Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2024

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΥΨΩΣΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Η μεγάλη Δεσποτική εορτή της υψώσεως του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δεν αποτελεί εορτή μίας μόνο ημέρας ή έστω μερικών μόνο ημερών με κέντρο αυτήν αλλά χαρακτηρίζει ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας. Κι αυτό γιατί ο Σταυρός αποτελεί το κατεξοχήν σύμβολο της χριστιανικής πίστεως, την «καθέδραν της ορθοδόξου θεολογίας» κατά πιο πατερική έκφραση, που σημαίνει πως οτιδήποτε στην Εκκλησία κατανοείται σε σχέση με τη Σταυρική θυσία Εκείνου που απεστάλη από τον Θεό Πατέρα ακριβώς για να υψωθεί στον Σταυρό και να ελκύσει με τον τρόπο αυτόν κοντά Του όλα τα έθνη. «Καγώ εάν υψωθώ από της γης πάντας ελκύσω προς εμαυτόν». Θείος μαγνήτης ο Σταυρός, δηλαδή ο επ’ αυτού ανυψωθείς ως άνθρωπος Υιός και Λόγος του Θεού, από την ελκτική δύναμη του Οποίου δεν μπορεί να αντιδράσει κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος όπου γης.

Τρεις είναι οι κύριες διαστάσεις της μεγάλης αυτής εορτής: η ιστορική, η θεολογική, η πνευματική.

Η ιστορική διάσταση πρώτον, διότι την αφορμή ώστε να καθιερωθεί η συγκεκριμένη εορτή την έδωσε και το όραμα του Μ. Κωνσταντίνου με το «εν τούτω νίκα» πριν από τη μάχη με τον συνάρχοντά του Μαξέντιο, οπότε πιστεύοντας στο όραμα του Σταυρού οπλίστηκε κι αυτός και το στράτευμά του με πολλή δύναμη και νίκησε τον αντίπαλό του∙ και η θαυμαστή εύρεση του τιμίου Σταυρού με τις ανασκαφές της αγίας Ελένης στα Ιεροσόλυμα, γεγονός που οδήγησε στην πρώτη ύψωσή Του (4ος αι.)∙ και η επαναφορά του Σταυρού από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο (αρχές 7ου αι.), όταν εξεστράτευσε νικηφόρα κατά των Περσών που Τον είχαν διαρπάσει, γεγονός που οδήγησε στη δεύτερη ύψωσή Του και στα Ιεροσόλυμα και στην Κωνσταντινούπολη.

Η θεολογική διάσταση έπειτα, η οποία κατεξοχήν αυτή μάς εξηγεί γιατί ο Σταυρός συνιστά «την θύραν του Παραδείσου» και «την καθέδραν της ορθοδόξου θεολογίας» όπως είπαμε και παραπάνω. Και τι κηρύσσει η Εκκλησία μας για το θεολογικό βάθος του Σταυρού, χωρίς τον Οποίο  η σωτηρία για τον άνθρωπο ως αποκατάσταση της σχέσεώς του με τον Θεό θα ήταν ανύπαρκτη;

 α. Ότι ο Σταυρός ως η αποκορύφωση των Παθών του Κυρίου δεν μπορεί να κατανοηθεί με τις ανθρώπινες δυνάμεις, είτε τις λογικές είτε τις ψυχολογικές είτε τις συναισθηματικές και τις λοιπές. Προς κατανόησή Του απαιτείται η χαρισματική δύναμη της πίστεως, η δύναμη δηλαδή ενός μέλους της Εκκλησίας που έχει ενσωματωθεί διά του αγίου βαπτίσματος στο μυστικό σώμα του Χριστού, ώστε να μπορεί με πνευματικούς οφθαλμούς να «δει» ό,τι δεν φαίνεται αισθητά και το μυστήριο που περικλείει: την άπειρη αγάπη του Δημιουργού που δεν διστάζει προκειμένου να σώσει το αγαπημένο πλάσμα Του να γίνει άνθρωπος και μάλιστα να υποστεί την πιο εξευτελιστική τιμωρία και τον πιο αποτρόπαιο θάνατο, τον σταυρικό. Με τα λόγια του αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού «τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο ώστε τον Υιό Του τον μονογενή έδωσε, με σκοπό κάθε ένας που πιστεύει σ’ Αυτόν να μη χαθεί αλλά να έχει ζωή αιώνιο» - αγάπη έτσι σημαίνει παράδοση και θυσία για χάρη του άλλου χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Κι ακόμη να «δει» μαζί με την απειρία της αγάπης του Θεού μας και την άβυσσο της ανθρώπινης αμαρτίας, τέτοιας που οδήγησε σε θάνατο την ίδια τη Ζωή! Ο άνθρωπος που επαναστάτησε κατά του Δημιουργού του, (το προπατορικό λεγόμενο αμάρτημα), δεν παρεξέκλινε απλώς από κάποιο μονοπάτι ούτε κι έχασε κάτι δευτερεύον για τη ζωή του∙ έχασε τον Δρόμο της Ζωής κι οδηγήθηκε στο σκότος του θανάτου – η ζωή του μετά την αμαρτία του ήταν μία ζωή εν θανάτω.

β. Με τον Σταυρό του Κυρίου που αποκορυφώνει το Πάθος Του η αμαρτία του ανθρώπου αίρεται, εξαφανίζεται, γιατί τη σηκώνει επάνω Του ο ενανθρωπήσας Θεός. Ο Κύριος είναι «ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», που θα πει ότι εν Αυτώ το χάσμα που χώριζε Θεό και άνθρωπο δεν υφίσταται πια. Με τον Χριστό που μας προσέλαβε στην ανθρώπινη φύση Του ο άνθρωπος είδε και πάλι Θεού πρόσωπο. Αν μπορούμε να ατενίσουμε τον Θεό μας είναι γιατί ήρθε Εκείνος που έδωσε τα μάτια Του ώστε να γίνουν και δικά μας μάτια – η όραση Εκείνου συνιστά και την όραση του Θεού Πατέρα: «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα». Μετά τον Σταυρό επομένως και την Ανάσταση που ακολουθεί δεν υπάρχει αμαρτία ασυγχώρητη. Όποιος επικαλεστεί το πλήθος και το βάρος των αμαρτιών του για να μην προχωρήσει σε σχέση με τον Θεό βλασφημεί κυριολεκτικά τον Κύριο και το Πάθος Του – δεν δέχεται τη διαγραφή του χρέους από Εκείνον στον οποίο αναφέρεται κάθε χρωστούμενη αμαρτία, αρνείται να πιστέψει συνεπώς και στο άπειρο μέγεθος της αγάπης Του. Κι αυτό αποτελεί τη βλασφημία του αγίου Πνεύματος, η οποία δεν βρίσκει συγχώρηση ποτέ, κατά τον λόγο του Κυρίου.

Κι είναι τέλος η πνευματική διάσταση του Σταυρού, χωρίς την οποία πράγματι η όποια θεολογική διακήρυξη παραμένει χωρίς αντίκρυσμα και καταντά ιδεολογική πρόταση. Τι εννοούμε; Αν ο Σταυρός δεν γίνει γεγονός της ζωής του ανθρώπου, αν ο πιστός δεν ζει σταυρικά κατά το πρότυπο του Κυρίου και των αγίων Του αποστόλων και μαθητών, τότε η πίστη δεν είναι χριστιανική. Όταν ο ίδιος ο Κύριος χαρακτηρίζει ως μαθητή Του εκείνον που Τον ακολουθεί απαρνούμενος τον εγωιστικό εαυτό του και αίροντας τον σταυρό της αγάπης, τότε ποιος χωρίς τα χαρακτηριστικά αυτά μπορεί να ονομαστεί μαθητής Του; «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει», είπε, «ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί». Χριστιανός σημαίνει σταυρωμένος άνθρωπος δηλαδή, όπως εξέφρασε το βίωμά του αυτό και ο μέγιστος των αποστόλων Παύλος: «Έχω σταυρωθεί μαζί με τον Χριστό, γι’ αυτό και δεν ζω πια εγώ, ζει μέσα μου ο Χριστός». Κι ας μην ξεχνάμε βεβαίως το αυτονόητο: η κεντρική εντολή του Χριστού από την οποία εξαρτάται η χριστιανική μας ποιότητα και αυτοσυνειδησία μας είναι το «αγαπάτε αλλήλους». Κι αυτήν την αγάπη ο Χριστός μάς την μέτρησε με την αγάπη του Ίδιου: «καθώς εγώ σας αγάπησα». Ο Σταυρός είναι το μέτρο της αγάπης του χριστιανού, γι’ αυτό και μόνον σταυρικά πορεύεται, κάτι που πήρε ως δύναμη εφαρμογής από την ώρα που βαπτίστηκε - το βάπτισμα τι άλλο είναι παρά η μετοχή του ανθρώπου στον θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, δηλαδή ο άνθρωπος «δομήθηκε» πάνω στον «άξονα» του Σταυρού!

