«Ο εθνομάρτυρας Χρυσόστομος Καλαφάτης, γεννήθηκε στην Τριγλία της
Προποντίδας το 1867 μ.Χ. Γονείς του Χρυσοστόμου ήσαν ο Νικόλαος Καλαφάτης και η
Καλλιόπη Λεμωνίδου. Το ζεύγος απέκτησε 8 παιδιά, 4 αγόρια και 4 κορίτσια. Από
τ' αγόρια επέζησαν ο πρωτότοκος Ευγένιος (γεννήθηκε το 1865 μ.Χ.) και ο
Χρυσόστομος. Ο Ευγένιος συμπαραστάθηκε στον νεώτερο αδελφό του σ' όλη τη
διάρκεια του πολυτάραχου βίου του και τελικά τον ακολούθησε έως το μαρτύριο. Ο
Νικόλαος Καλαφάτης είχε γνώση του οθωμανικού δικαίου και αντιπροσώπευε τους
συμπολίτες του στα τουρκικά δικαστήρια. Αγαπούσε ακόμη την εκκλησιαστική
μουσική και είχε ανάμιξη στα κοινά και γι' αυτό εξελέγετο δημογέροντας. Η
σύζυγός του Καλλιόπη ήταν μια ευλαβής γυναίκα. Αυτή έταξε τον Χρυσόστομο στην
Παναγία την ημέρα των Φώτων του 1868 μ.Χ., όταν είχε επισκεφθεί την Τρίγλια ο
Μητροπολιτης Προύσας. Το ζεύγος Καλαφάτη, παρά την μέτρια οικονομική του
κατάσταση, ανέθρεψε με επιμέλεια τα παιδιά του. Πρώτοι δάσκαλοι του Χρυσοστόμου
στην Τρίγλια ήσαν ο αρχιμανδρίτης και μετέπειτα μητροπολίτης Ιωαννίκιος για τα
εκκλησιαστικά, ο Γαζής για τα ελληνικά, ο Χριστόφορος Μουμουζής για τα
τουρκικά, ο Νικόλαος Χατζηχρυσάφης για τα γαλλικά και ο Παπα-Θεοδόσης για την
εκκλησιαστική μουσική.
Ο
Χρυσόστομος σπούδασε στη θεολογική Σχολή Χάλκης (1884 - 1891 μ.Χ.) και
υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος του μητροπολίτη Μυτιλήνης Κωνσταντίνου Βαλιάδη, ο
όποιος αναδείχθηκε Οικουμενικός Πατριάρχης ως Κωνσταντίνος Ε' (1897 μ.Χ.).
Χρημάτισε πρωτοσύγκελος της Μεγάλης Εκκλησίας και το 1902 μ.Χ. χειροτονήθηκε
από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ' μητροπολίτης Δράμας (1902 - 1910 μ.Χ.). Οι αγώνες
του εναντίον της βουλγαρικής προπαγάνδας και για την τόνωση του εθνικού φρονήματος
ενόχλησαν την Υψηλή Πύλη, η οποία αξίωσε από το Πατριαρχείο την άμεση ανάκληση
του (1907 μ.Χ.). Αποχωρίστηκε με πικρία το ποίμνιό του και αποσύρθηκε στην
Τριγλία με την ελπίδα της επιστροφής στην μητρόπολη Δράμας, η οποία κατέστη
δυνατή το 1908 μ.Χ. με την ψήφιση του νέου τουρκικού συντάγματος. Η ενθουσιώδης
υποδοχή που του επιφύλαξε ο λαός της Δράμας συνδέθηκε με την έξαρση του εθνικού
αγώνα, γι' αυτό και χαρακτηρίστηκε από την Υψηλή Πύλη επικίνδυνος για την
δημόσια τάξη. Ανακλήθηκε εκ νέου από την μητρόπολη Δράμας (20 Ιανουαρίου 1909
μ.Χ.) και αποσύρθηκε πάλι στην Τριγλία μέχρι την μετάθεση του στην μητρόπολη
Σμύρνης (11 Μαρτίου 1910 μ.Χ.).
Στην
Μητρόπολη Σμύρνης συνέχισε τους εθνικούς του αγώνες, οργάνωσε δε πάνδημο
συλλαλητήριο για να καταγγείλει τις βιαιότητες των Βουλγάρων στην Μακεδονία
εναντίον των Ελλήνων, την υποστήριξη των τουρκικών αρχών προς την βουλγαρική
προπαγάνδα και τις γενικότερες καταπιέσεις της Υψηλής Πύλης εναντίον του
Ελληνισμού του Οθωμανικού κράτους. Οι τουρκικές αρχές της περιοχής θορυβήθηκαν
και πέτυχαν την απομάκρυνση του από την μητρόπολη Σμύρνης (1914 μ.Χ.), στην
οποία επέστρεψε μετά την ανακωχή του Μούνδρου (1918 μ.Χ.). Κατά την περίοδο της
ελληνικής διοίκησης της Σμύρνης (1919 - 1922 μ.Χ.), λειτουργούσε ως
αναμφισβήτητος εθνάρχης του μικρασιάτικου Ελληνισμού και ως ο εμπνευσμένος
ηγέτης της «Μικρασιατικής Άμυνας» για την δημιουργία αυτόνομου κράτους σε
περίπτωση ήττας του ελληνικού στρατού. Η κατάρρευση όμως του μικρασιάτικου
μετώπου (Αύγουστος 1922 μ.Χ.) απογοήτευσε τον μεγαλόπνοο μητροπολίτη, ο όποιος
αποδοκίμασε τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων για την απομάκρυνση του ελληνικού
στοιχείου από την Μικρά Ασία. Η εισβολή των Τούρκων στην Σμύρνη υπήρξε η
δοκιμασία των εθνικών του οραμάτων. Αρνήθηκε να εγκαταλείψει τον λαό του, παρά
την πίεση των προξένων της Αγγλίας και της Γαλλίας. Στις 27 Αυγούστου 1922 μ.Χ.
συνελήφθη από τον Τούρκο φρούραρχο της πόλης Νουρεντίν πασά, μετά το τέλος της
θείας Λειτουργίας στο ναό της Αγίας Φωτεινής, και παραδόθηκε στον εξαγριωμένο
τουρκικό όχλο. Έπειτα από φρικτά βασανιστήρια βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Ο
εκφραστής των εθνικών πόθων κατέστη πλέον το σύμβολο των τραγικών πεπραγμένων
του Γένους. Το δίτομο έργο του Περί Εκκλησίας, τα άρθρα του στα περιοδικά
Εκκλησιαστική Αλήθεια και Ιερός Πολύκαρπος και η όλη κηρυκτική του δράση
αναδεικνύουν την υπέροχη πνευματική μορφή του εθνομάρτυρα Ιεράρχη.
Στο
μαρτύριο του μητροπολίτη παρευρέθηκαν και οι 20 Γάλλοι ναύτες, την αντίδραση
των οποίων περιέγραψε ο Γάλλος συγγραφέας Ρενέ Πουώ. Μία γαλλική περίπολος από
είκοσι άνδρες, τους οποίους συνόδευα μαζί μ’ έναν άλλο πολιτοφύλακα,
κατευθύνθηκε αμέσως στη Μητρόπολη, με σκοπό να πεισθεί ο μητροπολίτης να έλθει
και να παραμείνει στην εκκλησία της Sacre-Coeur ή στο Γαλλικό Προξενείο. Ο
μητροπολίτης Χρυσόστομος δεν δέχθηκε, λέγοντας ότι σαν καλός ποιμένας είχε
χρέος να μείνει κοντά στο ποίμνιό του. Όταν η περίπολος έβγαινε από τη
Μητρόπολη, ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν ένας Τούρκος αξιωματικός και δύο
στρατιώτες, με τις λόγχες πάνω στα όπλα, σταμάτησε μπροστά από το μητροπολιτικό
κτίριο. Ο αξιωματικός ανέβηκε επάνω και διέταξε τον μητροπολίτη να τον
ακολουθήσει στον Νουρεντίν πασά, τον στρατιωτικό διοικητή. Βλέποντας ότι
απάγεται ο μητροπολίτης, είπα στους άνδρες της περιπόλου να πάρουμε από πίσω το
αυτοκίνητο. Φθάσαμε μπροστά στον Μεγάλο Στρατώνα, όπου βρισκόταν ο στρατιωτικός
διοικητής, ο στρατηγός Νουρεντίν. Ο αξιωματικός που συνόδευε τον Χρυσόστομο,
τον οδήγησε μπροστά στον Νουρεντίν. Σε δέκα λεπτά, και ενώ ο Χρυσόστομος
κατέβαινε, βγήκε στο μπαλκόνι του κτιρίου ο Νουρεντίν πασάς, ο οποίος
απευθύνθηκε στους χίλους με χίλιους πεντακόσιους μουσουλμάνους, άνδρες και
γυναίκες, που βρίσκονταν στην πλατεία· τους είπε ότι τους παραδίδει, τον
μητροπολίτη, προσθέτοντας χαρακτηριστικά τις φράσεις: «Αν σας έκανε καλό, να
του το ανταποδώσετε· αν σας έκανε κακό, να του κάνετε και εσείς κακό!»
Ο όχλος άρπαξε χωρίς χρονοτριβή τον μητροπολίτη και τον οδήγησε
πιο πέρα, μπροστά στο κομμωτήριο του Ismail, ενός Ιταλού προστατευόμενου· εκεί
σταμάτησαν και τον έντυσαν με μία άσπρη μπλούζα που πήραν από τον κομμωτή·
άρχισαν αμέσως να τον χτυπούν λυσσασμένα με γροθιές και με ξύλα, και να τον
φτύνουν στο πρόσωπο· του τρύπησαν με μαχαιριές το σώμα· του ξερίζωσαν τη
γενειάδα· του έβγαλαν τα μάτια· του έκοψαν τη μύτη και τα αυτιά.» Πρέπει να
σημειώσουμε, ότι η γαλλική περίπολος παρακολουθούσε τα γεγονότα μέχρι τη σκηνή
που περιγράψαμε. Οι άνδρες που την αποτελούσαν (επρόκειτο για ναύτες), είχαν
βγει έξω απ’ τα ρούχα τους, έτρεμαν χωρίς υπερβολή από την αγανάκτηση και
ήθελαν να επέμβουν. Ο επικεφαλής, όμως, αξιωματικός, με το περίστροφο στο χέρι
ακολουθούσε τις διαταγές που τους είχαν δοθεί και τους εμπόδισε να κάνουν
οποιαδήποτε κίνηση. Στη συνέχεια, δεν είδαμε πια το
μητροπολίτη, που τον αποτελείωσαν σε μικρή απόσταση πιο πέρα» (Rene Puaux,
«Ο θάνατος της Σμύρνης», Αθήνα 1992, σσ. 57-58)» (Από το ιστολόγιο: «Ορθόδοξος συναξαριστής).
Ο άγιος Χρυσόστομος αποτελεί σύμβολο αγάπης προς τον Θεό
και χρέους προς την πατρίδα, δεδομένου μάλιστα ότι εκπροσωπεί όλους τους
πεσόντες και αναιρεθέντες ποικιλοτρόπως κατά τη Μικρασιατική καταστροφή, κάτι
που αποδεικνύεται περίτρανα από την ιδιαίτερη αγάπη που τρέφουν προς αυτόν όλοι
οι Μικρασιάτες, έκφραση της οποίας αποτελούν τα διαρκώς πυκνούμενα
γι’ αυτόν βιβλία που εκδίδονται, τα ποιήματα που γράφονται, τα αφιερώματα
που γίνονται κάθε χρόνο στη μνήμη του, οι προτομές που φιλοτεχνούνται σε
περιοχές που υπάρχουν και ζουν Μικρασιάτες, οι ναοί που κτίζονται στη μνήμη
του.
Κι είναι ευκαιρία, με το αφιέρωμα τούτο, να τονίσουμε για
μία ακόμη φορά την αγιότητα του μαρτυρικού ιεράρχη, γιατί αποδεικνυόμενη αυτή
ιδίως από τις τελευταίες στιγμές της ζωής του γίνεται φάρος και οδοδείκτης για
όλους μας, κληρικούς και λαϊκούς. Είναι όντως συγκλονιστικές οι περιγραφές του
τέλους του κι είναι σαν να διαβάζουμε και πάλι από το βιβλίο των Πράξεων των
Αποστόλων τις τελευταίες στιγμές του πρωτομάρτυρα και αρχιδιακόνου Στεφάνου.
