Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

Ο ΦΟΝΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ… ΕΓΙΝΕ



Προβληματίστηκε πολύ ο καβιδάριος Νικόλαος. Οἱ δουλειές του πήγαιναν πολύ καλά, γιατί πάντοτε ὑπῆρχαν ἐκεῖνοι, κυρίως μάλιστα οἱ γυναῖκες, πού ἐπιζητοῦσαν τούς πολύτιμους λίθους του μέ τά ἐξαίσια χαρακτικά του πάνω σ’ αὐτούς. Αὐτή ἀκριβῶς ἦταν ἡ δουλειά του: νά προμηθεύεται πολύτιμους λίθους καί νά χαράσσει διάφορα σχέδια. Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεός τοῦ εἶχε δώσει τό χάρισμα τῆς καλλιτεχνίας, ὁπότε ἔβαζε σέ ἐνέργεια τήν πλούσια φαντασία του καί δημιουργοῦσε τέτοια σχέδια πού ἦταν δύσκολο νά μήν ἑλκύσει τούς πελάτες του, προερχομένους βεβαίως ἀπό τήν ἀριστοκρατία καί τούς καλά κρατοῦντες κατά τό βαλάντιο! Διότι γιά νά ἀποκτήσει κανείς τά πολύτιμα αὐτά λιθάρια ἔπρεπε νά καταβάλει σεβαστά ποσά πού ἦταν τῶν ἀδυνάτων ἀδύνατο νά τά ἔχει ἕνας ἁπλός μεροκαματιάρης ἤ ἔστω καί μεσαίας τάξεως ἄνθρωπος. Κι ὅσο ἔβλεπε ὁ Νικόλαος τήν ἀνταπόκριση, τόσο καί περισσότερο αὔξανε τήν ἐργασία του, τόσο καί ἔψαχνε νά βρεῖ τό πρωτότυπο καί τό μοναδικό σχέδιο, πού θά κάνει τή ματαιοδοξία τῶν ἀριστοκρατῶν νά θελχθεῖ ὡς μαγνήτης καί νά θελήσει… τρέχοντας νά τό ἀποκτήσει.
Ἔκανε εἶναι ἀλήθεια μετά ἀπό ἀρκετῶν χρόνων δουλειᾶς μεγάλη περιουσία. Ἔπαυλη τό σπιτικό του, ἀρκετό τό ὑπηρετικό του προσωπικό, ἐκτεταμένα καί εὔφορα τά κτήματά του. Οἰκογένεια μόνο δέν μπόρεσε νά δημιουργήσει. Κι ἦταν αὐτό πού συχνά τόν κατέτρωγε μέσα του. «Τί νά τά κάνω τόσα λεφτά μόνος μου;» διερωτᾶτο σέ στιγμές νηφαλιότητας. «Μαγκούφης τελικά εἶμαι». Ὄχι ὅτι δέν ὑπῆρξαν οἱ προτάσεις ἤ δέν τοῦ παρουσιάστηκαν πολλές εὐκαιρίες. Πάντοτε ὅμως στό τέλος κάτι συνέβαινε καί δέν εὐοδωνόταν καμιά. Σταμάτησε στό τέλος νά τόν ἀπασχολεῖ τό θέμα. Πίστεψε ὅτι αὐτό εἶναι τό ριζικό του· κι ἀφοσιώθηκε ἀκόμη περισσότερο στή δουλειά του. Δέν ἦταν ἄσχετος μάλιστα πρός τήν πίστη καί τήν Ἐκκλησία ὁ Νικόλαος. Συχνά τόν ἔβλεπε κανείς νά μετέχει στίς ἀκολουθίες καί ἀρκετοί μάλιστα ἤξεραν ὅτι ἕνα μέρος σεβαστό τῶν χρημάτων του τό διέθετε γιά ἀγαθοεργίες καί ἐλεημοσύνες. «Ποτέ δέν πρόκειται νά σέ ἀφήσει ὁ Θεός ἐσένα, κύριε Νικόλα μου», τοῦ εἶχε πεῖ μάλιστα ἕνας ἀπό τούς ἱερεῖς πού ἤξερε στήν περιοχή του. «Κι αὐτό γιατί εἶσαι ἐλεήμων. Τούς ἐλεήμονες ἀνθρώπους ὁ Θεός πάντοτε τούς προστατεύει».
