«Η ποίηση δεν είναι
ο τρόπος να μιλήσουμε,
αλλά ο
καλύτερος τοίχος για να κρύψουμε
το πρόσωπό
μας»
(Μανώλης Αναγνωστάκης*)
Σε προκαλεί η ημέρα για στοχασμό και στροφή στον έσω
άνθρωπο.
Να ακούσεις, αν μπορείς βέβαια, τους κραδασμούς της ψυχής
σου από το «άγιο βήμα» της βαθύτερης καρδιάς σου. Και λέμε «αν μπορείς», γιατί πολλές
κραυγές ακούγονται από τον όλο περίγυρό μας, ξένο ή και δικό μας(!), που έρχονται
επιθετικά και βίαια καμιά φορά να καταλάβουνε τον όλο χώρο μας˙ κάτι παρόμοιο μ’
έναν απλό ανυπεράσπιστο άνθρωπο που κάτι θέλει να ψελλίσει, μα δεν τα βγάζει
πέρα με τους «άγριους» που κρατάνε ντουντούκα στα χέρια και στα χείλη!
Οπότε ο έσω άνθρωπος, ο αληθινός, ο βαθύς εαυτός μένει
κρυμμένος, ίσως και ξένος, καταπλακωμένος από τους εισβολείς και τους τύραννους.
Να πάρεις, λες, κι εσύ ντουντούκα; Να φωνάξεις και να
κραυγάσεις; Μα θα ’ναι τούτο το πιο κραυγαλέο σημάδι της απόλυτης ήττας σου –
έγινες ένα με τ’ αγριεμένο πλήθος. Πάει
ο «βαθύς εαυτός», ο χώρος της αλήθειας σου – η αλήθεια, δεν λένε οι φιλόσοφοι,
αρέσει να κρύβεται; Δεν φωνασκεί, δεν βγαίνει στις πλατείες και τα μπαλκόνια.
Και βρίσκεις άλλον τρόπο! Αφήνεις την καρδιά σου να
χαράξει τις ματωμένες γραμμές της για ν’ ακουστεί ο πόνος σου, η αναζήτησή σου,
ο έρωτάς σου ακόμη για τ’ Απόλυτο! Στο σάρκινο πεντάγραμμό της γράφονται οι
νότες της απαλής φωνής σου, η ίδια η ποίησή σου!
Δεν την ακούνε ούτε τη διαβάζουνε οι πολλοί – είναι συνηθισμένοι
αυτοί να ξιφουλκούν κι όταν μιλούν˙ να βρίζουν κι όταν σου λένε «καλημέρα». Κι αν
κάποια φορά με τρόπο άγνωστο φανερωθεί μπροστά τους, βλέπουν το…τίποτε. Τοίχο
απροσπέλαστο με κάποιες ίσως… μουτζουριές! Ξέρει ο τοίχος να κρύβει τ’ ατίμητα
σαν τα παλιά τα κάστρα που κρύβανε τους θησαυρούς.
Ένας ο τρόπος που γίνεται διάφανος ο τοίχος για να φανεί
το πρόσωπο του ποιητή: ο σεβασμός κι η ταπεινή αγάπη. Με το κλειδί αυτό ανοίγεις
τις θύρες τις βαριές και κοινωνείς απ’ τ’ άγιο βήμα της καρδιάς το φως και την
αλήθεια.
(*Ο Μανώλης Αναγνωστάκης (1925-2005)
ήταν Έλληνας ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς).