Α. «Περί του αγίου Λεωνίδη δεν υπάρχουν αρκετά
στοιχεία. Οι περισσότεροι ιστορικοί ταυτίζουν τον άγιο με τον μάρτυρα Λεωνίδα
που εορτάζει την 16η Απριλίου. Και για όσους διαφοροποιούν τους δύο
αγίους, ο μεν άγιος Λεωνίδης επίσκοπος Αθηνών υπήρξε ο 6ος επίσκοπος
Αθηνών που τελείωσε τον βίο του ειρηνικά, ο δε ταυτιζόμενος με τον μάρτυρα
Λεωνίδη καταγόταν από την Πελοπόννησο.
Είτε
ως επίσκοπος είτε ως λαϊκός πάντως βρέθηκε στην Επίδαυρο και συνελήφθη για την
πίστη του στον Χριστό μαζί με επτά γυναίκες και υπέστησαν όλοι πολλά βάσανα.
Αρχικά κρέμασαν τον άγιο και ξέσκισαν τις σάρκες του. Μετά τον έριξαν στη
θάλασσα μαζί με τις άγιες επτά γυναίκες, αφού έδεσαν στα πόδια τους πέτρες.
Έτσι
βρήκαν μαρτυρικό θάνατο και έλαβαν το στέφος της αθλήσεως. Τα άγια λείψανά τους
βρέθηκαν κατά θαυμαστό τρόπο το 1916. Πάντως είτε πρόκειται περί ενός αγίου
Λεωνίδη ή για δύο διαφορετικούς, έζησαν και οι δύο περί τα μέσα του 3ου
αιώνα επί Δεκίου.
Στην Αθήνα υπάρχει πρωτοχριστιανικός ναός (κρύπτη) στο όνομα του αγίου Λεωνίδη πίσω από του στύλους του Ολυμπίου Διός».
Β. Αν οι ιστορικοί
προβληματίζονται περί της υπάρξεως ενός ή δύο αγίων με το όνομα Λεωνίδης, ο
εκκλησιαστικός ποιητής το θεωρεί λυμένο: πρόκειται περί ενός Λεωνίδη, ο οποίος
υπήρξε άγιος επίσκοπος των Αθηνών και πρόσφερε μαρτυρικά τον εαυτό του θυσία
στον Κύριο. Σχεδόν σε κάθε τροπάριο της ακολουθίας του αναφέρεται στη διπλή
διάσταση της αγιωσύνης του: και αυτή του Ποιμένα και αυτή του μάρτυρα. Εντελώς
δειγματοληπτικά: «Με ποια πνευματικά άσματα να δοξολογήσουμε τον Ιεράρχη; Τον
πιο ένδοξο από τους ιερείς και αήττητο από τους μάρτυρες, αυτόν που έλαμψε στον
κόσμο διπλά. Διότι για χάρη του Χριστού ιερούργησε σαν άγγελος και αγωνίστηκε
στέρεα με μαρτυρικούς αγώνες» («Ποίοις,
πνευματικοῖς ᾄσμασιν, εὐφημήσωμεν τὸν Ἱεράρχην; Τὸν ἐν ἱερεῦσι περίδοξον, καὶ ἐν
Ἀθλοφόροις ἀήττητον, τὸν κατ’ ἄμφω λάμψαντα τῷ κόσμῳ, Χριστῷ γάρ, οἷάπερ ἄγγελος
ἱέρευσε, καὶ ἄθλοις, μαρτυρικοῖς στεῤῥῶς ἠγώνισται») (στιχ. εσπ.). «Ολοκλήρωσες τον δρόμο σου της πίστεως, άγιε,
γι’ αυτό και δέχτηκες διπλό στεφάνι από
τον παντοκράτορα Κύριο, ως Ιεράρχης και ένδοξος Μάρτυς» («Στέφανον διπλοῦν, τελέσας τὸν δρόμον σου ἐδέξω Ἅγιε, παρὰ τοῦ
παντάνακτος, ὡς Ἱεράρχης καὶ Μάρτυς ἔνδοξος») (ωδή θ΄).