Ποιός ὅμως ὁ προβληματισμός τοῦ πλούσιου καβιδάριου Νικόλαου; Τοῦ ἦλθε κάποια στιγμή ἡ σκέψη ὅτι θά ἦταν καλό νά ἐπεκτείνει τίς ἐπιχειρήσεις του. Νά φύγει σέ ἄλλα μέρη τῆς Ἀνατολῆς μέ σκοπό νά ἐμπορευτεῖ κι ἐκεῖ τά ἔργα του. Ἔβλεπε μέ τά νοερά μάτια του τήν ἀνταπόκριση καί τοῦ ἐκεῖ κόσμου. Ἦταν σίγουρος γιά τήν ἐπιτυχία του. Μά, δέν μποροῦσε νά κρυφτεῖ βεβαίως καί ἀπό τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό. Βαθιά μέσα του, ἔστω κι ἄν δέν τόν παραδεχόταν, ἤξερε ὅτι αὐτό εἶναι ἕνα εἶδος τυχοδιωκτισμοῦ καί μιά μάταιη ἴσως προσπάθεια νά ξεπεράσει τήν ἀκηδία καί τή μελαγχολία πού ἔβλεπε πώς ἄρχισε νά τόν κυριεύει. Δέν ἔκανε ὅμως πίσω. Καί ἡ πρώτη ἰδέα ἔγινε ἰδιαίτερος προβληματισμός, ἔγινε ἐμμονή, αἰχμαλωτίστηκε ἀπό αὐτήν καί τ’ ἀποφάσισε.
Ἀνακοίνωσε τήν ἀπόφασή του στούς ὑπηρέτες του καί στόν κύκλο τῶν πελατῶν του. Ὁρισμένοι ἀντέδρασαν, μά ὅλοι κατάλαβαν ὅτι ἦταν τόσο ἀποφασισμένος πού κανείς δέν θά μποροῦσε νά τόν μεταπείσει. Ἀσφάλισε τήν περιουσία του στόν τόπο του, ἄφησε ἐπιστάτες ἔμπιστους νά τήν διαφεντεύουν. Κι ἡ μέρα τῆς ἀναχώρησης ἔφτασε. Εἶχαν σχηματιστεῖ ἀρκετά σακούλια μέ ὅλη τήν κινητή περιουσία του: οἱ πολύτιμοι λίθοι του, τά πετράδια καί τά μαργαριτάρια του, τά σχέδιά του γέμιζαν ἀσφυκτικά τόν χῶρο τῶν σακουλιῶν. Μέ προσοχή μεταφέρθηκαν ἀπό τούς ὑπηρέτες του, ἀρκετοί τῶν ὁποίων θά τόν ἀκολουθοῦσαν στό ταξίδι του αὐτό. Τό πλοίο σαλπάρισε, ἔχοντας τόν θησαυρό στήν «κοιλιά» του καί μεταφέροντας ἐλπίδες γιά νέους κόσμους, ἀλλά καί κάποιες πολύ… σκοτεινές σκέψεις ἀπό ὁρισμένους ναῦτες. Ὁ καβιδάριος Νικόλαος δέν χρειαζόταν νά κρύψει, δέν μποροῦσε ἄλλωστε, τόν σκοπό τοῦ ταξιδιοῦ. Ἦταν ἀρκετά ἐπώνυμος, ὅλοι ἔβλεπαν τά σακούλια, τούς ὑπηρέτες, τήν κινητικότητα στήν ἀναχώρηση τοῦ πλοίου.