Τις περιγραφές αυτές κάνει όχι ένας απλός άνθρωπος, του οποίου ίσως μπορούμε να
αμφισβητήσουμε την ακρίβεια των λόγων του, ούτε κι ένας ραψωδός που μεγεθύνει
τα γεγονότα στην εξιστόρησή τους, αλλά ένας επιστήμονας, αυτόπτης
συγκλονιστικού γεγονότος, ο μακαριστός ακαδημαϊκός καθηγητής Γεώργιος Μυλωνάς,
και μάλιστα σε ομιλία του επίσημη, στις 14 Δεκεμβρίου 1982, στην Ακαδημία
Αθηνών. Παραθέτουμε αυτούσια τα λόγια της ομιλίας αυτής.
«Θα
μου επιτρέψετε, λέει λοιπόν ο ακαδημαϊκός, να τελειώσω την ομιλία μου με μία προσωπική μαρτυρία, που για πρώτη
φορά εξομολογούμαι. Κατά τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1922 μία ομάδα
φοιτητών του International college της Σμύρνης και εγώ βρεθήκαμε φυλακισμένοι
σε απαίσιο υπόγειο, σ’ ένα από τα μπουντρούμια του Διοικητηρίου της
Σμύρνης. Σ’ αυτό ήταν ασφυκτικά στριμωγμένοι Έλληνες Χριστιανοί
αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προωρισμένοι για θάνατο. Τις βραδυνές ώρες φύλακες
μ’ επικεφαλής Τουρκοκρήτα παρελάμβαναν θύματα που ετυφεκίζοντο. Στις 5 το
απόγευμα της τελευταίας ημέρας του θλιβερού Σεπτεμβρίου, ο Τουρκοκρής εκείνος
με διέταξε να τον ακολουθήσω στην αυλή. «Είσαι δάσκαλος;» με ρωτά. «Αυτή την
τιμή είχα», του απαντώ. «Και οι άλλοι που ήσαν μαζί σου είναι φοιτητές;» «Ναι»,
του λέγω. «Γρήγορα μάζεψέ τους και φέρε τους εδώ». «Ελάτε μαζί μου έξω», λέγω
στους συντρόφους μου. «Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα μας. Εμπρός με θάρρος». Ποια
ήταν η έκπληξή μας, όταν ακούσαμε τον Τουρκοκρητικό να λέει: «Δεν θα σας
σκοτώσω, θα σας σώσω. Απόψε θα θανατωθούν όλοι όσοι είναι στο μπουντρούμι,
γιατί έφεραν και άλλους που δεν έχουμε χώρο να τους στοιβάξουμε. Θα σας σώσω
σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό να με βοηθήσει να λησμονήσω μία τρομερή σκηνή που
αντίκρυσαν τα μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος». Και συνέχισε:
«Παρακολούθησα το χάλασμα του Δεσπότη σας. Ήμουν μ’ εκείνους που τον
τύφλωσαν, που του ‘ βγαζαν τα μάτια και αιμόφυρτο, τον έσυραν από τα γένεια και
τα μαλλιά στα σοκάκια του Τουρκομαχαλλά, τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον
πετσόκοβαν. Βαθειά εντύπωση μου έκανε και αξέχαστος παραμένει η στάση του. Στα
μαρτύρια που τον υπέβαλαν δεν απήντα με φωνές, με παρακλήσεις, με κατάρες.
Το
πρόσωπό του το κατάχλωμο, το σκεπασμένο με αίμα των ματιών του, το πρόσωπό του
είχε στραμμένο προς τον ουρανό και διαρκώς κάτι ψιθύριζε, που δεν ηκούετο πέρα
από την περιοχή του. Ξέρεις εσύ, δάσκαλε, τι έλεγε;» «Ναι, ξέρω», του απάντησα.
« Έλεγε, «Πάτερ Άγιε, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». «Δεν σε
καταλαβαίνω, δάσκαλε, μα δεν πειράζει. Από καιρού σε καιρό, όταν μπορούσε ύψωνε
κάπως το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του. Κάποιος πατριώτης μου
αναγνωρίζει τη χειρονομία της ευλογίας, μανιάζει, μανιάζει και με το τρομερό
μαχαίρι του κόβει και τα δύο χέρια του Δεσπότη. Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη
γη με στεναγμό που φαινόταν ότι ήταν μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου.
Τόσο τον λυπήθηκα τότε, που με δύο σφαίρες στο κεφάλι τον αποτελείωσα. Αυτή
είναι η ιστορία μου. Τώρα που σας την είπα, ελπίζω πως θα ησυχάσω. Γι’
αυτό σας χάρισα τη ζωή». «Και πού τον έθαψαν;» ρώτησα με αγωνία. «Κανείς δεν
ξέρει πού έρριξαν το κομματιασμένο του κορμί».
Αυτή είναι η μαρτυρία ενός αυτόπτη μάρτυρα, που φανερώνει,
όπως είπαμε, το μέγεθος της αγιότητας του μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου, αφού
στην ορθόδοξη πίστη μας εκείνο που αποτελεί αποδεικτικό μεγάλης αγιότητας είναι
η αγάπη που απλώνεται και προς τον εχθρό. Και τίποτε να μη ξέραμε για τον άγιο
Χρυσόστομο, και μύρια όσα να του έχουν καταλογιστεί, το τέλος του είναι εκείνο που
φανερώνει την εσωτερική, της καρδιάς του, ποιότητα. Κι ο άγιος Χρυσόστομος σαν
τον Χριστό, σαν τον άγιο Στέφανο, σαν τους αποστόλους και όλους τους αγίους
μάρτυρες ευλογεί τους διώκτες του και προσεύχεται γι’ αυτούς. Μόνον
όποιος διακατέχεται πλούσια από αυτό το πνεύμα του Χριστού ξέρουμε ότι ανήκει
σ’ Εκείνον και προεκτείνει την αγιότητα Εκείνου.
Δεν θέλουμε να μακρηγορήσουμε. Τα πράγματα μιλούν από μόνα
τους. Ας επιτραπεί όμως ως κατακλείδα στη μικρή αυτή αναφορά να μεταφέρουμε ένα
απόσπασμα από ένα ποίημα που έχει γραφεί ακριβώς για τον άγιο.
Στον
άγιο Χρυσόστομο Σμύρνης
Ό,τι
θεριά 'νθρωπόμορφα δεν βλέπαν και δεν νιώθαν,
το 'δαν τα δέντρα, τα πουλιά, ο ήλιος και το χώμα·
τ’
άγιο κορμί που κείτουνταν ακρωτηριασμένο
με
πύρινη όμως την ψυχή και με αγάπης χρώμα!
Τα
χείλη του ψιθύριζαν βαμμένα μες στο αίμα
- την ώρα που του ρολογιού οι
δείκτες σταματούσαν -
κείνο
που πήρε ο άνεμος, με δέος και με φόβο,
για
να το φέρει όπου γης, και δάκρυα ξεσπούσαν.
«Πατέρα,
τη συχώρηση δώσ’ τους, μη τους γδικιέσαι,
γιατί
δεν ξέρουνε κι αυτοί, σαν τότε οι εχθροί Σου»,
λέγαν
τα χείλη τ’ άγια, του Χρυσοστόμου Σμύρνης,
λίγο
πριν φύγει του η ψυχή, σώμα ψυχή χωρίσουν.
Εσείστηκαν
οι ουρανοί απ’ τη βαθειά αγάπη
κι
ευθύς εφάνη ο Χριστός, που 'σκυψε κει σιμά του.
«Δούλε,
καλέ και αγαθέ, μην τον φοβάσαι διόλου,
όποιον
σου παίρνει τη ζωή, μικρό τ’ ανάστημά του»!
Κι
έφυγε ο Χρυσόστομος, ο της θυσίας άγιος,
μα
άφησε το σώμα του τη γη μας να λιπαίνει.
Από
ψηλά τώρα θωρεί κι από την προτομή του
θυμίζοντας το χρέος μας – φωνή που δεν σωπαίνει!