Ο χριστιανός λοιπόν εορτάζει τον Σταυρό όταν πορεύεται με πνευματικό σταυρικό τρόπο: με πίστη και αληθινή αγάπη. Χωρίς την πορεία αυτή η όποια ιστορική γνώση του ή η όποια θεολογική κατάρτισή του μένει μετέωρη, για να μην πούμε ότι γίνεται και δαιμονική. Διότι «και τα δαιμόνια πιστεύουν και φρίσσουν» μπροστά στον Θεό. 

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

«ΔΕΝ ΑΞΙΖΩ ΤΙΠΟΤΑ…»!

«Πολλές φορές μου λέει ο λογισμός: “Δεν αξίζω τίποτα, είμαι αδιόρθωτη…”. Κι αυτό είναι από τον πονηρό. Αν έχω ταπείνωση, πρέπει να πω: “Εντάξει, έκανα ένα λάθος, αλλά θα προσπαθήσω να το διορθώσω”. Τότε μένω ειρηνική και δεν ταράζομαι» (Γερόντισσα Θεοσέμνη Χρυσοπηγής Χανίων).

Η μακαριστή Γερόντισσα Θεοσέμνη (1938-2000) ήταν και είναι από τις πιο γνωστές πνευματικές φυσιογνωμίες που ανέδειξε η εποχή μας. Δεν ήταν μόνο τα πολλά χαρίσματα και οι αρετές της, αλλά και η πνευματική σχέση της με τον μεγάλο όσιο Πορφύριο τον καυσοκαλυβίτη που την κατέστησαν γνωστή στους περισσοτέρους πιστούς. Μέσα στις μνημονευόμενες πολλές θαυμαστές επεμβάσεις του συγχρόνου μας οσίου από εκείνους που μαρτυρούσαν για την αγιότητά του ήταν σχεδόν πάντοτε και η αναφορά του αγίου στη μακαριστή Θεοσέμνη, το πώς δηλαδή την καθοδήγησε προκειμένου να αντιμετωπίσει το σοβαρό πρόβλημα της υγείας της που παρουσίασε κάποια στιγμή της ζωής της.

Η αγία Γερόντισσα Θεοσέμνη (Αναστασία Αριστέα Δήμτσα) καταγόταν από τη Λάρισα και ήταν τέκνο ευσεβών γονέων. Ο πατέρας της σύντομα έφυγε από τη ζωή και εκείνη μαζί με τα δύο άλλα αδέλφια της μεγάλωσαν από την αφοσιωμένη στον Κύριο μητέρα τους. Από παιδί έτρεφε η μικρή Αναστασία Αριστέα θερμή αγάπη για τον Χριστό και την Εκκλησία, δείχνοντας ότι η ιεραποστολική διακονία ήταν εκείνο που αποτελεί την κλίση της καρδιάς της, κάτι που εκφράστηκε με τις σπουδές της στην Ανωτέρα Σχολή Νοσηλευτικής του Ερυθρού Σταυρού και έπειτα για αρκετά χρόνια με την εργασία της σε διάφορα νοσοκομεία της Αθήνας. Το 1966 πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Στεφάνου στα Μετέωρα, ζώντας με απόλυτη υπακοή και αναδεικνυομένη σε πρότυπο μοναχής, κι έπειτα το 1976 ήλθε στα Χανιά, όπου με την ευλογία του τότε Μητροπολίτου κι έπειτα αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Ειρηναίου ανέλαβε την εκ θεμελίων ανασυγκρότηση της ερειπωμένης Μονής Χρυσοπηγής. Η θυσιαστική διακονία της επί 24 έτη έφερε βεβαίως τους καρπούς της: το μοναστήρι μεγαλούργησε και πλήθος νέων κοριτσιών θέλχθηκαν από την αγία μορφή της προκειμένου να ακολουθήσουν τον δρόμο της απόλυτης αφιέρωσης στον Θεό. Σε ηλικία 48 ετών θεραπεύτηκε από τον όσιο Πορφύριο από τον καρκίνο που την ταλαιπωρούσε, η δε ασθένειά της επανήλθε στα τέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής της (1996-2000), που την αντιμετώπισε με θαυμαστή υπομονή και καρτερία, μέχρις ότου ο Κύριος παρέλαβε την οσιακή ψυχή της στις 31 Μαΐου 2000 στο Νοσοκομείο Χανίων.

Γράφτηκαν, γράφονται και θα συνεχίσουν να γράφονται πολλά για την αγιασμένη αυτή μορφή, όπως το βιβλίο που εξέδωσε το Μοναστήρι της ήδη από το 2001 (α΄ έκδοση) και επαυξημένο το 2010 (β΄ έκδοση), όπου έχει κανείς εκεί  την ευκαιρία να έλθει σε επαφή λίγο με τη χαριτωμένη ζωή της, ιδιαιτέρως δε με τον σοφό και μύρον αποπνέοντα λόγο της. Το παραπάνω απόσπασμα αποτελεί μία μικρή καταγραφή από τον πλούτο της διδασκαλίας της, καθώς συχνά πυκνά, χωρίς να θέλει να κάνει το δάσκαλο αλλά νιώθοντας την ευθύνη της θέσεώς της ως ηγουμένης, μιλούσε στις μοναχές της υπενθυμίζοντάς τους, με πρώτο τον εαυτό της, το όραμα που έπρεπε καθημερινώς να τις συνέχει: τη ζωντανή σχέση τους με τον Κύριο και Θεό τους! Οι περισσότερες διδαχές της ξεκινούσαν από τη δική της προσωπική πνευματική ζωή, ό,τι δηλαδή η ίδια από την εμπειρία του καθημερινού της αγώνα κατανοούσε, μάθαινε, γι’ αυτό και ήθελε να το μεταδώσει ως παρακαταθήκη και στις λοιπές αγωνιζόμενες ψυχές.

Αναφέρεται η σοφή Γερόντισσα στο θέμα των λογισμών, εκεί που πράγματι κρίνεται η κατά Χριστόν πορεία ενός πιστού, αν θα είναι ανοδική ή καθοδική. «Οι λογισμοί καθορίζουν τη ζωή μας», όπως έλεγαν και λένε όλοι οι άγιοί μας, γνωρίζοντας εκ πείρας ότι οι λογισμοί δεν πηγάζουν μόνον από τον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά και από τον ίδιο τον Θεό ή και τον πονηρό διάβολο, που «ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη»! Και επικεντρώνει την προσοχή της στους πονηρούς λογισμούς, διότι σ’ αυτούς υπάρχει η παγίδα που αν κανείς δεν προσέξει «εις βόθυνον πεσείται». Ποια είναι εν προκειμένω η δαιμονική παγίδα; Αυτή που υποβάλλει ο πονηρός ότι παρ’ όλες τις προσπάθειες για πνευματικό αγώνα ο πιστός έχει πτώσεις, δεν βλέπει διόρθωση του χαρακτήρα του, γι’ αυτό και δεν αξίζει τίποτα! Είναι η προσωπική της εμπειρία, λέει η Γερόντισσα, που της συμβαίνει μάλιστα συχνά: «Πολλές φορές μου λέει ο λογισμός».

Αλλά η Γερόντισσα έχει «νουν Χριστού» και δεν αγνοεί τα τερτίπια του εχθρού διαβόλου. Ο πνευματικός αγώνας της, η εν χάριτι ζωή της τής έχουν δώσει τη διάκριση να βλέπει τι υπόκειται πίσω από τους όποιους λογισμούς: «είναι από τον πονηρό» ο λογισμός αυτός, σημειώνει. Γιατί; Διότι η αποδοχή του οδηγεί σε απελπισία και απόγνωση, συνεπώς υφίσταται η έλλειψη πίστεως στον Χριστό. «Παν ουκ εκ πίστεως αμαρτία εστί» γνωρίζει η Γερόντισσα, όπως και το γεγονός ότι το σπουδαιότερο και βαρύτερο όπλο του διαβόλου είναι να φτάσει τον άνθρωπο στην απόγνωση και την απελπισία. Δεν χαίρεται τόσο ο πονηρός όταν αμαρτάνουμε, όσο όταν απελπιζόμαστε, λένε οι άγιοί μας. Και τούτο γιατί στην αμαρτία υπάρχει πάντοτε η μετάνοια ως ισχυρό και απόλυτο αντίδοτο, ενώ στην απελπισία ως γνώρισμα απιστίας δεν υπάρχει καμία διέξοδος και προοπτική. Κι ακόμη η απιστία αυτή της απελπισίας συνυπάρχει με την υπερηφάνεια. Δεν υπάρχει ταπείνωση στον λογισμό αυτόν, λέει η σοφή Θεοσέμνη, γιατί κάνει τον άνθρωπο να κινείται με βάση μόνο τις δικές του δυνάμεις. «Δεν αξίζω, είμαι αδιόρθωτος…». Τον Χριστό και την ενισχύουσα χάρη Του την έχει κάνει ήδη πέρα, διαγράφει την αγάπη Εκείνου που πέθανε ακριβώς για εμάς και μέχρι τέλους της ζωής μας αγωνίζεται να μας συνεφέρει. «Δυνατός ο Θεός στήσαι αυτόν», λέει θεόπνευστα ο απόστολος Παύλος, αναφερόμενος ακριβώς στον πιστό που πέφτει στις αμαρτίες και δεν μπορεί να ορθοποδήσει. Εσύ δηλαδή δεν μπορείς, αλλά μπορεί ο ίδιος ο Κύριος!