Έτσι το μαρτύριο του
αγίου Λεωνίδη υπήρξε φυσική συνέπεια του αγισμένου αποστολικού βίου του. Διότι
ο άγιος έζησε σαν τους αγίους μαθητές του Κυρίου, λάμποντας με τις αρετές
εκείνων ως πιστός ακόλουθος του Χριστού. Και το μαρτύριό του υπήρξε εντελώς
χαρισματικό για τον πρόσθετο λόγο ότι σταυρώθηκε σαν τον Κύριο. Ο άγιος
υμνογράφος μάς καθοδηγεί και για τη ζωή του και για το μαρτύριό του: «Γέμισε
από αποστολικές δωρεές με τον ευαγγελικό τρόπο ζωής του και κήρυξε δυνατά σε
όλους το μυστήριο της πίστεως, με τον λόγο του, με τη συμπεριφορά του, και τη
φανέρωση των ουρανίων πραγμάτων. Και ως ποιμένας αληθινός, μιμούμενος τον
Χριστό, θυσίασε τη ζωή του για χάρη του δικού του ποιμνίου» («Εὐαγγελικῇ γὰρ πολιτείᾳ, ἀποστολικῶν ἐπλήσθη
δωρεῶν, καὶ τῆς εὐσεβείας τὸ μυστήριον, ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, καὶ τῇ ἐκφάνσει
τῶν κρειττόνων, τοῖς πᾶσιν ἐτράνωσε. Καὶ ὡς ποιμὴν ἀληθινός, ὑπὲρ τῶν οἰκείων
προβάτων, τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τέθεικε, τὸν Χριστὸν μιμούμενος») (λιτή). «Ιερούργησες
το Ευαγγέλιο του Χριστού, έχοντας τον ένθεο ζήλο των αποστόλων» («τὸ Εὐαγγέλιον, τοῦ Χριστοῦ ἱερούργησας, τῶν Ἀποστόλων
φέρων, τὸν ζῆλον τὸν ἔνθεον») (κάθισμα όρθρου).
Ο άγιος είχε την
ευλογία να μαρτυρήσει, αλλά σταυρικά όπως είπαμε, σαν τον Κύριο. Θυμάται κανείς
εδώ τον απόστολο Ανδρέα, ο οποίος και αυτός σταυρώθηκε, αλλά ανάποδα. Ο άγιος
Λεωνίδης δεν είχε τέτοια επιλογή. Ο τύραννος ηγεμόνας θέλησε να έχει ο μάρτυρας
τον θάνατο του Αρχηγού του, χωρίς να καταλαβαίνει βεβαίως ότι αυτό συνιστά τη
μεγαλύτερη ευλογία για έναν αληθινά πιστό. Οι περιγραφές του ποιητή είναι
συγκλονιστικές.
«Υψώθηκες στον σταυρό
όπως ο Δεσπότης Κύριος, και δείχθηκες κοινωνός των ζωοποιών Του παθών» («Σταυρῷ ὑψωθεὶς ὡς ὁ Δεσπότης, παθῶν κοινωνὸς
ζωοποιῶν, ἐδείχθης ἱερώτατε») (ωδή γ΄).
Βλέποντας δε ο τύραννος
την καρτερία και το θάρρος του αγίου
εξοργιζόταν και πρόσθετε οργή πάνω στην οργή του, πιστεύοντας ότι με την αύξηση
των βασανιστηρίων θα έκαμπτε το ανδρείο φρόνημά του. Αλλά δεν μπορούσε βεβαίως
ο δείλαιος να δει αυτό που βλέπει και νιώθει ένας μάρτυρας, τη χάρη του Θεού
που τον ενισχύει με τρόπο υπερφυή. Ας
παρακολουθήσουμε τον άγιο υμνογράφο:
«Καθώς σε είδαν, όσιε,
οι δήμιοι που κομμάτιαζαν τις σάρκες σου να υποφέρεις με ανδρεία τις οδύνες και
να επιθυμείς να πάθεις περισσότερα για χάρη της αγάπης του Χριστού,
καταξέσχισαν όλο το πολύαθλο σώμα σου» («Ὡς
εἶδόν σε Ὅσιε, οἱ ξέοντες τὰς σάρκας σου, φέροντα ἀνδρείως τὰς ὀδύνας, καὶ ἐφιέμενον
παθεῖν πλείονα, ὑπὲρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ἅπαν διεσπάραξαν, τὸ πολύαθλον σῶμά
