε, στεφάνωσε με μαρτυρικές τιμές τους ασκητικούς σου πράγματι κόπους). Κι είναι αλήθεια: πλην εξαιρέσεων, το μαρτύριο του αίματος μπορεί να το περάσει μόνον εκείνος που έχει αθληθεί στο μαρτύριο της συνειδήσεως, κάτι που κατεξοχήν φανερώνεται με τους ασκητικούς καμάτους.

Ο όσιος Στέφανος οδηγήθηκε στο μαρτύριο λόγω της επιμονής του στην ορθόδοξη πίστη, που την εποχή εκείνη (8ος μ.Χ. αιώνας) αποδεικνυόταν με την αποδοχή των εικόνων («μαρτυρήσας ως αυτού εικόνα σεβαζόμενος πάντων τε των αγίων»). Ήταν από εκείνους που κατεξοχήν με την πράξη της ζωής του συνέβαλε στη στερέωση του ορθοδόξου φρονήματος – μη ξεχνάμε ότι η εικονομαχία ήταν στην πραγματικότητα χριστολογική αίρεση, δηλαδή αμφισβητούσε την αληθινή εικόνα του Χριστού ως Θεού και ανθρώπου – γι’  αυτό και είχε και ο ίδιος εικόνες: του Κυρίου, της Παναγίας, των άλλων αγίων, τις οποίες σεβόταν, ασπαζόταν, προσκυνούσε, απονέμοντας βεβαίως τιμητική προσκύνηση σ’ αυτές. Ένας ύμνος μάλιστα του υμνογράφου μας αποδίδει «ζωγραφικά» τη στάση του οσίου απέναντι στις εικόνες. Ο όσιος γονατιστός προφανώς μπροστά στην εικόνα της Παναγίας Μητέρας του Κυρίου μας, τον Οποίο βαστάζει στην αγκαλιά της, κατασπάζεται ένδακρυς Εκείνη και τον Υιό Της, προσευχόμενος να δώσουν λύση στο πρόβλημα που ταλάνιζε την Εκκλησία και νιώθοντας αισθητά τη χάρη του αγίου Πνεύματος, η οποία τον ενδυνάμωνε να βδελυχθεί το δυσσεβές δόγμα του δυσσεβούς βασιλιά, συνεπώς και να δώσει και την ίδια τη ζωή υπέρ της αληθούς πίστεως. «Σεπτήν εικόνα του Χριστού και της Τούτον τεκούσης ασπαζόμενος, μάκαρ, βασιλέως δυσσεβούς το δόγμα το δυσσεβές εβδελύξω, σθένει Θείου Πνεύματος».
Η περιγραφή του υμνογράφου εν προκειμένω γίνεται σημείο προσανατολισμού. Στο κάθε πρόβλημα, δικό μας ή των άλλων, η προσευχητική στάση μας μπροστά στην εικόνα του Κυρίου και της Παναγίας μας είναι το κατεξοχήν όπλο μας. Η προσευχή αυτή, ενδυναμούμενη και από κάποια προσπάθεια εφαρμογής των εντολών του Κυρίου μας, μας οδηγεί στη διέξοδο των προβλημάτων μας. Κι η σπουδαιότερη διέξοδος τις περισσότερες φορές είναι η από τον Κύριο προσφορά της χάρης της υπομονής, ώστε να αντέχουμε τα προβλήματα.

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ Ο ΠΑΦΛΑΓΩΝ (26 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ)




«Ο όσιος Στυλιανός αγιάστηκε ήδη από τη μήτρα της μητέρας του και έγινε κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Έδωσε μάλιστα ό,τι περιουσία  είχε στους πτωχούς και ακολούθησε τον μοναχικό βίο, ξεπερνώντας όλους στην επίπονη άσκηση και τη σκληραγωγία. Έπειτα πήγε στην έρημο, κι αφού βρήκε ένα σπήλαιο ως τόπο κατοικίας, δεχόταν τροφή από θείο άγγελο κι έγινε θεραπευτής ποικίλων ανιάτων παθών. Όταν κάποτε ο φθοροποιός θάνατος, προσβάλλοντας  νεογνά, έκανε άτεκνες αυτές που είχαν γεννήσει, οι μητέρες επικαλούνταν το όνομα του αγίου και φτιάχνοντας το τίμιο εικόνισμά του ξαναγίνονταν και πάλι ικανές προς τεκνοποιία. Όταν πέθανε, το σώμα του κατατέθηκε στη χώρα των Παφλαγόνων, επιτελώντας πολλές ιάσεις και θαυματουργίες».