Ποια είναι λοιπόν η λύση; Η με ταπείνωση αποδοχή της πτώσεως, του λάθους και η στροφή προς τον μόνον δυνάμενον σώζειν, τον Κύριο που δίνει τη δύναμη της διόρθωσης. Δεν προβάλλει ενώπιόν μας η Γερόντισσα Θεοσέμνη χωρίς να το λέει το παράδειγμα του ασώτου της γνωστής παραβολής του Κυρίου; Γιατί ο άσωτος θεωρείται το πρότυπο του αγίου ανθρώπου; Διότι ήλθε η στιγμή που κατενόησε τις αμαρτίες του: «εις εαυτόν ελθών», αλλά δεν έμεινε εκεί: θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου, είπε, «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου». Αλλά αυτό συνιστά την πορεία της μετανοίας, της μόνης οδού που σώζει τον άνθρωπο και τον φέρνει ενώπιον ενωπίω Θεώ. Αναμαρτησία ανθρωπίνως έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει, υπάρχει όμως η αγία πορεία που γνώρισμα έχει την πτώση αλλά και τη συνεχή ανάσταση. «Ίδιο των αγγέλων είναι» σημειώνει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, «να μην πέφτουν ποτέ στην αμαρτία. Ίδιο των δαιμόνων είναι να βρίσκονται πάντοτε στην αμαρτία. Ίδιο των αγίων ανθρώπων είναι να βρίσκονται πότε στην αμαρτία και πότε στη μετάνοια». «Οσάκις αν πέσης, έγειραι και σωθήση», μας λέει και ένα λόγιο εκκλησιαστικό, ακριβώς για να δείξει ότι όταν η πτώση στην αμαρτία συνοδεύεται από τη δύναμη της έγερσης και της ανάστασης, τότε τον άνθρωπο τον σχετίζει με τον Θεό.

Και η απόδειξη, κατά τη Γερόντισσα Θεοσέμνη, ότι όντως έτσι είναι τα πράγματα, είναι το αποτέλεσμα στην ψυχή του ανθρώπου. «Τότε μένω ειρηνική και δεν ταράζομαι». Η αποδοχή της αμαρτίας μου αλλά και η εν μετανοία αντίδρασή μου φέρνει την ειρήνη στην καρδιά, την έλλειψη της όποιας ταραχής. Ενώ η άπιστη και υπερήφανη απόγνωση και απελπισία συνοδεύεται από την ταραχή και την ακαταστασία. «Εκ του καρπού το δένδρον γινώσκεται».

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2024

ΠΩΣ ΞΕΠΛΕΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΜΑΣ

«Παιδί μου, συμβούλευε ο Ρώσος ασκητής Τύχων, να πλένεις με δάκρυα τα πόδια του Χριστού και ο Χριστός θα ξεπλύνει τις αμαρτίες σου» (Αρχ. Ιωαννικίου, Αθωνικόν Γεροντικόν).

Τον μεγάλο Ρώσο ασκητή του Αγίου Όρους Γέροντα Τύχωνα τον γνωρίσαμε οι πολλοί από τον όσιο Παΐσιο τον αγιορείτη. Υπήρξε πνευματικός του μεγάλου Παϊσίου ο π. Τύχων και συχνά ο όσιος τον μνημόνευε και τον ανέφερε στις συζητήσεις και τις διδασκαλίες του. Για τον άγιο Παΐσιο ο Γέρων Τύχων ήταν ένας σπουδαίος σύγχρονος άγιος, έστω κι αν δεν έτυχε της επίσημης εντάξεώς του στο αγιολόγιο της Εκκλησίας, κι αυτό γιατί ο Κύριος φανερώνει στον κόσμο, για λόγους που Εκείνος γνωρίζει, όσους επιλέγει να είναι ενώπιόν Του οι κατεξοχήν πρεσβευτές υπέρ του κόσμου. Η θαυμαστή «αποκάλυψή» τους θα γίνει κατά τη Δευτέρα Παρουσία Του, οπότε και η λάμψη του προσώπου τους θα υπερκεράσει τη λάμψη και αυτού του ήλιου. Γνωστό λόγιο του Γέροντα Τύχωνα που έδειχνε και το βάθος της πνευματικής του ζωής  ήταν: «Ο Θεός κάθε ημέρα ευλογεί τον κόσμο, αλλά όταν δει ταπεινό άνθρωπο τον ευλογεί και με τα δύο Του χέρια». Ή και το καταγεγραμμένο: «Ένα “Κύριε ελέησον” εκατό δραχμές, ένα “δόξα Σοι ο Θεός” χίλιες δραχμές».

Λοιπόν στο μνημονευόμενο σπουδαίο Γεροντικό του Όρους υπάρχει και η αναφορά του π. Τύχωνα για τα δάκρυα στην πνευματική ζωή, τα οποία έχουν τέτοια δύναμη που μπορούν να ξεπλύνουν τις όποιες αμαρτίες του ανθρώπου. Εννοείται βεβαίως ότι ο Γέρων Τύχων με τη βαθύτατη καρδία και τη σοφία του γνώριζε εμπειρικά τη διδασκαλία των νηπτικών Πατέρων της Εκκλησίας περί των δακρύων, ότι δηλαδή υπάρχουν δάκρυα που επαινούνται από τον Κύριο και δάκρυα που δεν τα δέχεται, γιατί εκφράζουν ένα εγωιστικό και υπερήφανο φρόνημα ή συνιστούν απλώς ένα χαρακτηριστικό της ιδιοσυγκρασίας ενός ανθρώπου. Εδώ όμως μιλάει για τα αληθινά δάκρυα που πηγάζουν από καρδιά που ζει γνήσια τη μετάνοια ως επίγνωση της αμαρτωλότητάς της και αδιάκοπη επιστροφή της προς τον Θεό – ό,τι ο Κύριος είπε στην παραβολή του ασώτου.

Η μετάνοια αυτή με τα δάκρυα ως γνώρισμα πένθους για την αμαρτία ξεπλένει τις αμαρτίες, γιατί αποτελούν κατάθεση της ψυχής του ανθρώπου στον Χριστό και τον Τίμιο Σταυρό Του, πάνω στον Οποίο ήρε την αμαρτία του σύμπαντος κόσμου όλων των εποχών και την έσβησε διά παντός. Με άλλα λόγια ο άνθρωπος ζώντας εν μετανοία, όπως κάλεσε ο Κύριος τον άνθρωπο αφ’ ης στιγμής ήλθε στον κόσμο και μετέπειτα: «μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών», μετέχει στο χαρισματικό σώμα Του, την Εκκλησία, ως μέλος Εκείνου, συνεπώς γίνεται δέκτης των δωρεών που έφερε κατεξοχήν με τη Σταυρική Του θυσία, απαλλασσόμενος από τις όποιες δικές του αμαρτίες. Ο αληθινά πιστός, ο μετανοημένος άνθρωπος δηλαδή, ζει από τώρα, από τη ζωή αυτή, τη χαρά του Παραδείσου, γιατί βιώνει ενεργά και αισθητά στην ύπαρξή του την απαλλαγή από κάθε ενοχή και την πληρότητα της χάρης του ίδιου του Θεού του. Το βίωμα της χαρμολύπης στην πιο αυθεντική μορφή του.

Είναι συγκλονιστικά τα λόγια και η πρακτική του αγίου Τύχωνα εν προκειμένω: «Τα μάτια του π. Τύχωνος του Ρώσου ερημίτου ήσαν αδιακόπως γεμάτα δάκρυα. Τα εσκούπιζε με ένα μανδήλιον συνεχώς βρεγμένον, που εκρατούσε πάντα εις το χέρι του. Το επιτραχήλιόν του ήτο σχεδόν πάντα νοτισμένον από αυτά τα δάκρυα και ο ξύλινος σταυρός, με τον οποίον ευλογούσε, εφαίνετο φαγωμένος. Έλεγεν ότι πρέπει όλας τας ημέρας της ζωής μας να πλένωμε τα πόδια του Χριστού με τα δάκρυά μας και να τα σκουπίζωμε με τα μαλλιά μας, ποιούντες μετανοίας. Ο ίδιος έχυνε χούφτες τα δάκρυα εμπρός εις τον Σταυρόν του κελλίου του. Είχε «μουλιάσει» το ξύλον του Σταυρού».

