Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

Η ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ

«Ἄρχων ἐξ Ἰούδα ἐξέλιπεν ἤδη˙ ᾧ γάρ ἀπέκειτο, καθώς προγέγραπται, ἡ τῶν ἐθνῶν προσδοκία, Ἰησοῦς Χριστός ἐλήλυθε, καί Σπηλαίῳ τίκτεται, δι’ ἄκραν ἀγαθότητα» (Ωδή α΄ προεορτίου κανόνος Χριστουγέννων).

(Ο ηγεμόνας που προερχόταν από τη φυλή Ιούδα ήδη έφυγε. Διότι εκεί από όπου βρισκόταν κοιμισμένος, όπως είχε προφητευτεί, δηλαδή ο Ιησούς Χριστός που ήταν η προσδοκία όλων των εθνών έφτασε και γεννιέται σε Σπήλαιο, λόγω της άπειρης αγάπης Του).

Πρόκειται για εξαίσιο προεόρτιο χριστουγεννιάτικο ύμνο που τονίζει για μία ακόμη φορά τον ερχομό στον κόσμο του ενανθρωπήσαντος Θεού με τα κύρια χαρακτηριστικά της παρουσίας Του, την άκρα ταπείνωση και την άπειρη αγάπη Του. Η «άκρα αγαθότητα» του Θεού αποτελεί το ποιητικό αίτιο της μυστήριας φανέρωσής Του στη γη, ακατανόητης κατά πάντα στην ανθρώπινη πεσμένη στην αμαρτία λογική, αλλά εξίσου και η άκρα ταπείνωσή Του αδυνατεί να χωρέσει σ’ έναν νου που κυριαρχείται από την πλάνη λόγω ακριβώς της αμαρτίας αυτής. Διότι «τι ταπεινότερον του σπηλαίου ή τι ευτελέστερον των σπαργάνων;» κατά τον ποιητή που προσπαθεί εν πίστει να περιγράψει το μέγα μυστήριο της πίστεως – «ομολογουμένως μέσα εστί το της ευσεβείας μυστήριον: Θεός εφανερώθη εν σαρκί».

Και το μυστήριο αυτό, το κρυμμένο ακόμη και από τους αγίους αγγέλους, ήδη είχε αρχίσει να προφητεύεται από αιώνων από τους απεσταλμένους του Θεού, τους αγίους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, με τρόπο όμως τόσο  συνεσκιασμένο, ώστε έπρεπε πρώτα να εκπληρωθεί, να γίνει άνθρωπος το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Υιός και Λόγος του Θεού, για να κατανοηθεί με τον ορθό τρόπο. Και να, που στον παραπάνω ύμνο βρισκόμαστε μπροστά σε μία τέτοια προφητεία που είχε εξαγγελθεί ήδη από το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, τη Γένεση. Ο Πατριάρχης Ιακώβ, ευρισκόμενος στο τέλος της ζωής του, καλεί τους υιούς του για να τους πει τα τελευταία του λόγια. Κι αναφερόμενος προφητικά στον καθένα από αυτούς φτάνει και στον υιό του Ιούδα, από τον οποίο θα προερχόταν ως άνθρωπος ο Μεσσίας, ο Λυτρωτής, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. «Εσένα, Ιούδα, θα σε εγκωμιάζουν οι αδερφοί σου», του λέει. «Η δύναμή σου θα εξουσιάζει και τους εχθρούς σου, θα σε προσκυνήσουν του πατέρα σου οι γιοι. Λιονταρόπουλο είναι ο Ιούδας. Γιε μου, με αρπαγές μεγάλωσες. Ξάπλωσε και κοιμήθηκε σαν το λιοντάρι και σαν το λιονταρόπουλο˙ να τον ξυπνήσει ποιος τολμά; Ποτέ ο Ιούδας την εξουσία δεν θα χάσει, ούτε το σκήπτρο του αρχηγού μέσ’ απ’ τα πόδια του, ωσότου έρθει «άρχοντας», σ’ αυτόν που οι λαοί θα υπακούσουν» (Γέν. 49, 8-10).

Κι ακριβώς στα λόγια αυτά η Εκκλησία μας διά των Πατέρων της είδε την προφητεία περί της ενανθρωπήσεως του Θεού. «Αναπεσών εκοιμήθη ως λέων και ως σκύμνος. Τις εγερεί αυτόν;» Κι αποτύπωσε την προφητεία με τον χρωστήρα των ζωγράφων στην γνωστότατη εικόνα του «Αναπεσόντος». «Ο Αναπεσών Χριστός ή απλώς ο Αναπεσών είναι ένας από τους παραδοσιακούς τύπους απεικονίσεως του Ιησού Χριστού σε νεαρή ηλικία. Απεικονίζει τον μικρό Ιησού να κοιμάται, έχοντας στηρίξει το κεφάλι του στο δεξί του χέρι, αφήνοντας το αριστερό να ακουμπά κάτω, κατά μήκος του αριστερού μηρού. Στο επάνω μέρος της εικόνας είναι ζωγραφισμένοι “σεβίζοντες άγγελοι”, ενώ δίπλα στον Ιησού η Θεοτόκος τείνει να σκεπάσει στοργικά το “παιδίον”… Σε κάποιες περιπτώσεις ο Ιησούς απεικονίζεται να κοιμάται με ανοικτούς τους οφθαλμούς. Αυτό είναι πιθανώς επηρεασμένο από την υμνολογία του Μεγάλου Σαββάτου: «αναπεσών κεκοίμησαι ως λέων, τις εγερεί σε, βασιλεύ; Αλλ' ανάστηθι αυτεξουσίως ο δους εαυτόν υπέρ ημών εκουσίως».

Κι η προφητεία λοιπόν αυτή αποτελεί την προϋπόθεση στην οποία στηρίζεται ο άγιος υμνογράφος στον παραπάνω ύμνο, για να προβεί όμως στη συνέχεια σε μία μεγαλειώδη και εξαίσιας πνοής ποιητική σύλληψη: «ξεκρεμάει» από το κάδρο της εικόνας τον Αναπεσόντα νεαρό Ιησού, για να πει ότι τελικώς «έφυγε», εγκατέλειψε τη θέση του αναμενόμενου Λυτρωτή και βρέθηκε στο σπήλαιο της Βηθλεέμ – ο «Αναπεσών» είναι πια ο σπαργανωμένος βασιλιάς, ο ηγεμόνας Ιούδα. Η Παλαιά Διαθήκη τελείωσε, η Καινή ανέτειλε, η προφητεία εκπληρώθηκε, το λιοντάρι με όλη την εξουσία του άρχισε να βρυχάται – η προσδοκία έγινε πραγματικότητα κι «η δόξα του Θεού πλημμύρισε τα πάντα στη δημιουργία». «Ίνα σου της δόξης τα πάντα πληρώσης, κλίνας ελήλυθας τους ουρανούς έως γης» (Έκλινες τους ουρανούς κι ήρθες στη γη, προκειμένου να γεμίσεις τα πάντα από τη δόξα σου). «Χαίρετε λαοί και αγαλλιάσθε».