σου») (ωδή ε΄). «Καθώς υψώθηκες στο ξύλο, Λεωνίδα σοφέ, και κομματιαζόσουνα
με τους κατασπαραγμούς του σώματός σου, έγινες σύμμορφος με τα Πάθη του Δεσπότη
Χριστού. Γι’ αυτό αναδείχτηκες μέτοχος
της λαμπρότητάς Του και της δόξας Του» (ωδή ζ΄) («Παθῶν σύμμορφος τῶν τοῦ Δεσπότου γέγονας ξύλῳ αἰρόμενος, ὦ Λεωνίδα
σοφέ, καὶ διορυττόμενος, ξεσμοῖς τὸ σῶμά σου· ὅθεν μέτοχος, καὶ τῆς Αὐτοῦ
λαμπρότητος, ἀνεδείχθης καὶ τῆς δόξης»). «Σπάστε και ξεσχίστε τις σάρκες
του, κραύγαζε ο τύραννος στους δήμιους που σε κατασπάραζαν, μέχρι να τον
θανατώσετε και να τον εξαφανίσετε. Συ όμως, άγιε Πατέρα, ενώ δεχόσουνα τα
κτυπήματα, χαιρόσουνα, γιατί έβλεπες με τα ψυχικά σου μάτια τον Σωτήρα να σου
παρέχει δύναμη» («Ῥήξατε καὶ ξέετε τὰς
σάρκας, ἐβόα τοῖς σὲ σπαράττουσιν ὁ τύραννος, ἕως οὗ εἰς θάνατον, τοῦτον ἀφανίσητε,
σὺ δὲ καταικιζόμενος ἔχαιρες Ἅγιε, ὁρῶν τοῖς ψυχικοῖς ὀφθαλμοῖς σου, τὸν Σωτῆρα
Πάτερ, παρέχοντα ἰσχύν σοι») (ωδή η΄). Κι αλλού: «Πάτερ Λεωνίδα πάνσοφε, με
ατάραχη ψυχή και γενναίο φρόνημα, διάβηκες τον κάλλιστο αγώνα του μαρτυρίου,
και υπέφερες τα ανυπόφορα ξεσχίσματα του σώματος, σαν να έπασχε κάποιος άλλος»
(«Πάτερ, Λεωνίδα πάνσοφε, ἀκαταπλήκτῳ ψυχῇ,
καὶ γενναίῳ φρονήματι, μαρτυρίου ἤνυσας, τὸν ἀγῶνα τὸν κάλλιστον, καὶ ὥσπερ ἄλλου
πάσχοντος ἤνεγκας, τοὺς ἀνυποίστους, ξεσμοὺς τοῦ σώματος») (αίνοι).
Η ανάσα μας κόβεται με
το «ζωγράφισμα» που κάνει ο άγιος υμνογράφος. Αλλά και ευφραινόμαστε γιατί
μετέχουμε στην ένθεη θεώρησή του – το τι διαδραματίζεται στο βάθος, πίσω από τα
αισθητά γεγονότα. Αλλά το πάγωμά μας μαζί με την παράδοξη ζεστασιά μας
αυξάνουν, γιατί το μαρτύριο του αγίου είναι και μαρτύριο επτά αγίων γυναικών, μαθητριών και πιστών του Κυρίου,
αλείπτης, δηλαδή καθοδηγητής και εμψυχωτής των οποίων υπήρξε ο άγιος. «Αγωνίστηκε
με δύναμη στους μαρτυρικούς αγώνες (ο Λεωνίδης), μαζί με θεοφόρες γυναίκες, ως
σοφός αλείπτης και εκπαιδευτής τους στην πίστη και την ευσέβεια» («ἄθλοις, μαρτυρικοῖς στεῤῥῶς ἠγώνισται, σὺν
Γυναιξὶ θεοφόροις, ὡς σοφὸς ἀλείπτης, εὐσεβείας καὶ παιδευτής») (στιχ.
εσπ.). «Απέκτησαν ισχύ μαζί σου οι
πάνσεμνες γυναίκες, καθώς ενδυναμώμονταν από τη δύναμη του Παντοκράτορος Κυρίου
ώστε να αφανίσουν τον πολυμήχανο εχθρό. Διότι ως Ποιμένας πανάριστος, Πάτερ,
οδήγησες στον καλό Ποιμένα τα πρόβατά σου και βρήκες επάξια ανταμοιβή» («Ἴσχυσαν σὺν σοί, γυναῖκες αἱ πάνσεμναι ἐνδυναμούμεναι,
σθένει τοῦ παντάνακτος, ἐχθρὸν ὀλέσαι τὸν πολυμήχανον, ὡς γὰρ ποιμὴν
πανάριστος, Πάτερ τοὺς ἄρνας σου, τῷ Ποιμένι, τῷ καλῷ ὡδήγησας, καὶ ἐπάξιον εὗρες
ἀντάμειψιν») (ωδή θ΄).