Ὁ Νικόλας ρέμβαζε χαμογελώντας καθισμένος σέ μία ἀναπαυτική πολυθρόνα στό κατάστρωμα. Ἔπλεκε τά ὄνειρά του γιά τόν ξένο τόπο πού θά πήγαινε – εἶχε ἔλθει ἤδη σ’ ἐπαφή μέ κάποιους ἔμπορους πετραδιῶν, οἱ ὁποῖοι τόν εἶχαν βεβαιώσει γιά τήν ἕτοιμη… πελατεία. «Σέ περιμένουν πῶς καί πῶς», τοῦ εἶπαν. Στήν καμπίνα του συνέχιζε νά δημιουργεῖ: νέα σχέδια σχημάτιζαν μικρές ντάνες πάνω στό γραφεῖο, ἕτοιμα νά χαραχτοῦν στούς λίθους. Κι εἶχε σκεφτεῖ μάλιστα νά ἐπεκταθεῖ καί στίς «φτωχότερες» τάξεις. Δέν ὑπῆρχαν μόνον οἱ πολύτιμοι λίθοι γιά τούς ἀρκετά πλούσιους· ὑπῆρχαν καί οἱ ἡμιπολύτιμοι, ὅπως καί οἱ ἁπλές πέτρες, πού θά ἔπαιρναν τήν ἀξία τους ὅμως ἀπό τά δικά του χαρακτικά. Ὑπῆρχε ὅμως καί ἕνας ἀκόμη λόγος πού ἔνιωθε χαρά: ἀνάμεσα στούς ναῦτες τοῦ πλοίου ἦταν κι ἕνας, ὁ Πέτρος, πού ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού τόν γνώρισε, τόν συμπάθησε πάρα πολύ. «Ἔνα τέτοιο παιδί θά ἤθελα σάν γιό μου», σκέφτηκε. Καλοδιάθετο παλληκάρι, σεμνό καί λιγομίλητο, μέ μία ταπείνωση πού σέ κέρδιζε ἀμέσως, ἕτοιμο νά ἱκανοποιήσει κάθε ἐπιθυμία του. Αὐτόν μάλιστα ὁ καπετάνιος ἔστειλε στόν πλούσιο ταξιδιώτη, σάν μία κίνηση ἁβρότητας ἀπέναντί του. «Ὅσο μπορεῖς, Πέτρο, νά εἶσαι κοντά του καί νά τόν ὑπηρετεῖς».  
«Πῶς καί βρέθηκες ἐδῶ, Πέτρο;» τόν ρώτησε κάποια στιγμή ὁ καβιδάριος. Ἔμαθε τήν ἱστορία του καί συγκινήθηκε ἀκόμη περισσότερο: φτωχόπαιδο, πού ἔμεινε ὀρφανό ἀπό πατέρα καί ἔπρεπε νά βοηθήσει τή χήρα μάνα του καί τά μικρότερα ἀδέλφια του. Τόν ἀντιμετώπισε πράγματι σάν γιό του. Τόν καλοῦσε, ὅποτε δέν εἶχε κάποια ἄλλη ὑπηρεσία, τόν ἔβαζε στό τραπέζι του καί γεύονταν τά ἴδια φαγητά. Δέν αἰσθανόταν καλά στήν ἀρχή ὁ νεαρός Πέτρος, ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη ἔβλεπε στό πρόσωπο τοῦ κύριου Νικόλα, τόν πατέρα πού ἔχασε. Γι’ αὐτό καί τελικά ξεπέρασε τόν ἀρχικό δισταγμό καί πρόστρεχε μέ χαρά κάθε φορά κοντά του.
