«Η αγία Ιουλιανή έζησε επί της βασιλείας του
Μαξιμιανού και ήταν κόρη πλουσίων γονέων, οι οποίοι την μνήστευσαν με κάποιο
συγκλητικό, ονόματι Ελεύσιο. Ενώ ο Ελεύσιος ήθελε να την νυμφευθεί, δεν δέχτηκε
η αγία, η οποία του είπε: Εάν δεν αποκτήσεις πρώτα την εξουσία της πόλεως, δεν
συνέρχομαι σε γάμο μαζί σου. Αυτός πράγματι καταστάθηκε στο αξίωμα του επάρχου,
αλλά αυτή του είπε πάλι: Εάν δεν μεταστραφείς στην πίστη των χριστιανών από τη
θρησκεία των ειδώλων, δεν καταδέχομαι την κοινωνία σε γάμο με εσένα. Αυτός τότε
αποκάλυψε τα πάντα στον πατέρα της παρθένου, ο οποίος, επειδή δεν μπόρεσε να
της αλλάξει την πίστη στον Χριστό, την παρέδωσε κατά τους νόμους της εποχής
προς εξέταση στον έπαρχο και μνηστήρα της. Ο μνηστήρας της την γύμνωσε από τον
χιτώνα της και έδωσε εντολή σε ένδεκα στρατιώτες να την μαστιγώσουν με ωμά
βούνευρα, τόσο που την καταξέσχισαν. Στη συνέχεια την κρέμασαν από τα μαλλιά,
ώστε αποσπάσθηκε το δέρμα της κεφαλής της, έπειτα κατέφλεξαν τις πλευρές της με
σίδερα πυρωμένα, όπως και διαπέρασαν από το μέσο των μηρών της άλλο σίδερο
πυρακτωμένο και αυτό. Στο τέλος, έδεσαν τα χέρια της στα πλευρά της και κατά
την εντολή του επάρχου την οδήγησαν στη φυλακή. Την ίδια λοιπόν νύκτα που ρίχτηκε στη φυλακή και ενώ προσευχόταν, της
εμφανίστηκε ο αφανής εχθρός και πολέμιος όλων διάβολος, σε σχήμα αγγέλου, ο
οποίος την προέτρεπε να θυσιάσει στα είδωλα και να ελευθερωθεί. Η αγία όμως,
αφού τον απώθησε, τον έκανε και χωρίς τη θέλησή του να ομολογήσει όλα τα
σχετικά με αυτόν. Την οδήγησαν πάλι στον έπαρχο και επειδή παρέμενε αμετάθετη
στην αγάπη του Χριστού, την έριξαν σε καμίνι που το είχαν ανάψει πολύ. Το
καμίνι σβήστηκε με παράδοξο τρόπο, με αποτέλεσμα πεντακόσιοι άνδρες να πιστέψουν
στον Χριστό, οι οποίοι και τελειώθηκαν αμέσως με ξίφος, μαζί με εκατόν τριάντα
γυναίκες. Η μάρτυς στη συνέχεια ρίχτηκε σε φλογισμένο λέβητα, αλλά ο λέβητας
έγινε λουτρό για τη μακάρια Ιουλιανή. Κι όχι μόνο αυτό: ο λέβητας λύθηκε και
χύθηκε έξω το πυρακτωμένο περιεχόμενό του, σαν να κινήθηκε από κάποια μηχανή,
και κατέστρεψε τους απίστους που βρίσκονταν ολόγυρά του. Από όλα αυτά η μάρτυς
παρέμεινε αβλαβής, γι’ αυτό και υπέστη τελικά τον διά ξίφους θάνατο. Ήταν δε
όταν μνηστεύτηκε τον Ελεύσιο ένδεκα χρονών, ενώ όταν μνηστεύτηκε τον Χριστό διά
του μαρτυρίου, δεκαοκτώ χρονών. Τελείται δε η σύναξή της στον ναό αυτής, που
βρίσκεται πλησίον της αγίας μάρτυρος Ευφημίας στο Πέτριο».
Η αγία Ιουλιανή συνιστά, κατά τον άγιο Ιωσήφ, τον
υμνογράφο της αγίας, τον μαγνήτη, που μαγνήτισε τον ίδιο τον Κύριο και Θεό της.
Ήταν τέτοιες και τόσες οι αρετές της, λόγω της πληγωμένης από έρωτα Κυρίου
καρδιάς της, ώστε Εκείνος την αγάπησε για το κάλλος της ψυχής της και την
οδήγησε στον νυμφώνα της βασιλείας Του. Για τον υμνογράφο δηλαδή η αγία
Ιουλιανή ανήκει στη χορεία των πέντε παρθένων της γνωστής παραβολής, που «εισήλθον
μετ’ αυτού εις τους γάμους». Η
παρθενία της δεν υπήρξε στείρα και άκαρπη, αλλά πλήρης του ελαίου της χάριτος
του Θεού. «Πληγώθηκες από τον γλυκύτατο έρωτα του Χριστού, πανεύφημε», «γι’
αυτό ο Κύριος αγάπησε το κάλλος σου τώρα και σε έβαλε μέσα στον φωτεινότατο
νυμφώνα Του». Η αγία δηλαδή κατενόησε από πολύ μικρή ότι ο Χριστός, αν θέλει
κανείς να νιώσει τη δύναμη και τη χάρη Του, δεν είναι το περιθώριο της ζωής,
αλλά το κέντρο και η διαρκής αναφορά. Όπως Εκείνος μας προσέφερε όλον τον Εαυτό
Του, κατά τον ίδιο τρόπο ζητάει και τη δική μας ολοκληρωτική προσφορά.