Ο όσιος Στυλιανός είναι γνωστός ως προστάτης, κυρίως, των παιδιών: των νηπίων, των βρεφών, των νεογνών. «Εξαιρέτως νεογνών και νηπίων και βρεφών προστάτης εδείχθης θερμότατος». Το ιδιαίτερο αυτό χάρισμά του ως προς τα παιδιά, όπως σημειώνει το συναξάρι του,  δεν του δόθηκε αυθαίρετα. Ο ίδιος ο Θεός φανέρωσε τη θέλησή Του να θεραπεύονται τα παιδιά μέσω αυτού: η επίκληση του ονόματός του γινόταν ίαμα σ’ αυτά και στις μητέρες τους. «Ο Χριστός σε εμεγάλυνε, χάριτι πολλή, και θείοις θαύμασι, και νεογνών και νηπίων ακέστορα (=θεραπευτή, σωτήρα), Πάτερ, τω κόσμω σε έδειξε». Ποια η αιτία που πρέπει να εννοήσουμε για το χάρισμα αυτό; Γιατί κατεξοχήν αυτός να θεωρείται ο ευεργέτης των παιδιών; Η απάντηση μάλλον σχετίζεται με αυτό που κατά κόρον θίγει ο υμνογράφος της ακολουθίας του, εν προκειμένω ο μακαριστός γέροντας π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης: ότι αγιάστηκε ήδη από την κοιλιά της μητέρας του. «Θεώ από παιδός ανετέθη»∙ «ηγίασε, Πάτερ,  σε ο Θεός μητρός εκ κοιλίας»∙ «αγιασθείς από μητρώας νηδύος». Και τούτο διότι ο Θεός προείδε, μέσα στα πλαίσια της παγγνωσίας Του, τη θετική προς Αυτόν στάση του, οπότε τον χαρίτωσε με πλούσια χαρίσματα και σημεία. «Απαλών εξ ονύχων σε ο Θεός προσελάβετο, προειδώς του βίου σου την χρηστότητα». Η από τόσο νωρίς κλήση του από τον Θεό μάλιστα κάνει τον υμνογράφο να τον παραλληλίζει με γιγάντια από το παρελθόν αναστήματα, που και αυτά είχαν κληθεί με αντίστοιχο τρόπο: τον προφήτη Σαμουήλ, τον προφήτη Ιερεμία, τον προφήτη και Πρόδρομο του Κυρίου, Ιωάννη τον Βαπτιστή («Σαμουήλ ως ένθεος», «ως ο κλεινός Ιερεμίας», «ώσπερ ο μέγας Βαπτιστής»).

Ο περιορισμός όμως των χαρισμάτων του μεγάλου Στυλιανού μόνο στον κόσμο των παιδιών θα ήταν μία συρρίκνωση μη αληθινή της θαυμαστής παρουσίας του στην Εκκλησία. Και τούτο διότι η Εκκλησία μας τον προβάλλει, πέρα από προστάτη των παιδιών, και ευρύτερα ως έναν από τους στύλους της, ως ένα από τα στηρίγματά της: «στύλος άσειστος της Εκκλησίας, Στυλιανέ, ανεδείχθης, μακάριε», κατά το γνωστό απολυτίκιό του. Χρειάζεται να το εξηγήσουμε. Η Εκκλησία μας βεβαίως στηρίζεται στον Κύριο Ιησού Χριστό, ο Οποίος αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της, γι’  αυτό και ως θεοΐδρυτη «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής», όμως ο ίδιος ο Χριστός θέλησε να μαρτυρείται στον κόσμο και να στερεώνονται οι άνθρωποι και μέσω των πιστών Του. Εκείνος ήταν που είπε ότι οι μαθητές Του θα αποτελούν τους μάρτυρές Του στον κόσμο όλο, όπως και ότι το όνομά Του θα βλασφημείται ή όχι εξαιτίας τους. Από την άποψη αυτή, ο πιστός που με συνέπεια ακολουθεί τον Κύριο, σαν τον όσιο Στυλιανό – «τω Χριστώ ηκολούθησας τελείω φρονήματι» - γίνεται και αυτός ένας στύλος της Εκκλησίας, κατά το θέλημα του ίδιου του Χριστού: οι άνθρωποι μπορούν να στηρίζονται επάνω του, βλέποντας σαν σε διαφάνεια την παρουσία Εκείνου.