«Πέτρο, τί ἔχεις, παιδί μου, σήμερα καί εἶσαι τόσο βαρύθυμος;» εἶπε κάποια στιγμή ὁ Νικόλας, ὅταν πιά τό πλοῖο εἶχε καλύψει τό μισό περίπου τοῦ ταξιδιοῦ καί ἔπλεε μεσοπέλαγα. Εἶδε τόν ἀγαπημένο μικρό φίλο του νά μπαίνει στήν καμπίνα του τόσο στενοχωρημένο, ἕτοιμο νά κλάψει. «Τίποτε, τίποτε, κύριε Νικόλα», εἶπε ὁ νεαρός κι ἔσκυψε τάχα νά σηκώσει κάτι ἀπό κάτω γιά νά μή φανοῦν τά ὑγραμένα μάτια του. «Μά, ἐσύ σχεδόν κλαῖς, παιδί μου. Τί συνέβη; Σέ μάλωσε μήπως ὁ καπετάνιος ἤ μήπως – καί πῆγε νά ἀγριέψει – κάποιος ἀπό τούς ὑπηρέτες μου σοῦ μίλησε καί σοῦ φέρθηκε ἄσχημα; Γιατί τούς ἔχω ἐξηγήσει ὅτι γιά μένα εἶσαι σάν γιός μου κι ἔτσι πρέπει νά σέ ἀντιμετωπίζουν». «Ὄχι, ὄχι, κύριε Νικόλα», ἔσπευσε νά ἀπαντήσει ὁ Πέτρος. «Κάτι ἄλλο συμβαίνει, ἀλλά… μοῦ εἶναι δύσκολο νά σᾶς τό πῶ». Τόν πίεσε ὁ Νικόλαος. «Εἰλικρινά, παιδί μου, πές μου τί ἔχεις; Ξέρεις τήν ἀγάπη πού τρέφω ἀπέναντί σου. Εἶσαι σάν παιδί μου, δέν μπορῶ νά σέ βλέπω τόσο κατηφή».
Ὁ Πέτρος ἄφησε ἕνα μικρό διάστημα νά περάσει χωρίς νά πεῖ τίποτε. Φαινόταν ὅτι πάλευε μέσα του, ἀλλά τελικά τό ξεστόμισε μέσα σέ κλάματα. «Πρόκειται γιά ἐσᾶς, κύριε Νικόλα». Ὁ Νικόλαος ἔμεινε ἐμβρόντητος. «Γιά ἐμένα; Ἐγώ εἶμαι ὁ φταίχτης; Πές μου, σέ παρακαλῶ, ἄν σοῦ εἶπα ἤ ἔκανα κάτι πού σέ πρόσβαλα νά τό ἐπανορθώσω. Ζητῶ συγγνώμη ἐκ τῶν προτέρων, ἔστω κι ἄν δέν πάει σέ κάτι ὁ νοῦς μου» - σηκώθηκε κι ἀγκάλιασε τόν Πέτρο. «Ὄχι, καί πάλι ὄχι, κύριε Νικόλα. Πρός Θεοῦ, ὁ Θεός νά μέ κάψει, ἄν πῶ κάτι γιά σᾶς. Μόνο εὐγνωμοσύνη τρέφω ἀπέναντί σας γιά τή μεγάλη ἀγάπη πού μοῦ δείχνετε. Ὅπως σᾶς ἔχω ξαναπεῖ, σᾶς βλέπω σάν πατέρα μου καί ἡ συμπεριφορά σας εἶναι πράγματι ἀπέναντί μου πατρική».
