Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΙΣΩΗΣ Ο ΜΕΓΑΣ

«Αὐτός ὁ μακάριος ἀγάπησε ἀπό βρέφος τόν Χριστό, γι᾽ αὐτό καί σηκώνοντας τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ στούς ὤμους του, Τόν ἀκολούθησε. Κατατρόπωσε τίς παρατάξεις τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν καί μέ χαρά προχώρησε πρός τά ἐπίπονα σκάμματα τῆς ἄσκησης. ῎Εφτασε σέ μεγάλα ὕψη ταπεινοφροσύνης καί γι᾽ αὐτό ὁ τῶν ὅλων Κύριος τοῦ ἔδωσε τό χάρισμα νά ἀνασταίνει καί νεκρούς. ᾽Επειδή λοιπόν ἔζησε ἀγγελική ζωή ὁ ἐν σώματι ἄσαρκος, μεταστάθηκε πρός τήν ἄϋλη ζωή, ὅπου εἶναι οἱ σκηνές τῶν ῾Αγίων καί ἡ αἰώνια λαμπρότητα, ἐκζητώντας τό ἔλεος τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ ἡμῶν».

Ὁ ἅγιος Σισώης προβάλλεται ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας ὡς τύπος τοῦ ἀληθινοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ἐκείνου πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἔζησε στόν κόσμο τοῦτο, μέ ὀρθή ἱεράρχηση τῶν ψυχικῶν καί σωματικῶν του δυνάμεων. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ὁ ὅσιος Σισώης, ἀκολουθώντας τήν πνευματική ὁδό τοῦ Χριστοῦ, ὑπέταξε τό μέν σῶμα στή λογική ψυχή, τήν δέ ψυχή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κατά τά λόγια τοῦ ὑμνωδοῦ "καθυπέταξες το αμαρτωλό φρόνημα της σάρκας με δύναμη στον λογισμό, όσιε, έδειξες δε την ψυχή σου αταπείνωτη στη δουλεία των παθών", επειδή ακολουθούσες τα ίχνη του Χριστού (῾ἰχνηλατῶν Χριστόν᾽). ῎Αν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ ἱεράρχηση, τότε ἐκεῖνο πού κυριαρχεῖ στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ἐπανάσταση τῶν σωματικῶν παθῶν, τά ὁποῖα ἄγουν καί φέρουν τήν ψυχή, μέ μόνιμο χαρακτηριστικό τήν ταραχή καί τήν ἀκαταστασία. Εἶναι εὐνόητο ὅτι στήν περίπτωση αὐτή ὁ ἄνθρωπος δέν λειτουργεῖ ὡς ἄνθρωπος, ἀλλά γενόμενος ἕρμαιο τοῦ πονηροῦ καταντᾶ ὑπάνθρωπος καί ἀπάνθρωπος. Ὅ,τι θηριωδία ἄλλωστε ἔχει νά ἐπιδείξει ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, παλαιά καί σύγχρονη, ὀφείλεται ἀκριβῶς στό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος διέγραψε τή μόνη δύναμη ἐξανθρωπίσεώς του, τόν Τριαδικό Θεό μας.

Ἡ ὑποταγή τοῦ σώματος στή λογική ψυχή, ἡ ὁποία μέ τή σειρά της ὑποτάσσεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, φανερώνει τόν ἀγώνα τῆς ἐγκρατείας. Ἡ ἐγκράτεια, ψυχῆς καί σώματος βεβαίως, εἶναι ἐκείνη ἡ γενική ἀρετή, ἡ ὁποία ἐξισορροπεῖ τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνει νά βλαστήσει τό σύνολο τῶν ἀρετῶν. Κι αὐτό βλέπουμε στόν μεγάλο ὅσιο Σισώη. "Νέκρωσες τις ηδονές της σάρκας με τη δύναμη της εγκράτειας, σοφέ, και με την επιμέλεια των αρετών". Εἶναι ὁ μόνος δρόμος γιά νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖ πού τόν ἔταξε ὁ Δημιουργός του: νά εἶναι Θεός κατά χάριν καί νά ἔχει τή δύναμη πρεσβείας ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ σάν τούς ἀγγέλους. "Γι'  αυτό αυξανόμενος άριστα με τις αναβάσεις, πάτερ",  θά πεῖ καί πάλι ὁ ὑμνωδός, "έφθασες προς την ουράνια οδό και παρίστασαι πάντοτε  ενώπιον του Χριστού μαζί με τους αγγέλους, Σισώη, πατέρα μας". Ἡ ἔλλειψη ἐγκρατείας πού παρατηρεῖται δυστυχῶς σ᾽ ἕνα μεγάλο βαθμό σήμερα, κι ὄχι μόνο στούς νέους, ἀποκαλύπτει τήν τραγικότητά μας, ὅτι ἀφήσαμε τόν δρόμο πού μᾶς φέρνει στόν οὐρανό, τόν δρόμο τοῦ πλούτου τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, καί ἀκολουθήσαμε καί ἀκολουθοῦμε τόν δρόμο τῆς φτώχειας καί τῆς ἀπώλειας. Ὁ σημερινός ἄνθρωπος καυχᾶται γιά τήν κατάντια του: κυλιέται σάν τούς χοίρους στά λασπόνερα, νομίζοντας ὅτι κολυμπάει στά μύρα καί στά ἄνθη!

