«Η αγάπη είναι πηγή πίστεως, άβυσσος μακροθυμίας,
θάλασσα ταπεινώσεως» (άγιος Ιωάννης Κλίμακος).
«Τι ’ν’ αυτό που το λένε αγάπη;» λέει από παλιά ένα
όμορφο τραγούδι. Καταλαβαίνει ο στιχουργός ότι η αγάπη δεν είναι κάτι που
μπορεί κανείς εύκολα να ορίσει - και μιλάει για μία εκδοχή της: την ερωτική
μεταξύ άνδρα και γυναίκας. Πόσο όμως τούτο ισχύει, όταν προσπαθήσει κανείς να
την ορίσει σε όλες τις διαστάσεις της: με τον Θεό, με τον φίλο, με τον γονιό,
με τον αδελφό, με τον συνάνθρωπο εν γένει! Εκεί σηκώνει τα χέρια, γιατί
διαπιστώνει ότι βρίσκεται ενώπιον ενός μυστηρίου μεγάλου, τόσο μεγάλου που κατά
τη χριστιανική πίστη ανάγεται στον ίδιο τον Θεό. Έτσι δεν «ορίζεται» ο Θεός από
τη Γραφή; «Ο Θεός αγάπη εστί». Επομένως όσο και να προσπαθήσουμε να την
προσδιορίσουμε φτάνουμε σε αδιέξοδο. Η μόνη λύση είναι ως χριστιανοί να
ψαύσουμε τα ενεργήματά της όπως τα βλέπουμε στην Αποκάλυψη του Θεού μας,
κατεξοχήν δε στο πρόσωπο του ενανθρωπήσαντος Θεού μας, του Ιησού Χριστού. Κάθε
λόγος, κάθε κίνηση, κάθε ενέργεια Εκείνου την Αγάπη απεκάλυπτε – στο απώγειό
της. Στη γη βρισκόταν η ίδια η Αγάπη!
Κι αυτήν την Αγάπη κληθήκαμε ως πιστοί να ζούμε κι εμείς.
Ενσωματωμένοι στον Χριστό διά του αγίου βαπτίσματος, Εκείνον, δηλαδή την Αγάπη,
φανερώνουμε, Εκείνον περιφέρουμε, με το κύριο γνώρισμα και χαρακτηριστικό της:
τη θυσία του εαυτού μας για χάρη του άλλου! Τον θάνατό μας για να ζήσει ο
άλλος! «Αυτή είναι η εντολή μου, να αγαπάτε ο ένας τον άλλον, όπως εγώ σας
αγάπησα. Μεγαλύτερη αγάπη από αυτή δεν υπάρχει: να θυσιάζει κανείς τη ζωή του
για χάρη των φίλων του» (ο Κύριος). Αυτό ψαύσαμε και είδαμε και παρατηρήσαμε
στον Χριστό: τη θυσία Του για μας˙ τη ζωή Του μέσα σε μας˙ τη χαρά Του ως
εγκατοίκησή Του μέσα στη δική μας ύπαρξη – στην ψυχή και το σώμα μας! Κι αυτό
είδαμε και βλέπουμε και στη ζωή όλων των αγίων μας. «Πάντοτε τη νέκρωση του
Χριστού περιφέρουμε μέσα στο σώμα μας» (απόστολος Παύλος). Και τι γίνεται μέσα
στο μυστήριο αυτό που μόνον εμπειρικά διαπιστώνεται;
- Φουντώνει η πίστη στον Χριστό – έχουμε φτάσει όχι σε
ρυάκια και λιμνούλες, αλλά στην ίδια την πηγή, στο τέρμα και το ωμέγα (Ω): η
πίστη ως θέα και όραση Θεού!
- Πλαταίνει τόσο πολύ η καρδιά μας, ώστε χωράει τον κόσμο
όλο – «βουτιά» στην άβυσσο: όλους τους κατανοούμε μ’ έναν «παροξυσμό» (απ.
Πέτρος) που μας βγάζει «εκτός εαυτού»˙ όλους και όλα τα ανεχόμαστε – η υπομονή
μας δεν έχει όρια˙ όλους τους δικαιολογούμε, αναλαμβάνοντας την ευθύνη και για
των άλλων τα σφάλματα˙ όλους τους βάζουμε κάτω από τη σκέπη μας – σαν να
είμαστε κι εμείς θεοί!
- Πέφτουμε σε πέλαγος που κατά τρόπο παράδοξο ανοίγει τα
μάτια για να δούμε το πόσο μικροί και μηδαμινοί είμαστε – ναι, ένα τεράστιο
«μηδέν»! «Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε!» (ο Κύριος). Γιατί ακριβώς
το μεγαλείο μας ως ανθρώπων έγκειται σ’ Εκείνου την αγάπη και τη δύναμη. Που θα
πει: όσο γευόμαστε τον Θεό μας και την αγάπη που μας μεταγγίζει, τόσο και προχωρούμε
στην αναγνώριση της ευτέλειάς μας – προχωρούμε από ταπείνωση σε ταπείνωση.
«Μακάριοι όσοι αναγνωρίζουν την πνευματική τους φτώχεια» (ο Κύριος). Όπως το
λέει ο ορισμός του αληθινού χριστιανού και πάλι, ο μέγας Παύλος: «ο Χριστός
ήλθε να σώσει τους αμαρτωλούς, πρώτος των οποίων είμαι εγώ!» «Κράτα τον νου σου
στον Άδη και μη απελπίζεσαι» (άγιος Σιλουανός).
Λοιπόν, ας κοιτάμε τους αγίους μας – είναι οι μόνοι χριστιανοί!