«Τότε, λοιπόν, τί;» ὁ καβιδάριος δέν καταλάβαινε. «Ἤμουνα χτές βράδυ ἔξω στό κατάστρωμα», εἶπε ἀργά τό παλληκάρι, σκουπίζοντας μέ τήν ἀνάστροφη τοῦ χεριοῦ του τά μάτια του, «ὅταν ἄκουσα κάποιους ἀπό τούς ναῦτες τοῦ πλοίου νά συζητᾶνε κάτι σιγανά, ἀναφέροντας τό ὄνομά σας. Ἐκεῖ πού ἤμουνα δέν φαινόμουν, κι ὅταν ἄκουσα τό ὄνομά σας, τέντωσα τά αὐτιά μου νά ἀκούσω τί λένε. Καί τότε ἄκουσα καί… ἔφριξα!» «Τί, παιδί μου;» σηκώθηκε ὄρθιος ὁ Νικόλαος. «Τί ἄκουσες πού σέ ἔκανε νά στενοχωρηθεῖς τόσο;» «Κανόνιζαν σχέδιο νά σᾶς… σκοτώσουν, γιά νά πάρουν τά πετράδια καί τούς πολύτιμους λίθους πού εἶχαν ἀκούσει καί εἶχαν δεῖ νά μεταφέρετε μέ τούς ὑπηρέτες σας. Τό σχέδιό τους ἦταν ἁπλό: ὅταν θά ἤσασταν μόνος – κάτι πού τό συνηθίζετε πού βγαίνετε στό κατάστρωμα γιά νά ἀτενίζετε τή θάλασσα – θά προκαλοῦσαν ἕνα ἐπεισόδιο σάν ἀντιπερισπασμό σ’ ἕνα ἄλλο μέρος τοῦ πλοίου, ὁπότε στραμμένοι ὅλοι πρός τά ἐκεῖ, θά εὕρισκαν τήν εὐκαιρία τρεῖς ἀπό αὐτούς νά σᾶς ρίξουν στή θάλασσα!» Τό νεαρό παλληκάρι δέν ἄντεξε καί ξέσπασε καί πάλι σέ κλάματα.
Ὁ Νικόλαος δέν μίλησε. Στοχάστηκε ἐπ’ ἀρκετόν τήν ὅλη κατάσταση καί στό τέλος σάν νά ἔλαμψαν τά μάτια του καί εἶπε ἀποφασιστικά στόν καταβεβλημένο Πέτρο. «Μήν ἀνησυχεῖς, παιδί μου. Ξέρω τί θά κάνω γιά νά γλιτώσω ἀπό τή φονική διάθεσή τους. Ἦταν πράγματι παρακινδυνευμένο νά ταξιδέψω μέ τόση περιουσία μαζί μου. Φταίω κι ἐγώ, γιατί προκάλεσα τή φιλάργυρη διάθεση τῶν ναυτῶν. Βρῆκα ὅμως τή λύση πού θά τή μάθεις κι ἐσύ σέ λίγη ὥρα. Μόνο, θά σέ παρακαλέσω, μήν ἀναφέρεις τίποτε σέ κανέναν. Οὔτε στόν καπετάνιο οὔτε καί σέ κανέναν ἄλλον». Ἔνευσε θετικά ὁ Πέτρος, σκούπισε τά μάτια του καί ἔφυγε ἀπορημένος γιά τό σχέδιο τοῦ πλούσιου φίλου του.
