Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019

ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ: «Ἀρετή καί ὄχι ἀξιώματα»


«Ἡ ἀρετή καί ὂχι τά ἀξιώματα φέρουσιν τήν ἀνισότητα... Τό ἀξίωμα περιποιεῖ τιμήν τῷ ἒχοντι, ἀλλά οὐ διακρίνει τῶν ἀδελφῶν τοῦ Κυρίου αὐτόν. Μεταξύ τῶν ἀδελφῶν τοῦ Κυρίου διακρίνονται ἀσχέτως πρός τά ἀξιώματα οἱ μιμηταί τοῦ Χριστοῦ, διότι οὗτοι φέρουσι τό ἀρχέτυπον τῆς εἰκόνος καί τήν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος τήν ἐγκαλλωπίζουσαν καί ἐξυψοῦσαν αὐτούς εἰς περιωπήν δόξης καί τιμῆς» (Ἐπιστολή πρός Ἰωάσαφ μοναχόν).
Λόγια τοῦ ἁγίου, ἀτόφια εὐαγγελικά, καθαρά καί ξάστερα:
δέν δημιουργοῦν ἀνισότητα στούς ἀνθρώπους τά ἀξιώματα πού ἔχουν, πρωτίστως τά ἐκκλησιαστικά, ἀλλά κατ’ ἐπέκταση καί τά ὅποια ἄλλα κοσμικά – δέν εἶναι ἑπομένως τό ἔχειν τοῦ ἀνθρώπου τό καθοριστικό στοιχεῖο τῆς ποιότητάς του στόν κόσμο·
δέν εἶναι τό ἀξίωμα λόγος διάκρισης ἔναντι τῶν ἄλλων –   αὐτό ἀναφέρεται στά ἐξωτερικά καί συνεπῶς στά φθαρτά καί παρερχόμενα.
 Τό ἀξίωμα τιμᾶ αὐτόν πού τό ἔχει,  γιατί προφανῶς ἔχει ἀναλάβει μία συγκεκριμένη διακονία χάριν τοῦ συνανθρώπου, συνεπῶς ἄν δέν λειτουργήσει μέ αὐτόν τόν διακονικό τρόπο, δέν ἀξίζει καί προκαλεῖ ἀτιμία στόν ἔχοντα. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος  ὡς ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός ἀπεκάλυψε ὅτι «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι καί δοῦναι τήν ψυχήν Αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν» - χωρίς τή διακονική καί θυσιαστική διάσταση ὁ «ἀξιωματοῦχος» γίνεται Χριστομάχος καί Θεομάχος! Καί λέει τόν λόγο αὐτόν ἕνας ἄνθρωπος πού τιμήθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ τό μεγαλύτερο ἀπό τά διακονήματά της, τήν ἴδια τήν ἀρχιερωσύνη.
Τί προσδίδει τιμή στόν ἄνθρωπο, κατά τόν ἅγιο; Ἡ ἀρετή του, μέ τήν ἔννοια τῆς ἀγάπης του πρός τόν Χριστό πού τόν καθιστᾶ μιμητή Χριστοῦ, συνεπῶς ἔδαφος πού καλλιεργεῖται καί ἀναπτύσσεται ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὅπου ὑπάρχει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ καί μόνον ὑπάρχει ἀξία, δόξα καί τιμή, ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος ἔχει γίνει κυριολεκτικά κόσμημα Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Ὁ πλοῦτος τῆς χάρης αὐτῆς δημιουργεῖ τήν ὅποια ἀνισότητα στούς ἀνθρώπους, σάν τό καλό χωράφι τῆς παραβολῆς τοῦ σπορέως, πού ἀλλοῦ καρποφορεῖ τριάντα, ἀλλοῦ ἑξήκοντα, ἀλλοῦ ἑκατό.
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος «πλήρωσε» ἀκριβά τήν πιστότητά του στό Εὐαγγέλιο. Διότι προφανῶς κάποιοι στήν Ἐκκλησία, τότε τῆς ἐποχῆς του, (καί μόνον τότε;), τά ἀξιώματα τά ἔβλεπαν μέ τόν τρόπο τοῦ κόσμου, τοῦ πεσμένου στήν ἁμαρτία, καί ὄχι μέ τόν τρόπο τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων Πατέρων. Κι ἡ πιστότητά του αὐτή ἀπέδειξε περίτρανα τήν πράγματι χριστοποιημένη ὕπαρξή του: διώχτηκε καί ἀξιώθηκε τῆς ἱερότητας τοῦ μαρτυρίου – τῆς κατασυκοφάντησης, τοῦ ἐξευτελισμοῦ, τῆς ἐξορίας, τῆς πείνας, τῆς ἀπόλυτης κατ’ ἄνθρωπον μοναξιᾶς! Ἀλλά καί γι’ αὐτό ἀπέλαυε ἀπό τόν Κύριο τῆς ἀνάστασης καί τῆς δόξας Ἐκείνου! Ὁ Κύριος τόν κατέστησε στήν Ἐκκλησία ἕνα ἀπό τά ἀκριβά κοσμήματά της!