Η υμνολογία της Εκκλησίας μας έρχεται συχνά να μας υπενθυμίσει αυτό το βίωμα των αγίων μας με το δικό της μοναδικό τρόπο, καλώντας μας να μετάσχουμε κι εμείς στη χαρισματική αυτήν πραγματικότητα. «Δάκρυα μοι δος ο Θεός, ως ποτε τη γυναικί τη αμαρτωλώ, και αξίωσόν με βρέχειν τους πόδας σου, τους εμέ εκ της οδούς της πλάνης ελευθερώσαντας, και μύρον ευωδίας σοι προσφέρειν, βίον καθαρόν εν μετανοία μοι κτισθέντα˙ ίνα ακούσω καγώ της ευκταίας σου φωνής˙ Η πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εις ειρήνην». Δώσε μου δάκρυα, Θεέ μου, όπως έδωσες κάποτε στην αμαρτωλή γυναίκα, και αξίωσέ με να βρέχω τα πόδια Σου που με ελευθέρωσαν από την οδό της πλάνης, και να Σου προσφέρω μύρο ευωδίας, δηλαδή τον καθαρό βίο μου που κτίσθηκε για μένα πάνω στη μετάνοια. Έτσι θα ακούσω κι εγώ τη φωνή Σου που εύχομαι να ακούσω: Η πίστη σου σε έσωσε, πορεύου ειρηνικά.

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟ ΘΕΟ!

«Μου είπε κάποτε, προ ετών, ο σεβαστός μοι γέρων (νυν επισήμως όσιος) Γεράσιμος ο υμνογράφος:

- Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι το μόνον, το οποίον αδυνατεί να πράξη ο Παντοδύναμος Θεός είναι το να ενωθή με τον ακάθαρτον άνθρωπον. Εις αυτό αδυνατεί» (αρχ. Ιωαννίκιος, Αθωνικόν Γεροντικόν).

Δεν αποτελεί «λογοπαίγνιο» η τοποθέτηση του αγίου Γρηγορίου και όλων των αγίων που αναφέρονται στην παραπάνω αλήθεια: ο παντοδύναμος Θεός… αδυνατεί σε κάτι! Και το σημειώνουμε γιατί υπάρχουν κάποιοι βλάσφημοι, με επίγνωση ή όχι, οι οποίοι θέλοντας να ειρωνευτούν την πίστη χρησιμοποιούν ακριβώς αυτήν τη σοφιστεία: «μπορεί ο Θεός που είναι παντοδύναμος να κάνει κάτι που είναι γι’ αυτόν αδύνατο; Αν δεν μπορεί, άρα δεν είναι παντοδύναμος!» Η βλασφημία είναι προφανής: τον Θεό Τον αντιμετωπίζουν ως… παιχνίδι, ως άθυρμα που μπορούν να Του θέτουν ερωτήματα, να Τον υποβάλλουν σε… κουίζ, για να μπορέσουν να… γελάσουν μαζί Του ή μάλλον αφορμώμενοι από Αυτόν να παρουσιάζονται στα μάτια των «ελαφρών» ανθρώπων «έξυπνοι» και «απελευθερωμένοι», που βρίσκονται «υπεράνω» και του ίδιου του Θεού! Η αφροσύνη στο έπακρον! Τρέμει κανείς απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους, όχι βεβαίως για την ανοησία τους, αλλά γιατί βλέπει την ενδεχόμενη παιδαγωγική επέμβαση του Δημιουργού, διότι «φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος», ο Οποίος «ου μυκτηρίζεται», δεν μπορείς να παίξεις μαζί Του! Η μόνη παρηγοριά είναι η απόλυτη πίστη στην αγάπη Του, η Οποία κάποιους τέτοιους ανθρώπους, αν δεν εκκινούν από δαιμονικές προϋποθέσεις, δηλαδή από υπέρμετρη υπερηφάνεια, τους συνετίζει συνήθως με ελαφρούς πειρασμούς για να ορθοφρονήσουν.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λοιπόν, κατά τον όσιο Γεράσιμο τον υμνογράφο, τον Μικραγιαννανίτη, διατυπώνει εν προκειμένω την αλήθεια την οποία ο ίδιος ο Κύριος απεκάλυψε: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Θα δουν δηλαδή τον Θεό, που θα πει μπορούν να ενωθούν εμπειρικά με τον Θεό, να μετέχουν στη θεοποιό ενέργειά Του, μόνον εκείνοι που αγωνίζονται να έχουν καθαρή την καρδιά τους από ό,τι αμαρτωλό και εμπαθές. Ακριβώς διότι ο Θεός «εν αγίοις αναπαύεται», ο απόλυτα καθαρός και άγιος Θεός βρίσκει τόπο καταπαύσεώς Του το έδαφος της καρδιάς ενός ανθρώπου που είναι συντονισμένος μαζί Του, που «συγγενεύει» μ’ Εκείνον. Κι αυτό συμβαίνει γιατί Θεός και αμαρτία δεν συμβιβάζονται, φως και σκοτάδι δεν συνυπάρχουν, όπου υπάρχει το φως εκεί δεν υφίσταται το σκοτάδι, κι όπου υπάρχει το σκοτάδι εκεί δεν υφίσταται το φως. «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν».

 Και βλέπουμε την αλήθεια αυτή στη ζωή όλων των αγίων μας. Τι αγωνίστηκαν και αγωνίζονται με τη χάρη του Θεού να κάνουν όλοι οι άγιοι, οι πιστοί δηλαδή του Χριστού και της Εκκλησίας; Να καθαρίσουν την καρδιά τους, τον εσωτερικό τους κόσμο με τον μόνο τρόπο που έχει υποδείξει ο Κύριος και οι άγιοι Απόστολοί Του: την τήρηση των αγίων Του εντολών. Είναι γνωστό σε όλους: την ώρα που ο πιστός ως μέλος Χριστού κινηθεί προς εφαρμογή αυτών που ο Κύριος έδωσε εντολή, την πίστη δηλαδή στον Θεό και την αγάπη προς τον συνάνθρωπο - «αύτη εστιν η εντολή του Θεού, ίνα πιστεύσωμεν τω ονόματι του Υιού Αυτού και αγαπώμεν αλλήλους» -, την ίδια ώρα ενεργοποιείται και η μεγάλη χάρη που κάνει τον άνθρωπο να μένει μέσα στον Χριστό και τον Χριστό μέσα σ’ εκείνον, μία διαρκής θεία κοινωνία ως συνέχεια της μετοχής στη μυστηριακή θεία κοινωνία. Είναι τόσο απλή η συγκεκριμένη αλήθεια, όσο απλή είναι η παραδοχή ότι για να ανάψει κανείς το φως του δωματίου του θα απαιτηθεί να πατήσει τον διακόπτη. Με το πάτημα του διακόπτη το φως ανάβει, το δωμάτιο γίνεται φωτεινό, το σκοτάδι φεύγει. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και από πλευράς πνευματικής. Κι είναι τούτο ο αγώνας αναμαρτησίας στην ουσία, που συνιστά κατά την Εκκλησία μας και τον σκοπό της κάθε ημέρας μας και όλης της ζωής μας: «καταξίωσον, Κύριε, εν τη ημέρα, τη εσπέρα, τη νυκτί, ταύτη αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς».

Ταλαιπωρούνται πολλοί συνάνθρωποί μας, ζουν μέσα στο άγχος και την αβεβαιότητα, πληρώνουν πολλά σε θεωρούμενους ειδικούς και μη, προκειμένου να νιώσουν καλύτερα με τον ανοικονόμητο εαυτό τους – δεν ξέρουν τι να κάνουν την ύπαρξή τους, πώς να διαχειριστούν το σώμα και κυρίως την ψυχή τους! Κάθε απόπειρα για να γαληνέψουν και να ησυχάσουν μέσα τους καταλήγει σε παταγώδη συνήθως αποτυχία: είτε έκδοση σε σαρκικές ηδονές είτε ταξίδια είτε σπορ είτε οτιδήποτε άλλο ο ευφάνταστος νους τους εφευρίσκει, διότι διαγράφουν ή δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τον μόνο παράγοντα που γεμίζει όντως την ψυχή του ανθρώπου, τον ίδιο τον Δημιουργό και Πατέρα τους! Ο αιώνιος λόγος του Κυρίου ακούγεται πάντοτε χωρίς διακοπές: «Ελάτε κοντά μου όλοι οι κουρασμένοι και φορτωμένοι από τα βάρη της ζωής κι Εγώ θα σας αναπαύσω»! Κι αυτή η προσέγγιση του Κυρίου βεβαίως περνάει, κατά τον λόγο του Ίδιου και πάλι, μέσα από τις άγιες εντολές Του όπως είπαμε, οι οποίες και μόνες καθαρίζουν την καρδιά του ανθρώπου για να Τον καταστήσουν αισθητά παρόντα μέσα τους. Οπότε, ο σκοπός του ανθρώπου και η ανάπαυσή του δεν βρίσκεται στο κυνηγητό των κοσμικών πραγμάτων, εγγύς ή μακράν, στη γη ή στο διάστημα, αλλά σε ό,τι πρόκειται ενώπιόν του, μπροστά κυριολεκτικά στα μάτια του: στην κάθε στιγμή του χρόνου του, που «αναμένει» να πληρωθεί, να γεμίσει από το άγιο θέλημα του Θεού. Η κάθε στιγμή μας δηλαδή φέρει και τον σκοπό μας που συνιστά και τη μεγαλειοδέστερη προοπτική που έχει ακουστεί ποτέ: να ζούμε μία θεοφάνεια, να αποτελούμε μία συνέχεια του ίδιου του Θεού μας, να είμαστε ένας άλλος Χριστός πάνω στη γη!    