 
Στήν καμπίνα του ὁ καβιδάριος ἐξηγοῦσε στούς κατάπληκτους ὑπηρέτες του τό σχέδιό του. Τούς εἶπε πῶς ἔχουν τά πράγματα, τούς ἀνέφερε τό σχέδιο κάποιων ναυτῶν νά τόν ρίξουν στή θάλασσα καί πῶς τό ἔμαθε, τούς παρακάλεσε νά εἶναι ὑπάκουοι χωρίς δισταγμό σ’ αὐτό πού εἶχε ἀποφασίσει. «Ἴσως, ἄν δέν κάνουμε αὐτό πού θά σᾶς πῶ, κινδυνέψετε κι ἐσεῖς», τούς εἶπε. «Τό χρῆμα εἶναι τό ὅπλο τοῦ Πονηροῦ διαβόλου γιά πολλούς ἀνθρώπους· κι ἄν δέν διστάσουν οἱ συγκεκριμένοι ἀπέναντί μου, τί θά τούς ἐμποδίσει νά ξεκάνουν κι ἐσᾶς, τούς δικούς μου ἀνθρώπους, πού θά εἶστε μάρτυρες σέ ὅ,τι ἀκολουθήσει;»
Ὅταν ἄκουσαν τό σχέδιό του, ἦταν σάν νά ἔπεσε κεραυνός πάνω τους. Μά δέν ἔφεραν ἀντίρρηση. Εἶδαν ὅτι ἀποτελοῦσε μονόδρομο, γιά νά σώσουν ὅλοι τελικά τή ζωή τους. «Φέρτε μου τά σακούλια μέ τά πετράδια στό κατάστρωμα», τούς εἶπε, καί πῆρε ἕνα μεγάλο σεντόνι, τό ὁποῖο κι ἅπλωσε μπροστά σέ ὅλους – οἱ ναῦτες παρακολουθοῦσαν ἔκπληκτοι χωρίς νά καταλαβαίνουν τί γίνεται. Ἄνοιξε τά σακούλια καί ἔβγαλε ἕνα ἕνα τούς πολύτιμους λίθους. Στό φῶς τῆς ἡμέρας ἄστραψαν ἐκθαμβωτικά πολλοί ἀπό αὐτούς. Ὅταν ὅλα τά πετράδια βρέθηκαν ἁπλωμένα στό σεντόνι, στάθηκε ὄρθιος καί τούς εἶπε μέ σοβαρή φωνή: «Αὐτή λοιπόν εἶναι ἡ ζωή; Γι’ αὐτά τά ὑλικά πράγματα κινδυνεύω, θαλασσοπνίγομαι καί σέ λίγο ἴσως πεθάνω, χωρίς νά πάρω τίποτε μαζί μου ἀπό τόν κόσμο αὐτόν; Ἀδειάστε τα ὅλα στή θάλασσα».
Ἀμέσως, χωρίς καμία χρονοτριβή, χωρίς κανείς νά μπορέσει νά ἀντιδράσει, τό περιεχόμενο τοῦ σεντονιοῦ μέ τόν σπουδαῖο θησαυρό μέσα,  ἐξακοντίστηκε μακριά ἀπό τούς ὑπηρέτες τοῦ Νικόλα μέσα στή βαθιά θάλασσα. Τό σεντόνι βυθίστηκε σχεδόν ἀμέσως ἀπό τό μεγάλο βάρος. Ἡ θάλασσα κατάπιε λαίμαργα τή λεία της. Ἦταν τό τίμημα πού «ζητοῦσε» γιά νά μή καταπιεῖ τόν πλούσιο κάτοχο τοῦ θησαυροῦ. Ὁ Νικόλας σταυροκοπήθηκε κι ὕψωσε εὐγνώμονα τό βλέμμα του στόν Οὐρανό. Ὁ Πέτρος ἀπό μιά πλευρά παρακολουθούσε δακρυσμένος τό σοφό σχέδιο τοῦ ἀγαπημένου φίλου του. Οἱ ὑπηρέτες τοῦ Νικόλα, μέ θλίψη ἀλλά καί ἀνακούφιση γύρισαν στή θέση τους, κάνοντας ὄνειρα γιά ἄλλα σχέδια τοῦ ἀφεντικοῦ τους. Μόνον οἱ ναῦτες, οἱ ἐσωτερικά «φονιάδες», ἔκπληκτοι, μή μπορώντας νά καταλάβουν τά γενόμενα, ἔτριζαν τά δόντια πού ὁ θησαυρός χάθηκε μέσα ἀπό τά χέρια τους. Τό σχέδιό τους δέν εἶχε πιά λόγο ὑπάρξεως. Ὁ Θεός θέλησε νά τούς προφυλάξει ἀπό ἕναν προμελετημένο… φόνο!
(Ἀπό "Λειμωνάριον" Ἰ. Μόσχου, κεφ. 203)