Ὁ ὅσιος Σισώης μᾶς βοηθάει δραστικά στόν δρόμο τῆς ἐγκράτειας: ἡ μνήμη τοῦ θανάτου πού ἀδιάκοπα καλλιεργοῦσε, εἶναι μία ἰσχυρή δύναμη στόν ἄνθρωπο γιά νά ἀνακόπτει τά πάθη του, νά ἐγκρατεύεται. Ὁ ἅγιος "έχοντας αδιάκοπα ως μελέτη του τη μνήμη του θανάτου" - ἄς θυμηθοῦμε ὅτι προσευχόταν πάντοτε μπροστά σ᾽ ἕνα φέρετρο, ἐνθυμούμενος ὅτι καί ὁ πιό ἔνδοξος στρατηλάτης σάν τόν μεγάλο ᾽Αλέξανδρο ἐκεῖ κλείστηκε – μάρανε τά πάθη τοῦ σώματος, στρεφόμενος πάντοτε στο πιο υψηλό σημείο των επιθυμητών, τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό. Κι αὐτό μᾶς διδάσκει μέ τή ζωή του: νά μνημονεύουμε τό τέλος μας, γιά νά βλέπουμε τά οὐσιώδη τῆς ζωῆς, δηλαδή ὅτι προτεραιότητα ἔχει γιά τόν Χριστιανό πάντοτε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Χριστός δόξασε τόν δοῦλο Του καί τό τέλος του ὑπῆρξε συγκλονιστικό. Τήν ὥρα τοῦ θανάτου του "όλοι οι άγιοι Πατέρες ήρθαν μαζεμένοι", ἐνῶ "σαν τον ήλιο άστραψε το πρόσωπό του, φανερώνοντας τη λαμπερή σαν αστραπή καθαρότητα της ψυχής του".

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024

«ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΗ ΜΕΡΑ…»

«Φοβάμαι τη μέρα που η τεχνολογία θα ξεπεράσει την ανθρώπινη επαφή… Ο κόσμος θα αποκτήσει μια ολόκληρη γενιά ηλιθίων… (Αλβέρτος Αϊνστάιν).

Δεν γνωρίζω αν το λόγιο αποδίδει επακριβώς τη σκέψη του μεγάλου σοφού της νεώτερης εποχής, μολονότι οι καταγεγραμμένοι στοχασμοί του συγκλίνουν προς μία τέτοια κατεύθυνση. Σημασία έχει πάντως ότι μία τόσο μικρή φράση περικλείει μεγάλες και σπουδαίες αλήθειες.

1. Η τεχνολογία διαρκώς και εξελίσσεται, κάνοντας τον άνθρωπο να επιλύει όντως πολλά από τα προβλήματά του τα σχετιζόμενα με την επί γης επιβίωσή του και δίνοντας λύση εκεί που παλαιότερα βρισκόταν σε αδιέξοδο. Ιδιαιτέρως στην εποχή μας με την ανάπτυξη της τεχνητής λεγόμενης νοημοσύνης η εξέλιξη προχωράει με ρυθμούς καταιγιστικούς. Άκουσα φίλο σπουδαίο φυσικό επιστήμονα που έχει ασχοληθεί με τον τομέα αυτόν ότι μία ομιλία που είχε κάνει ακριβώς στο αντικείμενο της τεχνητής νοημοσύνης προ ελαχίστων μόλις μηνών θεωρήθηκε από τον ίδιο εντελώς παρωχημένη όταν του ζήτησαν να την επαναλάβει κάπου αλλού - τα περισσότερα στοιχεία της είχαν ήδη ξεπεραστεί. «Η εξέλιξη των υπολογιστών», είπε συγκεκριμένα, «ανά πενταετία αυξάνει κατά χίλιες περίπου φορές, ενώ διαρκώς και επιταχύνεται η εξέλιξη αυτή κατά γεωμετρική πρόοδο».

2. Μπροστά στην εξέλιξη αυτή των μηχανών που είναι καρπός βεβαίως της ανθρώπινης σκέψης, ο άνθρωπος αρχίζει και προβληματίζεται. Ο φόβος αρχίζει να τον καταλαμβάνει – ήδη οι παραιτήσεις πρωτεργατών της τεχνητής νοημοσύνης συνηγορούν επ’ αυτού -, διότι, για να συνεχίσουμε όσα ο παραπάνω επιστήμονας σημείωσε, έχουν ενταχθεί τέτοια προγράμματα στους υπολογιστές, ώστε να μπορούν και μόνοι τους να συνεργάζονται και να επεκτείνονται στις γνώσεις τους, σε βαθμό που οι ίδιοι οι «κατασκευαστές» και δημιουργοί να μη ξέρουν τι ακριβώς γνωρίζουν οι υπολογιστές. Φόβος μπροστά στο «δημιούργημά» τους, το οποίο καθίσταται πια «μυστηριώδες» και ίσως απρόβλεπτο.

Ο φόβος όμως για τον μεγάλο Αϊνστάιν πάει πέραν του φυσιολογικού φόβου της εξέλιξης καθ’ αυτήν της τεχνολογίας. Βλέπει τις ανθρωπολογικές προεκτάσεις που προκαλούν τον μεγαλύτερο φόβο: να χαθεί η ανθρώπινη επαφή. Διότι κατ’ αυτόν η τεχνολογία, και γενικότερα η επιστήμη, υπάρχει και υφίσταται προς εξυπηρέτηση του ίδιου του ανθρώπου. Ο άνθρωπος συνιστά το «ζητούμενο» για τον σπουδαίο επιστήμονα και η κοινωνία και η ενότητα των ανθρώπων προφανώς καταξιώνει την όποια τεχνολογική πρόοδο. Δυστυχώς έζησε για να δει το ακριβώς αντίθετο, και μέσα από τις δικές του έρευνες και επιστημονικές ενοράσεις: να χρησιμοποιηθούν τα αποτελέσματα των επιστημονικών του πορισμάτων προς κατασκευή της ατομικής βόμβας, δηλαδή προς καταστροφή των ανθρώπων. Λέγεται ότι μετάνιωσε για ό,τι υπήρξε καρπός των ερευνών του και του διεισδυτικού κοσμικού στοχασμού του.