Κι αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι μιλάμε για μετοχή στη θεοποιό ενέργεια του Θεού, τον ίδιο τον Εαυτό Του δηλαδή, που τη δίνει σε κάθε καλοπροαίρετο πιστό Του που Τον θέλει στη ζωή του. Γιατί υπάρχουν και άλλες διαστάσεις της ενέργειάς Του, άλλες μορφές παρουσίας Του, με τις οποίες συστήθηκε ο κόσμος, διακρατείται και προχωρεί αυτός, οδεύει προς τον τελικό του προορισμό. Θέλουμε να πούμε ότι τίποτε δεν υφίσταται εκτός Θεού και των ακτίστων ενεργειών Του, είτε χώμα και πέτρα είναι αυτό είτε φυτό είτε ζώο είτε άνθρωπος πιστός ή όχι είτε τα…πάντα! Οι άγιοί μας με φιλοσοφική ορολογία εξέφρασαν την αλήθεια αυτή λέγοντας ότι υπάρχει η ουσιοποιός ενέργεια του Θεού, η ζωοποιός ενέργεια, η σοφοποιός ενέργεια, η θεοποιός ενέργεια. Τα πάντα λοιπόν και οι πάντες βρίσκονται μέσα στις άκτιστες αυτές ενέργειες, σε μία άμεση και προσωπική σχέση δηλαδή με τον Πατέρα και Δημιουργό, αλλά η μόνη διάσταση που οδηγεί σε σωτηρία του ανθρώπου, να είναι αυτός σώος και ολόκληρος κατά τον τρόπο της δημιουργίας του, με επίγνωση της πραγματικότητας αυτής, είναι η θεοποιός ενέργεια. Κι αυτή η θεοποιός ενέργεια να ενωθεί με τον ακάθαρτο, αμετανόητο δηλαδή, άνθρωπο είναι όντως πράγμα αδύνατο!

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024

ΥΠΟΜΟΝΗ, ΣΤΑΘΕΡΗ ΥΠΟΜΟΝΗ!

«Είπεν ένας γέρων: - Η πνευματική ζωή χρήζει υπομονής, σταθεράς υπομονής. Ο άνθρωπος παθαίνει μεταβολές, αλλοιώσεις. Από την μίαν ημέραν εις την άλλην» (Αρχιμ. Ιωαννικίου Κοτσώνη, Αθωνικόν Γεροντικόν).

Ο λόγος του Γέροντος του Όρους εκφράζει μία βαθύτατη αλήθεια, ίσως τη βαθύτερη μετά την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία, περί του ιδίου του ανθρώπου. Ποια είναι αυτή; Ότι τίποτε ανθρώπινο, τίποτε γενικότερα μέσα στον κόσμο, δεν είναι αναλλοίωτο και σταθερό. Πρόκειται περί διαπιστώσεως και της φυσικής επιστήμης που τόσο έχει εξελιχθεί στην εποχή μας, αλλά και των ανθρωπιστικών λεγομένων επιστημών όταν αναφέρονται στον άνθρωπο: κάθε τι στον κόσμο, φυσικό, βιολογικό, ψυχικό, πνευματικό υπόκειται σε αλλοιώσεις και μεταβολές. Αυτό που σήμερα θεωρείται σταθερό και ακλόνητο, αύριο έχει παρέλθει γιατί πέρασε από πάνω του η φθορά που χαρακτηρίζει όλο το κοσμικό γίγνεσθαι! Ακόμη κι αυτός ο ήλιος που αποτελεί την «πηγή» της ζωής για τη γη μας, όπως και κάθε άλλο αστέρι και ουράνιο σώμα, είναι με ημερομηνία λήξεως. Οι αστρονόμοι έχουν επαρκώς εξηγήσει την πορεία του: θα έλθει η εποχή μετά από κάποια, «απέραντα» για εμάς χρόνια, που θα αερώσει η πυκνότητά του, θα γίνει ερυθρός γίγαντας, θα… τελειώσει, και μαζί με αυτόν και ό,τι εξαρτάται από αυτόν, όπως είναι και η δική μας «σταθερά», η γη! Ναι, ο κόσμος μας τελειώνει με μαθηματική ακρίβεια κι είναι γνωστό τούτο σε όλους.

Μπορεί στον αρχαίο κόσμο με τη μικρή τεχνολογική τότε εξέλιξη η αλήθεια αυτή να φαινόταν αδιανόητη – ο αρχαίος ελληνικός κόσμος πίστευε στην αιωνιότητα του κόσμου μέσα στον οποίο στο ανώτερο κομμάτι ως την κορυφή μίας πυραμίδας βρίσκονταν οι «θεοί» - όμως σήμερα τούτο δεν ισχύει ασφαλώς, αλλά και δεν ίσχυε απαρχής και για τους πιστούς στον Ιουδαϊσμό, πολύ περισσότερο έπειτα στον χριστιανισμό. Διότι ο αποκαλυπτικός λόγος της Γραφής καταρχήν αναφερόταν στον Δημιουργό Θεό, ο Οποίος τα πάντα «εποίησεν εξ ουκ όντων» και συνεχίζει άχρι της βουλήσεως Εκείνου να διακρατεί και να διακυβερνά τα σύμπαντα με τον λόγο Του, δηλαδή με την άκτιστη ενέργειά Του. Κι αυτό σημαίνει ότι η φθαρτότητα αποτελεί στοιχείο της κτιστότητας - μόνον ο Δημιουργός Θεός είναι άκτιστος ως η πηγή της ζωής: «Εγώ ειμι ο Ων», οπότε το τέλος του κόσμου μπορεί να έλθει ανά πάσα στιγμή, όταν ο Κύριος κρίνει ότι αυτό είναι προς το συμφέρον του. Η μνημόνευση και μόνον ενός συγκεκριμένου χωρίου από τον προφήτη Δαυίδ, το οποίο μνημονεύει και απόστολος Παύλος, είναι αρκετή: «Εσύ, Κύριε, αρχικά στερέωσες τη γη κι έργο δικό σου είναι οι ουρανοί. Αυτοί θα εξαφανιστούν, ενώ εσύ αιώνια παραμένεις. Τα πάντα θα παλιώσουν σαν ρούχο. Σαν μανδύα θα τους τυλίξεις, και θ’ αλλάξουν. Εσύ όμως παραμένεις πάντα ο ίδιος, τα χρόνια σου ποτέ δεν θα τελειώσουν» (Εβρ. 1, 10-12). Και βεβαίως δεν μνημονεύουμε τον ίδιο τον λόγο του ενανθρωπήσαντος Θεού μας, ο Οποίος οριστικά απεκάλυψε: «Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι», τα πάντα τελειώνουν εκτός Εκείνου και του αιώνιου λόγου Του! 

Σπεύδουμε να σημειώσουμε όμως ότι κατά τη Γραφή το τέλος αυτό δεν ταυτίζεται με την εξαφάνιση του κόσμου, αλλά με την αλλαγή του, όπως τη θέλει ο Θεός, διότι «καινούς ουρανούς και καινήν γην προσδοκώμεν» - ο Θεός τελικώς ποτέ δεν καταστρέφει τη δημιουργία Του. Ακόμη και ο θάνατος που εισήλθε στην ανθρωπότητα ως ο καρπός της ανταρσίας του ανθρώπου απέναντι στον Πατέρα και Δημιουργό του, ακόμη κι αυτός είναι μία προσωρινή κατάσταση, όπως το έδειξε ο ερχομός του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο Οποίος ήλθε «ίνα ζωήν έχωσιν οι άνθρωποι και περισσόν έχωσιν» - η ζωή είναι αυτή που κρατάει και θα κρατάει εσαεί το «λάβαρο» της νίκης, η Ανάστασή Του το πιστοποίησε περίτρανα!

Λοιπόν, για να επανέλθουμε, τα πάντα αλλοιώνονται και μεταβάλλονται, και ο ίδιος ο άνθρωπος, «από την μίαν ημέραν εις την άλλην», συνεπώς η μόνη λύση και διέξοδος, η μόνη κυριολεκτικώς «θύρα», είναι η αναφορά στον αιώνιο Θεό και τον λόγο Του, η προσκόλλησή μας σε Αυτόν, η επιμονή και η υπομονή να μένουμε εν Αυτώ! Ο λόγος του αγίου και σοφού Γέροντος έρχεται με την απλότητά του να δείξει αυτήν την πραγματικότητα. Και να μένουμε εν Αυτώ με σταθερή υπομονή, που σημαίνει μέσα από όλες τις αντιξοότητες και τις εναλλαγές, σημαίνει ο τρεπτός νους μας να μένει εκεί που αδιάκοπα μας παραπέμπουν οι άγιες εντολές του Κυρίου. Οι εντολές Αυτού περικλείουν τον Ίδιο και την αιωνιότητά Του – «η εντολή Αυτού ζωή αιώνιός εστι» -, οπότε και η εν χάριτι εμμονή μας σ’ αυτές αποτελεί στην ουσία την ενεργοποίηση της μεγαλύτερης δωρεάς Του να «μένουμε μέσα σ’ Εκείνον και Εκείνος μέσα σ’ εμάς», να λειτουργούμε ως μέλη του σώματός Του της Εκκλησίας. «Ο τηρών τας εντολάς του Θεού εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν Αυτώ». Μέσα σ’ έναν λοιπόν κόσμο που σπαράσσεται μέσα στα πάθη του και τις διαρκείς μεταβολές του, ο χριστιανός έχει βρει, βρίσκει διαρκώς, το μόνο απόλυτο και σταθερό σημείο, την πηγή της ζωής, την αιωνιότητα, τον μόνο Πιστό!