Ποιο το κύριο γνώρισμα της αγιασμένης ζωής του, κατά τους ύμνους της Εκκλησίας μας; Ο άγιος Στυλιανός «αξίως διέπρεψε ηθών καθαρότητι και αγώσιν ιεροίς αρετών τελειότητος, ώσπερ άγγελος». (Διέπρεψε στην καθαρότητα των ηθών και στους ιερούς αγώνες για να αποκτήσει την τελειότητα των αρετών ως άγγελος). Κι αυτό θα πει ότι αυτό που χαρακτήριζε τη ζωή του, ώστε να ζήσει την αγάπη του Θεού, ήταν η εγκράτεια. Επανειλημμένως η ακολουθία του αναφέρει ότι υπήρξε «στήλη έμψυχος της εγκρατείας», «της εγκρατείας αληθής υποτύπωσις». Δεν είναι τυχαίο ότι προβάλλεται «ως άσαρκος», «φθαρτών την αίσθησιν ολικώς βδελυξάμενος», ζώντας σε ένα σπήλαιο και τρεφόμενος από άγγελο του Θεού. Μιλώντας όμως για εγκράτεια δεν πρέπει να την εννοήσουμε με έννοια αιρετική: ως αποχή των αισθητών από μίσος προς αυτά ή ως μία άρνηση γενικότερα προς τη ζωή. Η εγκράτεια, κατά την πίστη μας, είναι η απομάκρυνση από τη γοητεία που ασκεί ο κόσμος  στον άνθρωπο μέσω των αισθήσεών του, διότι έχει προσανατολίσει εν αγάπη και θείω έρωτι τον νου και την καρδιά του προς τον Θεό. Η εγκράτεια δηλαδή είναι μία γενική αρετή, που χαρακτηρίζει όλη τη ζωή του ανθρώπου. «Ο πιστός πάντα εγκρατεύεται».

Που σημαίνει: δεν είναι δυνατόν να στραφεί κάποιος προς τον Θεό, αν ταυτοχρόνως δεν καταβάλλει προσπάθεια απεγκλωβισμού του από τον μαγνήτη των παθών. «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν». Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να είναι κανείς με τον Θεό, να ακολουθεί τα ίχνη του Χριστού, χωρίς να θέλει να νηστεύει. Η νηστεία, ως στοιχείο εγκράτειας, δηλώνει το πού έχει ρίξει ο πιστός το κέντρο βάρους της ψυχής του. Αδυναμία νηστείας – εννοείται χωρίς να υπάρχει ιατρικός λόγος – σημαίνει ότι η ψυχή είναι «δεμένη» με τα πράγματα του κόσμου τούτου και όχι με τον Χριστό.  Έτσι η εγκράτεια κατανοείται πρωτίστως με θετική διάσταση. Για να χρησιμοποιήσουμε μία εικόνα: είναι σαν το ελατήριο εκείνο που συμπιεζόμενο, μπορεί να φαίνεται ότι μικραίνει, μαζεύει όμως τεράστια ενέργεια. Κι η ενέργεια αυτή μπορεί να δώσει μεγάλη ώθηση πετάγματος. Η εγκράτεια λοιπόν, ασκούμενη σωστά στην Εκκλησία, δίνει εκείνη την τεράστια ενέργεια, προκειμένου κανείς να «πετάξει», να ακολουθήσει δηλαδή τα χνάρια του Χριστού. Στην πραγματικότητα είναι το «απαρνησάσθω εαυτόν» που είπε ο Κύριος, για να γίνει κάποιος ακόλουθος και μαθητής Του. «Κατεπλάγησαν την σην ασκητικήν διαγωγήν οι ορώντες σε, σοφέ, άσαρκον βίον εν σαρκί πολιτευόμενον έρωτι τω αγίω» θα σημειώσει για τον άγιο Στυλιανό επί του θέματος ο υμνογράφος. Δηλαδή: Αυτοί που σε έβλεπαν, σοφέ, να ζεις από άγιο θεϊκό έρωτα άσαρκο βίο μέσα σε σάρκα, έμειναν έκπληκτοι για την ασκητική σου διαγωγή. Είθε, με τις πρεσβείες του οσίου μεγάλου Στυλιανού, η χάρη του Θεού να δώσει να ζούμε και εμείς με λίγη εγκράτεια, σ’  έναν κόσμο που ταλανίζεται μεν από όλων των ειδών τις κρίσεις, αλλά είναι βουτηγμένος κατά το πλείστον στις διάφορες εμπαθείς ηδονές.