3. Είναι όντως λοιπόν πρόοδος η τεχνολογική εξέλιξη; Αξίζει δηλαδή να προχωράει ο άνθρωπος στην κατάκτηση του κόσμου δημιουργώντας συνθήκες ανασφάλειας και φόβου στον εσωτερικό του κόσμο; Η επιστημονική και όχι μόνο κοινότητα σήμερα στέκεται αναποφάσιστη: ο προβληματισμός είναι έντονος. Για άλλους η εξέλιξη ιδίως της τεχνητής νοημοσύνης ανοίγει τη θύρα για έναν «παράδεισο». Για άλλους η εξέλιξη αυτή έχει οδηγήσει στο «χείλος του γκρεμού». Κι είναι αυτονόητο ότι η απάντηση βρίσκεται στις αξίες πάνω στις οποίες «πατάει» ο άνθρωπος, ο «δημιουργός» όλης αυτής της καταστάσεως. Κι οι αξίες δεν μπορεί να είναι διαφορετικές από αυτές που έχει αποκαλύψει ο κατεξοχήν Δημιουργός, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Πώς αποκαλύπτεται στη δημιουργία Του ο Κύριος; Γεμάτος αγάπη και σεβασμό απέναντί της. Το κάθε τι που έφτιαξε αποτυπώνει την αγάπη και το βάθος της ταπείνωσής Του, που σημαίνει ότι γίνεται το κάθε δημιούργημα κραυγή δοξολογίας προς Αυτόν. «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χρειών Αυτού αναγγέλλει το στερέωμα».

Παρομοίως θα έπρεπε να κινείται και ο άνθρωπος «δημιουργός». Τα δημιουργήματά του θα έπρεπε να συντείνουν αποκλειστικά και μόνον στην εξυπηρέτηση εκείνου ως βάθεμα των σχέσεών του με τον συνάνθρωπο, ώστε από κοινού να δοξολογείται τελικώς ο πρώτος Δημιουργός. Αυτό δεν υπονοεί και ο Αϊνστάιν; Η ανθρώπινη επαφή ήταν και γι’ αυτόν το τελικό ζητούμενο, όπως είπαμε, αλλά που φοβάται ότι αυτό αποτελεί μία ουτοπία. Και ποια η αιτία που υποκρύπτεται; Ο εγωισμός του ανθρώπου, η κρυμμένη ή η φανερή αμαρτία του που κάθε τι όμορφο και ωραίο το διαστρεβλώνει ώστε να εξυπηρετούνται μόνο τα στρεβλά πάθη των λίγων εις βάρος των πολλών και αδυνάτων. Είναι «ηλιθιότητα», αποφαίνεται ο μεγάλος σοφός. Γιατί ο άνθρωπος σαφώς αυτοκαταργείται και μαζί με αυτόν και ό,τι πάει να δημιουργήσει.

Το ιστορικό παράδειγμα έρχεται από τα βάθη των αιώνων: ο πύργος της Βαβέλ. Τεχνολογική πρόοδο είχαμε κι εκεί. Με υπόβαθρο τον ανθρώπινο εγωισμό, την επιθυμία της ισοθεḯας. Και το αποτέλεσμα; Η καταστροφή! Η «βαβυλωνία» ως κατάργηση της ανθρώπινης κοινωνίας και επικοινωνίας, ο χωρισμός και η αντιπαλότητα.

Μακάρι ο Κύριος να μας φυλάξει από το κατάντημα αυτό, που δυστυχώς όμως έρχεται με τεράστια βήματα και με κραυγές αλαλαγμού!    

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ Ο «ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ»

Ο άγιος Ανδρέας αρχιεπίσκοπος Κρήτης (δεύτερο ήμισυ 7ου αι.-740) διακρινόταν για τη μόρφωσή του αλλά και για το λογοτεχνικό του χάρισμα. Άφησε στην Εκκλησία πολλά δογματικά συγγράμματα και  ομιλίες, κυρίως όμως «αρμονικά μελωδήματα» (Θεοφάνης), τα οποία τον ενέταξαν στους σπουδαίους υμνογράφους της Εκκλησίας. Το λαμπρότερο όμως πόνημά του με το οποίο κατανύσσει τις καρδιές των ορθοδόξων πιστών κάθε χρόνο (Πέμπτη Ε΄ εβδομάδος των Νηστειών) οδηγώντας τους σε μετάνοια είναι ο Μέγας Κανόνας του, που αποτελεί μία σύνοψη όλης της θείας οικονομίας, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Από το εκτενές αυτό έργο (250 περίπου τροπάρια), που θα ήταν καλό να αποτελεί εντρύφημα των χριστιανών συχνά πυκνά κατά τη διάρκεια του έτους, επιλέγουμε ένα τροπάριο (από την γ΄ ωδή σε νεοελληνική απόδοση), που νομίζουμε ότι έχει ξεχωριστή σημασία και για την εποχή μας, την τόσο αλλοπρόσαλλη και  παράδοξη, καθώς πορεύεται δυστυχώς εκεί που συναντά το «τίποτε» ως απουσία νοήματος ζωής. Και δικαιολογημένα: πορευόμαστε οι άνθρωποι κατά το θέλημά μας και όχι κατά το θέλημα του Θεού.

«Άκουσες, ψυχή μου, για τον Αβραάμ που εξαρχής εγκατέλειψε την πατρική του γη και έγινε μετανάστης. (Λοιπόν) να μιμηθείς τη διάθεση και την προαίρεσή του».

Τον Αβραάμ προβάλλει ο άγιος ως πρότυπο προκειμένου να τον μιμηθεί και στη δική του ζωή. Τον Αβραάμ που η Αγία Γραφή συχνά (με αποκορύφωμα τον απόστολο Παύλο στην προς Ρωμαίους επιστολή: πρβλ. 4, 11εξ.) τον θεωρεί ως το κατεξοχήν υπόδειγμα αληθινής πίστεως στον Θεό. Γιατί; Διότι όλη η ζωή του υπήρξε ένα «ναι» στο θέλημα του Θεού, ο Οποίος μιλώντας μυστικά στην καρδιά του τον καλούσε να κάνει πράγματα πέρα από κάθε λογική και φυσική αίσθηση.

Στον υπ’ όψιν ύμνο ο Αβραάμ προβάλλεται ως πρότυπο για το πρώτο μεγάλο γεγονός αλλαγής της ζωής του: τον ξεριζωμό του· να φύγει και να γίνει μετανάστης, όχι γιατί τον ανάγκασε κάποια ιδιαίτερη δυσκολία, αλλά γιατί τον σπρώχνει μία εσωτερική φωνή, την οποία  εμπιστεύεται ως Θεού φωνή και η οποία τελικώς δεν τον απογοητεύει. Πώς όμως ο άγιος Ανδρέας καλεί την ψυχή του (αλλά και τη δική μας) ώστε να γίνουμε «μετανάστες» μιμούμενοι τον Αβραάμ; Τι σημαίνει να μεταναστεύει κανείς, προφανώς για να μπορεί να παραμένει χριστιανός;

Η απάντηση είναι απλή αλλά και δύσκολη. Απλή, γιατί ο χριστιανός, εν αντιθέσει όπως είπαμε προς ό,τι συμβαίνει στην κοινωνία που ζει, καλείται ανά πάσα στιγμή στη ζωή του να φεύγει από το δικό του θέλημα, το εγωιστικό και αμαρτωλό και θεμελιωμένο στα ψεκτά πάθη του, προκειμένου να βρίσκεται στο θέλημα του Θεού, πάνω στις εντολές του Χριστού,  σε κοινωνία δηλαδή με τον Ίδιο που είναι «η Οδός»! «Γενηθήτω το θέλημά Σου» είναι η αδιάκοπη προσευχή του.

Δύσκολη, γιατί η προσκόλληση του ανθρώπου στα πάθη και στον εγωισμό του – ακόμη και για τον βαπτισμένο πιστό που έχει λάβει τη δύναμη και τη χάρη απεμπλοκής από τα πάθη – είναι συχνά τόσο μεγάλη, ώστε πρέπει όντως να καταβάλει σκληρή προσπάθεια για να στραφεί προς τον Θεό και να ξεκινήσει τη σωτήρια και απαραίτητη «μετανάστευση». Κι εδώ έγκειται βεβαίως η πνευματική άσκηση και ο αγώνας κάθε χριστιανού, γεγονός που τον διαφοροποιεί ποιοτικά από κάθε άλλον συνάνθρωπό του.

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΡΗΤΗΣ Ο ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΗΣ

«Ὁ ἅγιος ᾽Ανδρέας (7ος-8ος αἰ.) καταγόταν ἀπ᾽ τήν πόλη τῆς Δαμασκοῦ, ἀπό θεοφιλεῖς γονεῖς, καί ἀποδύθηκε στή μάθηση τῶν γραμμάτων. Ὅταν πατριάρχευε στήν ῾Αγία Πόλη ῾Ιερουσαλήμ ὁ Θεόδωρος, κείρεται κληρικός καί καθίσταται γραμματέας τοῦ Πατριάρχη. Κι ὅταν συγκροτήθηκε Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη, στέλλεται ἀπό αὐτόν γιά νά συμφωνήσει μέ τά ἀποφασισθέντα.  Λόγω τῆς γνώσης καί τῆς ἀρετῆς πού τόν χαρακτήριζαν, ἔγινε Διάκονος τῆς Μεγάλης ᾽Εκκλησίας καί μετά ἀπό λίγο ὀρφανοτρόφος. ᾽Αργότερα ἐκλέχτηκε ᾽Αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Πηγαίνοντας στόν τόπο τῆς παροικίας του γιά δεύτερη φορά καί εὑρισκόμενος σέ κάποιο νησί, πού τό λέγαν ᾽Ερεσσό, κοντά στή Μυτιλήνη, ἔφυγε ἀπό τή ζωή αὐτή, ἀφήνοντας στήν ᾽Εκκλησία τοῦ Θεοῦ πάμπολλα συγγράμματα».

Ὁ ἅγιος χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας «ὅλος, φαεινότατος ἀστήρ» (ωδή γ´ κ.α.), πού σημαίνει καταυγάζει τό στερέωμα αὐτῆς μέ τά λόγια του, τά ἔργα του, τίς προσευχές του. Αὐτή ἄλλωστε εἶναι καί ἡ θέση τῶν ἁγίων: ἔχοντας ἀνοίξει τήν ὕπαρξή τους στόν πανάγιο Θεό, ἔχουν δεχτεῖ τίς λαμπηδόνες τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μέ τόν τρόπο πού τό ἔχει βεβαιώσει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου. Ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ μή περιπατήσει ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾽ ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς». Οἱ ἅγιοι λοιπόν εἶναι μία φανέρωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, κάτι πού τό βλέπουμε ἔντονα καί στόν ἐν ἁγίοις πατέρα ἡμῶν ᾽Ανδρέα Κρήτης.

Λάμποντας ὡς ἀστήρ, σημειώνει ὁ ὑμνογράφος, «τέρπει την Εκκλησία, με τα ορθόδοξα δόγματά του και τα αρμονικά μελωδήματά του» (ωδή γ´). Πράγματι, ὁ ἅγιος ᾽Ανδρέας, γιά νά συγκεκριμενοποιήσουμε τήν ἁγιότητά του,  μέ τό δοθέν σ᾽ αὐτόν χάρισμα τῆς γνώσεως,  ἀφενός εἶχε ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἀπέκτησε δηλαδή τή γνώση Αὐτοῦ - αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τῆς γνώσης στή χριστιανική πίστη: τῆς προσωπικῆς μέθεξης σ᾽ Αὐτόν διά τῆς τηρήσεως τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν -τήν ὁποία γνώση στή συνέχεια ἐξέφρασε ἐν λόγῳ, διά τοῦ ἄλλου χαρίσματος τῆς  σοφίας πού ἐπίσης τοῦ δόθηκε,  καί γι᾽ αὐτό ἀναδείχτηκε στό μεγάλο ἀξίωμα τοῦ κατά Χριστόν θεολόγου. Διότι αὐτός εἶναι ὁ ἀληθινός θεολόγος τῆς ᾽Εκκλησίας: ὄχι ὁ κάτοχος ἑνός πτυχίου Θεολογικῆς Σχολῆς, ἀλλ᾽ ὁ ἔχων τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ πού μπορεῖ νά τή διατυπώνει μέ τόν λόγο. Ὁ ἅγιος λοιπόν ᾽Ανδρέας μᾶς ἄφησε καταρχάς συγγράμματα δογματικά καί πολλές ὁμιλίες, γενόμενος, κατά τήν ὑμνολογία πάλι, «δογματιστής ἀληθέστατος» (στιχηρό εσπερινού) καί «στηριγμός τῆς εὐσεβείας τῶν δογμάτων τῶν ὀρθῶν» (στιχηρό εσπερινού).