Και βεβαίως τα πάθη μας σταθερά δυστυχώς μας αποπροσανατολίζουν σπρώχνοντάς μας βίαια συχνά εκτός του σταθερού «εδάφους» - ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέει μεταξύ άλλων ότι το να κρατήσει κανείς σταθερά τον νου του στον Θεό συνιστά μεγαλύτερο «κατόρθωμα» από το να περιορίσει κανείς και την ίδια τη θάλασσα! - όμως η διαρκής έγνοια να μένουμε σ’ Αυτόν και η εκζήτηση της χάρης Του ακριβώς για να μην Τον χάνουμε ή όταν Τον «χάνουμε» να επανερχόμαστε διά της θερμής μετανοίας μας, μας κάνει τελικώς να είμαστε σε μία σχετικά ισορροπημένη κατάσταση, όπως βλέπουμε τούτο στον βίο όλων των αγίων μας. Οι εκτός της πίστεως σαν καρυδότσουφλα άγονται και φέρονται από τα κύματα της θάλασσας των παθών του κόσμου, οι αγωνιζόμενοι στην πίστη βρίσκονται μέσα στο υπερωκεάνειο της αγκαλιάς του Χριστού, κρατώντας κολλημένα, όσο είναι δυνατόν, τα «πόδια της ψυχής» τους στον βράχο των αγίων Του εντολών. «Εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω μου», ακούγεται η σωτήρια κραυγή του πιστού ανθρώπου, όπως και «οι οφθαλμοί μου διά παντός προς τον Κύριον». Να μη χάνουμε την όραση του Κυρίου, δηλαδή να μπορούμε να «διαβάζουμε» την παρουσία Του στα πάντα και σ’ Αυτόν να ρίχνουμε την καρδιά μας, είναι η οδός που κάνει τη ζωή μας σ’ αυτόν τον κόσμο όχι μόνον υποφερτή, αλλά και τελικώς ένα μικρό κομμάτι του Παραδείσου.

Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΜΕΝΟΣ ΝΑ ΜΑΣ ΒΟΗΘΑΕΙ!

 

«Όπως ο γονιός που έκανε παιδιά νιώθει την υποχρέωση να τα βοηθήσει, έτσι και ο Θεός που μας δημιούργησε και μας έχει παιδιά Του ενδιαφέρεται και Αυτός για μας και νιώθει την ανάγκη να μας βοηθήσει. Ναι, είναι υποχρεωμένος γι’ αυτό» (Ιερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος).

Ο λόγος του οσίου Παϊσίου που τον εξέφραζε κάθε φορά που κάποιοι αμφισβητούσαν την Πρόνοια και την Αγάπη του Θεού για τον κόσμο του είναι απόλυτος. Κι είναι απόλυτος γιατί ο ίδιος ο Θεός τον έχει επανειλημμένως βεβαιώσει που είναι η Αυτο-αλήθεια, αλλά και γιατί επίσης ο άγιος Παΐσιος είχε προσωπική εμπειρία της Πρόνοιας και της Αγάπης αυτής του Θεού, σε βαθμό που ομολογούσε: «Είμαι σίγουρος χίλια τοις εκατό, αν δώσω τώρα σε κάποιον αυτό το πλεκτό που φορώ, μέχρι να πάω στο καλύβι μου, ο Θεός θα μου στείλει άλλο!» «Ο Θεός αγάπη εστί» αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού με αποκορύφωση της αγάπης Του την ενσάρκωση ως ανθρώπου του Υιού και Λόγου Του Ιησού Χριστού και τη Σταυρική θυσία Του προς χάρη των ανθρώπων. Κι όχι μόνο τούτο! Διαρκώς προσφέρει την κενωτική αυτή αγάπη, «πάντοτε μελιζόμενος και ουδέποτε δαπανώμενος» μέσα από το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, ώστε να μπορεί να τρέφεται για να ζει ο πιστός που Τον έχει αποδεχτεί στη ζωή του.

Ο Κύριος μάλιστα ήταν Εκείνος που άνοιγε τα μάτια των ανθρώπων για να βλέπουν την πανταχού παρουσία της ενέργειας του Τριαδικού Θεού πολλαπλασίως στους ανθρώπους, αλλά και σε όλα τα κτίσματά Του, ό,τι υφίσταται σ’ αυτό που λέμε κόσμος, ορατός και αόρατος. Δεν υπάρχει οτιδήποτε δηλαδή ως δημιουργία που να μη διακρατείται από Εκείνον και να μην τίθεται σε λειτουργία με τρόπους ανεξερεύνητους τις περισσότερες φορές για τους ανθρώπους προς χάριν ακριβώς των ανθρώπων. «Ο Θεός είναι Αυτός που δίνει ζωή και πνοή και τα πάντα» ήταν το πρώτο που κήρυξε στους Αθηναίους ο απόστολος Παύλος, γεγονός που σημαίνει ότι τελικώς βρισκόμαστε οι άνθρωποι και όλη η φύση μέσα στην αγκαλιά της αγάπης του Θεού, η αγάπη Του είναι αυτή που έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε όλα τα κτίσματα, έστω κι αν η αμαρτία και η κακία ημών των ανθρώπων θολώνει τόσο τον νου μας ώστε ζώντας μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας να μη βλέπουμε και να μην αισθανόμαστε την αγάπη Του αυτή. «Από Αυτόν και δι’ Αυτού και σε αναφορά προς Αυτόν δημιουργήθηκαν τα πάντα» επιμένει όμως να μας λέει ο θεόπνευστος λόγος της Γραφής, για να τονίσει κατεξοχήν όπως είπαμε την ξεχωριστή Πρόνοια του Πατέρα Θεού στα λογικά κτίσματά Του, τα δημιουργημένα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Εκείνου. «Και οι τρίχες της κεφαλής σας είναι αριθμημένες από τον Θεό» απεκάλυψε ο Κύριος, ο Οποίος αδιάκοπα έλεγε ότι «αν ο Θεός φροντίζει ακόμη και το παραμικρότερο χορταράκι του αγρού που σήμερα υπάρχει και την επομένη γίνεται προσάναμμα σε φούρνο, πόσο περισσότερο φροντίζει εμάς τους ανθρώπους;»

Και ποιο άλλο βεβαιώνει αυτήν την εγγύτητα του Θεού και την έγνοια Του για τον άνθρωπο από το συγκλονιστικότερο γεγονός  στην ανθρώπινη ιστορία της ίδιας της παρουσίας Του στον κόσμο, προκειμένου προσλαμβάνοντας τον άνθρωπο μέσα στην ανθρώπινη πια φύση Του να τον καταστήσει ένα μ’  Εκείνον; Δεν είμαστε απλώς δίπλα Του, είμαστε μέσα σ’ Εκείνον και Εκείνος μέσα σ’ εμάς, εφόσον βεβαίως είμαστε βαπτισμένοι στο άγιο όνομά Του και μετέχουμε με επίγνωση των μυστηρίων Του εν Εκκλησία, οπότε κανείς και τίποτε δεν μπορεί να διακόψει την αγάπη Του αυτή. Κατά συνέπεια, επανερχόμενοι στον λόγο του αγίου Παϊσίου,  η βοήθεια του Θεού απέναντί μας δεν έχει τον χαρακτήρα μίας προσφοράς ενός πλουσίου σε έναν φτωχό, μίας απλής ελεημοσύνης δηλαδή, αλλά ενός ξεχειλίσματος μιας καρδιάς που δεν μπορεί να μην αγαπά και να μην ελεεί τα ίδια τα παιδιά Του, σαν τον γονιό που θυσιάζεται για χάρη των δικών του παιδιών. Πρόκειται για «υποχρέωσή» Του κατά τον λόγο του οσίου, για μία «οφειλή» κατά τον απόστολο Παύλο. Όταν ο απόστολος διερμηνεύοντας την εντολή του Χριστού λέει ότι ο χριστιανός είναι υποχρεωμένος, οφείλει, να αγαπά τους πάντες – «μηδενί μηδέν οφείλετε ει μη το αγαπάν αλλήλους» - πόσο περισσότερο ισχύει τούτο για Εκείνον που έχει δώσει μία τέτοια εντολή;

 Ναι, λοιπόν, ο Θεός είναι υποχρεωμένος να μας αγαπά, να μας βοηθάει, να μας προσέχει, να μας προστατεύει, γιατί η Αγάπη είναι το περιεχόμενο της ζωής Του. Το πρόβλημα όμως ως γνωστόν δεν είναι αυτό. Το πρόβλημα είμαστε εμείς οι άνθρωποι που παρόλη την αγάπη και τη φροντίδα του Θεού απέναντί μας, εμείς ζούμε μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας λόγω της αμαρτίας μας. Σαν τους τυφλούς που μπορεί να υπάρχει ο ήλιος εκείνοι όμως δεν τον βλέπουν. Γι’ αυτό και το ζητούμενο είναι να παρακαλούμε τον Θεό να μας προσθέτει πίστη, ώστε να ανοίξουν λίγο τα μάτια μας και να δούμε όλο το μεγαλείο της αγάπης Του και της στοργικής αγκαλιάς Του. Τα λόγια πάλι του οσίου Παϊσίου μας παρηγορούν και μας προσανατολίζουν. Έλεγε: «Τι σιγουριά νιώθει το παιδί στην αγκαλιά της μάνας! Μεγαλύτερη αισθάνεται ο πιστός στην αγκαλιά του Θεού! Τώρα νιώθω τη χαρά του παιδιού στην αγκαλιά της μάνας του. Είναι η αγκαλιά του Θεού σαν τον παράδεισο. Παύει και η ευχή, παύουν και όλα. Ζεις στον παράδεισο».

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΒΑΒΥΛΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ

«Ο άγιος επίσκοπος Αντιοχείας Βαβύλας, όταν εισήλθε στην Εκκλησία ο βασιλιάς Νουμεριανός, τον έδιωξε από αυτήν, διότι φόνευσε τον υιό του βασιλιά των Περσών που τον είχε όμηρο. Γι’  αυτόν τον λόγο κι ο βασιλιάς αλυσόδεσε τον άγιο και τον διαπόμπευσε, ενώ στο τέλος έκοψε και το κεφάλι του, μαζί με τα κεφάλια τριών παιδιών που ήταν μαζί με τον άγιο» (Συναξάρι του Μηναίου).

Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, σαν τον τρισμέγιστο άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο, όχι μόνο ασχολήθηκαν με τον άγιο Βαβύλα και τα τρία πνευματικά τέκνα του, αλλά έγραψαν σπουδαίους λόγους για να τονίσουν το ιερό παράδειγμά τους και τη θερμουργό πίστη τους στον Κύριο Ιησού Χριστό, κατάληξη της οποίας ήταν και η προσφορά του αίματός τους για χάρη Του, συνεπώς και η ένδοξη είσοδός τους στη Βασιλεία των Ουρανών. Σ’ αυτούς τους λόγους στοιχεί και ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, ο οποίος αναφερόμενος στον άγιο επίσκοπο Βαβύλα σημειώνει με έμφαση αυτό που συνήθως τονίζεται όταν πρόκειται περί αγίων ιερομαρτύρων: ο άγιος υπήρξε και θύτης, αλλά και θύμα. Θύτης, γιατί ιερουργούσε ως αρχιερέας τον Ιησού Χριστό στη Θεία Λειτουργία∙ θύμα, γιατί κλήθηκε εν χάριτι στην προσφορά και της ζωής του προς χάρη ακριβώς της πίστεώς του. Οι στίχοι του συναξαρίου είναι πολύ εκφραστικοί: «Ο Χριστόν αυτόν Βαβύλας θύων πάλαι, Χριστῷ προθύμως θύεται διά ξίφους» (Ο Βαβύλας που θυσίαζε τον Ίδιο τον Χριστό από παλιά ως ιερέας, θυσιάζεται πρόθυμα για χάρη Του με ξίφος).

Για τον άγιο Θεοφάνη βεβαίως, εκείνο που κατεξοχήν συνιστά το σημαντικότερο γεγονός, το οποίο ερμηνεύει και τη θαρραλέα ομολογία του αγίου (όπως και των τριών παιδιών) ενώπιον του βασιλιά, ομολογία που ξεπερνά και αυτή τη φυσική στροφή του ανθρώπου για διατήρηση της ζωής του («ἀπειλαῖς ἀπτόητος πρό βημάτων τυραννικῶν»: ωδή δ΄), είναι η μεγάλη αγάπη του αγίου για τον Ιησού Χριστό, ο έρωτάς του κυριολεκτικά για την αγία Τριάδα. Μιλάει όντως για θεϊκό έρωτα, χαρακτηρίζει τον άγιο ως εραστή της υπέρθεης Τριάδος. Κι αυτό γιατί; Διότι προκειμένου ο άνθρωπος να απεμπλακεί από τον πόθο των γήϊνων πραγμάτων – έχοντας σώμα στρεφόμαστε λόγω της πτώσεως στην αμαρτία με πάθος σε ό,τι αποτελεί έλξη της ύλης – απαιτείται μία ισχυρότερη δύναμη από τον πόθο αυτόν∙ κι αυτή η δύναμη δεν είναι άλλη από τον έρωτα προς τον Χριστό και Θεό μας. «Εσύ, Βαβύλα μακάριε» σημειώνει συγκεκριμένα, «αφού υπέταξες τον πόθο των γήϊνων πραγμάτων στον θεϊκό έρωτα, καταφρόνησες και την ίδια τη ζωή, γιατί βιαζόσουν να δεις την ωραιότητα του Χριστού» (ωδή α΄) – ό,τι ομολογεί και ο άγιος Ιγνάτιος για τον έρωτά του Χριστό: «ὁ ἐμός ἔρως ἐσταύρωται».

Μιλώντας για τους αγίους της Εκκλησίας μας, βρισκόμαστε σε επίπεδο πέραν των υλικών και γηῒνων. Εισαγόμαστε δι’ αυτών μέσα στα λόγια του Ίδιου του Κυρίου, ο Οποίος μας καλεί σε αντίστοιχη αγάπη προς τη Δική Του, που σημαίνει ότι εισερχόμαστε μέσα σ’ Εκείνον, αφού κατά τον πατερικό λόγο ο Ίδιος περικλείεται στα λόγια Του – «Ἐν Αὐτῷ ζῶμεν καί Αὐτός ἐν ἡμῖν».  

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΝΗΣΤΕΥΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ

«Δι’ ἐγκρατείας, Πάτερ, καί προσευχῆς ἀκλινοῦς εἰσῆλθες πρός τήν ἀκρόπολιν τῆς ἀρετῆς, θεοφόρε, ἔνθα τῆς τρυφῆς τόν χειμάρρουν τρυφᾷς» (ωδή γ΄ κανόνος αγίου).

(Με την εγκράτεια, Πάτερ θεοφόρε, και τη σταθερή και ακλόνητη προσευχή σου εισήλθες στην ακρόπολη της αρετής, δηλαδή την αγάπη, όπου απολαμβάνεις τον χείμαρρο της τρυφής του Παραδείσου). 

Α. «Ο άγιος Ιωάννης από παιδί διακρίθηκε για τη σπάνια εγκράτεια του και για τον από φυσικού έρωτα προς τη νηστεία, πράγμα που του έδωσε και την προσωνυμία του Νηστευτή. Ο Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και όταν έγινε έφηβος έκανε το επάγγελμα του χαράκτη. Η καρδιά του όμως, ήταν δοσμένη στα θεία και κάθε μέρα διάβαζε την Αγία Γραφή και άλλα θρησκευτικά βιβλία, πλουτίζοντας έτσι τις γνώσεις του. Τα πλεονεκτήματα του αυτά, εκτίμησε ο Πατριάρχης Ιωάννης ο Γ' και τον χειροτόνησε διάκονο. Από τη θέση αυτή ανέπτυξε ιδιαίτερα την ελεημοσύνη, βοηθώντας πλήθος φτωχών και άλλων απόρων. Αργότερα έγινε πρεσβύτερος, και μετά το θάνατο του Πατριάρχη Ευτυχίου, με κοινή υπόδειξη αρχόντων και λαού, εκλέχτηκε διάδοχος του ο Ιωάννης ο Νηστευτής ως Ιωάννης Δ' (582 επί βασιλέως Μαυρικίου). Το πόσο έλαμψε και ως Πατριάρχης ο Ιωάννης, έχουμε πολύ εύγλωττες μαρτυρίες: Ο επίσκοπος Σενιλλίας Ισίδωρος τον παριστάνει ως Άγιο και ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος τον αποκάλεσε «σκήνωμα πάσης ἀρετῆς». Στον Ιωάννη επίσης Σύνοδος των Πατριαρχών που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 587, του απένειμε τον τίτλο «Οἰκουμενικός». Σχετικά με τις εκκλησιαστικές ποινές ο Ιωάννης θέσπισε σοφό κανονικό, που βρίσκεται στο Πηδάλιο. Κοιμήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου του 595 και το λείψανό του τάφηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων» (Από ιστολόγιο: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ).

Β. Ο παραπάνω ύμνος του αγίου υμνογράφου Γερμανού καταγράφει τον δρόμο που ακολούθησε ο όσιος προκειμένου να εισέλθει στην αγκαλιά του Κυρίου και να απολαμβάνει έκτοτε την τρυφή της Βασιλείας Του. Η μόνη διαφορά είναι ότι επιλέγει αντί του όρου «Βασιλεία του Θεού» τη φράση «ακρόπολη της αρετής», διότι και τα δύο ταυτίζονται: ακρόπολη της αρετής είναι η αγάπη και αγάπη είναι ο ίδιος ο Θεός. Λοιπόν, ο άγιος Ιωάννης έφτασε στο άκρο της αρετής αυτής, που θα πει η καρδιά του και όλη η ύπαρξή του έγινε κατοικητήριο της αγίας Τριάδος, ήδη από τη ζωή αυτή στον κόσμο τούτο, πολύ περισσότερο όμως μετά την οσιακή κοίμησή του.

Δεν είναι απροϋπόθετη όμως η πορεία αυτή και η ένταξη στη Βασιλεία του Θεού. Απαιτείται η συνέργεια του ανθρώπου κι αυτή εκφράζεται με το ασκητικό φρόνημα της εγκράτειας και την εν αγάπη προσκόλληση του ανθρώπου στον Κύριο κατεξοχήν μέσω του αγώνα της προσευχής. Εγκράτεια και προσευχή θεωρούνται κατά την ορθόδοξη πίστη μας τα πιο «βαριά» όπλα της πνευματικής ζωής, τα οποία συνδέονται ουσιωδώς και οργανικώς μεταξύ τους. Κι αυτό διότι κανείς δεν μπορεί να προσευχηθεί ορθά, που θα πει με αταλάντευτη και «ακλινή» προσήλωση προς τον Κύριο, αν δεν έχει καταστήσει και δεν καθιστά τον εαυτό του ελεύθερο από τα πάθη του μέσω της εγκρατείας του. Άνθρωπος με άλλα λόγια που είναι έκδοτος στις ηδονές και τα πάθη του λόγω της ακρασίας του, δηλαδή άγεται και φέρεται από την προσκόλλησή του σ’ αυτά, δεν μπορεί να αναφερθεί σωστά στον Κύριο, η όποια προσευχή του ρυπαίνεται από την βρομιά των παθών του.

Πάει για παράδειγμα να προσευχηθεί ένας μνησίκακος και αντί του προσώπου του Κυρίου «βλέπει» διαρκώς ενώπιόν του το πρόσωπο εκείνου που μισεί γιατί ενδεχομένως κάτι του έκανε. Και μπορεί να λέει λόγια προσευχής με το στόμα, η καρδιά του όμως «ζωγραφίζει» εικόνες εκδίκησης για τον υποτιθέμενο εχθρό του – μία «προσευχή» έτσι που στρέφεται εναντίον του ίδιου του εαυτού του και αυξάνει το πλήθος των αμαρτιών του! Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας, στηριγμένη στον Κύριο και στους αγίους Πατέρες της που εμπειρικά έζησαν τα της πνευματικής ζωής, μας παροτρύνουν πάντοτε στη νηστεία, στον περιορισμό κάθε ανεξέλεγκτης τάσης για απόλαυση των ηδονών του βίου, στη  μετριοπάθεια – είναι ο δρόμος για να μπορούν οι οφθαλμοί μας να είναι στραμμένοι, όπως είπαμε, προς τον Κύριο. «Μακάριοι οι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό», όπως απεκάλυψε το αψευδές στόμα του Κυρίου μας.

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

ΠΑΤΕΡΑ ΜΑΣ ΟΥΡΑΝΙΕ…

«Τῆς αὐτολέκτου καί θείας διδασκαλίας Χριστοῦ, τήν προσευχήν μαθόντες, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, βοήσωμεν τῷ Κτίστῃ∙ Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς κατοικῶν, τόν ἐπιούσιον ἄρτον δίδου ἡμῖν, παρορῶν ἡμῶν τά πταίσματα» (στιχηρό εσπερινού 1ης Σεπτεμβρίου).

(Αφού μάθαμε την προσευχή της θείας διδασκαλίας που είπε ο Ίδιος ο Χριστός, ας φωνάξουμε στον Δημιουργό καθημερινά: Πατέρα μας που κατοικείς στους ουρανούς, δίνε μας τον καθημερινό άρτο, παραβλέποντας τα πταίσματά μας).

Την πρώτη ημέρα της νέας εκκλησιαστικής χρονιάς, που ξεκινά βεβαίως με τον εσπερινό της προηγουμένης, δεν είναι τυχαίο ότι ο άγιος υμνογράφος θέτει ως πρώτο ύμνο της ακολουθίας την κλήση να προσευχόμαστε με τα λόγια που δίδαξε ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός: «Πάτερ ἡμῶν». Κι αυτό βεβαίως διότι για την Εκκλησία μας δεν υπάρχει σπουδαιότερη προσευχή από αυτήν – είναι η Κυριακή προσευχή, η προσευχή του Κυρίου. Ποιος άλλος θα μπορούσε να μας μάθει πώς να προσευχόμαστε παρά ο Ίδιος ο Δημιουργός μας; Αυτός είναι που στο αίτημα των μαθητών Του για το πώς να προσεύχονται απάντησε με τα συγκεκριμένα λόγια της προσευχής. Γι’ αυτό και έκτοτε κάθε προσευχή της Εκκλησίας μας στην ουσία αποτελεί επανάληψη ή προέκταση και ανάλυση της πιο βαθειάς αυτής προσευχής, που σημαίνει ότι εκκλησιαστικά προσευχόμαστε αδιάκοπα με τον τρόπο του Θεού μας.

Να προσφωνούμε τον Θεό «Πατέρα», συνεπώς να νιώθουμε ως παιδιά Του αγαπημένα, είναι μία χαρισματική πραγματικότητα – δεν μπορεί να Τον πει έτσι κανείς άνθρωπος εκτός της χάρης του Θεού, εκτός δηλαδή της Εκκλησίας. Είναι η δωρεά που δίνει ο Χριστός στον βαπτισμένο στο όνομά Του άνθρωπο, γεγονός που φανερώνεται κατεξοχήν στη Θεία Λειτουργία. «Καί καταξίωσον ἡμᾶς, Δέσποτα, μετά παρρησίας, ἀκατακρίτως, τολμᾶν ἐπικαλεῖσθαι Σέ, τόν ἐπουράνιον Θεόν, Πατέρα, καί λέγειν: Πάτερ ἡμῶν...». Πρόκειται για την αλήθεια που διακηρύσσει ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής ήδη από το πρώτο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του. «Ὅσοι έλαβον Αὐτόν (δηλαδή πίστεψαν στόν Χριστό), ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι». Ποια μεγαλύτερη εξουσία στον κόσμο υπάρχει από εκείνην που δίνει ο Παντοδύναμος Θεός στον άνθρωπο, γιατί ακριβώς τον έχει κάνει παιδί Του; Οι άγιοί μας που βίωναν στο απόλυτο δυνατό την κάθε λέξη των προσευχών και των λόγων του Χριστού έχουν εκφράσει συγκλονιστικές αλήθειες ειδικά για την Κυριακή προσευχή.

Ο όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ για παράδειγμα, για να αναφερθούμε σε σύγχρονο άγιο, πολλές φορές έχει γράψει πάνω στο θέμα αυτό. Ο ίδιος καταρχάς έχει αποκαλύψει ότι υπήρχαν εποχές που ξεκινούσε το «Πάτερ ἡμῶν» το πρωί για να το ολοκληρώσει το βράδυ: την κάθε λέξη την περνούσε βιωματικά μέσα από ολόκληρη την ύπαρξή του. Γι’ αυτό και δεν δίσταζε να πει στις ομιλίες του στο τέλος της ζωής του: «Και μόνη η προφορά του Ονόματος του Θεού μάς φλέγει πραγματικά σαν φωτιά. Έτσι θα έπρεπε να προφέρουμε και το «Πάτερ ἡμῶν». Ουσιαστικά, αν προφέραμε μόνο μία φορά σε ολη τη ζωή μας τις λέξεις αυτές του «Πάτερ ἡμῶν» με το αυθεντικό νόημά τους, που αντιστοιχεί στην πραγματικότητα του Ίδιου του είναι, θα ήταν αρκετό. Σε αυτό έγκειται το μυστήριο της αναγεννήσεώς μας από την αμαρτωλή κατάστασή μας σε εκείνην που αναμένει από εμάς ο Κύριος».

Ο άγιος υμνογράφος λοιπόν, για να επανέλθουμε στον πρώτο εκκλησιαστικό ύμνο του νέου έτους, μας θυμίζει την αλήθεια αυτή. Να παρακαλούμε τον Θεό ως Πατέρα μας με την αίσθηση της υιϊκότητάς μας, με επίγνωση βεβαίως της αμαρτωλότητάς μας. «Δίνε μας τον επιούσιο άρτο μας (και το επίγειο αλλά και τον αιώνιο μέσα από τη Θεία Ευχαριστία) και συγχώρα τα πταίσματά μας». Γιατί είναι ο Μόνος που μπορεί να μας καθαρίσει από την όποια πνευματική και ψυχική ακαθαρσία μας. Αρκεί να Τον παρακαλούμε, όπως είπαμε, εκκλησιαστικά: ως μέλη του αγίου Σώματός Του εν μετανοία και ταπεινώσει, που θα πει εν αγάπη και ανεξίκακα.