Στου κόσμου το διάσελο ξημέρωμα εβγήκε
να μάσει βότανα γλυκά ν’ ακούσει ο
Θεός του
φρύγανα καθώς γίνονταν στης προσευχής
τη θράκα.
Μάτωσε κι άσπρισε θαρρείς και τίποτε
δεν βρήκε
λιβάνι μοσχομύριστο ν’ αρέσει του Χριστού
του.
Το πνεύμα του σα να ’σπασε από την
αστοχιά του
κι είδε στο χώμα την καρδιά να γεύεται
την πίκρα
στάχτες μαζί και δάκρυα το στόμα να
γεμίζουν.
Κι ω, τότε, η ψυχή μύρισε πια τη χάρη
κι αγκάλιασε τη φλόγα Της σαν βάτος
καιομένη.