᾽Αλλά πέραν τῶν δογματικῶν κειμένων του ἐκεῖνο πού τόν κατέστησε ἰδιαιτέρως προσφιλή στήν ᾽Εκκλησία εἶναι «τά ἁρμονικά μελωδήματά του». Ὁ ἅγιος ὑπῆρξε μέγας ὑμνογράφος τῆς ᾽Εκκλησίας, «προκαλώντας ευχαρίστηση στις καρδιές όλων κάθε φορά με την υμνολόγηση της αγίας Τριάδος, των ταγμάτων των αγίων και της αχράντου Παρθένου» (κάθισμα όρθρου) – την υπεραγία Θεοτόκο μάλιστα «που είναι πάνω από κάθε έπαινο την δοξολογούσε διαρκώς και μεγάλη σπουδή με ποικίλους επαίνους» (ωδή δ΄). Τό λαμπρότερο ὅμως πόνημά του, μέ τό ὁποῖο κατανύσσει τίς καρδιές τῶν χιλιάδων ὀρθοδόξων πιστῶν κάθε χρόνο, ὁδηγώντας τους στούς σωτήριους δρόμους τῆς μετανοίας, εἶναι ὁ Μέγας Κανών του, πού, ψαλλόμενος τήν Πέμπτη τῆς πέμπτης ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ἀποτελεῖ στήν οὐσία μία σύνοψη ὅλης τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, καί στήν πρώτη ἀποκάλυψή Του, τήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά καί στήν τελείωσή της, τήν Καινή Διαθήκη. Όπως σημειώνει και ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης στους στίχους του συναξαρίου «Πέθανε και βρήκε μεγάλο στεφάνι των κόπων του ο ποιμένας της Κρήτης, του οποίου έργο ήταν ο μέγας Κανών». ᾽Εκεῖ ὁ ἅγιος γίνεται «ὁ ἀψευδής ἐπαινέτης τῶν Μαρτύρων τῶν ῾Αγίων», «ὁ ἀλείπτης πρός ἐπανάληψιν τῆς ἀρετῆς», ἰδιαιτέρως ὅμως «ὁ ζωγράφος τῆς τοῦ βίου ματαιότητος» (στιχηρό εσπερινού). Μέ τήν παρρησία λοιπόν πού ἔχει στόν Θεό, ὡς ὁδηγός τῆς ὀρθοδοξίας καί διδάσκαλος τῆς εὐσεβείας καί τῆς σεμνότητος, τόν παρακαλοῦμε νά πρεσβεύει καί γιά ἐμᾶς, νά σωθοῦν οἱ ψυχές μας.

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2024

Η… ΓΚΛΑΡΡΥ!

Το έβλεπα και το μνημόνευα πολύ καιρό τώρα. Ήταν από τα χαρτάκια που μας φέρνουν για να μνημονευθούν στην αγία πρόθεση κι είχε το συγκεκριμένο όνομα μέσα που κινούσε την προσοχή: «Γκλάρρυ»! Με τη συγκεκριμένη ορθογραφία και πάντα από τις πρώτες θέσεις στη σειρά. Και δεν ήταν από αυτά που όλοι οι ιερείς το συναντούν κατά καιρούς: αντί ονόματα να έρχονται προς μνημόνευση… ζαρζαβατικά ή άλλα αναλώσιμα. Τρία κιλά πατάτες, δύο κιλά ντομάτες, ένα κολοκυθάκια κ.ο.κ. – η σύγχυση στις νοικοκυρές που μέσα στη βιασύνη τους να τα προλάβουν όλα μπερδεύουν τα χαρτιά με τα οποία περιφέρονται. Ρώτησα τους συνεφημερίους από πού μπορεί να βγαίνει το όνομα και όλοι δήλωσαν άγνοια.

«Μπορεί να είναι ξενικό ή να είναι παραλλαγή κάποιου γνωστού ονόματος που Κύριος οίδε πώς κατέληξε έτσι», σκέφτηκα. Γιατί θυμήθηκα μία εκπομπή στο ραδιόφωνο πριν από αρκετές δεκαετίες, που επιμελείτο και παρουσίαζε ο γνωστός και διάσημος και συμπαθέστατος μέγας μουσικός Μίμης Πλέσσας και που είχε τον τίτλο «Βρες το και πάρτο!» Λοιπόν, κάποια φορά είχε στο τηλέφωνο ο παρουσιαστής μία κοπέλα που είπε πως την έλεγαν Σούλα. «Σούλα από το Αθανασία ή το Αναστασία;» ρώτησε με τη γνωστή, μπάσα, κελαριστή και μελωδική φωνή του ο κ. Πλέσσας. «Όχι, όχι» απάντησε η κοπέλα. «Από το Κυριακή βγαίνει». «Από το Κυριακή, πώς;» έμεινε εμβρόντητος ο γνωστός συνθέτης. «Κοιτάξτε», είπε σχεδόν συνωμοτικά η «Σούλα». «Το Κυριακή στα Γαλλικά είναι Ντιμάνς, οπότε Ντιμανσούλα, Σούλα»!

Αυτό θυμόμουν λοιπόν συχνά κάθε φορά που ερχόμουνα αντιμέτωπος με το όνομα που έπρεπε να μνημονεύσω. «Γκλάρρυ! Βρες τώρα από πού προέρχεται»! Σημασία είχε πάντως ότι μνημονευόταν όσο γινόταν καρδιακά έστω και άγνωστη η… γνωστή Γκλάρρυ. Μέχρις ότου σταμάτησε να έρχεται το συγκεκριμένο χαρτάκι. Σταμάτησε εννοείται και η μνημόνευση της άγνωστης, η οποία όμως είχε δημιουργήσει γύρω από το όνομά της ένα μυστήριο. «Τι να έγινε η Γκλάρρυ;» σκεφτόμουν κατά καιρούς. «Πώς ξαφνικά εκεί που πάντοτε μας δινόταν το όνομα προς μνημόνευση τώρα χάθηκε;»

Η απορία μου δεν άργησε να βρει τη λύση της. Γιατί κάποια φορά ρώτησα τον συνεφημέριο που είχα ζητήσει και από αυτόν πληροφορίες για τη συγκεκριμένη κοπέλα.

«Τι έγινε με τη… Γκλάρρυ; Δεν την ξανάδα στο χαρτάκι».

«Ναι, δεν πρόκειται να την ξαναμνημονεύσουμε στα Υπέρ υγείας», είπε, «αλλά ούτε και στα Υπέρ αναπαύσεως».

Χαμογέλασε περίεργα μ’ ένα μυστήριο τρόπο.

«Κι αυτό, γιατί;» Το ενδιαφέρον μου αυξήθηκε κατακόρυφα, καθώς ένιωσα την άδηλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα.

«Η Γκλάρρυ πέθανε, καλύτερα ψόφησε» ψιθύρισε, λες και δεν ήθελε κάποιος να τον ακούσει.

«Ψόφησε;» - τραβήχτηκα προς τα πίσω από την απροσδόκητη πληροφορία.  «Τι ήταν δηλαδή η Γκλάρρυ;»

«Όπως το κατάλαβες. Ήταν μία σκυλίτσα, που η κάτοχός της την έβαζε πάντοτε προς μνημόνευση στις Θείες Λειτουργίες. Και το έμαθα, όταν ήλθε συντετριμμένη η αφεντικίνα της για να της κάνω…τρισάγιο!»

 «Τρισάγιο; Κι εσύ τι έκανες;»

 «Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι αυτό δεν γίνεται, γιατί τρισάγια και μνημόνευση στη Θεία Λειτουργία κάνουμε για τους βαπτισμένους ορθόδοξους χριστιανούς, για ανθρώπους δηλαδή και όχι για τα συμπαθέστατα κατά τα άλλα… ζώα».

«Δεν ήταν… «βαπτισμένη» η Γκλάρρυ;», μου ήρθε αυθόρμητα να σχολιάσω σκωπτικά αυτό που έμαθα.

Γέλασε συγκαταβατικά. «Το πιο κακό», συμπλήρωσε οδυνηρά αυτήν τη φορά, «δεν ήταν βέβαια η άγνοια της συγκεκριμένης κυρίας – αυτό μπορεί κανείς να το κατανοήσει – αλλά η επιμονή της να κάνω αυτό που μου έλεγε, θεωρώντας δεδομένο ότι έχει απόλυτο δίκιο. Κι όταν με όμορφο τρόπο, είναι αλήθεια, προσπάθησα να της δώσω  να καταλάβει πώς έχουν τα πράγματα στην πίστη μας, εκείνη γεμάτη οργή και επιθετικότητα μου είπε κάτι… γαλλιστί κι έφυγε, απειλώντας ότι δεν πρόκειται να ξαναπατήσει σε μία τέτοια ενορία!»

Έτσι λύθηκε το μυστήριο για τη «Γκλάρρυ», οπότε χάσαμε και αυτήν και το αφεντικό της.

Τρίτη 2 Ιουλίου 2024

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ!

Δεν υπάρχει χριστιανός, και δη ορθόδοξος, που να μη χρησιμοποιεί το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού ως αέναη ή διαλειμματική έστω προσευχή του. Το όνομα του Κυρίου αποτελεί για τους εν επιγνώσει χριστιανούς εκείνο που συνοδεύει την αναπνοή τους, ίσως συνιστά την αναπνοή τους, κατά τον γνωστό λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου «μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον» - να μνημονεύουμε τον Θεό περισσότερο και από την αναπνοή μας. Ο ίδιος ο Κύριος μιλώντας για την προσευχή ως αδιάλειπτη κοινωνία με τον Θεό έδωσε εντολή για τη χρήση του ονόματός Του ως βασικής προϋποθέσεως προκειμένου να βιώνει ο πιστός τη χάρη και τη χαρά της παρουσίας Του. «Έως άρτι ουκ ητήσασθε ουδέν εν τω ονόματί μου. Αιτείτε και λήψεσθε, ίνα η χαρά υμών η πεπληρωμένη». Η επίκληση του ονόματος Εκείνου δημιουργεί τις συνθήκες για να ζει ο άνθρωπος τη χαρά του Θεού. Κι είναι η επίκληση αυτή συνδεδεμένη και με το συγκλονιστικό αποτέλεσμα που επίσης φέρνει, το μαστίγωμα του ίδιου του πονηρού διαβόλου, ο οποίος δεν παύει να αντιμάχεται το πλάσμα του Θεού αλλά και να δέχεται τα «πυρά» του με το παντοδύναμο όπλο που του ’χει δώσει ο Θεός: το όνομα του Υιού του Θεού. «Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους» υπενθυμίζει ο άγιος της Κλίμακος, ο Σιναḯτης Ιωάννης.