Ο άγιος ποιητής βεβαίως
δεν παύει να τονίζει πέραν της δύναμης που κινούσε τους μάρτυρες: της θερμής αγάπης προς τον Χριστό («Έχοντας ως φωτιά
τον πόθο για την αγάπη του Χριστού οι σεμνές γυναίκες, αθλήθηκαν μαζί σου,
αξιοθαύμαστε Πατέρα»: ωδή δ΄, η΄κ.α.), και τη χάρη που απολάμβανε και
απολαμβάνει η ένδοξη Αθήνα από το γεγονός ότι ο άγιος Λεωνίδης υπήρξε επίσκοπός
της, όπως οι άγιοι Διονύσιος και Ιερόθεος («μετὰ
Διονυσίου γάρ, τοῦ θεοῤῥήμονος, Λεωνίδα, καὶ Ἱεροθέου τε, ποιμενάρχην σε θεῖον ἐκτήσατο»:
ωδή θ΄), αλλά και ότι εκεί, στην πόλη αυτή, υπάρχουν τα άγια ευωδιάζοντα
λείψανα και αυτού και των συναθληθεισών μαζί του. Κι είναι σημαντική η
επισήμανσή του ότι την πόλη την σκέπαζε ο άγιος, έστω κι αν δεν είχαν γνώση οι
κάτοικοι των Αθηνών για τον πολύτιμο θησαυρό που ήταν κρυμμένος στα σπλάχνα της,
αφού στους έσχατους χρόνους βρέθηκαν τα άγια λείψανα και του ίδιου και των
αγίων γυναικών. «Σαν πλούτο ακριβώς ουράνιο είχε τη σορό των λειψάνων σου από
παλιά, άγιε Λεωνίδα, η Μητρόπολη των Αθηνών η ξακουστή. Τώρα όμως (που
βρέθηκαν) σε μακαρίζει ως ποιμένα ένδοξο και θερμό βοηθό και πρεσβευτή και
μεσίτη προς τον Κύριο» («Ὥσπερ πλοῦτον οὐράνιον,
τὴν σορὸν τῶν λειψάνων σου, πάλαι εἶχεν Ἅγιε ἡ Μητρόπολις, τῶν Ἀθηνῶν ἡ ἐξάκουστος·
νῦν δὲ μακαρίζει σε, ὡς ποιμένα εὐκλεῆ, καὶ θερμὸν ἀντιλήπτορα, καὶ πρὸς
Κύριον, πρεσβευτὴν καὶ μεσίτην Λεωνίδα») (στιχ. εσπ.).
Τι απομένει λοιπόν να κάνουν οι πιστοί Αθηναίοι, αλλά και όλοι οι Έλληνες και απανταχού της γης οι Ορθόδοξοι μπροστά στον μεγάλο θησαυρό της πίστεως, τον αποστολικό άνδρα μέγα Λεωνίδα; Ο άγιος ποιητής με συντομία προτείνει: «Εμπρός λοιπόν ας γεμίσουμε από την οσμή της ζωής και ας εορτάσουμε πνευματικά και αληθινά» («Δεῦτε οὖν, ὀσμῆς ζωῆς ἐμφορηθῶμεν, καὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ ἑορτάσωμεν») (Δόξα εσπ.). Δεν υπάρχει άλλος τρόπος τιμής ενός αγίου και ενός μάρτυρα, από το να διανοίξουμε τις πνευματικές μας αισθήσεις, ακολουθώντας τον δρόμο του Κυρίου και δικό του δρόμο, δηλαδή να καθαρίσουμε την καρδιά μας από τις αμαρτίες, και έτσι να γιορτάσουμε με ό,τι ο Κύριος είπε στη Σαμαρείτισσα γυναίκα, την αγία μεγαλομάρτυρα και ισαπόστολο Φωτεινή: ο Θεός τιμάται και εορτάζεται μόνον «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ».