Ο φόβος που νιώθουμε μπροστά
στον θάνατο πρέπει να μας προβληματίσει. Μπορεί να είναι φόβος δικαιολογημένος
γιατί είμαστε άνθρωποι: είναι φυσικό ιδίωμα του ανθρώπου μετά την πτώση του
στην αμαρτία - περίτρανη απόδειξη ότι δεν δημιουργηθήκαμε για να πεθάνουμε. Η
αθανασία ήταν η προοπτική του ανθρώπου, μέσα στο πλαίσιο της «κατ’εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού»
δημιουργίας του, γεγονός που χάθηκε από
την ανυπακοή στον Θεό που έφερε τον θάνατο. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος». Οπότε ο φόβος του θανάτου, η δειλία
μας ίσως καλύτερα, δεν είναι μόνο δική μας. Είναι όλων των ανθρώπων. Ακόμη και
ο Κύριος δείλιασε ενόψει του θανάτου Του, δείχνοντας ότι ήταν καθόλα αληθινός
άνθρωπος, καθώς είχε όλα τα συμπτώματα της πεσμένης φύσης. «Δειλιάζει ο Χριστός εμπρός στον θάνατο, αλλά
δεν τρέμει, για να δείξει καθαρά τα ιδιώματα των δύο Του φύσεων» (άγιος
Ιωάννης Κλίμακος).
Μπορεί όμως ο φόβος και
η δειλία αυτή να μην είναι ένα φυσικό μόνο σύμπτωμα του μεταπτωτικού πια
ανθρώπου, αλλ’ ο φόβος που κάνει πολλούς
να τρέμουν και να αγωνιούν, που τους κάνει πολλές φορές να μη θέλουν να
ακούσουν κουβέντα για τον θάνατο, ενώ τους κρατάει ξάγρυπνους και κάθιδρους
κάποια βράδια. Σαν εκείνον τον ταλαίπωρο, που ενώ πέθανε ο πατέρας του, δεν
τόλμησε να σύρει τα βήματά του μέσα στον ναό κατά τη διάρκεια της κηδείας, κι
ούτε καν πλησίασε το φέρετρό του στο νεκροταφείο. Μακριά και με τρόμο στην
καρδιά και τα μέλη του.
Εφόσον ανήκουμε στη
δεύτερη περίπτωση, ο φόβος κι ο τρόμος μας οφείλεται σε αμαρτίες, για τις
οποίες δεν έχουμε μετανοήσει και δεν έχουμε συνεπώς εξομολογηθεί. Οι άγιοί μας
είναι πολύ σαφείς εν προκειμένω, σαν και πάλι τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος: ««Η δειλία του θανάτου είναι φυσικό ιδίωμα του
ανθρώπου, το οποίο οφείλεται στην παρακοή του Αδάμ. Ο τρόμος όμως του θανάτου
αποδεικνύει ότι υπάρχουν αμαρτίες για τις οποίες δεν εδείχθηκε μετάνοια»
(λόγ. στ΄, 3).
Ο άγιος λοιπόν μας χτυπάει το καμπανάκι. Μας προκαλεί να ξυπνήσουμε, δηλαδή να μετανοήσουμε και να ζητήσουμε από τον Θεό συγχώρηση – το εξομολογητάρι μάς περιμένει. Ο χρόνος λειτουργεί ακόμη υπέρ ημών. Γιατί όσο ζούμε κι αναπνέουμε, έχουμε ελπίδα. Αν μας βρει ο θάνατος – κι είναι άδηλη η ώρα του – αμετανόητους, τότε όντως είμαστε για… κλάματα!