Επικαλούμαστε λοιπόν το όνομα του Κυρίου εν Εκκλησία και εν ατομική προσευχή, αδιάκοπα και εξακολουθητικά. Και φτάνουμε κάποια στιγμή στο σημείο να εγείρουμε τις «ενστάσεις» μας ως προς τα θετικά αποτελέσματα που σημειώνουν οι άγιοί μας. «Δεν νιώθω χαρά μέσα μου». «Νιώθω ένα σφίξιμο που μου προκαλεί και κάποιο άγχος». «Την ώρα που επικαλούμαι το όνομα του Χριστού βλέπω και την έξαψη ταυτοχρόνως και των παθών μου». «Πού βρίσκεται το λάθος μου;»

Ένα είναι το λάθος μας και το επισημαίνουν όλα τα κείμενα της Εκκλησίας μας, αγιογραφικά και πατερικά. Αν η επίκληση του ονόματος του Χριστού από έναν χριστιανό δεν συνοδεύεται από την παράλληλη «εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος» προσπάθεια τηρήσεως των αγίων εντολών Εκείνου, ματαίως κοπιάζει. Όπως σημειώνει ο απόστολος Παύλος για τη χριστιανική ζωή, ότι χωρίς την Ανάσταση του Χριστού και συνεπώς την υπέρβαση του θανάτου θα ήταν μάταιη η πίστη μας, έτσι και η επίκληση του αγίου ονόματος του Κυρίου χωρίς την ταυτόχρονη βίωση των αγίων Του εντολών θα οδηγούσε σε ένα μηδενικό αποτέλεσμα.

 Όταν ήδη από τον ψαλμωδό της Παλαιάς Διαθήκης εξαγγέλλεται ότι «το έλεος Κυρίου επί τους φοβουμένους Αυτόν», δηλαδή για να υπάρξει το έλεος του Θεού στον άνθρωπο απαιτείται να βρίσκεται αυτός στην οδό της εφαρμογής του θελήματός Του – εκεί καταλήγει ο φόβος Κυρίου: στην τήρηση του θεϊκού θελήματος -, όταν ο ίδιος ο Κύριος είπε με απόλυτο τρόπο ότι «ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν Ουρανοίς εισελεύσεται εις την βασιλείαν του Θεού», όταν εξίσου ο Ίδιος απαρχής της δημόσιας δράσεώς Του τόνισε ότι «μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται», τότε δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την ορθή χρήση του ονόματός Του παρά μόνο της έστω και διά της βίας ωθήσεως της καρδιάς στο να αποδεχτεί τον όποιο συνάνθρωπό του εν αγάπη, να τον συγχωρήσει, να αναδεχτεί το βάρος του, να τον θέσει μέσα στην αγκαλιά του – μία συνέχεια στην πραγματικότητα αυτού που έκανε και κάνει αδιάκοπα ο Κύριος για εμάς.

Κι είναι η στάση αυτή, η με επίγνωση προέκταση της στάσεως του Κυρίου εφόσον συνιστούμε μέλη του σώματός Του, εκείνο που δίνει και την απάντηση στο «σκάνδαλο» που «φρενάρει» την αγαθή διάθεσή μας: «μα, πώς να αγαπήσω τον άλλον που ζει μέσα στην αμαρτία και με αδικεί και με εχθρεύεται;» Πώς μας αγάπησε και μας αγαπά ο Κύριος; Μέσα στις αμαρτίες μας και τις όποιες βρομιές μας. «Όντων ημών αμαρτωλών Χριστός υπέρ ημών απέθανε». Η αγάπη του Κυρίου δεν σταμάτησε λόγω των αμαρτιών μας. Το αντίθετο: μας αγάπησε και θυσιάστηκε για εμάς ακριβώς επειδή ήμασταν βουτηγμένοι σε ό,τι αμαρτωλό και εχθρικό προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Λοιπόν, το ίδιο μας λένε συνεχώς και όλοι οι άγιοί μας: Προεκτείνοντας την αγάπη του Χριστού αγαπάμε τους πάντες και τα πάντα. Όπως ακριβώς έκανε κι Εκείνος. Και την ώρα που βρισκόμαστε στη χαρισματική αυτήν κατάσταση, την ίδια αυτήν ώρα ενεργοποιείται στο ανώτερο δυνατό σημείο και το έλεος του Θεού απέναντί μας. «Ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ».

Οπότε, το «Κύριε ελέησον» που λέμε απαιτεί και την καρδιακή προσφορά του ελέους μας και στους άλλους. Ελεώ και ελεούμαι. «Η κρίσις ανίλεως τοις μη πράξασιν έλεος».    

ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΕΣΘΗΤΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΕΝ ΒΛΑΧΕΡΝΑΙΣ

«Δύο πατρίκιοι, ο Γάλβιος και ο Κάνδιδος που ήταν αδέλφια, πηγαίνοντας στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσουν έφτασαν στην Παλαιστίνη. Ευρισκόμενοι στη Γαλιλαία και βρίσκοντας την τιμία Εσθήτα της Θεοτόκου να τιμάται από κάποια Εβραία γυναίκα, σκέφτηκαν να της την πάρουν. Λοιπόν, όταν έφτασαν στα Ιεροσόλυμα και προσκύνησαν κάθε άγιο τόπο, παρήγγειλαν και έφτιαξαν μία όμοια σορό μ’  εκείνην που ήταν κατατεθειμένη η τιμία Εσθήτα της Θεομήτορος, οπότε κατά την επάνοδό τους έβαλαν τη δική τους άδεια σορό στη θέση της άλλης της Εβραίας γυναίκας. Παίρνοντας λοιπόν με τον τρόπο αυτόν το θείο και ιερό ένδυμα επέστρεψαν στον τόπο τους. Φτάνοντας στην Κωνσταντινούπολη απέθεσαν τη σορό με την Εσθήτα της Θεοτόκου στο προάστιό τους που ονομαζόταν Βλαχέρνες, έχοντας ως σκοπό να κρύψουν τον θησαυρό. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να το κατορθώσουν, το φανέρωσαν στον Βασιλιά, ο οποίος όταν άκουσε τι έγινε γέμισε από άφατη χαρά κατασπαζόμενος την ιερά Εσθήτα, κι όχι μόνο αυτό αλλά οικοδόμησε και ναό στο προάστιο των Βλαχερνών, μέσα στον οποίο κατέθεσε την αγία σορό. Εκεί λοιπόν τώρα ευρισκόμενη η τιμία αυτή σορός, μέχρι και τώρα αποτελεί το φυλακτήριο της πόλεως και  τη σωτηρία από τις νόσους και τους εχθρούς». 

Το αποτέλεσμα μίας «κλεψιάς» εορτάζει κατ’  ουσίαν σήμερα η Εκκλησία μας. Μίας κλεψιάς που έχει όμως ιερό χαρακτήρα – έγινε κατ’  ευδοκίαν Θεού -  αφού η Εσθήτα (ή Μαφόρι) της Παναγίας, όπως και η τιμία Ζώνη της, ανήκουν σ’  εκείνους που τιμούν την Παναγία και την αποδέχονται ως την κατεξοχήν Μοναδική γυναίκα στον κόσμο, διαχρονικά και παγκόσμια, που καμία άλλη δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της, αφού δι’  αυτής ήλθε ως άνθρωπος ο Υιός του Θεού στον κόσμο. Μόνον με άλλα λόγια εκείνος που πιστεύει στον Χριστό ως Θεό και άνθρωπο μπορεί να πιστέψει και την ιδιαίτερη και ξεχωριστή θέση της Πανάγνου Μαριάμ -  Χριστός και Παναγία Μητέρα Του πάντοτε συνθεωρούνται – οπότε και να τιμήσει οτιδήποτε σχετίζεται μ’  Αυτήν, είτε είναι η Ζώνη της είτε είναι η Εσθήτα της. Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ, γι’ αυτό, δεν προβληματίζεται καθόλου για την ηθική ποιότητα της πράξεως των δύο πατρικίων αδελφών. Την θεωρεί ως εκ Θεού γενομένη, τόσο που την παραλληλίζει με τον χιτώνα του Κυρίου. Όπως, λέει στον στίχο του συναξαρίου, ο Θεός θέλησε ο χιτώνας Του να βρεθεί στα χέρια των δημίων Του φρουρών κάτω από τον Σταυρό Του, έτσι και η Εσθήτα της Παναγίας να βρεθεί στη Χριστοφρούρητο πόλη, την Κωνσταντινούπολη και δη στο προάστιό της τις Βλαχέρνες.

Απόδειξη βεβαίως της ευδοκίας του Θεού για την «παράνομη» ανθρωπίνως, αλλ’ έννομη θεϊκώς πράξη της μεταφοράς της σορού είναι τα άπειρα θαύματα που «σαν να τρέχουν ποτάμια» (κάθισμα όρθρου) γίνονται από τότε και μετέπειτα, καθώς μάλιστα παραμένουν αδιάφθορα από την επίδραση του χρόνου (απολυτ.). Όχι μόνο μεμονωμένα οι πιστοί ντύνονται τη δύναμη και τη χάρη της Θεοτόκου, αλλά και η Κωνσταντινούπολη δια της τιμίας σορού την έχει ως φρουρό και τείχος της (στιχ. εσπ., κ.α.).  Και ποια η αιτία για τη μεγάλη αυτή δύναμη και χάρη που κέκτηνται η Εσθήτα και η Ζώνη της Θεοτόκου; Πρώτον, το γεγονός ότι τα φόρεσε Εκείνη η Πρώτη και Μοναδική, η χάρη της Οποίας μεταγγίστηκε και στα ενδύματά της, τόσο που η κατοχή αυτών Εκείνην προβάλλει – τιμώντας την Εσθήτα και τη Ζώνη την Παναγία τιμάμε. «Ο ναός σου, Δέσποινα, που έχει το ιερό μαφόριό Σου ως θησαυρό αγιάσματος, κάθε φορά αγιάζει όλους εμάς που προστρέχουμε σε Σένα και Σε μακαρίζουμε κατά χρέος» (απόστ. εσπ.).

Και δεύτερον, γιατί με την Εσθήτα αγιάζεται και ο πιστός λαός, ο οποίος έρχεται σ’ επαφή, και «υλικά», με τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό: ο χιτώνας αυτός τύλιξε ως βρέφος και τον Κύριο! «Καθαγίασες την ιερή Εσθήτα λόγω της επαφής της μ’ Αυτόν που ήλθε ως άνθρωπος επί της γης για χάρη μας, όπως κι επειδή τύλιξες μ’ αυτήν το σώμα σου, Παρθένε. Μ’ αυτήν την Εσθήτα αγιάζεις όλους τους δούλους σου που σε υμνολογούμε» (ωδή α΄) – ο «υλισμός» της χριστιανικής πίστεως προβάλλεται κατά απόλυτο θα λέγαμε τρόπο, κάτι που παραπέμπει προς ιδιαίτερη θεμελίωση και στο γεγονός της Μεταμορφώσεως του Κυρίου, όπου και τα ενδύματά Του «μεταποιήθηκαν» και έγινα λευκά σαν το χιόνι!

Είναι πολύ συγκινητική η ιστορική αναφορά ότι και Βασιλείς δέχτηκαν πλούσια την ίαση και τη χάρη της Θεοτόκου διά της Εσθήτος και της Ζώνης της (βλ. την αντίστοιχη εορτή της 31ης Αυγούστου), με τη βασική σημείωση βεβαίως ότι η προσέγγισή τους γίνεται με πίστη και με καθαρότητα νου, που θα πει από εκείνους που μέσα στην Εκκλησία αγωνίζονται τον πνευματικό αγώνα, συλλειτουργώντας με τους Αγγέλους! Όπως το σημειώνει το δοξαστικό του εσπερινού και όχι μόνο: «Αφού καθαρίσουμε τις φρένες και τον νου μας, ας πανηγυρίσουμε και εμείς μαζί με τους Αγγέλους».