«Ολόκληρο τον εαυτό σου πρόσφερες στον Θεό», σημειώνει ο υμνογράφος.
Με τον τρόπο αυτό η αγία Ιουλιανή είδε εμπειρικά να
πραγματοποιείται και στον εαυτό της η υπόσχεση του Κυρίου, ότι όποιος θα Τον
αγαπήσει αληθινά, θα γίνει κατοικητήριο δικό Του, θα Τον δει να φανερώνεται ο
Ίδιος στην ύπαρξή του. Κι είναι αυτό που αδιάκοπα κραυγάζει η
Εκκλησία και οι άγιοί μας: η πίστη μας δεν είναι κάτι το θεωρητικό, αλλά
αγκαλιάζει και το σώμα και την ψυχή μας. Μόλις νιώσει κανείς λίγο την αγάπη του
Θεού, αμέσως Εκείνος καθίσταται ένοικος της ψυχής και του σώματος του ανθρώπου.
«Έκανες την ψυχή σου πανάγιο ναό του Θεού, ένδοξε». Ο υμνογράφος όμως γίνεται
σαφής. Δεν θέλει να αφήσει περιθώριο παρεξήγησης, ώστε να νομίσει κανείς ότι
έχει φτάσει αυτήν την αγάπη. Συνεχίζει λοιπόν για την αγία: «Έκανες την ψυχή
σου ναό πανάγιο του Θεού, με το να ζεις πάντοτε μέσα στους θείους ναούς, με
τους ύμνους και τις προσευχές». Με άλλα λόγια, η αγάπη του Θεού προϋποθέτει την
ένταξη στην Εκκλησία, την αγάπη για τις ακολουθίες της Εκκλησίας, την αγάπη για
τους ύμνους και τις προσευχές. Πράγματι, δεν υπάρχει πιο άμεσος και
αποτελεσματικός τρόπος να αγαπήσει κανείς τον Θεό από το να εμβαπτίζει διαρκώς
την ύπαρξή του σε ό,τι αποτελεί χώρο του Θεού και ψαλμούς του Θεού. Που
σημαίνει: αν σήμερα η αγάπη προς τον Θεό έχει υποχωρήσει, κατά το μεγαλύτερο
μέρος φταίει η μικρή ή και μηδαμινή σχέση του ανθρώπου με την λατρεία της
Εκκλησίας.
Ο άγιος Ιωσήφ, εν αγνοία του, επισημαίνει κάτι που
ιδιαιτέρως στην εποχή μας αποτελεί σχεδόν παραδοξότητα: το «ερύθημα της παρθενίας». Λέγοντας για την μάρτυρα ότι στράφηκε ολοκληρωτικά
προς τον Χριστό τονίζει ότι έκανε το φυσικό κόκκινο χρώμα της παρθενίας, το
κοκκινάδι δηλαδή της σεμνότητας και της ντροπαλοσύνης, πιο λαμπρό με το αίμα
του μαρτυρίου της. Τι ωραία εικόνα! Τι ποιητική σύλληψη! Μας λέει να δούμε με
τα μάτια της ψυχής μας την αγία γεμάτη σεμνότητα, με κόκκινα τα μάγουλά της από
τη χάρη της παρθενίας της. Κι αυτό το κόκκινο να το δούμε πιο έντονο πια, μετά
το μαρτύριό της. Το μαρτύριό της δηλαδή ήταν η συνέχεια της παρθενίας της. Η
επιβεβαίωση της σεμνότητάς της και της χάρης που την διακατείχε. Έτσι μας καθοδηγεί
ο υμνογράφος να δούμε και το νόημα της παρθενίας: ως της καθαρότητας πρώτιστα
της ψυχής διά της ανατάσεως αυτής προς τον Σωτήρα Χριστό. Κι αυτή η ανάταση
είναι ένα είδος μαρτυρίου, του μαρτυρίου της συνειδήσεως, που προεκτείνεται και
με το μαρτύριο του αίματος, όταν ζητηθεί κάτι τέτοιο.
Πώς να μην ενεργήσει η χάρη του Θεού μέσα σε ένα τέτοιο πλάσμα; Πώς ο Χριστός να μην την διατηρήσει αβλαβή από όσα οι δαιμονοκίνητοι διώκτες της τής έκαναν; Πώς να μην επηρεαστούν βλέποντάς την όλοι οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι; Και τι λέει επ’ αυτού ο άγιος Ιωσήφ; Όλοι αυτοί που μέσω της αγίας βρήκαν την πίστη του Χριστού υπήρξαν και η δική της προίκα σ’ Εκείνον. «Σαν πολύτιμη προίκα πρόσφερες στον Νυμφίο Χριστό, αθλοφόρε ένδοξε Ιουλιανή, όλους εκείνους τους αγίους ανθρώπους, που πίστεψαν στον Χριστό από τα θαυμάσια που με πίστη τέλεσες». Η αγία Ιουλιανή μας καθοδηγεί και σ’ αυτήν την αλήθεια: η αγία βιοτή μας, η συνεπής πορεία μας πάνω στα χνάρια του Χριστού λειτουργεί ιεραποστολικά: φέρνει και άλλους στον Χριστό. Κι αυτό λογαριάζεται σε εμάς. Συνιστά την προίκα μας μπροστά στον Χριστό. Πόση «προίκα» τέτοια άραγε θα φέρουμε κι εμείς μαζί μας; Πόσους ανθρώπους δηλαδή θα έχουμε επηρεάσει θετικά σε όλη την επίγεια ζωή μας, ώστε αυτό να «μετρήσει» υπέρ ημών στην κρίση του Θεού;